Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Τρία κόκκινα περιστέρια μέσα στο φως
χαράζοντας τη μοίρα μας μέσα στο φως
με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων
που αγαπήσαμε.
Γιώργος Σεφέρης - Μυθιστόρημα ΙΔ'

Σταθόπουλος Γιώργος - Κοπέλα με περιστέρι

Γκυγιώμ Απολλιναίρ  - ΤΟ ΛΑΒΩΜΕΝΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΡΙΒΑΝΙ

μτφρ. Τάκης Βαρβιτσιώτης



Edouard Bisson art 


Νίκος Εγγονόπουλος - Η Ύδρα ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Μακρυνές συναυλίες, οπάλινες σπίθες, του πρώτου σπιτιού μας μέσ’ στη λαύρα του θέρους,

Στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,
Θ’ ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ’ αχιβάδες και κάστρα
Που βουβά παραστέκουν σ’ όσ’ αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες
Αυλακώνουν μ’ αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,
Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων, στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι,
Μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα, και πόθο που λες πάει να σβύση κι αποτόμως γυρεύει
Ν’ ανεβή πιο ψηλά, να γκρεμίση, να σπάση, παραθύρια ν’ ανοίξη, να φωνάξω, να κλάψη,
Να ρημάξω, ν’ αράξη, να σκιστή, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,
Περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ’ αρβανίτικο χώμα,
Κι όπου φτάση, αν φτάση, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,
Τροπικούς και πηγάδια θα διαβή, ως να φέξη η αυγή η πλανεύτρα μ’ άυλων Κούρδων κραιπάλη,
Ν’ αγοράση κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια, ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,
Στη μορφή μου να δέση τη μορφή των πουλιών.

The Pigeons, Cannes, 1957 by Pablo Picasso


Ο. Ελύτης - ΜΑΡΙΝΑ

Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω
λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω
και τι να πρωτοθυμηθώ

Τη βρύση με τα περιστέρια
των Αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια
και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα
στην άλλη ν άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα
σαν αδελφή του Αυγερινού

Μαρίνα πράσινό μου αστέρι
Μαρίνα φως του Αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού.




Γιώργος  Σταθόπουλος - Περιστέρια 

Ο. Ελύτης - ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ

Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη
και πικρή Σαρακοστή
Βάζω πλώρη και κατάρτι
και γυρεύω ένα νησί
που δε βρίσκεται στο χάρτη

Το κρατάνε στον αέρα
τέσσερα χρυσά πουλιά
Δε γνωρίζεις εκεί πέρα
ούτε κλέφτη ούτε φονιά
ούτε μάνα και πατέρα

Τα λουλούδια μεγαλώνουν
κάθε νύχτα τρεις οργιές
Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν
και τα δέντρα στις πλαγιές
σαν καβούρια σκαρφαλώνουν

Μες στης ερημιάς τ' αγέρι
όλ' αγιάζουνε μεμιάς
Πιάνεις του Θεού το χέρι
και στα κύματα ακουμπάς
σαν αγριοπεριστέρι

Γεια σας έχτρες γεια σας μίση
και γινάτι καθενός
Άμα βρεις το ερημονήσι
όλα τ' άλλα είναι καπνός
Μια φορά να το 'χεις ζήσει.



Feeding the Pigeons, 1877 By Eugen Von Blaas


 Ατζέρ Ιχτιάρ -Το Πληγωμένο Περιστέρι…

Ύποπτοι θαυματουργοί
περπατούσαν επί ώρες
στα σκοτάδια
τους είδα απ΄τα χνάρια.

Ερχόντουσαν να σε βρούν
ακούστηκε ξάφνου
ένα “μπλούμ”
το πληγωμένο περιστέρι
έπεσε σαν ένα αστέρι
μέσα στο χάος του ουρανού
εκεί που δεν θα σε βρουν.

Απόψε οι λέξεις σκοτώθηκαν
και οι ψυχές πληγώθηκαν!
Βαρύ πένθος,
για το πληγωμένο περιστέρι
που έπεσε σαν ένα αστέρι.

Δεν θα ξανά ακουστή
η γλυκιά σου
μικρή φωνούλα
μήτε θα σε ξαναδούμε
από την πορτούλα!

Το πληγωμένο περιστέρι
έφυγε παντοτινά
σαν ένα φωτεινό αστέρι!
Ατζέρ Ιχτιάρ

Théophile van Rysselberghe -
The Balustrade

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη  - Διαδρομές

 -I-
Σα να ’ταν χθες
δέντρα χυμώδη, λυγερά
πόθο γιομάτα
άνθιζαν κλαδιά
άπλωναν ρίζες
να ξεδιψάσουν στις αγκαλιές των ρυακιών
και στων χειμάρρων την ορμή
 ηδονικά να ξαποστάσουν

Σα να ’ταν χθες
άγουρα χρόνια
χνούδια απαλά
ανήσυχα
φλόγα γιομάτα
το μέλι τρυγούσαν των λουλουδιών
τ’ αλάτι γεύονταν στα τρίσβαθα ωκεανών

Σήμερα θάλασσες πλατιές
τους θησαυρούς γενναιόδωρα χαρίζουν

Σύντομα αλίμονο
τόσο σύντομα
αύριο κιόλας
καράβια ξέμπαρκα
γυμνά, ανάλαφρα, βαριά
γλυκόπικρο μειδίαμα απορούν
γέρνοντας προς την άλλη χώρα

-II-
Βαδίσαμε ανεπιτήδευτα μέρες και μέρες
με διαίσθηση χωρίς πυξίδα
πυξίδα είχαμε το σώμα στραμμένο στην Ανατολή
αλλά χαθήκαμε στο φως της μέρας
Την αγάπη είπαν θ’ ανταμώναμε
 θα ’ρχονταν να μας προϋπαντήσει
Δεν μάθαμε πως μάχονταν με σκιές
και της ψυχής μας την αντάρα
 Φωνάζαμε ν’ ακούσουμε ότι υπάρχουμε
και δεν μπορέσαμε τη μουσική της σιωπής ν’ αφουγκραστούμε
Σ’ ατέρμονους αγώνες δώσαμε μάχες
νικητές και νικημένοι χλωρίδα απώλειας
Τώρα το άδειο απλώνεται στην άκρη της πατούσας
και δίπλα η σιωπή στοχάζεται την απορία μας

Μπορεί και να ’μασταν ωραίοι μαχητές
αλλά χαθήκαμε στο διάβα
Μπορεί το σύθαμπο της μέρας να έλαμψε στα μάτια
Μπορεί το φως του φεγγαριού να φώτισε τις σκοτεινές πτυχές μας

 -III-
Οι χαρές που ζήσαμε χάθηκαν
πήραν μαζί τους ό,τι είχαμε αγαπήσει
όνειρα στέρνες δίχως νερό
Αφού οι πηγές στέρεψαν
και τα χείλη στεγνά
πεφταστέρια οράματα
φύσημ’ αγέρα συγκινήσεις
Από χρόνους τ’ αφήσαμε πίσω
πορευόμαστε δέντρα ξεριζωμένα

Μια βαθιά ερημιά κατοικεί μέσα μας
μια γαλήνη πετρωμένη
Κάπου κάπου ένα δάκρυ στεγνό
προσπαθεί κρυφά
να ραγίσει τη γαλήνη της πέτρας
Ποιο δάκρυ ωστόσο μπορεί
να ταράξει τη γαλήνη της πέτρας

Βότσαλα στο δισάκι
σημάδια για το δρόμο του γυρισμού
Ψαχουλεύουμε
το φως λιγόστεψε τώρα πια
και οι ρίζες κομμένες
Τώρα ήρθε ο καιρός των γαλήνιων πετρωμάτων
Τώρα ήρθαν τα χρόνια τα πέτρινα

Πώς θ’ αντέξουμε αντικρίζοντας
σπίτια σωριασμένα κατάχαμα
Πώς θ’ αντέξουμε αντικρίζοντας
άδειους περιστερώνες
Τα περιστέρια τα φυγαδέψαμε
μείναν ερημωμένοι περιστερώνες
αραδιασμένοι στο χρόνο

Τα ζεστά μονοπάτια τ’ αφήσαμε πίσω
Τώρα τα πέτρινα χρόνια
προδοσίες φυτρώσαν
ανθίσαν απώλειες
Πώς ν’ ανθίσουν στις πέτρες τριαντάφυλλα
Αυτό δεν έχει ξαναγίνει
Κάποια βρύα αν φυτρώσουν
θα ’ν’ αρκετό
να θυμίζουν πως περάσαμε απ’ εκεί

 -IV-
Μέρες και μέρες οδεύσαμε σκυφτοί
διαβάτες της σιωπής
τραγουδιστές της καταχνιάς
χέρια γερμένα ηλιοτρόπια
στήθη δάκρυα πετρωμένα
Όταν τα βλέμματα σηκώσαμε
είδαμε ανάστροφα τον κόσμο
Όταν τα χέρια απλώσαμε
αγγίξαμε την ερημιά μας
γείραμε απόμερα
κι αψιμαχούσαμε με τη σιωπή
Τότε κοιτάξαμε το πέλαγος
όπου απλώσαμε το δάκρυ μας
Το μπλε ήταν βαθύ
μας χώρεσε
κι ανθίσαμε θαλάσσιες ανεμώνες
Τα πέταλα ανοίξαμε πανιά
και με το μίσχο στήσαμε κατάρτι
σαλπάραμε στ’ ανοιχτά
Κι όταν η θάλασσα έσκαγε χαμόγελα
γεμίζαμε τον κόρφο μόρτες ανέμους
Κι όταν το κύμα άγγιζε τ’ ακροδάχτυλα
γεννιόνταν άσπρα περιστέρια
Κι όταν ο καημός περίσσευε στο πέλαγος
εμείς προτείναμε το στήθος
Μείναμε έτσι στ’ ανοιχτά
μέχρι το τέλειωμα του χρόνου

 -V-
Ήταν ωραία τα παιχνίδια
που υποψιαστήκαμε στην παραλία
Χάθηκαν γρήγορα κι άφησαν την άλμη τους
τ’ αλάτι είχε κιόλας διεισδύσει
στα υπόγεια στρώματα
όπου ορυκτός πλούτος πλεόναζε
 Ύστερα ουράνιο τόξο
ζωγράφισε την τροχιά της νιότης
και των ονείρων μας την αύρα
Τώρα ο άνεμος σβήνει τα χνάρια των βημάτων
και μεις χαμογελάμε
μες στων παιδιών τα βλέμματα

 -VI-
Τ’ αλάτι θα γέψουμε με πόθο
κι αλύγιστοι θ’ αντέξουμε τα κύματα
Στους βράχους γαντζωμένοι θ’ ανασάνουμε
ν’ ανασκουμπωθούμε
Πρώτιστη έγνοια
προσεκτικά να ψάξουμε
βαθιά στης πρώτης σπίθας τη σπηλιά
για ν’ αποθέσουμε το γένος
με νανουρίσματα γλυκά
Με του μαστού το γάλα 
θα θρέψουμε τις ρίζες
θα τις ζεστάνουμε με την ανάσα
Καλά θα κρύψουμε κειμήλια και φυλαχτά
να προστατέψουμε το γένος
από μωρίας βλέμματα
Τις φύτρες θα στυλώσουμε πάνω στις ρίζες μας
τα βλασταράκια, τα κλωνιά τα τρυφερά
Εκεί θα ακουμπήσουμε
και θα ονειρευτούμε
πως τάχα είδαμε το Πρώτο Φως
Και καθισμένοι στου φεγγαριού τη χούφτα
περιδιαβαίναμε τους γαλαξίες
πως τάχα το τέλειωμα του χρόνου
είχε προ πολλού καταργηθεί
Όλα όλα θα τα ονειρευτούμε
πριν γείρουμε εκεί απαλά
και αποκοιμηθούμε

  -VII-
Η θάλασσα, ο ορίζοντας, το ουράνιο τόξο και η πρώτη σταγόνα
Ο χρόνος, το τώρα, το πριν, το μετά, το ποτέ και το πάντοτε
Η απορία που διαγράφεται στα χείλη
Το φτερούγισμα το ερωτικό, η γέννηση και ο θάνατος
Η αρχή και το τέλος και πάλι η αρχή και το τέλος πάλι
Όλα σφιχτοδεμένο στεφάνι στην τροχιά του σύμπαντος
Το βουβό κλάμα, το χαμόγελο και η έκσταση
Η χαρά, η οδύνη, ο κόπος και η ανάπαψη
Οι αισθήσεις και η αντίληψη, ο λόγος και η συνείδηση
Το βίωμα και η ύπαρξη Η αναζήτηση που τέλος δεν έχει
Ο δρόμος ο πλατύς π’ ανοίγει άλλους δρόμους
Ο χρόνος, το τώρα, το πριν, το μετά, το ποτέ και το πάντοτε Η γέννηση και ο θάνατος
Η αρχή και το τέλος και πάλι η αρχή και το τέλος πάλι
Το όλο και το μέρος του τ’ αδιαίρετο
Ο άνθρωπος, η γη και το σύμπαν

«Διαδρομές» ποίημα από το βιβλίο «Διαδρομές», Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, 1915, εκδόσεις Γαβριηλίδη.


Pablo Picasso - Child with a pigeon

Ζωή Καρέλλη - Κασσάνδρα

Τ’ είν’ αυτά, τα μαύρα περιστέρια
που στα χέρια κρατάς, Κασσάνδρα;

Ποιά θυσία τοιμάζεις περίεργη, ανήκουστη;
Θα γίνουν κοράκια τα πένθιμα τούτα πουλιά
και θα σου ξεσχίσουν σε λίγο
τα σωθικά σου, τα βλέμματα.
Διώξ’ τα να φύγουν απ’ την αγκαλιά σου,
διώξ’ τα να φύγουν μακριά.
Τίποτα καλό, χαρούμενο δεν προμηνούν
στην ανήσυχη τόσο ψυχή μας.
Σπρώξ’ τα από πάνω σου, κόρη του βασιλιά,
να μη σκαλώνουν απάνω σου,
τ’ άγρια μαύρα πουλιά.

............................................
Τ’ είν’ αυτά τα μαύρα κοράκια,
που στα χέρια κρατάς,
αντίς τα περιστέρια της Κύπριδας;

Θυσίες, θυσίες,
ώς πότε να θυσιαζόμαστε πρέπει;
Τί να φυλάξουμε;
Τουλάχιστο θα ζήσουμε τώρα εμείς.
Κι ο Πρίαμος δεν του είπε κανείς
τόσα παιδιά ν’ αποχτήσει,
για ν’ ακούονται οι φωνές της Εκάβης
στης γης τα πέρατα,
στης επιστροφής τα χρόνια.
Ας έρθουν οι φλόγες της καταστροφής.
Όλα μες στης ζωής τα βήματα είναι.
Μήπως εμείς διαλέγουμε τίποτα!
Κασσάνδρα, Κασσάνδρα,
είναι τα λόγια σου φρόνησης περιττής,
η θέλησή μας δε φτάνει.
Πάψε να διαλαλείς τη δυστυχία μας.
Έτσ’ ή αλλιώς θα πεθάνουμε.
Κανείς δε θα σ’ ακούσει.
...................................



Jan Walraven art

Κ. Καρυωτάκης - ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ 

Tο θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Aν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.

Tο θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου.
Tέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Aπριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.

Mόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι,
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός.





Johann Caspar Herterich - Κυρία με περιστέρι

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα - Η αυγή

Η αυγή της Νέας Υόρκης έχει
τέσσερις κίονες από λάσπη
κι έναν ανεμοστρόβιλο από μαύρα περιστέρια
που βουτούν μέσα στ’ ακάθαρτα νερά.


Η αυγή ης Νέας Υόρκης όλο θρηνεί
μες στις απέραντες σκάλεςανα
ζητώντας ανάμεσα στ’ αγκωνάρια
νάρδους σχεδιασμένης αγωνίας.

Φθάνει η αυγή κι όμως κανένας δεν τη δέχεται στο στόμα του
γιατί εκεί κάτω δεν υπάρχει πρωί κι ελπίδα πιθανή.
Κάποτε τα νομίσματα σε μανιασμένα σμήνη
τρυπούνε και καταβροχθίζουv τα εγκαταλειμμένα παιδιά.
Κείνοι που πρώτοι βγαίνουν έξω νιώθουνε μέσα στα κόκαλά τους
πως δε θα υπάρξει ούτε παράδεισος ούτε έρωτες που φυλλοροούν
ξέρουν πως πάνε προς το βόρβορο των νόμων και των αριθμών
προς τα’ άτεχνα παιχνίδια; προς τους άκαρπους ιδρώτες.
Σαβανωμένο είναι το φως ανάμεσ’ από αλυσίδες και θορύβους
στην καταφρόνια την αδιάντροπη μιας επιστήμης δίχως ρίζες.
Άνθρωποι ανύπνωτοι τρικλίζουν στα προάστια
σα να γλίτωσαν από κάποιο ναυάγιο αίματος.
(Μετάφραση: Τ. Βαρβιτσιώτης)




Pigeons by John Sloan

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα - Τραγούδι των σκούρων περιστεριών

Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα δυο περιστέρια
Το ένα ήταν ο ήλιος
το άλλο ήταν η σελήνη
«Γειτονόπουλα,τους είπα,
ο τάφος μου πού ‘ναι;»
«Στην ουρά μου,» είπε ο ήλιος.
«Μέσα στο στήθος μου», είπε η σελήνη
Κι εγώ που προχωρούσα
με τη γη στο ζωνάρι
είδα δυο αετούς χιονάτους
και μια ολόγυμνη κοπέλα
Ο ένας ήταν ο άλλος
και η κοπέλα δεν ήταν καμιά
«Αετουδάκια μου, τους είπα,
ο τάφος μου πού’ ναι;»
«Στην ουρά μου», είπε ο ήλιος
«Μέσα στο στήθος μου», είπε η σελήνη
Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα δυο περιστέρια γυμνά
Το ένα ήταν το άλλο
και τα δυο δεν ήτανε κανένα.

Pablo Picasso Pigeon with peas

Lorca - Casida de las palomas oscuras

Por las ramas del laurel
van dos palomas oscuras.
La una era el sol,
la otra la luna.
"Vecinitas", les dije,
"¿dónde está mi sepultura?"
"En mi cola", dijo el sol.
"En mi garganta", dijo la luna.
Y yo que estaba caminando
con la tierra por la cintura
vi dos águilas de nieve
y una muchacha desnuda.
La una era la otra
y la muchacha era ninguna.
"Aguilitas", les dije,
"¿dónde está mi sepultura?"
"En mi cola", dijo el sol.
"En mi garganta", dijo la luna.
Por las ramas del laurel
vi dos palomas desnudas.
La una era la otra
y las dos eran ninguna.

Βάσω Κατράκη -Περιστέρια

Μαργαρίτα Ματάτση - ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ


Δεν είναι για μένα!
Ο αγώνας μου,
η μέρα,
ο ήλιος που ζητάω,
δεν είναι, μόνο, για μένα!
Πώς δεν το κατάλαβες αδερφέ;
Για σένα άφησα
τα περιστέρια του αύριο
να τρυγήσουν το κάθε μου σήμερα…
Για σένα άλλαξα το χρώμα του ονείρου μου
με της καρδιάς το χρώμα,
για σένα!

Πώς δεν το κατάλαβες,
αδερφέ,
κι άφησες τα λόγια,
την άγνοια,
το μαχαίρι της δύναμής σου
να με συντρίψουν;

(ΑΜΝΗΣΤΙΑ 9-4-1971
Γραμμένο για τον πολιτικό κρατούμενο Γιώργη Κωστούρο)


Το περιστέρι της ειρήνης», ξυλογραφία της Βάσως Κατράκη (1949)

Μάρκος Μέσκος - Το άλογο

Στην Αθήνα Μάη μήνα τα κεράσια είκοσι δραχμές.

Κυριακή πρωί περιστέρια ανάμεσα στις γκρίζες πολυκατοικίες
και στον μαύρο αχό από την αρωματισμένη φωνή του ανθοπώλη.
Θλιβερά βοσκοτόπια τεχνητών γονιμοποιήσεων, ζώα πίσω από
το μαστίγιο στα δυο σούζα και η ματιά τρία μέτρα όσο το
κόκκινο κύμα στο απέναντι ερείπιο. Εσύ πού πας;
Τα παιδιά βγαίνουν περίπατο στο πάρκο φτερά δεν πουλάνε
στεφάνια πλαστικά της Πρωτομαγιάς και των μνημάτων ναι.

(Μητριά πατρίδα πατρίδα μητριά σάπια τα χρήματα στα χέρια μου
τα γρόσια σου δεν λάμπουν). Θα περάσουμε κι εμείς τη νιότη—
βαθιά στο τέλος του καλοκαιριού θα χαθούμε... Αχ! πόλη
που με γέννησες δεν μ' ακούς, κάθε νύχτα χτυπώ τα τείχη σου
μα οι φύλακες δεν μου ανοίγουν. Γυρίζω πίσω κόβω κλαρί
πιάνω τραγούδι να σκεπαστούν τα δάκρυα —τυφλό άλογο περπατώ
και κλαίω μέτωπο στο μέτωπό του.



Fillette aux pigeons by Jan Walraven

Κωστής Παλαμάς - Απόκρυφον Ευαγγέλιον

Ήταν απάνου στο Όρος των Ελαιών δύο μεγάλα κέδρα· πολύν καιρόν η ενθύμησή τους απόμεινε στους σκορπισμένους Εβραίους. Τους κλάδους τους είχαν καταφυγή σύννεφ’ από περιστέρια.
Ρενάν (Βίος Ιησού)

Στα χρόνια εκείνα δούλευεν η γη σκιαχτά τη Ρώμη,  
Θεό δεν ένιωθε η καρδιά κι ο νους δεν είχε γνώμη,
κι ανάμεσα σε δυο καιρούς, μ’ έναν καημό μεγάλο,  
στον ένα τον αγέννητο και στο νεκρό τον άλλο,  
 ο άνθρωπος παράδερνε. Στον κόσμο ήταν χυμένη  
μια σιωπή βαθύτατη, σαν όταν περιμένει
κανείς ν’ ακούσει ένα τρανό μυστήριο, και του λείπει  
φωνή, πνοή, και μονάχα μιλεί το καρδιοχτύπι·
και μόνο μούγκριζαν στ’ αφτιά του κόσμου που εβουβάθη  
τα κρίματα του Καίσαρος απ’ της Καπρέας τα βάθη.  
Σαν αποπαίδι τ’ ουρανού είχεν η γη απομείνει…  
Στα χρόνια εκείνα απλώνοταν θλιμμένη η Παλαιστίνη,
 θρηνολογώντας του Ισραήλ τη δόξα την αρχαία·  
όμως η φύση ολόγυρα γελούσε· η Γαλιλαία
άνθιζε μοσχοβολιστή και καταπράσινη όλη,  
κι ο κάμπος της Γενησαρέτ, δροσάτο περιβόλι,  
και μέσα στ’ άνθη της ροδιάς και στης μηλιάς τα κλώνια,  
μαζί με τους κορυδαλλούς, μαζί με τα τρυγόνια,  
γλυκά, σαν όλα, και ήμερα πετούσαν —έτσι εδόθη—
 από τα βάθη της ψυχής τα ονείρατα και οι πόθοι.  
Στον Ιορδάνη εβλέποταν η Βηθανία
και πέρα τα μύρα της Ιεριχώς μεθούσαν τον αέρα.  
Τις λίμνες βαθυγάλανες, τις πλούσιες πεδιάδες,
τ’ άγια βουνά χρυσόλουζαν του ήλιου οι λαμπυράδες,
 κι όταν τα μάτια πύρινο το Κάρμηλο κοιτούσαν,  
«Εκείθε ο ήλιος διάβηκεν ή ο Ηλίας;» ρωτούσαν.
Και τότε στην Ιερουσαλήμ, στων προφητών τη χώρα,  
γυμνή κι απ’ τον Ασσύριο κι από τα νικηφόρα όπλα 
της Ρώμης έρημη κι από των Μακεδόνων
 τα τρόπαια κι απ’ τη γάγγραινα φθαρμένη των αιώνων,
μακριά κι από τα στόματα των Φαρισαίων, 
χώρια κι από του πλήθους τη βοή, σε μια μεριά πανώρια
ύψωνε τ’ Όρος των Ελαιών τα φωτισμένα πλάγια,
σπαρμένα ελιές και φοινικιές, γεμάτ’ ανθούς και βάγια,
κατάκορφα στεφανωτό με Κέδρο ριζωμένο κατάβαθα,
 θεόρατο και μυριοφυλλιασμένο.
Το κέδρο ολόρθο χώριζεν από τα δέντρα τ’ άλλα
και φάνταζε μπροστά σ’ αυτά σα μιαν ουράνια σκάλα
που φαίνεται το τέλος της και χάνεται η κορφή της·
κι ακόμα φάνταζε μπροστά σ’ εκείνα σαν προφήτης
έτοιμος του Θεού να ειπεί τη γνώμη ή την κατάρα
στο πλήθος που τον καρτερεί τριγύρω με λαχτάρα.
Με τα ολόισα του κλαδιά, τα ολόπυκνά του φύλλα
γύρω του μεγαλείου του σκορπούσε τη μαυρίλα
 κι ήταν σαν κόσμος άσειστος κι άγνωστος που δεν ξέρει
κανείς τί κρύβει μέσα του. Γλυκόπνεε τ’ αέρι
και γύρω και παράμερα τ’ άλλα δεντρά κινούσαν
και λύγιζαν τους κλάδους τους σα να το προσκυνούσαν το κέδρο.
Απάνου στα κλαδιά, μέσα στην αγκαλιά του,
 στον ίσκιο του και στη δροσιά και στη μοσχοβολιά του
—τα χρόνια εκείνα— φώλιαζαν χιλιάδες περιστέρια.
Κι απάνω εκεί, μέρες, αυγές, νυχτιές και μεσημέρια
γοργοπερνώντας, τα ’βλεπαν γλυκοζευγαρωμένα,
και χύνονταν μουρμουρητά, παράπονα πνιγμένα,
κι από τη ρίζα ώς την κορφή, κορμός, κλωνάρια, 
φύλλα αναταράζονταν από κρυφήν ανατριχίλα.
Και με την πρώτη χαραυγή, με τα υστερνά τ’ αστέρια
καθώς ξυπνούσαν τ’ άδολα του κέδρου περιστέρια
και χαιρετούσαν τη ζωή και τ’ άστρο της ημέρας,
 πάλι το κέδρο φάνταζε σα δίκαιος και πατέρας
και βγαίναν απ’ τα βάθη του, πετούσαν άνω κάτου
γύρω του εκείνα, τέκνα του μαζί και ονείρατά του.
Μια μέρα μόνος πρόβαλε στ’ Όρος εκεί κι εστάθη,
έξω απ’ του κόσμου τις χαρές κι απ’ των κακών τα πάθη
από μιαν άγνωστη ομορφιά, ξένη της γης, ωραίος,
κι εκεί στου κέδρου ακούμπησε τη ρίζα ο Ναζωραίος.
Και με το πρώτο πάτημα και με το ανάβλεμμά του,
το χόρτο στα ποδάρια του, τα δέντρα ολόγυρά του,
το κέδρο, των ροδόλευκων περιστεριών τα πλήθη,
 και η φύση και η φτερουγιστή και η ριζωμένη, ελύθη,
σείστηκε και λυγίστηκε· και οι φοινικιές που οι λάβρες
τις τρέφουν, κι οι τριανταφυλλιές που μόσχους κλέβουν οι αύρες,
κι οι μεστωμένες οι συκιές, κι οι ελιές οι καρποφόρες,
του Όρους πλούτη, συντροφιές του κέδρου, του ήλιου κόρες,
 και δέντρα και χαμόδεντρα και βότανα και βάτα,
σκόρπισαν απ’ τα φύλλα τους κι απ’ τ’ άνθη τα δροσάτα,
κι από τις ρίζες τους βαθιά, μιαν άφραστη θυσία,
ένα τρανό υμνολόγημα στα πόδια του Μεσσία.
( Aπόσπασμα)


Pigeons  by Jamil Naqsh

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ – Μαρία Πολυδούρη

Ἀκούω τη γλώσσα που λαλοῦν τα  δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθώς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στον Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπό  μακριά τα ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.
Μιλοῦνε, δε μιλοῦν;
Ἀχεῖ βαθιά μέσ᾿ στην καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνός ρόδου στους γκρεμούς.
Λάμπουν, δε λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τη ματιά μου,
ανατολή τοῦ αὐγερινοῦ στους σκοτεινούς χαμούς.
Ξανοίγω την ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στο κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
και πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μη με κοιτᾶς, πληθαίνει
στη σκοτεινιά το χρυσό φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.



Harem Women Feeding Pigeons in a Courtyard - Jean Leon Gerome 


Γ. Ριτσος - Ρωμιοσύνη


.............
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπό στεριά και θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αὐγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα
.................


Feeding the pigeons by Antonio Ermolao Paoletti.

Γιώργος Σαραντάρης

Ἔφυγε ἡ ζωή μας ἢ ἔφυγαν πουλιά ἀπ' την παλάμη τοῦ Θεοῦ;

Τράβηξαν τουφεκιές να τα σκοτώσουν
Ἡ ζωή μας ἔγινε ὡραιότερη
Τόσο που μοιάζει με ἄστρο ὅταν την κοιτάξω
Και δεν μπορῶ να την κατεβάσω στο γιαλό
και να την κάμω πλοῖο

Ὢ περιστέρι τῆς ψυχῆς πήγαινε στο καλό
Πήγαινε τώρα με το μελτέμι
Και φίλησέ μου ὅσα μαργαριτάρια συναντήσεις

Ἂν δεν με βλέπεις μη φοβᾶσαι θα γιορτάζω μαζί σου
Στο ταξίδι μας θα σηκώσουμε τα νερά τῆς θάλασσας
Να εὐλογήσουν ὅ,τι ἀγαπήσαμε και ὅ,τι δεν ξεχνᾶμε πια

Σε περιβόλι ἄραξε το περιστέρι
Σε περιβόλι ἄραξε ἡ ψυχή μου
Λοιπόν θυμᾶμαι τώρα το καλοκαῖρι τῆς ζωῆς μου
Σαν να ἤσουνα ἐσύ ἡ μόνη ἄνοιξη τῆς γῆς
Σε ἀντικρίζω ὢ ἡμέρα τῆς γέννησής μου.......
Ἀπό  τό «ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ»



Antonio Ermolao Paoletti - The Pigeons of Venice

Γιώργος Σαραντάρης  - Αηδονολαλιά

Η Ελλάδα
Έχει λαλιά που όμορφα θα ταξιδέψει


Αηδονολαλιά ωραία μου πατρίδα
Πάνω σ’ εσένα πέταξα
Και πήγα όπου πάει
Η προσευχή σου

Πήγα με τον αετό
Και με το περιστέρι
Με την πέρδικα
Και με το χελιδόνι


Και πήγα πιο μπροστά
Να σηκώσω σημαία
Να κεντήσω τ’ άλογο
Που θα μας φέρει πέρα.
(Από την ποιητική συλλογή « Στους φίλους μιας άλλης χαράς» - 1940)



Τάσσος Αλεβίζος  -  Κορίτσια με περιστέρι

Μίλτος Σαχτούρης - Το περιστέρι

Ἀπό  δῶ θα περνοῦσε το περιστέρι εἶχαν ἀνάψει
δαδιά γύρω στους δρόμους ἄλλοι ἄνθρωποι
φύλαγαν στις δενδροστοιχίες παιδιά κρατοῦσαν
στα χέρια σημαιοῦλες περνοῦσαν οἱ ὦρες κι
ἄρχισε να βρέχει ἔπειτα σκοτείνιασε ὅλος ὁ
ουρανός μια αστραπή ψιθύρισε κάτι φοβισμένα
και ἄνοιξε ἡ κραυγή στο στόμα τοῦ ἀνθρώπου
τότε το ἄσπρο περιστέρι μ᾿ ἄγρια δόντια σὰ
σκύλος οὔρλιαξε μέσα στη νύχτα


Τάσσος Αλεβίζος  -Δύο περιστέρια


Μίλτος Σαχτούρης -Το άσπρο περιστέρι

Σήμερα ήρθε και κάθισε στο περβάζι
του παραθύρου μου
ένα άσπρο περιστέρι.
— Τί γυρεύεις εδώ, του είπα,
μήπως σου δώσαν λάθος διεύθυνση;
— Καθόλου, μου απάντησε, τί νομίζεις
το περβάζι σου είναι μόνο
για μαύρα πουλιά;
 
Έκανε δύο τρεις βόλτες πάνω κάτω,
άφησε μια κουτσουλιά και πέταξε,
αφήνοντάς με έκπληκτο!
Από τη συλλογή Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998)


Σπύρος Βασιλείου - περιστέρια 


Μίλτος Σαχτούρης  - Τα περιστέρια του νεκρού

Στον Οδυσσέα Ελύτη

Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών
και τα ποτάμια μου κρατήσαν τα νερά τους
επάνω στα ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω στήσει
μέσ’ στη σπηλιά μου φύλαξα τους αετούς

Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σας
ελάτε βγήτε με το φεγγάρι στην καρδιά
σα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου

Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ’ άλλα πουλιά
Ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
Ελάτε βγήτε σφαγμένα περιστέρια μου



Πολυχρόνης Λεμπέσης - The girl with the Pigeons

Γ. Σεφέρης - Αρνηση

Στο περιγιάλι το κρυφό

κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.


Mε τί καρδιά, με τί πνοή,
τι πόθους και τί πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.  


   

 Fasianos art 


Ουίσταν Χιου Ώντεν - Πένθιμο Μπλουζ

Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια,
Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια.
Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει.
Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει.
Τ' αεροπλάνα από πάνω μας στενάζουν
«Πέθανε τώρα αυτός» στον ουρανό να γράψουν
Μαβιέ κορδέλες βάλτε στ' άσπρα περιστέρια,
Οι τροχονόμοι μαύρα γάντια έχουν στα χέρια.
Ανατολή και δύση μου, βορρά και νότε,
Χαρά της Κυριακής, της εβδομάδας μόχθε.
Ήσουν φωνή, τραγούδι μου, μέρα, σκοτάδι,
Πίστευα αιώνια τη δική μας την αγάπη...
Τ' αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε.
Αδειάστε τον ωκεανό, κάψτε τα δάση,
Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει.

Ο Ουίσταν Χιου Ώντεν (Wystan Hugh Auden, 21 Φεβρουαρίου 1907 – 29 Σεπτεμβρίου 1973) ήταν Άγγλος ποιητής, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας.



Αλέκος Φασιανός 


Αγγελική Βαρελλά - Τα περιστέρια και τα παιδιά 


Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.

Τα μικρά αγγελάκια κατέβασαν από τα ράφια τα μεγάλα χοντρά βιβλία και τ’ απόθεσαν στο συννεφένιο τραπέζι. Πήραν μολύβια και γομολάστιχες κι ήταν έτοιμα να γράψουν και να σβήσουν.

Ο Θεός ρωτούσε, οι άγγελοι απαντούσαν.
– Ανοίξτε τη σελίδα της προόδου. Πώς πάνε οι άνθρωποι;
– Πολύ καλά, αποκρίθηκε ο μεγάλος Άγγελος. Ξαναπήγαν στο φεγγάρι και φωτογράφισαν και την Αφροδίτη.
Ο Θεός κούνησε το κεφάλι του.
– Από αγάπη; Από ομόνοια; Από συμπόνια; Πώς πάνε;
Οι άγγελοι κόμπιασαν. Ο Θεός κατάλαβε. Έσκυψε στη σελίδα. Ήταν πυκνογραμμένη. Διάβασε προσεκτικά και ξεχώρισε τις λέξεις: «Πόλεμοι. Μάχες. Βόμβες. Κανόνια».
– Βάλτε αυτή τη σελίδα στις ζημιές του παλιού χρόνου, είπε θλιμμένος. Ανοίξτε μια καινούργια κατάλευκη. Και πέστε να έρθουν μπροστά μου τα περιστέρια τ’ ουρανού.
Τα πουλάκια φτεροκόπησαν σε λίγο και παρατάχτηκαν μπροστά του. Τα ματάκια τους γυάλιζαν σαν τις μαύρες χάντρες του κομπολογιού.
– Σας παρακαλώ, είπε ο Θεός, να πεταχτείτε μέχρι τη γη να δώσετε αυτά τα μηνύματα στους ανθρώπους. Είναι μηνύματα ειρήνης και αγάπης. Να τους δώσετε να καταλάβουν ότι είμαι πικραμένος γιατί δεν τηρούν τις εντολές μου.
Οι άγγελοι άρχισαν να γράφουν μηνύματα σε μικρά λευκά χαρτάκια: «Αγαπάτε αλλήλους», «Επί γης ειρήνη», «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», «Ειρήνη υμίν». Ύστερα έδεσαν μικρές κορδελίτσες στα ποδαράκια των πουλιών και τα άφησαν να φύγουν.
Το ταξίδι ήταν μεγάλο. Τα περιστέρια ξεκουράστηκαν για λίγο, άλλα στην Πούλια, άλλα στον Αυγερινό, άλλα στο φεγγάρι, και αργά πια τη νύχτα έφτασαν στη γη.
Μαζί με τις νιφάδες του χιονιού, που άρχισαν να πέφτουν μέσα στην παγωνιά, έφτασαν και τα περιστέρια στη μεγάλη πόλη. Φτεροκόπησαν δυνατά, τίναξαν τα φτερά τους και στάθηκαν στις στέγες, στα πρεβάζια των παραθύρων, στα σκαλιά, στα μπαλκόνια και στα πεζοδρόμια. Το κρύο ήταν δυνατό κι ο κόσμος λιγοστός στους δρόμους. Κανένας βιαστικός δεν έδωσε σημασία στα περιστέρια, που φτερούγιζαν γύρω τους κάνοντας εναέριες βόλτες, πάνω από τα κεφάλια τους. Μόνο κάποιος σκέφτηκε: «Τι θέλουν τα περιστέρια μέσα στην άγρια νύχτα;» Και προχώρησε αδιάφορος.
Τα περιστέρια άρχισαν τότε να κτυπούν τις πόρτες και τα παράθυρα. Όλοι όμως ήταν απασχολημένοι. Έτρωγαν, έπαιζαν, κοιμόνταν, έβλεπαν τηλεόραση. Πώς ν’ ακούσουν τα ραμφίσματα των πουλιών; Πώς να καταλάβουν την απελπισία τους; Μερικοί βγήκαν μέχρι το παράθυρο, μα δεν έκαναν τον κόπο ούτε να τ’ ανοίξουν. Μάταια μιλούσαν τα πουλιά, μάταια παρακαλούσαν: «Ανοίξτε, σας φέρνομε μηνύματα από το Θεό».
Στο τέλος άρχισαν να κρυώνουν. Χιλιάδες χιονένιες πεταλούδες σκέπασαν την πόλη. Τα φτερά τους μούσκεψαν. Απελπίστηκαν. Σταμάτησαν τις προσπάθειές τους και συγκεντρώθηκαν στο καμπαναριό. Η καμπάνα λύγισε κάτω από το βάρος τους και κτύπησε μια φορά θλιμμένα μέσα στη νύχτα: Νταν!
Την άλλη μέρα το πρωί, η πόλη δεν ξεχώριζε από ψηλά. Σαν κάποιος ζωγράφος να είχε βουτήξει το πινέλο του σε άσπρη μπογιά και να την είχε βάψει άσπρη. Το κρύο ήταν τσουχτερό, μα την ημέρα όλα είναι πάντα καλύτερα.
Τα περιστέρια μπήκαν στην εκκλησία και ζήτησαν από το Θεό οδηγίες. «Κανείς δεν μας έδωσε σημασία», παραπονέθηκαν. «Κανείς δεν κατάλαβε τη γλώσσα μας. Τι να κάνομε;»
Ο Θεός τους είπε:
– Να πάτε στα παιδιά. Δώστε τα μηνύματα στα παιδιά. Η αγάπη φωλιάζει στις δικές τους καρδιές. Είναι αγνά, και θα σας καταλάβουν. Από τα παιδιά ξεκινά η ειρήνη και η αγάπη.
Μα παιδιά δεν ήταν στους δρόμους. Ήταν δίπλα στο τζάκι, κοντά στη φωτιά κι έπαιζαν με τα καινούργια τους παιχνίδια. Ένα μονάχα βρέθηκε έξω, κι αυτό ήταν σ’ ένα χωριό ψηλά, στο βουνό, που πήγε να δει τι κάνουν τα ζώα μες στην παγωνιά.
Ένα μικρό περιστέρι έτρεξε με βιασύνη να προλάβει το παιδί και κτύπησε το πόδι του στη στέγη. Μια σταγόνα αίμα έβαψε το χιόνι τριανταφυλλί, και λαβωμένο το πουλί έπεσε μπροστά του. Το πήρε στοργικά στα δυο του χέρια και μπήκε στο φτωχικό του. Κάθισε κοντά στο μαγκάλι και να το ζεστάνει, του καθάρισε την πληγή, το κράτησε στην αγκαλιά του και το κανάκευε* με αγάπη.
– Κοίταξε στο πόδι μου, έγνεψε το πονεμένο περιστέρι. Σου φέρνω ένα μήνυμα από το Θεό.
Το παιδί κατάλαβε. Έλυσε την κορδέλα και συλλάβισε την παραγγελία: «Α-γα-πά-τε αλ-λή-λους». Το παιδί ήξερε τη λέξη «αγαπώ». Ήξερε να την κλίνει ολόκληρη. Αγαπούσε τους γονιούς του, αγαπούσε τα ζώα, αγαπούσε τα γράμματα. Φώναξε τους δικούς του και τους είπε το νέο: «Αγαπάτε αλλήλους».
Εκείνοι βγήκαν στο χωριό. Ένα λαβωμένο περιστέρι, είπαν, μας έφερε ένα μήνυμα από το Θεό: Αγαπάτε αλλήλους. «Αγαπάτε αλλήλους»; είπαν οι γείτονες και δεν πίστευαν. «Μα αυτό είναι θαύμα!» Το νέο μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό. Κι ένας ένας, δυο δυο οι χωριανοί πήγαιναν να δουν το λαβωμένο πουλί στην αγκαλιά του παιδιού, και θαύμαζαν κι έκαναν το σταυρό τους και γονάτιζαν. Μαλάκωνε η ψυχή τους και ζέσταινε η καρδιά τους.
Κι όσο πιο πολλοί άνθρωποι πλησίαζαν, τόσο το χαρτάκι μεγάλωνε, και τα γράμματα μεγάλωναν κι εκείνα: «Αγαπάτε αλλήλους», και δεν χώραγαν πια στο σπίτι, κι ο κόσμος θαύμαζε, και το χαρτάκι ολοένα μεγάλωνε και δεν το χωρούσε πια το χωριό. «Αγαπάτε αλλήλους», και τα γράμματα όλο και μεγάλωναν και γίνονταν τεράστια γράμματα, γράμματα σημαδιακά. Στο τέλος το μικρό χαρτάκι έγινε μια τεράστια σημαία, που ανέμιζε πάνω από το χωριό, ψηλά στο βουνό: «Αγαπάτε αλλήλους». Και τις τέσσερεις άκρες τις κρατούσαν οι άγγελοι.
Και το νέο ροβόλησε στις πλαγιές, σαν το νερό της καθάριας πηγής, και κατέβηκε στον κάμπο και στην πόλη να ξεδιψάσει τον κόσμο, κι άκουσαν το μήνυμα οι άνθρωποι στις πόλεις και ταράχτηκαν. «Αγαπάτε αλλήλους». Βγήκαν στις χιονισμένες στράτες και κοίταξαν ψηλά στο βουνό. Και διάβασαν: «Αγαπάτε αλλήλους».
Και ξεκίνησαν όλοι –άντρες, γυναίκες, παιδιά– ν’ ανεβούν στο βουνό να δουν το παιδί με το λαβωμένο περιστέρι στην αγκαλιά.
Κι ήταν όλα πολύ όμορφα. Ο κόσμος που ανέβαινε στο βουνό κι οι άγγελοι που κρατούσαν το τεράστιο μήνυμα: «Αγαπάτε αλλήλους». Ο ήλιος βγήκε να χαζέψει και τα χρύσωσε όλα.
Τα περιστέρια δεν είχαν όρεξη ν’ ανεβούν στον ουρανό και νύχτωσαν για δεύτερη φορά στη γη. Μα ήταν ευτυχισμένα, γιατί η αποστολή τους είχε πετύχει. Κούρνιασαν και πάλι όλα μαζί μέσα στο καμπαναριό. Κι η καμπάνα λύγισε και πάλι από το βάρος τους και τα φτεροκοπήματά τους, κι άρχισε να χτυπά χαρούμενη μέσα στη νύχτα:
– Νταν! Νταν! Νταν! Νταν! Νταν!
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975) 


Αλέκος Φασιανός 

Γιώργος Ιωάννου  - Τα περιστέρια

Περίληψη του κειμένου: Το διήγημα αναφέρεται στην ιστορία ενός πνευματικά ασταθή νεαρού, ο οποίος αφού απελευθέρωσε τα περιστέρια που φρόντιζε, προσπάθησε να μαχαιρώσει τη μητέρα του. Ο νεαρός θα κλειστεί σε ίδρυμα όπου και θα πεθάνει. 

- Το κείμενο αυτό μας παρουσιάζει ένα ακόμη περιστατικό από τα παιδικά χρόνια του Ιωάννου, ο οποίος επιχειρεί να μας δώσει μια εικόνα από τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στα δύσκολα χρόνια που ο ίδιος μεγάλωσε.

- Η οικογένεια του Ιωάννου εκείνη την περίοδο κατοικούσε σ’ ένα οίκημα όπου υπήρχαν κι άλλοι συγκάτοικοι με τους οποίους μοιράζονταν κάποιους κοινόχρηστους χώρους. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας που εξαναγκάζει τον συγγραφέα να συνυπάρξει με άτομα που έχουν διάφορα προβλήματα είτε ψυχολογικά, όπως ο καμπούρης του διηγήματος είτε υγείας, όπως ο φθισικός.

- Οι δύσκολες αυτές συνθήκες διαβίωσης προσθέτουν ένα ακόμη κομμάτι στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης του συγγραφέα που μεγαλώνοντας έζησε άσχημες καταστάσεις και ανυπόφορες δυσκολίες, ικανές να τραυματίσουν ψυχολογικά οποιονδήποτε άνθρωπο.

- Στο διήγημα αυτό ο συγγραφέας – αφηγητής είναι δραματοποιημένος, αποτελεί δηλαδή ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, και ως εκ τούτου μας αφηγείται όσα διαδραματίστηκαν με εσωτερική εστίαση, μέσα από την προσωπική του δηλαδή αντίληψη, όπως ο ίδιος τα έζησε και τα εξέλαβε.

- Η χρονική παράθεση των γεγονότων ακολουθεί μια γραμμική σειρά, καθώς ο Ιωάννου μας δίνει τα γεγονότα με τη σειρά που συνέβησαν, χωρίς να καταφεύγει σε αναδρομές. Εξαίρεση σε αυτό αποτελεί η παρέκβαση που γίνεται σχετικά με τον φθισικό, η ιστορία του οποίου δεν σχετίζεται άμεσα με την ιστορία του καμπούρη. Παρατίθεται γιατί ο φθισικός είναι ένα από τους συγκατοίκους της οικογένειας του συγγραφέα και συνεισφέρει δίνοντας ένα ακόμη στοιχείο για τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες ζούσε τότε ο Ιωάννου.

- Το ύφος του συγγραφέα είναι, όπως στα περισσότερα κείμενα της συλλογής, λιτό με απλή γλώσσα και αμεσότητα στην απόδοση των συναισθημάτων των ηρώων. Συναντάμε επίσης και μια ειρωνική διάθεση από τον Ιωάννου στο σημείο που αναφέρεται στην αργοπορημένη επέμβαση της αστυνομίας. Το χιουμοριστικό του σχόλιο, άλλωστε, ότι «έπρεπε να κάνεις αίτηση για να έρθουν να σε συλλάβουν» είναι αρκετά επικριτικό για την κατάσταση που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια.
- Ο τίτλος του διηγήματος οφείλεται στον πολυσήμαντο ρόλο των περιστεριών σε αυτήν την ιστορία. Τα περιστέρια αποτελούν τη βασική φροντίδα του καμπούρη ο οποίος προχωρά σε μια συμβολική απελευθέρωσή τους λίγο προτού επιχειρήσει και ο ίδιος να απελευθερωθεί από την μητέρα του που τον καταπίεζε. Τα περιστέρια παράλληλα με την αθωότητά τους και τα παιχνιδίσματά τους στον αέρα, δίνουν μια εικόνα γαλήνης και διασκέδασης λίγο προτού τα γεγονότα πάρουν μια άσχημη τροπή με την απόπειρα δολοφονίας.
- Ο Ιωάννου για ακόμη μια φορά, παρά το γεγονός ότι μας διηγείται γεγονότα πολύ δυσάρεστα, επιχειρεί να δώσει μια πιο ευχάριστη νότα σε όσα έχουν συμβεί εστιάζοντας την αφήγησή του σε κάτι το ανάλαφρο, όπως είναι το παιχνίδισμα των περιστεριών. Η αισιοδοξία, άλλωστε, είναι βασικό χαρακτηριστικό του Ιωάννου ο οποίος επιθυμεί να δίνει στα κείμενά του, όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο, μια αίσθηση ελπίδας.
- Η αναφορά στην απόπειρα δολοφονίας της μητέρας γίνεται με συνοπτικό τρόπο και η αφήγηση αλλάζει αμέσως τόνο με την ειρωνική αντιμετώπιση της αργοπορημένης αστυνομικής επέμβασης αλλά και της κουτσομπολίστικης διάθεσης με την οποία οι σύνοικοι του καμπούρη αντιμετωπίζουν το γεγονός. Το δραματικό γεγονός της απόπειρας του γιου να σκοτώσει τη μητέρα του, γίνεται για τα γειτονικά πρόσωπα ένα καυτό θέμα συζήτησης, χωρίς όμως μελοδραματισμό και ένταση.

- Οι Αρβανίτες είναι πληθυσμιακή ομάδα της Ελλάδας, τα μέλη της οποίας μιλούν τα Αρβανίτικα, κλάδο της τοσκικής διαλέκτου της αλβανικής γλώσσας. Κατάγονται από αλβανόφωνους πληθυσμούς οι οποίοι μετακινήθηκαν κυρίως στη νότια και κεντρική Ελλάδα από την νότια Αλβανία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ιδίως μεταξύ του 13ου και 16ου αιώνα λόγω διάφορων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της εποχής.



Γεωργαντά Κατερίνα



Λιλή ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ - Το περιστέρι

Τι αργά που περνάει η ώρα σαν η Κατερίνα είναι μόνη! Αραγε τι θα της φέρει σήμερα η μάνα της, όταν γυρίσει από τη δουλιά; Πάντα κάτι της δίνουν για την Κατερίνα. Εχουν πολύ ωραία πράγματα μέσα στα μεγάλα σπίτια τους οι κυρίες...

Είναι όμορφη η Λαμπρινή, πολύ πιο όμορφη από τις μανάδες των συμμαθητριών της. Το ανακάλυψε στον περσινό αγιασμό του σχολείου. Είχε βάλει και λίγο κραγιόν στα χείλη της και καμιά δεν την έφτανε! Καμιά... Ποιος να φανταστεί.

Η τηλεόραση ανοιχτή. Τα παιδικά προγράμματα έχουν πια τελειώσει, τώρα ένας κύριος με πράσινη γραβάτα και φαλάκρα μιλάει και μιλάει, δίχως να παίρνει ανάσα. Ολο για μετοχές λέει - να θυμηθεί να ρωτήσει τη μάνα της τι είναι αυτές, πρέπει να πλουτίσει το λεξιλόγιό της ακόμη περισσότερο, να μην καταλαβαίνει κανείς πως δεν έχει γεννηθεί στην Ελλάδα. Βγάζει τη γλώσσα στον κύριο της τηλεόρασης. Τον κοροϊδεύει και ξεκαρδίζεται που δεν μπορεί να τη δει.. Ποτέ δεν έχει δει το αφεντικό του πατέρα της, αλλά είναι σίγουρη πως μοιάζει του φαλακρού κι ας μην έχει φαλάκρα. Το αφεντικό δεν κολλάει στον πατέρα ένσημα του ΙΚΑ. Τι είναι αυτά τα ένσημα δεν έχει πολυκαταλάβει, μόλο που της το έχουν εξηγήσει. «Ζήτα τα, άντρα μου, ζήτα τα. Με το μαλακό. Με το καλό. Μην ντρέπεσαι. Πες του, αφεντικό, αν πάθω κάτι, τι θα γίνει με την οικογένεια; Δεν είναι κακός άνθρωπος. Θα καταλάβει». Ολο αυτά λέει η Λαμπρινή στον πατέρα της, σαν να μην ξέρει αυτό που ξέρει πολύ καλά η Κατερίνα: Πως θα νευριάσει και θα βάλει τις φωνές. Να κλείσει το στόμα της η Λαμπρινή. Τι θέλει επιτέλους; Να χάσει τη δουλιά του; Τόσοι και τόσοι παρακαλάν το αφεντικό να τους πάρει και με λιγότερα ακόμη λεφτά. Αν δεν τον διώχνει, είναι που τον έχει πάρει με καλό μάτι. Αλλά αν ζητήσει ένσημα...

Τις προάλλες ο πατέρας γύρισε στο σπίτι νωρίτερα απ' ό,τι συνήθως, δεν είχαν ακόμη ανάψει το ηλεκτρικό, αλλά σε κακό χάλι. Σερνότανε διπλωμένος στα δυο και το πρόσωπό του λεμόνι.

«Τι έπαθες, Λεονάρντο;», έβαλε τις φωνές η μάνα.

«Τίποτε... δεν είναι τίποτε. Θα περάσει» και σωριάστηκε ξέπνοος στον καναπέ.

Με τα πολλά, κόμπο κόμπο, τους εξιστόρησε τι του είχε συμβεί. Το μηχάνημα φόρτωσης είχε χαλάσει, αλλά τα κιβώτια με τις μπαταρίες έπρεπε να φορτωθούν. Κι ο Σπύρος ο φορτηγατζής, να βιάζεται πολύ. Τόσα δρομολόγια. Πώς να τα προλάβαινε; Αδύνατο να περιμένει να φτιαχτεί το μηχάνημα. Το αφεντικό τού ζήτησε να φορτώσει εκείνος τα κιβώτια. Ηταν ασήκωτα. Τι να 'κανε όμως; Μπορούσε να πει «όχι»;

Σχεδόν είχε τελειώσει τη δουλιά, όταν τον μαχαίρωσε ο πόνος στη μέση. Εχασε τον κόσμο. Επεσε κάτω ξερός. Αλλά δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο. Μια ανάσα κράτησε. Το ίδιο το αφεντικό τον βοήθησε να σηκωθεί, τον έφερε στο γραφείο του. Σχεδόν στα χέρια τον κουβάλησε. Τον έστειλε στο σπίτι του με ταξί, επιπλέον του έδωσε δέκα χιλιάρικα έξτρα και είπε να γυρίσει στη δουλιά, όταν γίνει καλά. Για το μηνιάτικο να μην τον νοιάζει καθόλου. Θα τρέχει. Χρυσή καρδιά το αφεντικό. Σαν πατέρας του φέρθηκε.

«Τι πατέρας, καημένε... που σε σακάτεψε...».

«Αύριο θα είμαι καλά. Θα πάω στη δουλιά κι εσύ λέγε ό,τι θέλεις».

Πήγε την παράλλη. Ελεγε πως δεν πονά πια, το πρόσωπο και το κορμί του λέγαν άλλα. Η Λαμπρινή προσπάθησε να τον εμποδίσει, αλλά της έδωσε μια γερή σπρωξιά και παραλίγο να σωριαστεί κάτω. Ποτέ η Κατερίνα δεν τον είχε δει τόσο θυμωμένο. Εβαλε τα κλάματα.

«Τι κλαις; Θέλεις να κάτσω σπίτι και να μας ταΐζει και τους δυο η μάνα σου;», την αποπήρε.

Η μάνα της τα 'βαλε κι εκείνη μαζί της.

«Παράτα τα κλάματα και μάζεψε τα πράγματά σου. Και πρόσεξε καλά. Δε θ' ανοίξεις σε κανέναν. Και ούτε θα το κουνήσεις από το σπίτι... Αν θέλεις κάτι, μου τηλεφωνείς στης κυρίας Αμαλίας...».

Κάθε πρωί τα ίδια λόγια.

Αχ, πότε επιτέλους θ' άνοιγε το σχολείο!

Πέρυσι, πρωτάκι, μέχρι το Πάσχα έτρεμε και μισούσε το σχολείο. Τα γράμματα ήταν ο εφιάλτης της. Ηξερε πως κάθε γράμμα είχε τη φωνούλα του, κλειδωμένη στις γραμμούλες του. Στο σπίτι, πλάι στη μάνα της, τα ξεκλείδωνε εύκολα, τα τραγουδούσε, διάβαζε συλλαβές, λεξούλες. Η μάνα της χαμογελούσε ευχαριστημένη κι ας κλείναν τα μάτια της από τη νύστα. Ο πατέρας της ροχάλιζε κιόλας μπρος στην ανοιχτή τηλεόραση.

Κι όμως! Το άλλο πρωί στην τάξη τα γράμματα ήταν κλειδωμένα κι εκείνη, αντί να διαβάζει, ξεφούρνιζε ό,τι της κατέβαινε. Χαχάνιζαν τ' άλλα παιδιά, την κορόιδευαν. Μέσα στο βουνό του γέλιου, ξεχώριζε τα μουρμουρητά τους:

«Είναι Αλβανή. Είναι χαζή. Οι Αλβανοί είναι χαζοί. Είναι κλέφτες. Είναι κακούργοι».

Στο διάλειμμα περνούσε ακόμη χειρότερα. Τα παιδιά δεν την παίζαν κι εκείνη έμενε κολλημένη στον μαντρότοιχο να παρακολουθεί τα παιγνίδια τους, μέχρι που ανακάλυψε καταφύγιο. Κλεινόταν σε κάποια τουαλέτα και δεν ξεμυτούσε αν δε χτυπούσε το κουδούνι για μέσα. Το παράξενο ήταν που, μόλο που περνούσε όλα τα διαλείμματα στις τουαλέτες, μόλις άκουγε το τελευταίο κουδούνι, για σχόλασμα, δεν κρατιόταν με τίποτε. Περίμενε ν' αδειάσει η τάξη και τότε έκανε τα τσίσα της επάνω στο θρανίο. Γύριζε στο σπίτι της βρεγμένη και ντροπιασμένη, σίγουρη πως αυτό της συνέβαινε επειδή είχε έρθει από την Αλβανία. Απορούσε πως δεν είχε ακόμη μαθευτεί ότι οι Αλβανοί, εκτός από κλέφτες, είναι και κατουρλιάρηδες...

Ηταν κοντά πέντε χρονών όταν έγινε αυτό που τους έκανε να παρατήσουν το σπίτι τους και την Αυλώνα... Τον πρώτο καιρό φιλοξενήθηκαν στο δυάρι του θείου της, του υδραυλικού. Ηταν κιόλας ένα χρόνο στην Αθήνα. Με τις γνωριμίες του κατάφερε να βρει δουλιά και στον Λεονάρντο, παρόλο που στην αρχή δε μιλούσε καθόλου ελληνικά. Μετά από τρία ολόκληρα χρόνια τα μιλάει χάλια. Ετσι και πει κάτι, όλοι καταλαβαίνουν... Γι' αυτό κι αποφεύγει ν' ανοίγει το στόμα του έξω από το σπίτι.

Την Κατερίνα, αντίθετα, όσοι δεν την ξέρουν, την παίρνουν για Ελληνίδα. Γι' αυτό καταστενοχωριέται όταν καμιά φορά στην Παιδική Χαρά ο πατέρας της ξεχνιέται και της μιλά στα αλβανικά. Την πνίγει η ντροπή, κάνει πως ούτε τον ξέρει, εκείνος το καταλαβαίνει και ανάβει τσιγάρο.

Ανασηκώνει από το πάτωμα ένα βιβλίο. Το ξεφυλλίζει βαριεστημένα. Αν πεταγόταν μέχρι την Παιδική Χαρά; Είναι κι όμορφη μέρα, ηλιόλουστη. Κάνει ν' ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος. Σταματά απότομα... Αν, όσο λείπει, τηλεφωνήσει η μάνα της;

Γέλια και φωνές από το δρόμο. Βγαίνει στο στενό μπαλκονάκι. Μια παρέα αγοριών και κοριτσιών περνάει από κάτω. Με μπάλες και ποδήλατα. Δε θα 'ναι και πολύ μεγαλύτερά της...

Την πνίγει η ζήλια. Μα τι θα πάθαινε, αν έβγαινε λιγάκι; Τι έπαθε την άλλη φορά; Μήπως είναι ακόμη μικρή; Οκτώ χρονών... Σε λίγες μέρες θα πάει στη Δευτέρα δημοτικού.

Θα τηλεφωνήσει στη μάνα της να την παρακαλέσει να βγει. Μόνο για λίγο. Είναι στης κυρίας Αλκμήνης. Μία φορά την πήρε και κείνη μαζί της. Τι σπίτι! Παλάτι! Στο λεωφορείο, επιστρέφοντας, δήλωσε:

«Εγώ, μαμά, όταν μεγαλώσω, δε θα καθαρίζω σπίτια όπως εσύ. Εγώ θα έχω γυναίκα να καθαρίζει το σπίτι μου».

Η μάνα της γέλασε θλιμμένα, αλλά και σαν να την καμάρωνε:

«Καμιά δουλιά δεν είναι ντροπή, Κατερίνα».

«Στην Αυλώνα, όμως, καθόσουν σε γραφείο»!

«Πάνε αυτά, Κατερίνα. Τώρα αυτή είναι η ζωή μας. Και συ η ελπίδα μας. Μάθε γράμματα να ζήσεις καλύτερα από μας».

Το τηλέφωνο στο σπίτι της κυρίας Αλκμήνης το σηκώνει η ίδια η Λαμπρινή. Η φωνή της λαχανιασμένη, μετά άγρια.

«Τι έκανε, λέει; Πάλι τα ίδια; Δε θα πας πουθενά. Τελεία και παύλα».

Αχ, πότε επιτέλους θ' ανοίξει το σχολείο; Πότε θα περάσουν οι δέκα μέρες; Το αγαπάει πια το σχολείο. Αρχισε να το αγαπάει την προηγούμενη χρονιά, από τη μέρα που διάβασε μπρος σ' όλη την τάξη την εκθεσούλα της «Πώς περνώ τις Κυριακές μου». Είχε βάλει μέσα και μπόλικες ψευτιές, αλλά η δασκάλα το είχε πει: «Στις εκθέσεις σας μπορείτε να χρησιμοποιείτε και τη φαντασία σας».

Από κείνη τη μέρα δεν ξανακατούρησε το θρανίο της, ούτε ξανακλείστηκε στις τουαλέτες. Εκανε και φίλες. Την Μπένια την Πολωνέζα και την Ελενίτσα.

Πιάνει τις μπογιές της, ξαπλώνει μπρούμυτα στο πάτωμα και ζωγραφίζει...

Το φτερούγισμά του..! Ανασηκώνει το κεφάλι όλο λαχτάρα. Αχ, νάτο! Εκείνο είναι πάλι! Το άσπρο περιστέρι. Αυτή τη φορά θα προσέξει να μην το τρομάξει. Θα καταφέρει να το βάλει μέσα... Εχει το σχέδιό της...

Το περιστέρι κάθεται στα κάγκελα του μπαλκονιού. Η Κατερίνα αφήνει ψιχουλάκια στο κατώφλι της μπαλκονόπορτας, άλλα τα σκορπίζει μέσα στο δωμάτιο, η ίδια αποτραβιέται στο βάθος. Η κλειστή της χούφτα είναι γεμάτη ψίχουλα. Το περιστέρι καταβροχθίζει βιαστικά τα πρώτα. Διστάζει στο κατώφλι. Νικά η λαιμαργία. Τσιμπολογά από το πάτωμα. Αλωνίζει στην κάμαρα. Η Κατερίνα δεν ανασαίνει. Κι η χούφτα της ορθάνοιχτη.

Τι γλυκά που είναι τα τσιμπήματα του περιστεριού καθώς τρώει από το χέρι της. Τι μεγάλη χαρά να σκαρφαλώνει στο μπράτσο της, να κάθεται στον ώμο της. Ατρομο.

Η Κατερίνα τολμάει να περπατήσει μέχρι το ντιβάνι με το περιστέρι γαντζωμένο πάντα στον ώμο της. Την εμπιστεύεται, είναι φίλοι πια... Ξαπλώνει στο ντιβάνι. Το περιστέρι βολτάρει επάνω της. Τα γρατζουνίσματα από τα νύχια του δεν την πονάνε καθόλου, αντίθετα τη γαργαλάνε και της φέρνουν γέλια. Το περιστέρι κουρνιάζει στην κοιλιά της, γουργουρίζει. Μισοκλείνει τα κόκκινα ματάκια του. Τι απαλά φτερά! Δε χορταίνει να το χαϊδεύει, να το σφίγγει στην αγκαλιά της, να του μιλάει.

Απότομα το περιστέρι τινάζει τις φτερούγες του. Πετά λιγάκι και τρυπώνει κάτω από το ντιβάνι. Το ζούληξε φαίνεται το καημένο, από την πολλή της αγάπη. Αλλά θα ξανάρθει κοντά της. Πόσο θ' αντέξει εκεί κάτω; Ολομόναχο...

Ξαφνικά μεγάλη βοή. Αέρας είναι; Δυναμώνει... Το ντιβάνι τραντάζεται. Το σπίτι τρίζει. Οι τοίχοι πάνε πέρα δώθε, η λάμπα χορεύει. Η τηλεόραση γκρεμίζεται στο πάτωμα.

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Απλώνει το χέρι στο τραπεζάκι πλάι της. Σηκώνει το ακουστικό. Η Λαμπρινή είναι. Η φωνή της κατατρομαγμένη.

-Κατερίνα...; Μη φοβάσαι! Θα περάσει..

-Δε φοβάμαι, μαμά. Το περιστέρι κάνει έτσι. Είναι πολύ δυνατό. Θέλει να πετάξει... Να πετάξουμε μαζί... Να πάω μαζί του, μαμά;

 Feeding The Pigeons, Venice by Arcadio Mas Y Fondevila



Φερεϋντούν Φαριάντ"Όνειρα με χαρταετούς και περιστέρια" 

Παιδικό βιβλίο του Φερεϋντούν Φαριάντ, που βραβεύτηκε στην Περσία και παράλληλα απέσπασε και το βραβείο Άντερσεν. Το ίδιο βιβλίο μεταφράστηκε στην Ελλάδα από το Γιάννη Ρίτσο και εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Κέδρος», ενώ ανθολογήθηκε για τις δυο τελευταίες τάξεις του Δημοτικού από το Υπουργείο Παιδείας
Στο βιβλίο παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή δύο αγοριών φτωχικής οικογένειας στην Περσία. Ο Αλβάν γράφει ωραίες εκθέσεις και λατρεύει τους χαρταετούς. Ο Μεϊλού, ο μεγαλύτερος αδελφός, αγαπά τα περιστέρια. Ο καλύτερος φίλος του Αλβάν είναι ο Σαλέμ. Τα καλοκαίρια, τα παιδιά χωρισμένα σε δύο ομάδες, την ομάδα Τακ και την ομάδα Ζαρίν, παίζουν πετροπόλεμο. Όμως ξεσπά πραγματικός πόλεμος. Γίνονται μεγάλες καταστροφές και σκοτώνονται πολλοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και οι δύο μικρές αδελφές του Σαλέμ, η Τουλή και η Σεκουλή. Τα παιδιά υπερασπίζονται ενωμένα την πατρίδα τους. Κι ο Αλβάν ονειρεύεται ότι κάποτε ο πόλεμος θα τελειώσει.

Μικρό απόσπασμα
"...........
Οι βροχοσταγόνες του μεγάλου συννεφόδεντρου γέμισαν όλο τον ουρανό με μικρά πράσινα λιόφυλλα. Τα φύλλα τύλιξαν ολόγυρα τ' αυτόματα και τα ντουφέκια και τα έκαναν σαν ανάλαφρα κλωνάρια δέντρων. Απ' τις κάννες των όπλων, αντί για σφαίρες, μπαρούτι και καπνό, τινάζονται λουλούδια, πεταλούδες, λιμπελούλες και μπομπόνια. Τα παιδιά της ομάδας Ζαρίν πυροβολούν την ομάδα Τακ όχι με σφαίρες, αλλά με μικρά μπουκέτα λουλούδια και πολύχρωμες πεταλούδες. Κι απ' αντίκρυ, η ομάδα Τακ απαντάει με λιμπελούλες και μπομπόνια*. Ο αέρας έχει γεμίσει μυρωδιές απ' τα λουλούδια κι απ' τα μπομπόνια. Ήταν σαν μέρα Πρωτοχρονιάς ή σαν γιορτή των Αγίων Πάντων. Τα παιδιά των δύο αντίθετων μαχαλάδων ξεσπούν σε γέλια και τα γέλια τους ανεβαίνουν ως τον έβδομο ουρανό. Γέλια, γέλια, χαρές και αγάπες κυριεύουν τα πάντα. Ο Αλβάν, εκεί ψηλά, πλάι στο πελώριο δέντρο που οι ρίζες του είναι στον ουρανό και τα κλαδιά του σ' όλον τον κόσμο, ο Αλβάν με τα χρωματιστά μπαλόνια του πετάει ανάλαφρα, πλημμυρισμένος από χαρά και νιώθει πως ο ήλιος και το φεγγάρι είναι δυο ρόδες στο δικό του ποδήλατο. Θέλει να πηδήσει στη σέλα των άστρων και κρατώντας το τιμόνι του ανέμου να φύγει μες στο άπειρο.

Άξαφνα, κάτω στη γη, ανάμεσα απ' τους καπνούς και τα σκοτάδια, βλέπει ένα περιστέρι ν' ανεβαίνει. Το περιστέρι είναι ο Ριπιδάτος, τ' αγαπημένο περιστέρι του Μεϊλού. Λίγο πιο κει, η Τουλή κι η Σεκουλή, οι αδερφές του Σαλέμ, για δες, στους ώμους τους έχουν φυτρώσει κάτι μικρά χρυσά φτεράκια και φτερουγάνε πίσω απ' το Ριπιδάτο κι έρχονται κοντά του. Ο Αλβάν απ' την πολλή χαρά έγινε ανάλαφρος σαν πούπουλο. Το μυρωδάτο αεράκι περνάει απ' το διάφανο βλέμμα του κι απ' τ' ολόδροσο χαμόγελο του.

Τούτη τη στιγμή, ο Σαλέμ, καβάλα σ' ένα κίτρινο περιστέρι, πλησιάζει τον Αλβάν. Οι δυο φίλοι αναπήδησαν κι έδωσαν τα χέρια. Και τότε, όλα τα παιδιά, κι απ' τις δυο ομάδες, πιάστηκαν χέρι χέρι σ' ένα μεγάλο κύκλο χορού. Ο Αλβάν έτρεξε ίσα στο χαρταετό του τον Κοκκινολαίμη και πήρε το μεγάλο τηλεγράφημα κρεμασμένο στο σπάγκο του. Πάνω στο τηλεγράφημα βλέπει γραμμένη την έκθεση του που πρέπει να διαβάσει στην τάξη του σχολείου του τον επόμενο χρόνο. Όλα τα παιδιά τον παρακαλούν να τους τη διαβάσει. Ο Αλβάν πλησιάζει το χαρτί κοντά στα μάτια του κι αρχίζει να διαβάζει αργά αργά τις λέξεις και τις φράσεις γεμάτες φως. Έτσι που διαβάζει, είναι σαν να διαβάζει για τους ανθρώπους όλου του κόσμου, κι έτσι ψηλά που στέκεται μοιάζει σαν να 'ναι η ψυχή όλων των παιδιών του κόσμου κι έχει να πει ένα παγκόσμιο μήνυμα.

Η έκθεσή του αρχίζει μ' αυτά τα λόγια:
Τα όνειρά μου είναι όλο περιστέρια, χαρταετούς και πολύχρωμα μπαλόνια..."
Φερεϋντούν Φαριάντ
Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος





Γεωργαντά Κατερίνα

Π. ΔΙΑΘΗΚΗ - ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΥ

Μόλις πέρασε το χρονικό διάστημα, που είχε ορίσει ο θεός, ο κατακλυσμός σταμάτησε. Τα νερά, σιγά-σιγά, άρχισαν να χαμηλώνουν και η κιβωτός κάθισε πάνω στο βουνό Αραράτ. Ο Νώε και οι δικοί του ήταν τώρα χαρούμενοι και περίμεναν με ανυπομονησία.

Ο Νώε άνοιξε τότε το φεγγίτη της κιβωτού και άφησε να πετάξει έξω ένα κοράκι, για να δει αν είχαν τα νερά χαμηλώσει πολύ. Το πουλί δε γύρισε πίσω, πράγμα που σήμαινε ότι είχε βρει στεριά.
Ύστερα, ο Νώε άφησε να φύγει ένα περιστέρι. Αλλά το πουλί αυτό δε βρήκε τροφή και γύρισε πίσω. Ο Νώε έβγαλε το χέρι του από το φεγγίτη, το έπιασε και το έφερε μέσα στην κιβωτό.
Περίμενε ακόμα εφτά μέρες και ύστερα έστειλε πάλι έξω το περιστέρι. Το πουλί γύρισε πίσω το βράδυ και, αυτή τη φορά, είχε στο ράμφος του ένα κλαδάκι ελιάς. Έτσι ο Νώε κατάλαβε ότι τα νερά είχαν πια χαμηλώσει αρκετά.
Ο Νώε περίμενε να περάσουν άλλες εφτά μέρες και ξανάφησε το περιστέρι. Αυτή τη φορά, το περιστέρι δε γύρισε πίσω.
Τα νερά είχαν πια στερέψει.
Τότε ο Νώε άνοιξε τη στέγη της κιβωτού κοίταξε έξω και είδε ότι η γη ήταν τώρα στεγνή.
Τότε είπε ο θεός στο Νώε:
"Έβγα τώρα από την κιβωτό, συ και η γυναίκα σου και οι γιοι σου και οι γυναίκες των γιων σου. Βγάλε μαζί και όλα τα ζώα και τα πουλιά που είχες στην κιβωτό. Από δω και πέρα, άνθρωποι και ζώα, να αυξάνεσθε και να πληθύνεστε πάνω στη γη".
Έτσι, ο ενάρετος Νώε με τους δικούς του και με όλα τα ζώα βγήκαν από την κιβωτό και πάτησαν με χαρά το στεγνό χώμα.
Με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη, ο Νώε τότε έχτισε ένα βωμό και πρόσφερε στο θεό θυσία, για να τον ευχαριστήσει.
Τότε ο θεός, ικανοποιημένος, είπε:
"Δε θα ξανακαταρασθώ πια τη γη για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Δε θα ξανακαταστρέψω κάθε ζωντανή ύπαρξη, όπως έκαμα τώρα. Η γη, από εδώ και πέρα θα γνωρίζει τη σπορά και το θερισμό, το κρύο και τη ζέστη, το καλοκαίρι και την άνοιξη και δε θα πάψουν οι μέρες να διαδέχονται τις νύχτες."
Ο θεός ευλόγησε το Νώε και τους γιους του και τους είπε:
"Αυξάνεσθε και πληθύνεστε και γεμίστε τη γη και κάνετε τη δική σας. Ας έχουν το φόβο σας και τον τρόμο σας όλα τα πουλιά του αέρα και όλα τα ζώα που κινούνται πάνω στη γη και όλα τα ψάρια της θάλασσας. Όλα θα είναι στη διάθεση σας"
Και ο θεός συνέχισε:
"Ποτέ δεν θα ξανακάνω κατακλυσμό. Αυτή την υπόσχεση δίνω σε σένα Νώε και σ' όλους τους απογόνους σου, όσο θα υπάρχει κόσμος".





The Baptism of Christ ,1580 by Tintoretto

Απολυτίκιο Θεοφανίων

Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι
αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές

Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός
Και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι

Joyful Journey, Painting by Kamal Rao



ΔΗΜΟΤΙΚΑ 


ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

Γιὰ μάσ᾿ τα περιστέρια σου Ροδούλα μ᾿, Ροδούλα μ᾿
Μὲ τρῶν᾿ μὲ πίνουν τὸ νερό, μὲ κουβαλοῦν τὸ χῶμα
Τὸ χῶμα μὲ χρειάζεται καὶ τὸ νερὸ τὸ θέλω
Τὸ θέλ᾿ νὰ στήσω ἐκκλησιά, νὰ στήσω μοναστήρι
Νά ᾿ρχονται οἱ νιές, νά ᾿ρχονται οἱ γριές, νά ᾿ρχονται παλικάρια.

Pigeons On The Roof by Joseph Crawhall

Άσπρα μου πιριστέρια

Άσπρα μου πιριστέρια, μαύρα μου πουλιά
ισείς ψηλά πιτάτι κι διαβαίνιτι
πιράστι κι απ’ τ’ς αυλές μας κι απ’ τ’ς αυλούδις μας.
Να γράψου στα φτιρά σας, στα φτιρούδια σας
να γράψου στην αγάπ’ να μη μι καρτιρεί
θέλει τα μαύρα ας βάλει, θέλει ας παντριφτεί.
Στουν τόπου που ’ρθα τώρα ιδώ θα παντριφτώ
θα πάρου ένα κουράσιου δικαουχτώ χρουνώ
μάγισσας θυγατέρα, μάγισσας πιδί.
Μαγεύει τα καράβια κι διν αρμινούν
μι μάγιψι κι μένα δεν μπουρώ να ’ρθω.
Όντας κινήσου να ’ρθου, χιόνια κι βρουχές
όντας γυρίσου πίσου, ήλιους ξαστιριές...


 "Pigeons," by Marina Shkarupa. 

ΜΟΥΣΙΚΗ 



Μ. Χατζιδάκις & Ν. Γκάτσος, Άσπρο περιστέρι

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Δήμητρα Γαλάνη Όποιος πόνεσε μέσα στη ζωή όποιος έκλαψε σαν μικρό παιδί τώρα τίποτα πια δε σου ζητά μόνο στ’ όνειρο θα σ’ αναζητά Άσπρο περιστέρι μεσ’ τη συννεφιά μου `δωσες το χέρι να `χω συντροφιά άσπρο περιστέρι μαύρο μου φτερό κάθε καλοκαίρι θα σε καρτερώ Όταν σήκωσα το βαρύ σταυρό μου παράγγειλες να `ρθω να σε βρω κι όταν δάκρυσα σαν την Παναγιά ήταν άνοιξη και Πρωτομαγιά Άσπρο περιστέρι μεσ’ τη συννεφιά μου `δωσες το χέρι να `χω συντροφιά άσπρο περιστέρι μαύρο μου φτερό κάθε καλοκαίρι θα σε καρτερώ




The Golden Age Self portrait with Pigeons 1931 | Jeno Goebel Paizs |


Σ' αγαπώ (Αχ περιστέρι μου)
Στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Από το δίσκο του Σταύρου Κουγιουμτζή "Μικρές πολιτείες", που κυκλοφόρησε το 1974 με ερμηνευτές το Γιώργο Νταλάρα και την Άννα Βίσση Αχ περιστέρι μου μη φεύγεις βιαστικό κι από το χέρι μου έλα να πιεις νερό Απόψε δεν θα κοιμηθώ θα μείνω πάλι να σκεφτώ πως πονώ, πως πονώ, πως πονώ Το γέλιο το ζωγραφιστό το βήμα το ξεχωριστό σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ Μ' ένα μαχαίρι άνοιξέ μου την καρδιά, κανείς δεν ξέρει τι περνώ κάθε βραδιά Κάθε βραδιά, κάθε πρωί μου λιγοστεύει η ζωή, πώς πονώ, πώς πονώ, πώς πονώ, το γέλιο σου σαν θυμηθώ, το βήμα το ξεχωριστό, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ Απόψε δεν θα κοιμηθώ θα μείνω πάλι να σκεφτώ πώς πονώ, πως πονώ, πως πονώ. Το γέλιο το ζωγραφιστό το βήμα το ξεχωριστό σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ.

Christian Schloe art


Προδομένη αγάπη Στίχοι & Μουσική : Μίκης Θεοδωράκης
Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας,
προδομένη μου αγάπη.

Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.

Τα μεσάνυχτα που είναι μακριά ο ήλιος,
προδομένη μου αγάπη,
τα μεσάνυχτα που είναι κοντά οι ζωές μας,
προδομένη μου αγάπη.

Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της αγάπης.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.

Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένουν,
προδομένη μου αγάπη
σαν θα φύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι,
προδομένη μου αγάπη.

Νταν, νταν, νταν, νταν, νταν σημαίνει
νταν, το τέλος της ζωής μας.
Δυο πουλιά, δυο περιστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ’ αστέρια.
Feeding The Sacred Pigeons, Jaipur - Edwin Lord Weeks

















Τα περιστέρια - 2004


Στίχοι - Μουσική: Παύλος Παυλίδης

Άφηνε όλα αυτά τα χρόνια το κορμί της
απλώς να βρίσκεται εκεί και να υπάρχει
και `κείνο τόσα χρόνια είχε μάθει να ζεί
μαζί της.

Τα περιστέρια περιμέναν στην πλατεία
κάθε απόγευμα να τα ταΐσει
όμως απόψε η παράξενη κυρία
είχε αργήσει.

Μπήκε στο σπίτι της απότομα ο αέρας
και όπως τίναζε από πάνω του τ’ αστέρια,
την τρόμαξε και κάτι κρύα χέρια
της δείχνανε το τέλος της ημέρας.

Από τότε όλα αυτά τα καλοκαίρια
μπαίνουν στο σπίτι με μηνύματα στο ράμφος
από τον άλλο κόσμο πέρα από το βάθος
κάτι παράξενα πουλιά,
τα περιστέρια...

Αν σηκωθεί μέσα στον ύπνο σου ο αέρας
και `ρθεί στο τζάμι σου μπροστά και μουρμουρίζει
πες του να πει μια ιστορία, τη γνωρίζει,
την ιστορία με την ωραία και το τέρας.

Και `γώ που χρόνια τώρα ζαλισμένος
γυρνώντας σπίτι μου περνάω απ’ την πλατεία
αναρωτιόμουν λίγο πριν αφηρημένος
τί ν’ απέγινε εκείνη η κυρία;



Pigeon-by Miklós Barabás



Elton John - Skyline Pigeon
Lyrics: Turn me loose from your hands Let me fly to distant lands Over green fields, trees and mountains Flowers and forest fountains Home along the lanes of the skyway For this dark and lonely room Projects a shadow cast in gloom And my eyes are mirrors Of the world outside Thinking of the way That the wind can turn the tide And these shadows turn From purple into grey For just a Skyline Pigeon Dreaming of the open Waiting for the day He can spread his wings And fly away again Fly away skyline pigeon fly Towards the dreams You've left so very far behind Just let me wake up in the morning To the smell of new mown hay To laugh and cry, to live and die In the brightness of my day I want to hear the pealing bells Of distant churches sing But most of all please free me From this aching metal ring And open out this cage towards the sun.



"Η γυναίκα με τα περιστέρια "  του  Άγγελου Παναγιώτου  (Angelos) 

πηγές 

http://www.katiousa.gr/
https://atexnos.gr/
http://www.greek-language.gr/
https://www.apotis4stis5.com/
http://ebooks.edu.gr/modules/
http://www.myriobiblos.gr/
http://drakotrypa.gr/
https://latistor.blogspot.com/
http://www.snhell.gr/
https://latistor.blogspot.com/
https://www.poeticanet.gr/
http://www.mikistheodorakis.gr/
http://dioti.gr/index.php/
http://www.snhell.gr/
http://ebooks.edu.gr/
https://www.all4fun.gr/portal/

https://www.domnasamiou.gr/
http://users.uoa.gr/
Pinterest


Pigeon Fancier. Vasily Perov




































1 σχόλιο:

  1. Συγχαρητήρια για όσα ωραία μας παρουσιάσατε. Αυτή τη στιγμή ζω την ζωή δύο περιστεριών που περιμένουν τα 2 τους περιστεράκια να πετάξουν...
    Είναι μια ευλογία του Θεού ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή