Παρατείνω τις διακοπές μου όσο μπορώ, αν και βαρέθηκα φέτος την ξεκούραση, την αδράνεια του καλοκαιριού, θέλω δουλειά, ένταση... Τώρα ή γερνάω, ή στα πίσω πίσω περνάω δεύτερη εφηβεία, θα δείξει.
Είμαι που λέτε ακόμη στο χωριό μου, ένα ορεινό στα 900 μ. υψόμετρο, μπας και καθαρίσει το μυαλό μου στον καθαρό αέρα. Έχω αυτογνωσία και επίγνωση της κατάστασης, μη νομίζετε!...Το πρωί βγήκα για έναν καφέ, από κείνους τους καφέδες στα χωριά μας, που όλοι είμαστε γνωστοί στο καφενείο και κάθε ''ξένο σώμα'' αμέσως εντοπίζεται και περνά από μαγνητική ακτινογραφία. Τέτοια περίπτωση, λοιπόν, ήταν πίσω μου μια οικογένεια, μπαμπάς, μαμά και ένα αγοράκι γύρω στα δέκα, ίσως και πιο μικρό. Άκουσα ότι ήταν από τα Γιάννενα και έκαναν μια μεγάλη βόλτα φτάνοντας μέχρι το χωριό. Δεν τους κοίταζα, ήμουν διακριτική, άκουγα μόνο να παραγγέλνουν πορτοκαλάδες, γλυκά του κουταλιού. Λέγανε αστεία, ο πατέρας πείραζε τη μαμά, ο μικρός γελούσε δυνατά και εγώ είχα μπει στον κόσμο τους, τόσο πού ήθελα να μπω και στις συζητήσεις που είχαν.
Εξακολουθούν να μιλάνε, εξακολουθώ να έχω το αυτί μου χωνί( πείτε ό,τι θέλετε, ναι, αυτή είμαι!...). Κατάλαβα ότι είχαν ένα προσπέκτους και διάλεγαν...αλλά δεν καταλάβαινα τι ακριβώς...Σε κάποια φάση γυρίζω να δω με τρόπο, ξέρετε, με το ύφος της κουτσομπόλας του χωριού, που κάνει μια και μαζεύει τη ζακέτα που έχει πέσει στις πλάτες της. Βλέπω, λοιπόν, πρώτα τη μανούλα, μια πανέμορφη κοπέλα με όμορφα μάτια και υπέροχο χαμόγελο. Ο μικρός την αγκάλιαζε, της χάιδευε το γυμνό κεφάλι της, αφού τα μαλλιά της είχαν πέσει προφανώς από κάποια θεραπεία...το μυαλό μου έκανε γρήγορες σκέψεις και διάφορα σενάρια. Το προσπέκτους ήταν για να διαλέξουν ''μαλλιά για τη μαμά'', όπως άκουσα από το παιδί με τόσο φυσικό και αφοπλιστικό τρόπο... Κοίταζα κάτω από το τραπέζι, πίσω από την καρέκλα, για να δω το μαγικό της ραβδί, το φίλτρο, δεν ξέρω, κάτι τέλος πάντων που της δίνει δύναμη...Έκανα ανόητες σκέψεις, είμαι ανόητη, που με απασχολεί γιατί βαρέθηκα φέτος τις διακοπές και το καλοκαίρι.
Ραβδί δεν είδα πάντως, αλλά είδα στα κλεφτά το χαμόγελο και το βλέμμα που κοίταζε το παιδί της. Κάνουν να φύγουν, τώρα δεν κοιτάζω, μόνο ακούω ξανά: ''Μαμά, πότε θα ξανάρθουμε;''/ Ανάμεσα σε άλλες λέξεις έπιασα ένα ''Ποτε'' , αλλά δεν έπιασα πού έβαλε τον τόνο. Έφυγα κι εγώ για το σπίτι ψελλίζοντας μέσα μου μια ευχή προσευχή να τους ξαναδώ και του χρόνου εδώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου