Πίνακας : Ανδρέας Πετούσης
όπως τα πίεζε αμήχανα με τα αλαβάστρινά της δόντια.
Τα στήθη της περιστέρια λευκά που παλλόντουσαν από τα βέλη ενός έρωτα
χαμένου στο πυρόλουστο γιόμα.
Σύννεφα σαρκόλουστα με φορτίο γεμάτα,
να θέλουν να εκραγούν,
αντάρτες πλουμιστοί με πόθο και νιάτα.
Έλαμπε, έλαμπε ο ιδρώτας πάνω στο μέτωπο και εκεί στην αρχή της σχισμάδας
Σύννεφα σαρκόλουστα με φορτίο γεμάτα,
να θέλουν να εκραγούν,
αντάρτες πλουμιστοί με πόθο και νιάτα.
Έλαμπε, έλαμπε ο ιδρώτας πάνω στο μέτωπο και εκεί στην αρχή της σχισμάδας
και η καρδερίνα κελάηδαγε,
χτυπούσε και χόρευε μέσα από το φουστάνι, πορφυρή από αίμα και χάρη,
ελεύθερο άλογο χωρίς ηνία, άγρια θάλασσα.
Αυτό το λιλά είχε γίνει λουλούδι στο λαιμό,
σύννεφα στου αγέρα τον εξαντλητικό χορό.
Βοή, βοή και σαματάς, να αισθάνεσαι ότι η γη κουνιόταν, να χορεύεις,
χτυπούσε και χόρευε μέσα από το φουστάνι, πορφυρή από αίμα και χάρη,
ελεύθερο άλογο χωρίς ηνία, άγρια θάλασσα.
Αυτό το λιλά είχε γίνει λουλούδι στο λαιμό,
σύννεφα στου αγέρα τον εξαντλητικό χορό.
Βοή, βοή και σαματάς, να αισθάνεσαι ότι η γη κουνιόταν, να χορεύεις,
σαν φύλλο να πετάς.
Σύννεφα και κύματα σε έναν λικνισμό με μιας.
Τα σύννεφα κύματα θάλασσας σε ταραχή,
να διαφεντεύουν τον πόθο με προσμονή,
χτύπαγε η σμίλη πάνω στο κορμί,
έπλαθε τα λάγνα βλέμματα με υπομονή.
Σφυρί ρυθμικό σε έναν ατέρμονο σκοπό
και η γη να έχει μεταμορφωθεί σε θάλασσα και αυτή,
να περιμένει την πρώτη αστραπή και βροντή.
Μύριζε πόθο καυτό, πύρινο και αμαρτωλό
και εκεί στο χώμα καταγής,
σπορά από λουλούδια και δέντρα να μοιράζει ο αγέρας ο γητευτής.
Μύριζε χώμα βρεγμένο και καρδιά,
μια καρδερίνα που πετούσε πάνω στα δικά του κλαδιά.
Ήταν η ώρα να αρχίσει η σιωπή,
να καθήσει ήρεμη πάνω στο κλαδί.
Να κλείσει τα μάτια της να ονειρευτεί
και πρωί πρωί να κελαηδήσει με την νέα αυγή.
Stamatina Vathi "Σύννεφα, κύματα..."
Σύννεφα και κύματα σε έναν λικνισμό με μιας.
Τα σύννεφα κύματα θάλασσας σε ταραχή,
να διαφεντεύουν τον πόθο με προσμονή,
χτύπαγε η σμίλη πάνω στο κορμί,
έπλαθε τα λάγνα βλέμματα με υπομονή.
Σφυρί ρυθμικό σε έναν ατέρμονο σκοπό
και η γη να έχει μεταμορφωθεί σε θάλασσα και αυτή,
να περιμένει την πρώτη αστραπή και βροντή.
Μύριζε πόθο καυτό, πύρινο και αμαρτωλό
και εκεί στο χώμα καταγής,
σπορά από λουλούδια και δέντρα να μοιράζει ο αγέρας ο γητευτής.
Μύριζε χώμα βρεγμένο και καρδιά,
μια καρδερίνα που πετούσε πάνω στα δικά του κλαδιά.
Ήταν η ώρα να αρχίσει η σιωπή,
να καθήσει ήρεμη πάνω στο κλαδί.
Να κλείσει τα μάτια της να ονειρευτεί
και πρωί πρωί να κελαηδήσει με την νέα αυγή.
Stamatina Vathi "Σύννεφα, κύματα..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου