Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Μαρίνα Τσβετάγιεβα ( 8 Οκτωβρίου 1892 - 31 Αυγούστου 1941 )



Η Μαρίνα Ιβάνοβνα Τσβετάγεβα ή Τσβετάγιεβα (Мари́на Ива́новна Цвета́ева, 8 Οκτωβρίου 1892 - 31 Αυγούστου 1941) ήταν Ρωσίδα συγγραφέας.
Γεννήθηκε στη Μόσχα το 1892. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Από το 1902 μέχρι το 1906 έζησε στη Γένοβα. Το 1906 πήγε σχολείο στη Λωζάνη και το 1908 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιστορία της φιλολογίας. Το 1910τύπωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή. Παντρεύτηκε το 1912. Το 1917 έζησε τη Ρώσικη επανάσταση, ενώ ο άντρας της πολεμούσε ενάντια στους Μπολσεβίκους. Το 1920 έχασε τη μια της κόρη. Το 1922 έφυγε για το Βερολίνο και την Πράγα και το 1925 πήγε με την οικογένειά της στο Παρίσι, όπου έμεινε για 14 χρόνια. Το 1939 γύρισε στη Ρωσία, όπου το περιβάλλον ήταν ιδιαίτερα εχθρικό. Το 1941 οδηγήθηκε στη Γελαμπούγκα (Ταταρστάν) όπου και αυτοκτόνησε.
Τα ποιήματά της ήταν επηρεασμένα από την περίπλοκη προσωπικότητά της, τις σχέσεις της και τα συναισθήματά της.


Το πορτρέτο μιας κορυφαίας των ρωσικών γραμμάτων

H μπαλάντα του αυτοχειριασμού

Κενά στη μνήμη υπάρχουν - σαν γλαυκώματα στα μάτια μας.
Μ. Τσβετάγιεβα, «Το ποίημα του βουνού»
(Μετάφραση Γιώργος Κοροπούλης)

«Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τους»: η καρυωτακική ρήση κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον ταραχώδη βίο και το άδοξο τέλος της Μαρίνας Τσβετάγιεβα (1892-1941). Ποιήτρια της καρδιάς και ψυχή παιδιόθεν αντιφρονούσα, σφραγίστηκε ανεξίτηλα από τις ιστορικές συγκυρίες της χώρας της και τις αρχές του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Θυγατέρα ενός από τους εγκυρότερους ιστορικούς της τέχνης, αυστηρά προσηλωμένου στη δουλειά του (στις ενέργειές του οφείλεται κυρίως η επιτυχής λειτουργία του ιδρύματος Ρουμιάντσεφ, του σημερινού Μουσείου Πούσκιν), και μιας ταλαντούχου μητέρας, αφοσιωμένης στην τέχνη του πιάνου, μυείται από νωρίς στον κόσμο της μουσικής και της λογοτεχνίας. Και σίγουρα δεν έγινε ο μουσικός αστέρας που ονειρευόταν η μητέρα της, αλλά η έντονη μουσικότητα των στίχων της, οι συχνές μουσικές παύσεις, πηγή γοργών και απότομων τονικών εναλλαγών, οφείλουν πολλά σε αυτή τη μουσική παιδεία, είδος πνευματικής γυμναστικής, όσο ψυχαναγκαστική και αν τη θεωρούσε η ίδια, όταν επί ώρες, υπό τη μητρική επίβλεψη, ιδροκοπούσε πάνω στα πλήκτρα.

Η Μαρίνα γνωρίζει από νωρίς τη γεύση της εξορίας, όταν ακολουθώντας με τη μικρότερη αδελφή της τη φθισική μητέρα της βρίσκεται σε διάφορα θέρετρα της Δυτικής Ευρώπης, μπαίνει εσωτερική σε γαλλικά σχολεία της Λωζάννης και του Φριβούργου, στον Μέλανα Δρυμό, και αργότερα, μετά τον θάνατο της μητέρας, σε διάφορα αυστηρά σχολεία της Μόσχας. Πάντως, όλες αυτές οι σκληραγωγήσεις δεν θα την εμποδίσουν να κάνει την κίνηση της μεγάλης χειραφέτησης και να φύγει, δεκαεπτάχρονη, στο Παρίσι για να γνωρίσει από κοντά τη γαλλική λογοτεχνική κίνηση, την οποία ως τότε παρακολουθούσε μέσα από βουλιμικά διαβάσματα. Με την επιστροφή της, και προτού ακόμη τελειώσει το σχολείο, έχει έτοιμη την πρώτη της ποιητική συλλογή, το Βραδινό λεύκωμα (1910). Είναι περίπου η εποχή που γνωρίζει και τον μοιραίο άντρα της ζωής της, τον Ρωσοεβραίο Σεργκέι Εφρόν, τον άντρα που θα γίνει σύζυγός της και πατέρας των τριών παιδιών της. Είναι ίσως ακραίο να το πει κανείς, αλλά η Τσβετάγιεβα, με τις πολλές και διάφορες ομοφυλόφιλες είτε ετεροφυλόφιλες περιπέτειες, μια ζωή κρεμασμένη στα κρόσσια του έρωτα, νιώθοντας αδήριτα την ανάγκη να αγαπηθεί, είτε κοντά στον Σεργκέι είτε μακριά του, υπήρξε βαθύτατα μονογαμική. Ουδέποτε τής πέρασε από τον νου ότι αυτός ο γάμος μπορεί να «λυθεί» για τον οιονδήποτε λόγο, και όταν κάποια στιγμή ο Σεργκέι αποτόλμησε να υπαινιχθεί τον χωρισμό, η αντίδρασή της άγγιξε τόσο τα όρια της παραφροσύνης που εκείνος αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει και να παραιτηθεί από την ιδέα της ρήξης: H Μαρίνα ζει από νωρίς στον χώρο του απόλυτου - όλα ή τίποτε. Με την ίδια κτητική, αυταρχική διάθεση θα περιβάλει και τα δύο της παιδιά (η δευτερότοκη Ειρήνη πεθαίνει νωρίς από ασιτία σ' ένα άσυλο), την Αριάδνη (=Αλια, για τους οικείους) και τον Μουρ (ονοματισμένον έτσι από το ομώνυμο αφήγημα του Ε. Τ. Α. Χόφμαν για τον γάτο Μουρ και τις παράξενες ιστορίες του).
Βίζα για την Τσεχία
Με τον Σεργκέι χωρίζεται από νωρίς μέσα στη δίνη του A' Παγκοσμίου Πολέμου και, κατόπιν, του Εμφυλίου, της Οκτωβριανής Επανάστασης. Μέσω Ερεμπουργκ μαθαίνει ότι βρίσκεται σώος και αβλαβής στην Πράγα και καταφέρνει με νύχια και με δόντια να πάρει μια βίζα για την Τσεχία, μέσω Βερολίνου, όπου ανθεί η ρωσική εμιγκράτσια (1922). Μετά το καλοκαίρι στο Βερολίνο, ακολουθεί η αυτοεξορία στην Πράγα, στα περίχωρα της Πράγας, για την ακρίβεια, όπου ένας νέος απελπισμένος έρωτας θα της δώσει δύο από τα φλογερότερα ποιήματα του ρωσικού λυρισμού, την «Απόπειρα ζήλειας» και «Το ποίημα του βουνού». Την τριετία στην Πράγα ακολουθεί περίπου μία 15ετία στο Παρίσι (πάντα στα περίχωρα και όχι στο κέντρο της πόλης - αιτία μαρασμού και απόγνωσης για τη Μαρίνα, που προσπαθεί με ελάχιστα μέσα να φέρει βόλτα ένα μίζερο νοικοκυριό και να το εξαγοράσει με την πυρετική σχέση της με την ποίηση, που δεν την αφήνει ποτέ, ακόμη και στις πιο απελπιστικές στροφές του βίου της). Δίπλα της ο Σεργκέι μεταστρέφεται: από λευκορώσος τσαρικός γίνεται φιλοσοβιετικός και ένα είδος διπλού πράκτορα. Εγκαταλείπει την οικογένειά του στη Γαλλία και επιστρέφει στη Σοβιετική Ενωση, όπως και η Αλια, η μεγαλύτερη κόρη του ζεύγους. Και πάλι η Μαρίνα θα παλέψει με λύσσα για να τερματίσει τη 17χρονη εξορία της και να γυρίσει στην πατρίδα, στη Μόσχα, με τον Μουρ (1939). Το καταφέρνει εν μέρει, διότι πάλι η πρωτεύουσα τους είναι απαγορευμένη. Αποκομμένη από τον άντρα της και την κόρη της, που βρίσκεται ήδη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, οδηγείται με τον Μουρ σε μια σκοτεινή μεριά της Σοβιετικής Ενωσης, στην περιοχή των Τατάρων, σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Ο κύκλος σφίγγει από παντού και οδηγεί στην τελική λύση: τον Αύγουστο του 1941 η Μαρίνα απαγχονίζεται, αφήνοντας μερικές ύστατες παραγγελίες για την τύχη του Μουρ σε γνωστούς γείτονες.
H τεντωμένη χορδή
Χρόνια αργότερα, με την «τήξη των πάγων», θα εκτιμηθεί η ποιητική φλέβα της Τσβετάγιεβα, αυτή η τεντωμένη χορδή που δεν ηχούσε παρά κάτω από πίεση. Εμεινε η μεγάλη μοσχοβίτισσα ποιήτρια, αντίκρυ στην Πετρουπολίτισσα Αχμάτοβα, στην οποία αφιέρωσε ορισμένα από τα καλύτερα ποιήματά της, έγραψε για τον μεγάλο ποιητή Μπλοκ, ύμνησε την πόλη της, τη Μόσχα, στα Βέρστια (1921) και Βέρστια Ι (1922), άφησε πίσω της και λυρικές πρόζες και αφηγήματα στα οποία στάλαξε σταγόνα σταγόνα τη ζωή της. Εκτίμησε εγκαίρως, όσο λίγοι, τους ομοτέχνους της Μάντελσταμ και Μαγιακόφσκι, αλληλογράφησε με πάθος με τον Ρίλκε και τον Παστερνάκ (μια τριαδική αλληλογραφία υψηλής τάσης που καλό θα ήταν να μεταφραστεί στη γλώσσα μας: φωτίζει τον κάθε αλληλογράφο χωριστά και το τρίο ανεπανάληπτα)· κοντολογίς, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα πέρασε σαν κομήτης στα ρωσικά γράμματα και άφησε την πολύτιμη χρυσόσκονή της στην ποίηση και στην πρόζα. Ακόμη δεν έχει τελειώσει η οριστική αποτίμηση της γραφής της, παρά ταύτα έχει σταθεροποιηθεί η θέση της στην τετράδα Παστερνάκ, Αχμάτοβα, Μάντελσταμ, Τσβετάγιεβα, μεγαστέρες της γραφής στη Ρωσία του 20ού αιώνα.
Ο Ανρί Τρουαγιά (γεν. 1911), ειδικευμένος στις μυθιστορηματικές βιογραφίες, αλλά σαφέστατα αντίθετος ιδεολογικά με το σοβιετικό καθεστώς, αφήνει τη χολή του να σκιάζει ανεπίτρεπτα τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Υπάρχει έντονη η τάση όλη αυτή η βιογραφία να διαβαστεί σαν παραμύθι, πράγμα που γίνεται και με άλλες του σχετικές εργασίες, με ό,τι καλό ή κακό αυτό συνεπάγεται. Προτιμότερο θα ήταν να επιλεγεί προς μετάφραση κάποια από τις εγκυρότερες εργασίες αναφορικά με το έργο της Τσβετάγιεβα.
Σε ό,τι αφορά την ίδια τη μετάφραση, δυστυχώς χωλαίνει αρκετά και δεν αποφεύγει πολλές κακοτοπιές: εκείνες οι γενικές (της Μαρίνα, της Αναστασία, των κορόνων κτλ.) χαλούν, τουλάχιστον, τη διάθεση του καλόπιστου αναγνώστη, ενώ αρκετές από τις ποιητικές συλλογές ή έργα μένουν αμετάφραστες (στα γαλλικά, π.χ., L'aiglon = ο Αετιδεύς) ή η επιμέλεια του κειμένου αποδεικνύεται ελλιπής (π.χ. ευφράδης). Παρά την εμφανή προχειρότητα της έκδοσης και τις ανεπάρκειες της μετάφρασης, έχουμε ωστόσο μια πρώτη απόπειρα να καταγραφούν αυτή η θυελλώδης ζωή και το έργο μιας μεγάλης ποιήτριας του 20ού αιώνα - και αυτό λίγο δεν είναι.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.





Ρέκβιεμ

Πόσοι να ’χουν πέσει μέσα σ’ αυτό βάραθρο
που έχει ανοίξει μακριά!
Κοντεύει η ώρα να χαθώ
μέσα σ’ αυτή τη γη.

Όλα θα νεκρωθούν, τραγούδια και αγώνες,
που ήταν τόσο λαμπερά ή είχαν αντιφάσεις.
Κι η απαλή φωνή μου, τα πράσινα τα μάτια μου
και τα χρυσά μαλλιά μου.

Το μόνο που θα μείνει θα είναι η ανία
και η λησμονιά.
Κι όλα τα ίδια θα ’ναι κάτω απ’ τον ουρανό
σαν ουδέποτε να υπήρξα εγώ!
Είμαι ασταθής σαν το παιδί 
δεν μου κρατάει ο θυμός,
καλύτερη στιγμή μου όταν γίνονται στάχτη
τα κούτσουρα στο τζάκι.

Τσέλα κι ιππασίες μες στη λόχμη,
καμπάνα εκκλησιάς μες στο χωριό…
Εγώ η τόσο αληθινή και ζωντανή
Μέσα στη γη την τρυφερή θε να χωθώ!

Σε όλους απευθύνομαι, η χωρίς μέτρο εγώ
για ξένους και δικούς!
Να με πιστεύετε απαιτώ
όταν αγάπη σας ζητώ.

Μέρες και νύχτες λόγων και γραφών
ψάχνοντας την αλήθεια των όχι και των ναι 
συχνά ήμουν λυπημένη
σαν είκοσι χρονών,

μα οδεύοντας στο μοιραίο
τις προσβολές τους συγχωρώ·
πως είμαι ασυγκράτητη
με στιλ πολύ περήφανο,

με απότομες ορμητικές στιγμές,
γεμάτη ειλικρίνεια ή υποκριτική…
–Ακούστε με! Ο θάνατος θα ’ναι ακόμα μια αφορμή
για να με αγαπάτε.
Απόδοση: Ελένη Κατσιώλη


Η Τσβετάγεβα έγραψε το «Ρέκβιεμ» το 1930, φόρο τιμής στον θάνατο του Μαγιακόφσκι. Δεν έπαψε ποτέ να αναφέρεται σε αυτόν με σεβασμό και θαυμασμό. Το 1928, όντας στο Παρίσι, αψηφώντας την πολιτική εναντίον των προσφύγων, παρευρέθηκε στην άφιξή του. Ο θάνατός του τη συντάραξε.

Αρκετά χρόνια αργότερα θα ακολουθήσει και αυτή τον ίδιο δρόμο. Μετά την αυτοκτονία της βρέθηκαν τρεις επιστολές, στον γιο της, στους φίλους της και στις αδελφές της:

«Μούρα μου!
Συγχώρεσέ με, όμως μετά θα ήταν χειρότερα. Είμαι πολλή άρρωστη, αυτό πια δεν είμαι εγώ. Κατάλαβα ότι δεν μπορώ να ζήσω άλλο. Πες στον μπαμπά και στην Άλα –αν τους δεις– ότι τους αγαπούσα μέχρι την τελευταία στιγμή και ότι βρέθηκα σε αδιέξοδο».

«Αγαπημένοι μου φίλοι!
Μην αφήσετε τον Μούρα. Παρακαλώ όποιον από σας μπορεί να τον πάει στο Τσιστοπόλ στον Ν. Ν. Ασέγιεφ. Τα βαπόρια είναι φοβερά, σας παρακαλώ μην τον στείλετε μόνο. Βοηθήστε τον με τις αποσκευές για να τις τακτοποιήσει και να τις μεταφέρει στο Τσιστοπόλ. Ελπίζω στην πώληση των πραγμάτων μου.
Θέλω ο Μούρα να ζήσει και να μορφωθεί. Με μένα θα χανότανε. Η διεύθυνση του Ασέγιεφ είναι στον φάκελο.
Μη με θάψετε ζωντανή! Ελέγξτε προσεκτικά».

«Αγαπημένε μου Νικολάι Νικολάγεβιτς!
Αγαπημένες μου αδελφές!
Σας παρακαλώ να πάρετε τον Μούρα στο σπίτι σας στο Τσιστοπόλ, απλά να τον πάρετε για παιδί σας και να σπουδάσει. Εγώ παραπάνω δεν μπορώ, μόνο να τον αγαπώ.
Έχω 150 ρούβλια και αν προσπαθήσετε να πουλήσετε όλα τα πράγματά μου...
Στο σεντούκι υπάρχουν μερικά χειρόγραφα με ποιήματα και ένα πακέτο με εντυπώσεις πεζογραφίας.
Σας τα εμπιστεύομαι, να προσέχετε τον Μούρα μου, έχει πολύ εύθραυστη υγεία. Να τον αγαπάτε σαν γιο σας, το αξίζει.
Και εμένα να με συγχωρέσετε, δεν άντεχα.
Μ.Τ.
Μη τον αφήσετε ποτέ. Θα ήμουν τρισευτυχισμένη αν ζούσε μαζί σας.
Πάρτε τον μαζί σας.
Μην τον εγκαταλείψετε».

❉    ❉    ❉    

Προσευχή

Χριστέ μου και Θεέ μου! Διψώ για θαύμα,
Τώρα, αμέσως, στης μέρας την αρχή!
Ω, δώσε μου το θάνατο τώρα που ακόμα
Ένα βιβλίο είναι μπροστά μου όλη η ζωή.

Είσαι σοφός. Δε θα μου πεις αυστηρά:
- «Κράτα, δεν ήρθε ακόμη ο καιρός».
Εσύ μου 'δωσες μονομιάς τόσα πολλά!
Μα θέλω να 'ναι ο κάθε δρόμος ανοιχτός.

Τα θέλω όλα: με την ψυχή Τσιγγάνου,
Τραγουδώντας στη ληστεία να ριχτώ,
Να υποφέρω στους ήχους του οργάνου
Και σαν αμαζόνα στη μάχη να ορμώ.

Να διαβάζω τ' αστέρια σε μαύρο πύργο,
Τα παιδιά να οδηγώ απ' το σκοτάδι πέρα...
Η μέρα η χθεσινή να μοιάζει με μύθο
Κι η κάθε μέρα μου να 'ναι μια τρέλα!

Μ' αρέσει κι ο σταυρός και το μετάξι και το ξίφος,
Η ψυχή μου είναι μιας στιγμής τ' αχνάρι...
Τα παιδικά χρόνια που μου 'δωσες ήτανε μύθος,
Στα δεκαεφτά το θάνατο στείλε να με πάρει.

26 Σεπτεμβρίου 1909, Ταρούσα
μετάφραση: Γιώργος Μολέσκης


❉    ❉    ❉    

Ποιήματα για την Ἄννα Ἀχμάτοβα


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΡΩΣΙΚΑ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ
Ὦ ὀμορφότερη τῶν μουσῶν, ἐσύ τοῦ θρήνου ἡ Μούσα!
Ὦ πλάσμα ἄμυαλο τῆς νύχτας τῆς λευκῆς!
Ἐσύ στή Ρούς ἔστειλες ἀνεμοθύελλα μαύρη,
Τά οὐρλιαχτά σου μέχρι ἐμᾶς πετάγονται σάν βέλη!

Κι ἐμεῖς παραμερίζουμε κι ἕνα πνιχτό: ὤχ!
Ἀπό ἑκατό χιλιάδες στόματα πού ὁρκίζονται σ’ ἐσένα: Ἄννα
Ἀχμάτοβα! Τό ὄνομα αὐτό – ἕνας τεράστιος ἀναστεναγμός
Πού στό ἀπύθμενο βάθος πέφτει.

Εἴμαστε ἐστεμμένοι γιατί στήν ἴδια μ’ ἐσένα
Γῆ περπατᾶμε, γιατί ἔχουμε ἀπό πάνω μας τόν ἴδιο οὐρανό!
Κι ἐκεῖνος πού λαβώθηκε ἀπό τή θανάσιμή σου μοίρα,
Ἀθάνατος πλαγιάζει στῶν θνητῶν τή στοά.

Στήν πυκνοκατοικημένη πόλη μου οἱ τροῦλοι φλέγονται,
Καί τόν φωτεινό Σωτήρα ὑμνεῖ περιπλανώμενος τυφλός…
Σοῦ χαρίζω τήν πόλη τῶν καμπαναριῶν,
Ἀχμάτοβα – καί τήν καρδιά μου ἐπιπλέον σοῦ δίνω.
16 Ἰουνίου 1916


Ἔπιασα τό κεφάλι μου καί στέκομαι,
–Τί ἀνθρώπινες σκευωρίες!–
Ἔπιασα τό κεφάλι μου καί τραγουδάω
Στήν ἀργοπορημένη αὐγή.

Ἄχ, κύμα παράφορο
Μέ σήκωσε στήν κορυφή!
Σοῦ τραγουδῶ πώς ἔχουμε
Ἕνα φεγγάρι στόν οὐρανό!

Πώς στήν καρδιά τῆς κουρούνας φωλιάζοντας,
Στά σύννεφα καρφώθηκε.
Ἡ γαμψομύτα, πού ‘χει θανάσιμη ὀργή
Καί θανατηφόρα εὐγένεια.

Πώς τό χρυσαφένιο μου Κρεμλίνο
Ὅλη τή νύχτα ἔτριβα,
Πώς μέ κελαρυστή τρυφερότητα, σάν ἱμάντας
Μοῦ ‘σφιξε τό λαρύγγι.

Ἄχ, εἶμαι εὐτυχισμένη! Ποτέ ἡ αὐγή
Δέν ἦταν πιό καθάρια.
Ἄχ, εἶμαι εὐτυχισμένη, πού χαρίζοντας ἐσένα
Φεύγω – φτωχή,

Πού ἐσύ, μέ τή φωνή τοῦ βάθους καί τοῦ σκότους! –
Μοῦ ‘κοψες τήν ἀνάσα,
Ὅταν γιά πρώτη φορά εἶπα τό ὄνομα
Τῆς μούσας τοῦ Τσάρσκογιε Σελό.
22 Ἰουνίου 1916
http://www.poetics.patakis.gr/


❉    ❉    ❉    
Το παράθυρο

«Να και πάλι ένα παράθυρο,
πού και πάλι δεν κοιμούνται.
Ίσως – πίνουνε κρασί,
ίσως – έτσι κάθονται.
Ή απλώς – τα χέρια τους
δεν μπορούν οι δυο να χωρίσουν.
Σε κάθε σπίτι, φίλε,
υπάρχει ένα τέτοιο παράθυρο.

Είσαι η κραυγή των αποχωρισμών και των συναντήσεων –
εσύ, παράθυρο στη νύχτα…

Προσευχήσου, φιλαράκο, για το άυπνο το σπίτι,
για το παράθυρο με το φως!»
https://itzikas.wordpress.com/

❉    ❉    ❉    
Σίβυλλα (Ι)

Η Σίβυλλα: γερασμένη, η Σίβυλλα: στύλος.
Πέθαναν όλα τα πουλιά, μα μπήκε ο Θεός.

Η Σίβυλλα: μεθυσμένη, η Σίβυλλα: στεγνή.
Μαράθηκαν οι φλέβες: ο σύζυγος ζηλεύει!

Η Σίβυλλα: έσπασε, η Σίβυλλα: χασμουρήθηκε
Το μετρικό κι ο θάνατος! – Κούτσουρο ανάμεσα στις κόρες.

Δέντρο κραταιό στο δάσος γυμνό –
Θόρυβο έκανε η φωτιά στο δέντρο αρχικά.

Μετά, στο βάρος των αιώνων – φυγή, άξαφνα,
Φάνηκε ο Θεός με χέρια στεγνά.

Και ξαφνικά, απεγνωσμένα να ψάξει απ’ έξω:
Με την καρδιά και τη φωνή έπεσε: μέσα μου.

Σίβυλλα: μάντισσα! Σίβυλλα: θόλος!
Έτσι ο Ευαγγελισμός συνέβη εκείνη

Τη στιγμή που δε γερνά, έτσι όπως το γκρίζο των χορταριών
Το εφήμερο της παρθενίας, σπηλιά εγένετο,

Για την εκπληκτική φωνή…
Έτσι και η αστρική αύρα
Η Σίβυλλα: εγκατέλειψε τους ζωντανούς.
5 Αυγούστου 1922

Σίβυλλα (ΙΙ)

Πέτρινος o σβώλος, γκρίζος,
Από αιώνες ξέκοψε τη συγγένεια.
Το σώμα σου – σπηλιά
Των δικών σου φωνών.

Τα σωθικά – τη νύχτα, μέσα απ’ τη τυφλότητα
Ο αιώνας, τη τυφλότητα των πολεμίστρων.
Κωφάλαλο φρούριο
Πάνω από την ανομοιομορφία των θεριστών.

Καλύπτουν οι νεροποντές τους ώμους
Με πανωφόρι, μουχλιάζει το μανιτάρι.
Χιλιετίες παφλάζουν
Στους μαρμαρωμένους όγκους.
Θλίψη θλίψη! Κάτω απ’ το πάχος
Ο αιώναw, στα διορατικά σκοτάδια –
Πήλινα θραύσματα
Των βασιλείων και η σκόνη του δρόμου

Των μαχών . . .

6 Αυγούστου 1922

Σίβυλλα (ΙΙΙ)

Η Σίβυλλα – στο βρέφος:
Κούρνιασε στο στήθος μου,
Βρέφος :
Η γέννηση – είναι η πτώση στις μέρες.

Από τα πανύψηλα απόκοσμα βράχια,
Το βρέφος μου
Έπεσε τόσο χαμηλά !
Πνεύμα ήσουν, στάχτη έγινες.

Κλάψε, μικρό μου, για κείνους και για μας:
Η γέννηση – είναι η πτώση στην ώρα!

Κλάψε μικρό μου και ξανά και ξανά:
Η γέννηση – είναι η πτώση στο αίμα,

Και στη στάχτη,
Και στην ώρα . . .

Πού είναι η ανταύγεια των θαυμάτων του;
Κλάψε μικρό μου: η γέννηση στο βάρος!

Που είναι οι γενναιοδωρίες του;
Κλάψε μικρό μου, : η γέννηση στον υπολογισμό,

Και στο αίμα,
Και στον ιδρώτα . . .

Μα θα σηκωθείς! Εκεί που στον κόσμο
Θάνατο λένε – πτώση είναι στη σκληρότητα.

Μα θα δεις ! Εκείνο που στον κόσμο – αιώνας
Διαρκής – γέννηση είναι στο φως.

Κι’ απ’ δω –
Στους αιώνες.

Ο θάνατος, μικρούλη, δεν είναι να κοιμάσαι, μα να σηκώνεσαι,
Να μην κοιμάσαι, μα πίσω να γυρνάς.

Κολύμπα, μικρούλη! Το πόδι
Ήδη πάτησε . . .

– Εξέγερση στη μέρα.

17 Μαΐου 1923

Μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
http://frear.gr










1 σχόλιο: