Ένα γλυκό όνειρο με ξύπνησε και αισθάνομαι το πικραμένο μου χείλι να χαμογελά. Η κρύα χειμωνιάτικη μέρα με κρατά στα ζεστά κλινοσκεπάσματα, δε μου κάνει κέφι να σηκωθώ. Θύμησες μου ’ρχονται στο νου. Έξω ο βοριάς λυσσομανά. Τα παραθυρόφυλλα της απέναντι μονοκατοικίας χτυπούν απ’ το αγέρι και με βγάζουν απ’ το λήθαργο. Κοιτάζω το ρολόϊ και βλέπω την ώρα. Σηκώνομαι ανόρεχτα, ρίχνω το σάλι στους ώμους γιατί αισθάνομαι την πρωϊνή ψύχρα και τρέχω να φτιάξω τον ζεστό καφέ, μήπως και ανοίξουν τα μάτια μου. Αυτές τις κινήσεις τον τελευταίο καιρό τις κάνω μηχανικά. Κάθομαι στη συνήθη γωνιά της κουζίνας και κοιτάζω έξω. Όλοι λουφαγμένοι στο ζεστό σπιτικό τους. Ποιος βγαίνει έξω έντεκα η ώρα το πρωί της Κυριακής; Κανείς. Μόνο οι κυράδες που γυρίζουν από την εκκλησιά κρατώντας το αντίδωρο στο χέρι. Λιγοστοί άντρες τις συνοδεύουν. Άδειοι οι δρόμοι, ήσυχοι. Και στο μικρό διαμέρισμα μου επικρατεί απόλυτη τάξη και ησυχία, μιας και είμαι μόνη τους τελευταίους μήνες.
Πίνοντας το καφεδάκι μου προσπαθώ να επαναφέρω στη μνήμη μου το γλυκό όνειρο που με ξύπνησε. «Τον είδα να μου χαμογελά. Ήμασταν λέει στην Κέρκυρα χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Περπατούσαμε στα καντούνια αγκαλιασμένοι σαν μικρά παιδιά και τραγουδούσαμε.» Όμορφο όνειρο και ζωντανό. Ατέλειωτες θύμησες με κυριεύουν . Η πρώτη μου επιθυμία ήταν να τηλεφωνήσω στην κόρη μου να την καλημερίσω και να της πω για το παράξενο αυτό όνειρό. Το ακουστικό το σήκωσε ο πεντάχρονος εγγονός μου, ήθελε όμως να μου μιλήσει και η μικρή εγγόνα, που μόλις τώρα άρχισε να φτιάχνει μικρές προτάσεις. Τους άκουγα να γκρινιάζουν και να μαλώνουν για το ποιος θα μου πρωτομιλήσει. Τους χώρισε η μάνα τους, τους ηρέμησε και έτσι κουβεντιάσαμε για λίγο εμείς οι δυο μας. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο πλημύρισα από χαρά. Αλήθεια, υπάρχει μεγαλύτερη ομορφιά, να τσακώνονται τα εγγόνια σου για το ποιο θα σου μιλήσει; Η κόρη μου με την οικογένειά της ζει στο επόμενο τετράγωνο, λίγα μέτρα μακρυά μου. Την ίδια επιθυμία είχα να επικοινωνήσω και με τον μικρό μου γιό που ζει στην Ατλάντα της Αμερικής, όμως εκεί τώρα είναι πολύ νωρίς το πρωϊ και δεν θα έχει ξυπνήσει ακόμη. Πήγε για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες, έμεινε εκεί. παντρεύτηκε και έχει κι αυτός δυο παιδιά. Επικοινωνούμε μέσω skype και έτσι νομίζω ότι είναι δίπλα μου.
Μου έρχεται στο νου η κοινή ζωή, που διανύσαμε. Ζωή γεμάτη αγάπη, σεβασμό και ευτυχία. Σαράντα χρόνια έγγαμου βίου νομίζω ότι πέρασαν σαν νερό. Γνωριζόμασταν από νεαρά παιδιά. Ζούσαμε στην ίδια γειτονιά. Ήταν ο καλύτερος φίλος του αδελφού μου και μεγαλύτερος μου κατά πέντε χρόνια. Πάντα τον θυμάμαι να μπαινοβγαίνει στο σπίτι μας, όμορφος, ξανθός, το αντίθετο από εμένα τη μελαχρινή. Ζωντανός άνθρωπος, με τα αστεία του, το τρανταχτό του γέλιο και την καλή καρδιά. Στα πάρτι ήθελα να χορεύω μαζί του. Στις παρέες τους, αν και ήμουν μικρότερη τρύπωνα κι εγώ, έτσι για να τον βλέπω. Άλλες εποχές όμως τότε. Δεν μπορούσα να του εκμυστηρευθώ τον έρωτά μου. Φοβόμουν τον αδελφό μου. Δεν ήξερα πώς θα το πάρει. Έτσι μεγαλώναμε μαζί σαν φίλοι και προσεκτικά μην καταλάβει κανείς, ότι υπήρχε κάτι άλλο βαθύτερο. Όταν γύρισε από το στρατιωτικό του και έπιασε δουλειά στο Υπουργείο Οικονομικών, θεώρησε καθήκον του να με ζητήσει πρώτα από τον αδελφό μου και μετά από τους γονείς μου. Κανένας δεν έφερε αντίρρηση, ήταν κάτι που μάλλον το ήθελαν και το περίμεναν όλοι. Είκοσι χρονών εγώ τότε και εργαζόμενη σαν γραμματέας σε μια εταιρεία, είκοσι πέντε χρονών εκείνος. Ο γάμος έγινε αρκετά γρήγορα και η ζωή κύλησε ακόμα γρηγορότερα. Θυμούμαι τους κοινούς αγώνες μας, για να δημιουργηθούμε, για να κάνουμε τα δυο παιδιά μας, έπειτα να τα σπουδάσουμε, μα πάνω από όλα την αγάπη μας. Νομίζω εκείνος με αγαπούσε περισσότερο. Δεν μου χάλαγε χατήρι. Δεν προλάβαινα κάτι να του ζητήσω και εκείνος μου το πρόσφερε απλόχερα και καλόκαρδα.
Όλα συνέβησαν πριν από δυο χρόνια. Ήμασταν δύο συνταξιούχοι, που απολάμβαναν την μεσόκοπη και τακτοποιημένη ζωή τους. Είχαμε αρχίσει να αφιερώνουμε χρόνο στους εαυτούς μας. Τα παιδιά μας ήδη παντρεμένα και γονείς, δεν μας είχαν ανάγκη. Ξαφνικά μια αδιαθεσία και μια ανορεξία μας ανάγκασε να τρέξουμε στους γιατρούς για τις απαραίτητες εξετάσεις. Η διάγνωση δυστυχώς βγήκε γρήγορα. Καρκίνος στο πάγκρεας. Ήρθαν τα πάνω κάτω. Η ευτυχία μας έγινε δυστυχία. Ανατράπηκαν τα πάντα. Γνώστης της κατάστασής του , προσπαθούσε να μας πείσει, εμένα και τα παιδιά ότι θα το ξεπεράσει. Ούτε μια στιγμή δεν λύγισε. Αγαπούσε τόσο πολύ τη ζωή. Εκείνος με καρτερικότητα υπέμεινε τις χημειοθεραπείες, τις ατέλειωτες εξετάσεις και τις εισαγωγές στο νοσοκομείο κάθε τρεις και λίγο. Σταθήκαμε κοντά του, ως το τέλος. Πάλεψε σκληρά αρκετούς μήνες και ένα πρωϊνό του Απρίλη έσβησε ήσυχα. Σίγουρα βρίσκεται στη γειτονιά των αγγέλων.
Με θλίβει το γεγονός που η ζωή κυλά και δεν είναι εκείνος εδώ να κάνουμε πράγματα μαζί. Κάποιες φορές του θυμώνω που με άφησε μόνη και έφυγε. Άλλοτε πάλι σκέφτομαι ότι έτσι είναι η ζωή απρόβλεπτη και απρογραμμάτιστη. Λυπούμαι που δεν προσέξαμε περισσότερο τους εαυτούς μας, που δεν δώσαμε την απαραίτητη προτεραιότητα στις επιθυμίες μας, πιστεύοντας ότι θα είμαστε ως τα βαθιά γεράματα μαζί. Στεκόμασταν σε όλους που ήταν γύρω μας και μας χρειάζονταν. Στα παιδιά, στους γονείς, στα αδέλφια και στους φίλους μας. Τα χρόνια πέρασαν, τα μαλλιά άσπρισαν, οι ρυτίδες αυλάκωσαν τα πρόσωπά μας και το τρανταχτό χαμόγελο μας σιγά –σιγά άλλαξε, γίνηκε πιο σιγανό. Τώρα καταλαβαίνω ότι αφήσαμε πίσω πράγματα που θέλαμε να κάνουμε, για αύριο , για μεθαύριο και να που τελικά δεν προλάβαμε να τα κάνουμε μαζί. Πόσες φορές δεν του είπα, πάμε μέχρι τις Σπέτσες ή την Ύδρα, έτσι για μια μονοήμερη. Χίλια εμπόδια έβρισκε και έβρισκα. Σήμερα βρέχει, άλλοτε κάνει ζέστη, δεν έχουμε χρήματα, δεν έχουμε διάθεση, κάποια άλλη μέρα που θα έχουμε κέφι και τελικά δεν πήγαμε ποτέ. Και όχι μόνο αυτά, πόσα άλλα ανεκπλήρωτα.
Μετά το χαμό του συζύγου μου και για να γεμίσω τον ελεύθερο χρόνο μου άρχισα να ξαναδιαβάζω με μανία. Συναντιέμαι με τις φίλες από τη δουλειά αρκετά συχνά και πηγαίνουμε θέατρο ή κινηματογράφο. Τα κορίτσια από τα παιδικά χρόνια με προσκαλούν σε καμμιά ταβερνίτσα και τα λέμε. Πολλές φορές κρατώ τα εγγόνια μου, ώστε να βγαίνει η κόρη μου με τον σύζυγό της να διασκεδάζουν και να γλεντούν. Με ευχαριστεί πολύ αυτό. Σίγουρα δεν αισθάνομαι μόνη, αλλά δεν είναι εκείνος κοντά μου και ομολογώ ότι μου λείπει πολύ.
Τελικά το αποφάσισα. Φόρεσα το παλτό μου, πήρα την τσάντα μου, έβαλα στο πορτοφόλι τα χρήματα της σύνταξης, άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Το αγιάζι με μαστίγωσε, μου έκοψε την ανάσα. Εγώ όμως ήθελα να βγω, να χαρώ και να διασκεδάσω. Ο δρόμος με έβγαλε στο λιμάνι του Πειραιά. Πήγα στα δελφίνια και έβγαλα εισιτήριο για την Ύδρα. Ένα ταξίδι που τόσο πολύ το θέλαμε και οι δυο. Ποιος ξέρει μπορεί να είναι κοντά μου, στο κάτω-κάτω τον κουβαλώ στην ψυχή μου. Τελικά συνειδητοποιώ ότι η ζωή κυλά, και θα συνεχίσει να κυλά ήρεμα και απλά. Εγώ θα συνεχίσω να ζω με την απώλεια μου. Οι καλές αναμνήσεις, η ευτυχισμένη ζωή που έζησα μαζί του, η αγάπη που εισέπραξα από αυτόν, κάνει το πικρό μου χείλι να χαμογελά, γιατί η ψυχή μου είναι γεμάτη γλύκα και μου δίνει την ώθηση να συνεχίσω να ζω.
Ιστίου Τόπος,Δημιουργική Γραφή με τη Σοφία Νινιού
Ο διαδικτυακός αυτός τόπος δημιουργήθηκε για να φιλοξενεί τα κείμενα, που μέσω του μαθήματος της δημιουργικής γραφής, που διδάσκω, εμπνεύστηκαν και έγραψαν οι εκπαιδευόμενοι.
Αφορμή στάθηκε η συνεργασία μου την Άνοιξη του 2015 με τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης των Δήμων
Μοσχάτου-Ταύρου
Καλλιθέας
Αλίμου
Στο χώρο όμως αυτό φιλοξενούνται και τα κείμενα φίλων, που εξ αποστάσεως συμβουλεύω και διδάσκω.
Επέλεξα το μάθημα αυτό, γιατί πιστεύω στην απελευθερωτική του επίδραση στην ψυχή του ανθρώπου, γιατί τον εισάγει στην Τέχνη και του ανοίγει δρόμους στην έκφραση των συναισθημάτων του και στη διατύπωση της σκέψης του.
Σοφία Νινιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου