Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

Αιμίλιος Ριάδης (13 Μαΐου 1880 - 17 Ιουλίου 1935)

Ο Αιμίλιος Ριάδης (13 Μαΐου 1880 - 17 Ιουλίου 1935) είναι από τους σημαντικότερους συνθέτες της Ελληνικής Εθνικής Σχολής και αξιόλογος ποιητής. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Χάινριχ Κου ή Χου και χρησιμοποίησε αρχικά το ψευδώνυμο Αιμίλιος Χ. Ελευθεριάδης, το οποίο μετέπειτα άλλαξε σε Αιμίλιος Ριάδης. Γεννήθηκε το 1880 και πέθανε το 1935 στην Θεσσαλονίκη.

Ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη τις σπουδές του στο πιάνο και στα θεωρητικά ως μαθητής του Δημητρίου Λάλλα (μαθητή του Βάγκνερ), τις οποίες και ολοκλήρωσε στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών Μονάχου το 1910. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, έζησε στο Παρίσι όπου μελέτησε με τον Γκυστάβ Σαρπαντιέ και τον Μωρίς Ραβέλ. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη διορίστηκε αρχικά ως καθηγητής πιάνου και μετά το 1918 ως υποδιευθυντής του ΚΩΘ, όπου και παρέμεινε έως τον θάνατό του. Το 1923 του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο Τέχνης και Επιστήμης.

Ο Ριάδης και το τραγούδι (ληντ)

Τα τραγούδια του Ριάδη αποτελούν συμπυκνωμένα αριστουργήματα και αυτός είναι ο λόγος που συχνά παρομοιάστηκε με τον Ούγκο Βολφ και τον Μοντέστ Μουσσόργσκυ. Έγραψε περίπου 200 σειρές τραγουδιών, στα οποία ο ίδιος έχει γράψει και τους στίχους, ανέκδοτα και τυπωμένα. Από τα ανέκδοτα, εκτός από τον "Βιβλικό Χορό" και τα "Ελληνικά Τραγούδια" που έχουν τίτλο, υπάρχουν 12 σε δική του ποίηση, 6 σε ποίηση Γρυπάρη, 7 σε ποίηση Βαλκλέρ, 3 σε ποίηση Ερεντιά, 3 σε ποίηση Π. Ρονσάρ και 2 σε ποίηση Πωλ Φορ.

String Quartet No.1 in G/ Κουαρτέτο Εγχόρδων Αρ.1 σε σολ

Εργογραφία

Σκηνικά Έργα: "Γαλάτεια", "Ο πράσινος δρόμος", "Σαλώμη", "Εκάβη", "Ο Ρικές με το τσουλούφι".
Μουσική Δωματίου: "Νανούρισμα σε λα ελάσσονα", "Δύο Σονάτες για τσέλο και πιάνο", "Δύο σονάτες για τέσσερις", "Δύο κουαρτέτα εγχόρδων".
Για Ορχήστρα: "Επίκληση στην Ειρήνη", "Αγροτική Συμφωνία", "Οι τρεις χοροί ρωμέικοι", "Εγκώμιο στον Ραβέλ", "Μακεδονικές Σκιές".
Θρησκευτικά Χορωδιακά Έργα: "Ιερά Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου", "Μικρά Δοξολογία", "Χριστός Ανέστη", "Ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής"

Τυπωμένα
"Chansonette Orientale"
"Γιασεμιά και Μιναρέδες"
"Ράικα"
"Η οδαλίσκη"
"Νανούρισμα"
"Πέντε Μακεδονικά Τραγούδια"
"13 Μικρές ελληνικές μελωδίες"
"12 ελληνικά και 3 αλβανικά δημοτικά τραγούδια"
"5 χορευτικά τραγούδια"
"2 χορευτικά τραγούδια"
"9 μικρά ρωμέικα τραγούδια"
"3 μοιρολόγια"

Ποιητικές Συλλογές

1907: "Σκιαί και Όνειρα",
1920: "Το Πέρασμα των 2 Αγαπημένων", το "Μακεδονικόν Ημερολογίον" και "Μία Ιστορία της Μουσικής".


Νανούρισμα/ Lullaby for violin and piano (1908)

ΠΟΙΗΜΑ -   Το τραγοῦδι τοῦ Κούνβαρ


Βέβαια, μάγια καὶ γητιὲς θάρριξες, Γκόη,
κι ὅλα τὰ σαραγκὶ καὶ τὰ σαντούρ,
ὕμνο γιὰ σένα ὁλημερὶς βαροῦν ἢ μοιρολόϊ,
γύρω καὶ μέσα στὴν Ἀνανταπούρ.—

Καὶ ξεγελᾶν τὸν Κούνβαρ ποῦ στ’ ἀχνάρια τους, καβάλλα
πάνω σὲ κάτασπρον ὁλόχρυσον ἐλέφα,
ἔρχεται μὲ ζουρνάϊ γλυκό, μ’ ἀλύγιστη πάλα,
ταμποῦρι τὴν ἀποθυμιὰ νὰ στήση, χρυσογνέφα,

ἀγνάντι σου ἢ μάχη ἢ σκοπό... Γι’ αὐτό, τ’ ἀσκέργια,
ὅπλα βαστᾶνε τὰ μισὰ καὶ τ’ ἄλλ’ ἀκολουθᾶνε
μὲ βίνες, μὲ ρεμπάμπ, μὲ σαραγκὶ στὰ χέργια
κι’ ἀνέμου σάλαγο σὲ πεύκων κλώνια, πᾶνε...

Μέσα στὴν πόλι Ἀνανταποὺρ κλαγγὴ πολέμου κλώθει
κ’ οἱ πόρτες της κατάκλειστες στοῦ Κούνβαρ τὸν ἐλέφα.
Ντο, ρέ, φα—κι’ ὅσο σίμωνε βογγίνα ὀχτροῦ—ντο, ρέ, φα,
σηκώθηκε σὰ κορνιαχτό, βουὴ λαοῦ, μελισσολόϊ,
καὶ πέφτει ὡς τρίζουνε πορτιὰ μὲ τ’ ἀτσαλένιο μάνταλο
καὶ σειοῦνται τὰ μουράγια
στοῦ Κούνβαρ τὰ προστάγματα, τοῦ Μαχαράγια.
Κι’ ὡς βγῆκ’ ὁ ἥλιος τοῦ χαμοῦ ἀπάνω της κι’ ἁπλώθη,
ἀχτίνες ξαφνικοῦ κακοῦ, τὰ βέλη σποῦν ὁλοῦθε.
Μὰ πρὶ στὰ αἵματα βαφῆ χρυσοπλεμμένο σάνταλο,
πάνω ἀπ’ τὶς τρικυμιὲς γλυκόφωτο ἄστρο,
βιαστικὰ ἐπρόβαλε στὶς πολεμίστρες τὶς ψηλές,
—καὶ ποῦ μποροῦσε ἀλλοῦθε;—
φεγγοβολῶντας πέρα ἀπὸ ψυχὲς
ἢ μάτια... Ἡ Γκόη!..
Κ’ ἔτσι, δὲν πάρθηκε τὸ κάστρο.

Πέφτει ὡς τόσο ἡ χλαλοή, σκορποῦν οἱ θρῆνοι,
κ' οἱ δυό, ὁ ἕνας τους στὸν ἄλλο μνήσκει ἀντίκρα.
Κι' ὤ! τραγωδίας ξύπνημα καὶ Θάνατε καὶ Πόθε!
Τραγοῦδι, ποῦ χτυπᾶς βαρειὰ στὰ τείχια πέρα, δῶθε
σὰ μιᾶς ἀνάβρας ξέσπασμα ἢ σὰ μιᾶς ζήσης τέλος—
Στὶς πολεμίστρες ἀμίλητη πομένει πάντα Ἐκείνη,
στὸ σαϊτόχορδο ἔχοντας τ' ἀνθρωποχτόνο βέλος,
κι' ὅλα βαρειὰ σὰν ἔρωτας φαντάζουν, κι' ὅλο πίκρα!
Κ' ἔτσι, καταμεσῆς ἀπ' τὰ πιστὰ τ' ἀσκέργια,
ἤχοι ἀνάλαφροι, πνοὲς ἀπ' τὰ παιγνίδια βγαίνουν.

Ἴδιο τραγουδιστὸ φῶς φεγγαριοῦ ἡ ραβανάστρα,
πάνω σὲ λόγια ποὺ λυγοθυμᾶν στὰ χείλια καὶ πεθαίνουν,
κι’ ἡ Γκόη, ἀγήτευτη δὲ μνήσκει πειὰ στ’ ἄπαρτα κάστρα.
Τὸ νοιώθει, καὶ σὰ ν’ ἄρχιζε σουρμένο μοιρολόϊ,
τ’ αὐτιά της κλεῖ ἀργὰ- ἀργὰ μὲ τὰ δυὸ χέργια,
καὶ τῶν χεργιῶν τ’ ἀνέβασμα αὐτό, χαμοῦ ἦταν σημεῖο...
Κι’ ὅμως, δὲν πάρθηκεν ἡ Γκόη.

Τώρα, σὲ μιά, ὁ γυρισμός, ψυχὴ παληκαρίσια,
δίνει ὁράματα μορφιᾶς ἀσάλευτης γι’ ἀγῶϊ.
Σὰ φλόγα τώρ’ ἀκοίμητη τὸν παραδέρνει αὐτόνα,
ἄλλος διπλὸς πρωτόφαντος, στεῖρος ἢ πλάστης πόνος,
Ἕνας, αὐτῆς π’ ἀντίκρυσε κ’ ἕνας δικός του, δύο.
Περιπλοκάδα ὁ στρατός, κεντᾶ τὴ στράτα ἴσια.
Κ’ οἱ περπατιάρικες στιγμὲς ποὺ ροβολᾶν μπροστά του,
σὲ κόσμους ξένους δείχνουν του, πὼς παραδέρνει μόνος.
Κι’ ἔτσι, σκιὲς ἀπέραντες, σὲ ἰδανικὴ μιὰ χλόη
ἁπλώνουνται στό αἰθέριό του αυτὸ βασίλεμμά του,
τ’ ἀγνάντεμά τους.. ὁ χαμός... τ’ ὄνειρο τ’ ὥνα.
Ἔχε γειά, Γκόη.

5 Χορευτικά Τραγούδια / 5 Dance Songs (lieder)

ΠΕΖΟ - ΠΩΣ ΕΜΑΘΑ ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΩ

— Εἶναι καιρὸς πειὰ νὰ μάθης κολύμπι...

Αὐτὰ μοὔλεγε καὶ μοῦ ξανάλεγε μ’ ὅλη τὴ χαριτωμένη ἀπερισκεψία τῶν σαρανταπέντε της χρονῶν, ἡ θείτσα Βαγγελούδα ὅπως τὴ φωνάζαμε, μιὰ ἀνύπαντρη ἐξαδέλφη τὴς μάνας μου.

Σωστὰ καὶ ἅγια τὰ λόγια της, ἐξὸν ἀπὸ κεῖνο τὸ «πειὰ» τὴς στερεότυπης φράσης της, ποὺ δὲν εἶχε καθόλου τὸν τόπο του στὴν κουβέντα, γιὰ τὸν λόγο πῶς τότε δὲν θάμουνα παραπάνω ἀπὸ ἕξη χρονῶ.

Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, ὅσο ἀπίστευτο κι’ ἄν φαίνεται τὸ πρᾶγμα, εἶχα τὴν ἰδέα πῶς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, ἀπὸ τότε ποὺ θὰ εἶχα γεννηθεῖ, τ’ ἄκουα ταχτικὰ αὐτὸ τὸ «νὰ μάθης πειὰ κολύμπι» δηλαδὴ κάθε καλοκαῖρι, ὅταν μ’ ἄλλα λόγια ἡ ἐξαδέλφη τὴς μάνας μου κατέβαινε ἀπ’ τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Μακεδονίας γιὰ δυὸ τρεῖς μῆνες νὰ μᾶς ἰδῆ καί, μιὰ ποῦ εἴχαμε τὴ θάλασσα στὴν αὐλή, νὰ κάνη καὶ τὰ τριάντα της μπανάκια, ποὺ κατὰ τὴ συνήθειά της διπλασιάζονταν καὶ ἐτριπλασιάζονταν.

Γιατὶ ἡ θεία μου εἶχε τὴν λατρεία τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ, τοῦ ὡραίου μαβιοῦ νεροῦ, ποὺ τὴς χάριζε τὸν ἀπέραντο παλμὸ τῶν πλατειῶν ὠκεανῶν, τὸν παλμὸ κάθε θάλασσας, κάθε πελάου κι’ ὅλης μαζὶ τὴς οἰκουμένης...

Σὰν ἔφτανε ἀπ’ τὸ τραῖνο σπίτι μας, προτοῦ ἀκόμα σβύση ἡ ἴδια λαχτάρα ποὺ τὴν ἔκανε νὰ μᾶς ἁρπάξη καὶ νὰ μᾶς σφίγγη ἀχόρταγα στὴν ἀγκαλιά της, ἔτρεχε γραμμὴ στὴν κουζίνα κι’ ἀπὸ ἐκεῖ βρισκόνταν μ’ ἕνα πήδημα στὴν αὐλή, καί, νάτην μπροστὰ στὸ γιαλό... Κι’ ἀφοῦ μὲ τὰ πολλὰ χόρταινε πειά, γυρνῶντας κατὰ μέ, μοῦ πέταγε, χωρὶς νὰ σκεφθῆ πῶς στὸ μεταξὺ εἶχε μεσολαβήση χειμῶνας, τὴν καθιερωμένη ἀπερίσκεφτή της φράσι...

Τὴν ἀγαποῦσα κι’ ἐγώ τὴ θάλασσα μὲ παιδιάστικον ἐνθουσιασμό, ἴσως ὄχι ὅλως διόλου ἀπηλλαγμένον κάποιας λαιμαργίας γιὰ τὰ ὡραῖα της μύδια, στρείδια καί, ἴσως πολὺ περισσότερο γιὰ τὰ καβούρια, τὰ χτενάκια, τὶς δυσπερίγραπτες πίνες καί, πρὸ πάντων, γιὰ τοὺς ἀχινούς της... Θεέ μου! τοὺς ἀχινούς Χώρια ὅμως ἀπὸ δαῦτα, τρελλαινόμουν νὰ ξαπλώνουμαι ὁλόγυμνος πάνω στὴν ἥσυχη ἀκρογιαλιά, μὲ τὸν κοσκινισμένο ἀπ’ τὶς μανίες τοῦ Κυρίου χλιαρὸ ἄμμο καὶ νὰ δέχουμαι στὸ πρόσωπο, τὸ κατάβρεγμα ἀπ’ τὰ διάφαια κυματάκια, ποὺ φάνταζαν μέσα μου σὰ χαμόγελα τοῦ ἀπέραντου μαγευτικοῦ πελάου, τὴς ἀπέραντης νεανικῆς ὠμμορφιᾶς ἀθάνατος κατοπτρισμός.

Ἔτσι ἔννοιωθα τὴ θάλασσα ἐγώ.

Ὁμολογῶ πῶς τὰ βαθειὰ νερὰ δὲν ἦσαν καθόλου τοῦ γούστου μου. Αὐτὸ θἆταν βέβαια ἡ αἰτία ποὺ θάμαζα τόσο πολὺ τὴ θείτσα Βαγγελούδα πού, μὲ τὸ κεφάλι χωμένο μέσα σ’ ἕναν κοῦκον ἀπὸ καραβοπάνι, τραβοῦσε στ’ ἀνοιχτά, μὲ μεγάλα, ὅλο θάρρος, ἀνοίγματα τῶν γερῶν της μπράτσων, φυσώντας σὰν ἄντρας καὶ σὲ λιγάκι φαινότανε σὰ μιὰ μικρούλα ἔμψυχη τάπα, ποὺ χοροπηδοῦσε χαρούμενα, πάνω στὴν ἀτέλειωτη γοητεία τοῦ πελάου.

Ἔτσι ἔνοιωθε τὴ θάλασσα ἡ θειά μου!

Κ’ ἐγώ, ἄχ! ἐγώ... Ὅσες φορὲς ἔκανε τὸ μπάνιο της, τὴν ἀκολουθοῦσα μόνο ὡς τὸ γόνατο μέσα στὸ νερό, τὸ πολὺ ὡς τὴ μέση. Ποῦ, νὰ χωθῶ πάρα μέσα. Κι’ ὅμως, μιὰ φορὰ ὡς τόσο, ξεγελάστηκα δὲ ξέρω πῶς, καὶ χώθηκα στὴ θάλασσα ὡς τὸ λαιμό Μὰ πετάχθηκα ἀμέσως στὰ ριχά, γιατὶ μοῦ φάνηκε πὼς κάποια δύναμι τεράστια, ἀπρόσωπη, ἀόρατη καὶ δολερή, προσπαθοῦσε μὲ τρόπο νὰ μὲ γραπώση ἀπ’ ὅλο μου τὸ κορμὶ καὶ νὰ μὲ ρουφήξη, γλούπ, ἀμέσως μέσα στὰ σκοτεινὰ της βάθια... Θυμᾶμαι μάλιστα μὲ πόσο κόπο κατώρθωσα νὰ ξεφύγω γιὰ νὰ ξαναύρω πάλι τὴν ἀμμουδιά μου μὲ τὰ διάφανα κυματάκια, ποὺ τόσο μοιάζανε μὲ τὸν κεντημένο γῦρο τῶν μεδουσῶν...

«Δὲ θὰ μάθης νὰ κολυμπᾶς» ἄκουα τώρα τὴ φαντασία μου, ποῦ ἔπαιρνε τὰ χοντρὰ λυγίσματα τὴς φωνῆς τῆς θειᾶς μου.

«Δὲ θὰ μάθης νὰ κολυμπᾶς...» Πολὺ καλὰ λοιπόν. ... Στὸν κόρακα λοιπόν... Ναῖσκε λοιπόν. Δὲν θὰ μάθαινα νὰ κολυμπῶ. Τὶ θέλεις ἄλλο! Αὐτὰ ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου Κι’ ὅμως, ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριά, σὰ μιὰ δύναμι γλυκειά, ἀκαθόριστη, ἀπρόσωπη καὶ πειστικιά μὲ τραβοῦσε δυνατὰ τὸ βαθύ, τὸ γαλάζιο νερό.

Θ’ ἄθελα κ’ ἐγὼ στὸ κάτω τὴς γραφῆς, νὰ δοκίμαζα γιὰ δυὸ στιγμές, τὶ εἶδος τρομάρα ἤτανε αὐτὴ ποὺ ἔδιδε τὸ εὐλογημένο αὐτὸ βαθὺ νερό... Καὶ ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ παρουσιαστῆ.

Δίπλα, ὁ γείτονάς μας κὺρ Δημητρὸς ὁ Σιαρέφας, Θεὸς σχωρέστονε, εἶχεν ἀποφασίση νὰ μολώση τὴ θάλασσα καμμιὰ πενηνταριὰ μέτρα βάθος. Εἶχε μάλιστα βάλη καὶ τὴ οχετικὴ σκαλωσιά, ἕνα πρᾶγμα σὰ πρωτόγονη ἐξέδρα στὸ νερό, δηλαδὴ μερικὰ ἁπλὰ παλούκια ποὺ δένονται τὸ ἕνα μὲ τ’ ἄλλο μὲ σανίδια. Κ’ ἔτσι τὸ λοιπό, ἕνα μεσημέρι, χωρὶς νὰ μὲ πάρη κανένας μυρουδιά ἀνέβηκα ἀπάνω σ’ αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο πρᾶμμα καί, περιπατῶντας ἕνα-ἕνα τὰ σανίδια στὸ μάκρος τους, ἔφτασα ὡς τὴ μέση.

Ἐκεῖ κοντοστάθηκα λιγάκι, μὰ λὲς νὰ φοβήθηκα νὰ γυρίσω πίσω, λὲς καὶ μ’ ἔσπρωχνε κάποιος δαίμονας, ἔφτασα στὴν ἄκρηα πατώντας τὸ τελευταῖο σανίδι, καὶ τότε γιὰ πρώτη βολὰ ξεθάρρεψα νὰ ρίξω τὸ μάτι μου κάτω στὸ βαθὺ μαβὶ νερὸ ποὺ μαύριζε ὅλο κακοὺς σκοπούς, στὸ βάθος.

Τρομάρα μου! Τὶ ἀφάνταστο βάθος!. Βέβαια στὴν πραγματικότητα δὲν θἆταν περισσότερο ἀπὸ δυὸ τρεῖς ὀργυιὲς νερὸ τὸ πολὺ-πολύ. Ἐμένα ὅμως μοὔκανε τὴν ἐντύπωσι ἑνὸς ἀτέλειωτου κατεβάσματος. Σωστὸς ἀναποδογυρισμένος οὐρανός!

Κι’ ἀμέσως σὰ νὰ τὴν εἶχα παραγγελιά, ἔτρεξεν ἡ προκομμένη μου σκέψι νὰ μοῦ σερβίρη ὅλα τὰ τρομερὰ καὶ φοβερὰ ἐκεῖνα θαλάσσια τέρατα ποῦ τἄβλεπα τόσο συχνὰ στό... τηγάνι.

Χρυσόφες. ἀγριομπαρμπούναρους, γοβίδια! Κι’ ὅλα αὐτὰ μ’ ὀρθάνοιχτο καὶ μ’ αἱμοβόρο στόμα καὶ μὲ γουρλωμένα τὰ γυάλινα καὶ χωρὶς ἔκφρασι μάτια τους, ἕτοιμα νὰ μὲ χάψουν. Κι’ ὅπως ἔκανα νὰ γυρίσω πίσω νά! τὸ σανίδι ξεκαρφώνεται, σηκώνεται ὄρθιο καί... μπλούμ, ἐγώ, μέσ’ στὰ βαθειὰ νερὰ μὲ τὸ μαῦρο φόντο, περιτριγυρισμένος ἀπὸ χίλια, μύρια μάτια ψαρίσια, γουρλωμένα καὶ χωρὶς ἔκφρασι.

Πρῶτα πρῶτα πῆγα γραμμὴ ὡς τὸν πάτο χωρὶς νὰ πατήσω, πρᾶγμα ποὺ ἐπαύξησε τὴν τρομάρα μου, ἔπειτα βγῆκα στὴν ἐπιφάνεια σχεδὸν ἀμέσως, ἀφοῦ θὰ κατάπια κάνα δυὸ γουλιὲς ἅρμη—ὅλα αὐτά σὲ μερικὰ δευτερόλεφτα — καὶ χωρὶς νὰ καταλάβω κ’ ἐγώ τὸ τὶ καὶ πῶς, ἄρχισα μὲ ἀφάνταστη ἀπελπισία καὶ δύναμι, νὰ κουνῶ χέρια καὶ πόδια, ὅπως εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κουνᾶ τὰ μπροστινά του ποδαράκια ἕνα σκυλάκι ποὺ ρίξανε στὸ γιαλό.

Οὔτε δράκαινες πειά, οὔτε ἀγριοχρυσόφες... Ἡ ζωὴ μονάχα. Ἡ ζωή!.. Κ’ ἔτσι ἀκατάπαυτα, κουνῶντας τὰ τέσσερα μου μέλη σὰν τὸ σκυλάκι, τραβοῦσα μὲ πολλὴ παληκαριὰ ἐμπρός, δηλαδὴ πίσω κατὰ τὴ στεργιά. Κι’ ὅταν τέλος βγῆκα ἔξω μὲ κάποια τρεμούλα στὰ γόνατά μου, ἤμουν ἀνάλαφρος σὰν πουλάκι, σὰ νὰ εἶχε φύγη ἀπὸ πάνω μου ὅλο τὸ βάρος τὴς θάλασσας, μαζῆ μὲ τὸ φόβο τοῦ βαθιοῦ νεροῦ. Ἤξερα πειὰ νὰ κολυμπῶ! Ναῖσκε, θείτσα Βαγγελοῦδα, ἤξερα πειά, ἤξερα... Κ’ ἔμαθα στὸ λεφτό, ἀφοῦ τυρανίστικα τόσο μὲ τὴν ἀποθυμιὰ νὰ μάθω.

Ἀλλοίμονον ὅμως ἄν συνέβαινε τὸ ἐναντίο τὸ καλοκαιριάτικο ἐκεῖνο γιόμα. Χωρὶς νἄπαιρνε κανένας μυρουδιά, τὸ πτωματάκι ἑνὸς παιδιοῦ ἕξη, ἑφτὰ χρονῶ, θὰ κυλιόνταν στὴν ἄκρηα σὰν κἄποιου συμμαθητῆ μου Θωμᾶ Μάντουκα, ἐνῶ θὰ μουρμούριζαν μὲ μακρόσυρτη εἰρωνεία τ’ ἀγαπημένα μου τὰ κυματάκια: Εἶναι καιρὸς - μὲ πολλὰ σσ— εἶναι καιρὸςςςς νὰ μάθηςςςς νὰ κολυμπᾶςςςς...

Ἃπλωσα ὡς τόσο τὰ βρεγμένα μου ρουχαλάκια στὸν ἥλιο καὶ ξαναδοκίμασα τὸ πείραμα κἄνα δυὸ βολὲς ἀκόμα, ξεκινῶντας ὅμως αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ τὰ ρηχά.

Κι’ ἀφοῦ βεβαιώθηκα πειὰ πὼς ἦταν ἀλήθεια, πὼς ἤξερα κολύμπι, κατάπια τὴ χαρά μου καὶ δὲν εἶπα σὲ κανένα τίποτες.

Τὴν ἄλλη τὸ πρωΐ. ἡ καϋμένη ἡ θείτσα μου δοκίμασε νὰ μὲ τραβήξη ὡς τὸ γόνατο στὴ θάλασσα. Ποῦ, ὅμως ἐγώ! Φωνές, κακό... Δὲν ἔρχομαι καὶ δὲν ἔρχομαι!.. Εἶδε κι’ ἀπόειδεν ἡ γυναῖκα καὶ μ’ ἄφησε στ’ ἀκρογιάλι. Μόλις ὅμως ἔκανε πὼς τραβοῦσε στ’ ἀνοιχτά, νἆμαι κ’ ἐγώ ξοπίσω της χωρὶς νὰ πάρη κάβο... Τέλος, κάποια στιγμή, καθώς πήγαινε ξέγνοιαστη, γυρνῶντας τὸ κεφάλι της, εἶδε νὰ τὴν ἀκολουθᾶ κἄτι σὰ δελφίνι καὶ κόντεψε νὰ τὴς ἐρθῆ λιποθυμιὰ ἀπ’ τὸ φόβο...

Μπρέ!.. Μοῦ φώναξε μὲ πνιγμένη φωνή... Πίσω γρήγορα!..
Μὰ ποῦ νὰν τἀκούσω πειὰ αὐτά...
Ω! γοητεία τοῦ μαβιοῦ, βαθιοῦ νεροῦ!


Homage a Maurice Ravel, piano suite/ Εγκώμιο στον Μωρίς Ραβέλ (1925?)









9 σχόλια:

  1. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, πολύ κοντά στον Λευκό Πύργο, την 1η Μαΐου 1880, σύμφωνα με αδιάσειστα ντοκουμέντα, τα οποία ανακάλυψε ο μουσικολόγος Φοίβος Ανωγειανάκης. Ο συνθέτης δήλωνε πλήθος από διαφορετικές χρονολογίες γεννήσεως: 1883, 1885, 1886, 1888 και 1891 [!]. Γονείς του ήταν ο Αυστροούγγρος χημικός-φαρμακοποιός Heinrich Khu από το Teschen της Σιλεσίας (με απώτατη ελληνική καταγωγή από τις Σέρρες και ελληνικό επώνυμο Χούης) και η Αναστασία Γρηγοριάδου-Νίνη από το Λιβάδι Ολύμπου. Η οικία στην οποία γεννήθηκε σήμερα έχει αντικατασταθεί με πολυκατοικία άνευ ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής. Μόνον η μικρή παρακείμενη οδός η οποία φέρει το ονοματεπώνυμό του (οδός Αιμιλίου Ριάδη) τον συνδέει με τον χώρο.

    Στη γενέτειρά του πρωτοδιδάχθηκε μουσική (πιάνο, αρμονία) από τον Δημήτριο Λάλα (1844/48-1911), τον μοναδικό Έλληνα μαθητή και συνεργάτη του R. Wagner (ακόμη μία μυστηριώδη μορφή του ελληνικού μουσικού πολιτισμού, με χαμένο το σύνολο σχεδόν της μουσικής δημιουργίας του). Ο Λάλας ευθύς εξαρχής διέκρινε το ταλέντο του μαθητή του (τον χαρακτήρισε «μέλλοντα αετόν» [της μουσικής]). Υπό την επιρροή του έκανε τα πρώτα του βήματα στη σύνθεση, με το τραγούδι «Κρίνος και Ζέφυρος», σε ποίηση δική του (1902).

    Ως μαθητής του ελληνικού γυμνασίου Θεσσαλονίκης ασπάστηκε τα ιδανικά του Μακεδονικού Αγώνα. Πριν από τα 20 χρόνια του ξεκίνησε να γράφει ποίηση με το ψευδώνυμο Ελευθεριάδης (επιλογή για συμβολικούς λόγους). Tα πρωτόλεια ποιήματά του ήταν στομφώδη και διαπνέονταν από τον γνήσιο πατριωτισμό εκείνης της εποχής. Το 1907 δημοσίευσε στη Θεσσαλονίκη, με το ψευδώνυμο Αιμίλιος Χ. Ελευθεριάδης, την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Σκιαί και όνειρα, η οποία έγινε δεκτή με εγκωμιαστικά σχόλια. Σε ένα εξ αυτών ―του Κωνσταντίνου Σκόκου― κατονομάζεται ως «[…] ο ενθουσιώδης ψάλτης, ο ηλεκτρίζων τας ψυχάς, ο διά των νευρωδών του ασμάτων εξυμνών και κρατύνων τους υπέρ της ελληνικής Ιδέας ευγενείς αγώνας» (Εθνικόν Ημερολόγιον, 1907).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το 1908, έτος θεσπίσεως διά νόμου της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας για όλους τους πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, η οικογένειά του τον έστειλε στο Μόναχο. Για δύο φοιτητικές περιόδους (16.9.1908-10.7.1910) σπούδασε στην Königliche Akademie der Tonkunst (Βασιλική Ακαδημία Μουσικής). Κατά τον επιφανή μουσικολόγο/ερευνητή Γ. Λεωτσάκο, σπούδασε μορφολογία, ενοργάνωση, τεχνική παραλλαγών και φούγκα με τον συνθέτη και παιδαγωγό Anton Beer-Walbrunn (1864-1929), πιάνο με τον Mayer Gschrey, χορωδιακή μουσική με τους Becht και Stich. Ενδεχομένως (δεν έχουν βρεθεί ντοκουμέντα) να μελέτησε αντίστιξη και φούγκα με τον Felix Mottl, διάσημο ―τότε― Αυστριακό αρχιμουσικό και συνθέτη (1856-1911). Το 1908 συνέθεσε το «Νανούρισμα» για βιολί και πιάνο, το οποίο αναπέμπει έντονα τα τραγούδια και τις άριες Επτανησίων συνθετών. Το 1909 περάτωσε τη «Φούγκα» σε ντο ελάσσονα, με ακαθόριστη ενορχήστρωση.

    Συνέχισε, εκ παραλλήλου, τη συγγραφική του δραστηριότητα, συνεργασθείς με αθηναϊκά περιοδικά. Στο Μόναχο γνώρισε τον Heinrich Möller, καταγραφέα, μελετητή και εκδότη δημοτικών τραγουδιών των χωρών των Βαλκανίων, και τον Gustave Charpentier, επίσης διάσημο Γάλλο συνθέτη οπερών (1860-1956). Το 1910, προφανώς επηρεασμένος από τον Charpentier (με τον οποίο πήρε μαθήματα μουσικής), μετέβη στο Παρίσι. Εκεί γνώρισε τον Maurice Ravel (1875-1937) και τον Paul Ladmirault (1877-1944), επίσης συνθέτη. Ο πρώτος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Ριάδη (εικάζεται ότι πήρε μαθήματα μουσικής μαζί του, αν και ο Ravel ουδέποτε δίδαξε επισήμως· πάντως, λέγεται ότι τον αποκαλούσε «ο μεγαλοφυής μαθητής μου»). Αποτέλεσε πηγή εμπνεύσεώς του, αφού ενστερνίσθηκε το άκρως αναγνωρίσιμο ύφος του δημιουργού της «Παβάνας» (κυρίως ως προς την πιανιστική γραφή). Αυτό εμφαίνεται στη σύνθεση του έργου «Εγκώμιο στον Ραβέλ», άγνωστης χρονολογίας (τα δύο πρώτα μέρη του πρωτοερμήνευσε ο Δημήτρης Μητρόπουλος στην Αθήνα το 1925). Ο Ladmirault εκθείασε τη μουσική δημιουργία του Ριάδη σε συναυλία στο Παρίσι, γράφοντας μεταξύ άλλων: «[…] τα τραγούδια του είναι πλήρη σπανίων ακουσμάτων, ωραιότατα σύνολα, με τολμηρές αρμονίες, κάποτε ανησυχητικές, απ’ όπου η ανατολίτικη ευλυγισία του ξεφεύγει με χάρη ακροβάτη». Στον Ladmirault εξάλλου είναι αφιερωμένος ο πρώτος ―με χρονολογική σειρά― κύκλος τραγουδιών του Ριάδη, με τίτλο «Γιασεμιά και μιναρέδες» και με υπότιτλο: «Ανατολίτικα τραγούδια» (1913).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εντός λοιπόν αυτού του καλλιτεχνικού κλίματος έκανε τα πρώτα σταθερά βήματα στη σύνθεση:

    α) «Μακεδονικές Σκιές» για δύο πιάνα (1912, α΄ παρουσίαση από το ζεύγος Λώρη και Ίντας Μαργαρίτη στις 26.4.1936, Θεσσαλονίκη),

    β) «Γαλάτεια», τρίπρακτο μουσικό δράμα σε κείμενο του γνωστού τότε ποιητή J. Ch. Jablonski (1912-13, ημιτελής με ελλιπή ενορχήστρωση, εκτός της δεύτερης πράξεως και της αρχής της τρίτης),

    γ) «Ο Πράσινος Δρόμος», μονόπρακτο σχεδίασμα για φωνές και πιάνο, σε κείμενο της Jeanne Valcler από έναν θρύλο της Βρετάννης (1914, επίσης ημιτελής όπερα, από την οποία σώζονται 140 σελίδες με σκίτσα για φωνές και πιάνο),

    δ) «Γαλήνη» για φωνή, βιολοντσέλο και πιάνο, σε ποίηση J. Valcler (περ. 1915), και

    ε) σκόρπια τραγούδια για φωνή και πιάνο, όπως η «Ωδή στην Κασσάνδρα», τα τέσσερα «Εξωτικά Τραγούδια» («Bambous», «Oiseaux», «Roses», «Joueuse de Ravanastra»), το «Μαδριγάλι» και οι «Απλές μελωδίες» σε ποίηση Γάλλων ποιητών.

    Στην ‘παρισινή’ περίοδο ανήκουν φυσικά και τα «Πέντε Μακεδονικά Τραγούδια» για φωνή και πιάνο: «Τυφλή στον αργαλειό», «Η ορφανή», «Το ξωτικό της λίμνης και ο βασιλιάς», «Του ίσκιου η αρραβωνιαστικά» και το «Νανούρισμα», όλα σε ποίηση του συνθέτη (1914· η έκδοσή τους από τον οίκο Sénart στο Παρίσι ―προ 100ετίας― ήταν η αφορμή να γραφεί το παρόν). Δανείζομαι εδώ απόσπασμα ενός εκ των αρκετών θετικών σχολίων με τα οποία έγινε δεκτή η έκδοση: «..[…] ο μελωδικός του οίστρος εκπλήσσει και θέλγει με τον αυθορμητισμό και το απρόβλεπτο, τονισμένος με ωραιότατες αρμονίες, των οποίων και τα πιο παράτολμα στοιχεία δεν στερούνται γοητείας» (Revue Musicale S.I.M., 1914).

    Αυτό το ελπιδοφόρο ξεκίνημα διακόπηκε με την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η οποία τον υποχρέωσε να επιστρέψει στην ελληνική πλέον Θεσσαλονίκη (1915). Με την επιστροφή του διορίσθηκε ως καθηγητής πιάνου, χορωδίας και μουσικής δωματίου στο νεοσύστατο Κρατικό Ωδείο (επίσημος διορισμός: 16.1.1916), όπου και δίδαξε ―επί εικοσαετία― έως τον πρόωρο χαμό του. Έζησε λοιπόν 20 έτη αφιερωμένα στη διδασκαλία, τη σύνθεση, την ποίηση και τις διαλέξεις, διάγοντας μία ζωή ήσυχη, μοναχική και με μεγάλη διακριτικότητα κοντά στη μητέρα του, την οποία υπεραγαπούσε. Γι’ αυτό δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα και γεγονότα από την προσωπική του βιωτή. Κατά τον Γ. Λεωτσάκο, ήταν ναρκισσιστική προσωπικότητα, με δηκτικό χιούμορ, και δημοκρατικότατων φρονημάτων. Δημιούργησε γύρω από το άτομό του έναν μύθο βασανιστικό για τους ιστορικούς, παθιασμένος με οτιδήποτε εξωτικό και με εμφανή την προσπάθεια απομακρύνσεως των ανεπιθύμητων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Γλωσσομαθής (γνώριζε πέντε γλώσσες), ασχολήθηκε αρκετά με την ιστορία και τον πολιτισμό των λαών της Εγγύς και Άπω Ανατολής (κυρίως της Ιαπωνίας και της Κίνας), δίδοντας διαλέξεις με πρωτάκουστα, για την εποχή, θέματα: για την κινεζική (27.1.1921) και την αρχαία αιγυπτιακή μουσική (17.1.1926), την παραδοσιακή ιαπωνική ποίηση (1929), κ.ά. Αυτό το ενδιαφέρον του επηρέασε ―όπως έγραψε η Αλέκα Συμεωνίδου― τη στροφή του προς την ‘ανατολική’ χροιά αρμονιών και ποικιλμάτων, βασικό χαρακτηριστικό των συνθέσεών του οι οποίες εμπνέονται από το δημοτικό τραγούδι. Το ενδιαφέρον του ―κατά τη μουσικολόγο Καίτη Ρωμανού― εκφράζεται με το γραμμικό και μελισματικό ύφος, τις ευλύγιστες μακριές μελωδίες, βασισμένες σε τρόπους στους οποίους κυριαρχούν οι διάφανες υφές και το διάστημα της αυξημένης δεύτερης.

    Από τα γνωστά και τεκμηριωμένα γεγονότα της βιωτής του είναι:

    α) η βράβευσή του με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών (15.11.1923), μαζί με τους μουσουργούς Μάριο Βάρβογλη (1885-1967) και Γεώργιο Λαμπελέτ (1875-1945),

    β) τα 3 διπλώματα και τα 9 πτυχία πιάνου σε ισάριθμες μαθήτριές του (από την Καλλιόπη Σκυρού το 1923, έως τη Ραχήλ Ρεκανάτη το 1935. Ως παιδαγωγός πιάνου, πίστευε πολύ στα φυσικά χαρίσματα και την ιδιαιτερότητα κάθε μαθήτριάς του),

    γ) οι προαναγραφείσες διαλέξεις,

    δ) το ενδιαφέρον του για την αρχαία τραγωδία, με τη μελοποίηση χορικών από την Εκάβη του Ευριπίδη (1927) και τη συμμετοχή του στην προσπάθεια αναβιώσεως των Δελφικών Εορτών του ζεύγους Σικελιανού (1927 και 1930),

    ε) η ολιγόχρονη συνεργασία του με το Μακεδονικό Ωδείο του Επαμ. Φλώρου (1892-1966), όπου δίδαξε θεωρητικά (δεκαετία του ’30),

    ζ) η γραφή μουσικοκριτικών σημειωμάτων σε έντυπα μέσα όπως το περιοδικό Μουσικά Χρονικά, και

    η) η προσυπογραφή του ―ως ιδρυτικού μέλους― στη δημιουργία της Ενώσεως Ελλήνων Μουσουργών (1931).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Σε όλη την εικοσαετία συνέχισε να γράφει ποιήματα και κείμενα, ασπασθείς τη δημοτική γλώσσα, με χροιά όλο και λυρικότερη, αφού άφησε πλέον τα ιδανικά του Μακεδονικού Αγώνα. Συνδέθηκε με τον Κ. Παλαμά, με τον οποίο αλληλογραφούσε έως τον θάνατό του. Στα σωσμένα χειρόγραφά του εξέχουσα θέση καταλαμβάνει το σύνολο των δημοσιευμένων γραπτών του στο Μακεδονικόν Ημερολόγιον (1926-30). Σε αυτό ανήκουν ποιήματα («Το Τραγούδι του Κούνβαρ» σε ινδικό θέμα, «Ο Ύμνος των Ανίκητων», «Μυρτώ» και «Τα Τραγούδια της Φιρμαθούλας». Δεν έχει όμως εντοπισθεί το μεγάλο ποίημά του «Μακεδονιάς», συλλογή 24 ραψωδιών) και μελέτες («Ιαπωνική ποίησις» και «Η μουσική από του Δ΄ μέχρι του ΙΗ΄ αιώνος και μάλιστα εν Ιταλία»). Συνέγραψε επίσης και μία ανέκδοτη «Ιστορία της μουσικής» (με 200 χειρόγραφες σελίδες, ά.χ.). Τέλος, στη Βραδυνή δημοσιεύθηκε το μεγάλο ποίημά του «Το πέρασμα των δύο αγαπημένων» (20.8.1934).

    Η περίοδος μετά τον επαναπατρισμό του ήταν ιδιαιτέρως γόνιμη, αν και άφησε τα περισσότερα μουσικά έργα του ημιτελή ή με πολλαπλά σχεδιάσματα, αναδεικνύοντάς τον ως τον προβληματικότερο εκδοτικώς Έλληνα συνθέτη, μοναδικό φαινόμενο ‘ακαταστασίας’ («χάος από χειρόγραφα») στην ελληνική μουσική ιστορία. Για αρκετά εξ αυτών υπάρχουν έως και πέντε εκδοχές, με αισθητές διαφορές μεταξύ τους. Υπάρχουν έργα τα οποία παρουσιάζουν εξαιρετικές δυσκολίες αποκαταστάσεως και χρήζουν περαιτέρω μελέτης. Αυτό ήταν αποτέλεσμα των δύο βασικών γνωρισμάτων τού χαρακτήρα του: α) της ευαισθησίας και της ανασφάλειάς του (ίσως πίστευε ότι ποτέ δεν θα άκουγε τα έργα του με ιδανική ερμηνεία), αλλά και β) του αυτοκαταστρεπτικού τελειοκρατισμού του (πίστευε ότι ουδέποτε έφθασε στην τελειότητα με οποιοδήποτε έργο του, γι’ αυτό το διόρθωνε συνεχώς ή το κατέστρεφε). Η συνολική μελέτη των μουσικών χειρογράφων καταδεικνύει την άριστη γνώση της κλασικής φόρμας και της μεγάλης δομής, καθώς και την ικανότητα αποδόσεως του ήχου, μέσα των διαφανών αρμονιών και ποικιλμάτων της μουσικής γραφής του. Οι εξωτικοί τρόποι με τις περίεργες αλλοιώσεις στη μουσική γραφή του εμπερικλείουν ένα μορφοπλαστικό δυνητικό το οποίο διαφέρει από αυτό της μείζονος και ελάσσονος κλίμακος της δυτικής μουσικής.

    Στα ολοκληρωμένα ―ή σχεδόν― έργα του, εκτός των προαναγραφέντων, περιλαμβάνονται:

    α) οι σκηνικές μουσικές για τα θεατρικά Σαλώμη του O. Wilde (1922, χαμένο· παρουσιάσθηκε από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη) και Riquet à la houppe (Ο Ρικές με το τσουλούφι), παραμυθόδραμα του Theodore De Banville, σε ελληνική μετάφραση του συνθέτη (1929 ― πρωτοπαρουσιάσθηκε τον Σεπτέμβριο του 1933 στο θέατρο του Λευκού Πύργου, με διευθυντή ορχήστρας τον Β. Θεοφάνους),

    β) οι «3 Ρωμέικοι Χοροί» (Καμπίσιος, Βουνίσιος, Θαλασσινός) για πιάνο (1925 ― εδώ είναι έξοχοι οι συνδυασμοί των διαφόρων ειδών μέτρου και της κομψής γραμμικής κινήσεως),

    γ) τα λειτουργικά μέλη: «Ιερά Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου» για παιδική και ανδρική χορωδία, πιάνο ή εκκλησιαστικό όργανο (η πρώτη παρουσίαση έλαβε χώρα στις 13.9.1931 στον I. N. Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης) και «Μικρά Δοξολογία, Χριστός Ανέστη και Ακολουθία της Μ. Παρασκευής» για μεικτή χορωδία. Αμφότερα εκδόθηκαν σε έναν τόμο από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, το 1952. Κατά τον Γ. Λεωτσάκο, ο συνθέτης, χωρίς να αποσυνδέει το ποιητικό κείμενο από το γνώριμο μέλος, το απογειώνει σε μία άλλη διάσταση, στη διάσταση ενός αυτόνομου έργου τέχνης ισάξιου με αυτά του Janacek και του Kodaly,

    δ) η «Επίκληση στην ειρήνη» (1925 ― τελειωμένα είναι τα δύο από τα τρία μέρη),

    ε) Σονάτα για βιολοντσέλο και πιάνο (αποκατάσταση: Βύρων Φιδετζής, από αχρονολόγητο χειρόγραφο με πλήθος παραλλαγμάτων του ίδιου γραφικού χαρακτήρα),

    ζ) Σονάτες για τέσσερις (Sonates pour quatre), κουαρτέτο για βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και πιάνο, αφιερωμένο στο Quator Belge στο οποίο συμμετείχε ο βιολονίστας Γεώργιος Λυκούδης (μετά το 1928 ― αποκατάσταση [«πρόταση για μία εκτελέσιμη μορφή»]: Ν. Χριστοδούλου), και

    η) δύο κουαρτέτα εγχόρδων (σε σολ [αποκατάσταση: Νίκος Χριστοδούλου] και ρε, ά.χ.).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Στα ολοκληρωμένα ―ή σχεδόν― έργα του, εκτός των προαναγραφέντων, περιλαμβάνονται:

    α) οι σκηνικές μουσικές για τα θεατρικά Σαλώμη του O. Wilde (1922, χαμένο· παρουσιάσθηκε από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη) και Riquet à la houppe (Ο Ρικές με το τσουλούφι), παραμυθόδραμα του Theodore De Banville, σε ελληνική μετάφραση του συνθέτη (1929 ― πρωτοπαρουσιάσθηκε τον Σεπτέμβριο του 1933 στο θέατρο του Λευκού Πύργου, με διευθυντή ορχήστρας τον Β. Θεοφάνους),
    β) οι «3 Ρωμέικοι Χοροί» (Καμπίσιος, Βουνίσιος, Θαλασσινός) για πιάνο (1925 ― εδώ είναι έξοχοι οι συνδυασμοί των διαφόρων ειδών μέτρου και της κομψής γραμμικής κινήσεως),
    γ) τα λειτουργικά μέλη: «Ιερά Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου» για παιδική και ανδρική χορωδία, πιάνο ή εκκλησιαστικό όργανο (η πρώτη παρουσίαση έλαβε χώρα στις 13.9.1931 στον I. N. Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης) και «Μικρά Δοξολογία, Χριστός Ανέστη και Ακολουθία της Μ. Παρασκευής» για μεικτή χορωδία. Αμφότερα εκδόθηκαν σε έναν τόμο από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, το 1952. Κατά τον Γ. Λεωτσάκο, ο συνθέτης, χωρίς να αποσυνδέει το ποιητικό κείμενο από το γνώριμο μέλος, το απογειώνει σε μία άλλη διάσταση, στη διάσταση ενός αυτόνομου έργου τέχνης ισάξιου με αυτά του Janacek και του Kodaly,
    δ) η «Επίκληση στην ειρήνη» (1925 ― τελειωμένα είναι τα δύο από τα τρία μέρη),
    ε) Σονάτα για βιολοντσέλο και πιάνο (αποκατάσταση: Βύρων Φιδετζής, από αχρονολόγητο χειρόγραφο με πλήθος παραλλαγμάτων του ίδιου γραφικού χαρακτήρα),
    ζ) Σονάτες για τέσσερις (Sonates pour quatre), κουαρτέτο για βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και πιάνο, αφιερωμένο στο Quator Belge στο οποίο συμμετείχε ο βιολονίστας Γεώργιος Λυκούδης (μετά το 1928 ― αποκατάσταση [«πρόταση για μία εκτελέσιμη μορφή»]: Ν. Χριστοδούλου), και
    η) δύο κουαρτέτα εγχόρδων (σε σολ [αποκατάσταση: Νίκος Χριστοδούλου] και ρε, ά.χ.).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Σημαντικό μέρος της μουσικής δημιουργίας του κατέχει η φωνητική μουσική, κυρίως κύκλοι τραγουδιών ή μεμονωμένα τραγούδια για φωνή-ές, πιάνο και με/ή άλλο-α όργανο-α. Το σύνολό τους υπερβαίνει τα 200 μεμονωμένα τραγούδια. Είναι ο πρώτος δημιουργός ο οποίος εισήγαγε το ελληνικό δημοτικό τραγούδι στις δυτικομουσικές κλασικές φόρμες, με τη διατήρηση όμως της αρμονικής και ρυθμικής δομής του (χρήση χρωματικών κλιμάκων, διπλός εισαγωγεύς, ισοκρατήματα και καταλήξεις modal), μιμηθείς ευφυέστατα διάφορα λαϊκά όργανα, όπως το σαντούρι. Κατά τον Γ. Λεωτσάκο και πάλι, «έχει κατακυρωθεί ως δημιουργός των ωραιότερων τραγουδιών της Νεοελληνικής Μουσικής Φιλολογίας», η δε μουσική είναι άρρηκτα δεμένη με την ποίηση. Σε αυτόν τον θαυμάσιο πλούτο φωνητικής μουσικής ανήκουν, μεταξύ άλλων, τα έργα:
    α) «Δεκατρείς μικρές ελληνικές μελωδίες» για φωνή και πιάνο, σε ποίηση δική του, Μαλακάση, κ.ά. (ανάμεσά τους τα αριστουργηματικά: «Λαγούτο», «Μουσική» και «Κόρη πάει για νερό») (ά.χ.),
    β) «Κινέζικα Νυχτερινά», τρία τραγούδια σε ποίηση του συνθέτη (ά.χ.),
    γ) «Εννιά Μικρά Ρωμέικα Τραγούδια», σε ποίηση Α. Πάλλη, Γ. Καμπύση και δική του (ά.χ.),
    δ) «Τ’ Αλλόκοτα Χαρτζι,λίκια», τρία τραγούδια σε ποίηση δική του (ά.χ.),
    ε) «Πέντε Χορευτικά Τραγούδια» («Βασιλικός», «Πόθος», «Δικό μου είναι το φταίξιμο», «Οι δύο καβαλλάρηδες» και «Τρύγος») για υψίφωνο, μεσόφωνο, κλαρινέτο, βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και ντέφι. Υπάρχει και γραφή για δύο φωνές και πιάνο, στην οποία η τέχνη της πιανιστικής συνοδείας φθάνει σ’ έναν υπερθετικό βαθμό αφαιρέσεως και εξαϋλωμένης ομορφιάς (ά.χ.),
    ζ) «Δώδεκα Ελληνικά και Τρία Αλβανικά Τραγούδια» για φωνή και πιάνο (εκδόθηκαν το 1928 από τις εκδ. Das Lied der Völker του H. Möller· εδώ η πιανιστική επεξεργασία υπερβαίνει τα όρια της απλής εναρμονίσεως και πραγματοποιείται σε επίπεδο νέας συνθέσεως),
    η) Δύο φωνητικά κουαρτέτα με πιάνο («Μάνα με κακοπάντρεψες» και «Το φίλημα») (ά.χ. ― είναι μάλλον το μοναδικό σωζόμενο χειρόγραφό του άνευ διορθώσεων ή άλλων τροποποιήσεων),
    θ) Πέντε «Ιντερλούδια» για φωνή και πιάνο, σε ποίηση Γρυπάρη (ά.χ.),
    ι) «Τρία Τσιγγάνικα Τραγούδια» για φωνή και πιάνο (ά.χ.),
    κ) «Βιβλικός Χορός» για φωνή και δύο πιάνα, σε ποίηση δική του (ά.χ.),
    λ) «Τρία Μοιρολόγια» από τον «Τάφο» του Κ. Παλαμά (1921 ― χαρακτηρίζονται από τον απόλυτο σεβασμό του συνθέτη στη μετρική και την προσωδία),
    μ) «Τρία Ελληνικά Τραγούδια» («Έχε γειά», «Γαρουφαλιά», «Πάλι συννέφιασε ο ουρανός») για τετράφωνη μεικτή χορωδία και πιάνο (1924 ― πρόκειται για επεξεργασίες των ομώνυμων δημοτικών τραγουδιών, με εντυπωσιακή αντιστικτική και αρμονική ευαισθησία), και
    ν) «Δύο Τραγούδια» («Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά» και «Πατρινούλα») για δύο γυναικείες φωνές και ενόργανο σύνολο (1924;).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Σημαντικό μέρος του αρχείου του ―όπως χειρόγραφες συλλογές τραγουδιών του― ευρίσκεται στο Κ.Ω.Θ. και στη βιβλιοθήκη «Λ. Βουδούρη» του Μ.Μ.Α.

    Έχουμε εισέτι αρκετά να μάθουμε ―όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γ. Λεωτσάκος― για τον Ριάδη και από τον Ριάδη. Μπορούμε όμως μετά βεβαιότητος να πούμε «ότι στάθηκε για την ελληνική μουσική ο Σολωμός και συνάμα ο Καβάφης της […]».

    Απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη στις 17.6.1935, από βαρύτατης μορφής πολύμηνο μελιταίο πυρετό, ο οποίος του προκάλεσε εγκεφαλικά επεισόδια, καθιστώντας τον στο τέλος ανήμπορο να μιλήσει. Λίγον πριν την ‘αναχώρησή’ του τον επισκέφθηκε ο Μανώλης Καλομοίρης στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Ο τελευταίος εξέφρασε τον απεριόριστο θαυμασμό του και τον αποκάλεσε «Σούμπερτ της Ελλάδας».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Πηγές

    Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκου.
    Άρθρο «Αιμίλιος Ριάδης (1880-1935)» του Θ. Ταμβάκου (Νέοι Αγώνες Ηπείρου, Ιωάννινα 29/11/1994).
    Αρχείο Βιβλιοθήκης Κ.Ω.Θ. (θερμές ευχαριστίες στη Σμαρώ Αναγνωστοπούλου).
    Λήμμα «Αιμ. Ριάδης» στο Λεξικό Ελλήνων Συνθετών της Α. Συμεωνίδου (Νάκας, 1995).
    «Αιμίλιος Ριάδης» της Κ. Ρωμανού στο Έντεχνη ελληνική μουσική στους νεότερους χρόνους (Κουλτούρα, 2006).
    Κείμενα Γ. Λεωτσάκου («Σχεδίασμα βιογραφικό», «Το έργο: ακόμη μία πρώτη εικόνα», «Ο γνωστός και άγνωστος δημιουργός», «Αιμίλιος Ριάδης, το μισοτελειωμένο όραμα: προβλήματα διάδοσής του») και Μ. Δημητριάδου-Καραγιαννίδου («Α. Ριάδης. Η συμβολή του στη μουσική και λογοτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης. Το αρχείο του στο Κ.Ω.Θ.») στον 4ο τόμο Θεσσαλονίκη του Κ.Ι. του Δήμου Θεσσαλονί
    Κείμενα Γ. Λεωτσάκου στα ένθετα των φωνογραφικών εκδόσεων της LYRA: Αιμιλίου Ριάδη: έργα Ι (1994), Αιμιλίου Ριάδη: έργα ΙΙ (2001), Αιμιλίου Ριάδη: έργα ΙΙΙ (2002).

    ΑπάντησηΔιαγραφή