Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

epikouros sofista "ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΝΩ ΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ"


Ταπεινέ προσκυνητή αυτού του σαγηνευτικού τόπου, εσύ που αναζητάς χαμένες μνήμες μιας ανθρωπινότερης ζωής, έλα μαζί μου να χαθούμε στον Δαίδαλο από τα στενοσόκακά της, μέσα από αυλές και ταπεινά σπιτάκια, να πάρουμε και να δώσουμε γελαστές καλημέρες, να ανταλλάξουμε βλέμματα συνενοχής για την ομορφιά που απολαμβάνουμε, παραδομένοι στον χαμένο παράδεισο των ξένοιαστων παιδικών μας χρόνων.
Σε αυτό το ταξίδι νοσταλγίας στα ξεφτισμένα από τον καιρό κρόσσια της μνήμης, πασχίζω να αναστήσω χώρους, πρόσωπα, οσμές και αγγίγματα, που κάποτε η καθημερινή ζωή με περισσή γενναιοδωρία έντυνε. Σαν σε φωτογραφίες παλιές με εκείνα τα περίτεχνα κυματιστά τους πλαίσια, αναζητώ στο γκρεμισμένο πια μπακάλικο του κυρ Αλέκου στην πλ. Τερψιθέα, εκείνο το συνονθύλευμα από τις μυρωδιές της παστής σαρδέλας, του ούζου, του τουρσιού και των μπαχαρικών, που διέγειρε τη μετακατοχική μας πείνα και μας ταξίδευε σε γαστρονομικές φαντασιώσεις. Και εκεί σε μια γωνία μέσα στα χαλάσματα θα ξαναβρώ σκονισμένο από την σκόνη του χρόνου το τεφτέρι για τα βερεσέδια, που πόσο πιο μπροστά, μα προπαντός πόσο πιο ανθρώπινο ήταν από την εποχή της άψυχης πλαστικής πιστωτικής κάρτας. Γιατί έκλεινε μέσα του την αγωνία της ανέχειας αλλά και την μεγαλοσύνη της αλληλεγγύης και της συμπόνιας. Όλα αρώματα ψυχής που ο καταναλωτικός κυνισμός της σύγχρονης εποχής με περισσή απερισκεψία σκόρπισε. Οι  αξίες των πραγμάτων τότε αποτιμούνταν μέσα από το αίσθημα της θυσίας και της ανάγκης και εκταμιεύονταν από το ταμείο της καρδιάς. Ξαναβρίσκω σε αυτό το τρυφερό ραντεβού μνήμης, τους πρόσφυγες βιοπαλαιστές το κυρ Αβραάμ και την κυρά Ραχήλ σε εκείνο το χαμηλό σπιτάκι, μπροστά από το καζάνι το γανωμένο πάνω στην φωτιά να ανακατεύουν το αχνιστό μαντολάτο, να στριφογυρίζουν μέσα στην ζεστή μάζα ένα καλαμάκι για να αιχμαλωτίσουν την γλυκιά νοστιμιά να την προσφέρουν σαν ανταμοιβή σε εμάς τα παιδιά, που πρόθυμα μαζέψαμε τα ξύλα για την φωτιά.
Ξαναθυμάμαι τον κυρ Θανάση πρόσφυγας και αυτός με εκείνη την μικρή αποθήκη στην οδό Δανάης, στην οποία εγκατέστησε το εργαστήριο του φτιάχνοντας χαρτοσακούλες, όπου παιδιά εμείς πηγαίναμε να βοηθήσουμε απλώνοντας την πηχτή αλευρόκολλα στο γκρίζο χοντρό χαρτί για να πάρουμε τις λίγες δεκάρες που ο καλοσυνάτος άνθρωπος μας έδινε. Θα ξαναδούμε τον μπάρμπα Σταύρο, τον πιο αγαπητό μας άνθρωπο τον παγωτατζή με το μικρό αυτοσχέδιο βαρελάκι του που μέσα του έκρυβε την πιο γλυκιά λιχουδιά των παιδιών, που ο χρόνος μέχρι σήμερα αλλά και για πάντα πιστεύω δεν θα μπορέσει να σβήσει. Εδώ στο περιούσιο κομμάτι της πόλης, νοιώθεις τις εποχές να υφαίνουν τον ιστό των αισθήσεών σου. Με μια άνοιξη που εισβάλει ορμητικά μέσα στο φως και τα αρώματα από αυλές ανθισμένες, φορτωμένες στο αγιόκλημα και της γλυσίνες , θα αφεθείς στην γοητεία του πιο ερωτικού επιταφίου και της πιο γλυκιάς Ανάστασης των αισθήσεων στην μικρή αυλή του όσιου Δαυίδ με τους ασβεστωμένους γκαζοτενεκέδες φορτωμένους από πολύχρωμα λουλούδια, σύμβολο της φαντασίας και της ανάγκης αισθητικής έκφρασης της λαϊκής νοικοκυροσύνης, τα στερημένα εκείνα χρόνια.
Σε αυτή την μικρή αυλή του Οσίου Δαβίδ που σμίγει με τις διπλανές αυλές , σε ένα σφιχταγκάλιασμα οικειότητας, μέσα από μία χωροταξική αντίληψη λαϊκής αρχιτεκτονικής που επιδιώκει την ανθρώπινη επικοινωνία, θα δεις όλη την ημέρα τις γυναίκες και τα παιδιά να ζουν και να απολαμβάνουν τον χώρο μεταβάλλοντας την θρησκευτική βλοσυρότητα του σε χαρά ζωής παιχνιδιού και γέλιου. Είναι παράξενο αλήθεια πως μέσα από μυστικές διαδρομές συλλογικής μνήμης, ο Διόνυσος να συναντά τον Χριστό έτσι όπως φαντάζει αμούστακος και φωτεινός στο θόλο του ιερού. Και μέσα από τον απόηχο των βυζαντινών ψαλμών θα ξαναρθούν στην μνήμη "η συννεφιασμένη Κυριακή" και οι ηδυπαθείς τούρκικοι αμανέδες ντυμένοι το προσφυγικό μεράκι τους από το μικρό ταβερνάκι του κυρ Λεωνίδα στην πλ. Τερψιθέα. 
Τα ζεστά καλοκαίρια πάλι όταν η πόλη βυθίζεται στον καυτερό μεσογειακό ήλιο, μια αύρα δροσερή θα μας ανταμώνει στην αυλόπορτα της κυρ Άννας, για ένα βαρύ γλυκό με δροσερό νερό από την στάμνα και απογευματινό κουτσομπολιό. Αλήθεια πόσο ενοχλητικό ήταν τότε για εμάς τους νέους το κουτσομπολιό, τότε που ο έρωτας ήταν υπό διωγμό και οι σχέσεις αμαρτία. Και όμως πίσω από αυτή την "ενοχλητική" συνήθεια των μεγάλων κρυβότανε ο φόβος τους για μια ανεπιθύμητη καρποφορία. Βλέπεις η φτώχεια της εποχής και η αγωνία για μια καλή αποκατάσταση, κρατούσε την διάσωση της παρθενίας σαν την μοναδική προίκα των κοριτσιών. Δυστυχώς αυτός ο φόβος στέρησε από την γενιά μου την ελεύθερη χαρά του έρωτα και είχε σαν συνέπεια την στρεβλή εξέλιξη του έρωτα, από φαινόμενο ανιδιοτελούς αγάπης σε πορνογραφία και ευκαιριακή συνεύρεση δίχως συναίσθημα και ψυχή. Μπορεί η γενιά μου να στερήθηκε το φαγητό η τον έρωτα χορτάσαμε όμως παιχνίδι. Οι αλάνες γινήκανε το αμόνι που πάνω του σφυρηλατηθήκανε οι χαρακτήρες μας, καλοί και κακοί. 
Και καθώς το βραδάκι θα βρίσκει τα βήματα μας στο Τσινάρι, στο ταβερνάκι κάτω από τον μεγάλο πλάτανο δίπλα στην Βυζαντινή κρήνη, ένα τσιπουράκι θα αφήσει την σκέψη να πετάξει με νοσταλγία στα περασμένα και στα σημερινά σεκλέτια,στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία και τις φωτιές του αϊ Γιάννη στην Πλατεία Τερψιθέα, που ακόμα και σήμερα τα παιδιά κρατούν κλειδωμένο το έθιμο στον κλείδωνα της μνήμης. 
Και όταν τα πρώτα σύννεφα του φθινοπώρου έρθουν, θα ανταμώσουμε παλιοί και νέοι φίλοι στην Δόμνα, το παλιό κουτούκι να μεταλάβουμε μέσα στο κατοστάρι το πορφυρό φως του πιο γλυκού ηλιοβασιλέματος. Θα ξανατραγουδήσουμε κρυφά Θεοδωράκη, όπως τότε στα ζοφερά χρόνια της δικτατορίας και θα ξαναδούμε τον Τάκη τον ταβερνιάρη να μας σερβίρει στο πιάτο μια σκουριασμένη πρόκα, σινιάλο πως κάποιος χαφιές κατέφθασε στο μαγαζί.
Συνοδοιπόρε φίλε που θέλησες μαζί να μοιραστούμε αυτό το μικρό οδοιπορικό μνήμης, μη σιαχτείς από το χιόνι που πέφτει και ασπρίζει τα μαλλιά μας και έλα μαζί να περπατήσουμε τούτες τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες στη γειτονιά μου. Έλα μαζί να μυρίσουμε την μυρωδιά από καμμένο ξύλο, να ξαναβρούμε μέσα από την μοσχοβολιά της βασιλόπιτας, εκείνες τις λεπτές σταγόνες του ιδρώτα που στόλιζαν σαν φωτοστέφανο το μέτωπο της μάνας μας όταν την ζύμωνε, να ξανακούσουμε "η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιο τίκτει", στον κατανυκτικό όρθρο στην Αγία Αικατερίνη και ύστερα να σε οδηγήσω εκεί στο παλιό δημοτικό σχολείο δίπλα στο υδραγωγείο στην Κασσάνδρου μαζί να ψηλαφήσουμε στα ξεχασμένα θρανία τα χαραγμένα ονόματα των πρώτων παιδικών ερώτων μας. 







Φωτογραφίες -  Panos Kazanasmas

Φωτογραφία -  Γ. Παπασουλιώτης 

 Φωτογραφία - epikouros sofista 

Φωτογραφία - epikouros sofista 















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου