Ήταν η Μεγάλη νύχτα, με τις λαμπάδες τις Ανάστασης, να λαμποκοπούν ελπίδες!
Έσκυψα μέσα μου. Όλα τα σβησμένα φώτα της ψυχής μου, φώτιζαν την ερημιά μου. Κι εκεί, στο φως του φεγγαριού, κοίταξα τις απόκρυφες κόγχες των ματιών μου. Επίσημη καλεσμένη, η απουσία του.
Μέρα όμως που βρήκα κι εγώ, να στολίσω τον επιτάφιο του δεσμού μας!
Γλυκύτατη αγάπη, ‘’πού έδυ σου το κάλλος;’’
Μας τύφλωσε η Ανατολή κι η πανσέληνος ετάφη.
‘’Καμιά φορά, σκέπτομαι ν΄αλλάξω ουρανό, μα δεν υπάρχουν δρόμοι.
Κι άλλη φορά σκέφτομαι, πόσο σ΄αγαπώ και σου ζητώ συγνώμη’’
-Ναι, εμπρός; Όχι, λάθος κάνετε κύριε…
Ώρα που βρήκαν να κάνουν λάθος…ή μήπως ήταν εκείνος κι έβαλε άλλον να ελέγξει αν είμαι μέσα… εξυπνάδες , αν είναι δυνατόν… με απόκρυψη, να κάνει αισθητή την παρουσία του, μήπως και τον πάρω…
Ε, όχι και να πάρω…αυτός έφταιγε αυτόοοοοοος…. ο επηρμένος, …
-Σε ποια κύριε φιγουράρεις τζάκια και prestige, για να επιβάλεις απαιτήσεις; Τι προσταγή ήταν αυτή, με την αντρίκια ματιά στους ώμους;
‘’ή το face ή εμένα’’ ….
Το φέις κύριε το φέις, όποιος δεν σέβεται τις αδυναμίες μου, δεν αξίζει κοντά μου να ζει..
Έτσι, με το δάχτυλο βιδωμένο στην εξώπορτα, έγραψα το μοιρολόι.
’’Το τέλος, πάντα με δάκρυα καίγεται’’
Ας είναι. ‘’Καιρός του κλαίειν, καιρός και του γελάν’’
‘’Κλαίω την ώρα του γυρισμού, που δεν θα μπορώ να σου πω, σ΄αγαπώ’’
Γελάω, με την άφεση που θα γυρεύεις, όταν το φευγιό μου θα κοιτάς. Σιγά μη σκάσω...
Όπα, είπα λέω, την τουαλέτα μου, τις γόβες, στου θυμού το ντέφι να χορέψω, με το ΟΧΙ μου να λικνιστώ… κι ένα βολάν, να πατήσω το γκάζι στη λεωφόρο του ασυμβίβαστου, εκεί… που κανείς δεν γίνεται πιόνι κανενός!
Όμως… μέρα που είναι, ούτε για το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ δεν θα κάνει ανακωχή;
Αχ, ξαναχτυπάει…’’Ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυχτός’’- Λέγετε!
Αμάααααν , πάλι η κοσμικιά, που όλη μέρα με ρωτάει, τι θα φορέσω απόψε, για να ξέρει σαν οικοδέσποινα, πώς θα εμφανιστεί.
Άκου, τι θα φορέσω! Το καλώδιο στο λαιμό μου, αυτό θέλω να φορέσω. Να φάω το μπουφέ της αυτολύπησης και με το δάκρυ να μεθύσω .
Πάει, τέλειωσε, αφού δεν εκμεταλεύτηκε την ευκαιρία…κλείσαν οι ουρανοί.
Κι αυτό το άσμα απ΄το πρωί, με λιγώνει ενοχές, σαν αμαρτία.
‘’Κάνε εσύ το πρώτο βήμα, να κάνω γω το δεύτερο’’
Τι; Το πρώτο… ‘’η εν πολλαίς αμαρτίαις;’’ Φοβάμαι – μη φοβάσαι.
‘’Σήμερον κρεμάται επί ξύλου’’ το ΕΓΩ .
Το ξέρω. ‘Ολα τα δεινά, απ΄την αλαζονεία μας προέρχονται.
Εμείς οι ίδιοι η πηγή, εμείς το στέρημά της.
Έλα Μαριονάκι, κάνε τώρα το άλμα σου στην πράξη, ώστε τη μέθεξη να βρεις…
στη Συγχώρεση!!! στη Συγνώμη !!! στην Αγάπη!!!
-Γιώργο!… Χρόνια σου πολλά!… καλά… εσύ;… okay , συγχωρεμένος…
Μα γιατί ρωτάς- δεν το βλέπεις; Μόλις τώρα, στην Αγάπη Αναστήσαμε, γιατί…
Μόνο μέσα στην ιάσιμη μαγεία της, αξίζει η ψυχή μας να ζει!
‘’Ποιος γυρεύει τον άλλον- ποιος φωνάζει- ακούς;
Είμ΄εγώ που φωνάζω κι είμ΄εγώ που κλαίω- μ΄ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί…
Σ΄αγαπώ, μ΄ακούς;’’
***
*** *** ***
Ο στίχος στο φινάλε του κειμένου είναι από "Το μονόγραμμα" του Οδυσσέα Ελύτη και ο στίχος ''το τέλος πάντα με δάκρυα καίγεται'' είναι από το ποίημα "Το τέλος" του Δημήτρη Π. Κρανιώτη..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου