πηγή φωτογραφίας |
«1945-1946, μικρή ακόμα, και όμως θυμάται έντονα τις στιγμές της φρίκης και του αποτροπιασμού, που βίωσε..Θυμάται με πόνο τις στρατιές των ανθρώπων, που ξυπόλυτοι με πόδια γδαρμένα, με πληγές ανοιχτές αιμορροούσες και πυορροούσες περνούσαν μπροστά από το σπίτι τους. Εκατοντάδες άνθρωποι και ούτε ήξερε τι ήταν, από πού έρχονταν και γιατί τραβούσαν αυτό το απερίγραφτο μαρτύριο. Ούτε και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, θέλησε να μάθει τι είχε συμβεί τότε! Δεν το εξέτασε ποτέ καλά και ούτε και τώρα θα το εξετάσει. Εκείνο, που ήξερε είναι ότι όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι! Άνθρωποι νέοι ,μικροί, γερασμένοι πρόωρα, με το κεφάλι τους πεσμένο, ανίκανοι να το κρατήσουν όρθιο από την ταλαιπωρία......Και ακόμα θυμάται το βαρύ χέρι της μάνας της, που με πρησμένα από το κλάμα μάτια, την άρπαξε μέσα για να μην βλέπει, για να μη δει! Γιατί; Τι ήταν όλοι αυτοί; Ποιος έφταιξε και μετατράπηκαν σε ματωμένες, ξεσκισμένες ανθρώπινες φιγούρες; Μη ρωτάς; μη μιλάς; ακουγόταν η πνιγμένη από τον πόνο φωνή της μάνας. Και ύστερα ήρθε το αποκορύφωμα! Αυτό και αν ήταν για κείνη κάτι το ασύλληπτο.. Στο μεγαλόπρεπο σπίτι του μπάρμπα της, που μένανε, ήρθαν αυτοί.. Αυτοί, οι δίχως λύπηση για κανέναν. Επιτελούσαν έργο άραγε; Και γιατί; Δεν την νοιάζει ακόμη ποιοι ήταν; Για κείνην ήταν αυτοί! Χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο, χωρίς έλεος! Χωρίς ανθρώπινο στοιχείο πάνω τους! Και το μεγαλόπρεπο σπίτι, με τη μεγάλη σκαλιστή ξύλινη σκάλα, σ’ όλο τον επάνω όροφο, μετατράπηκε σ’ ένα ανακριτικό; εγκληματικό; απάνθρωπο μέρος για ανακρίσεις τάχα;... Από ποιον; και για ποιον; και γιατί; Ως τότε ήξερε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια μεταξύ τους, παιδιά του ενός θεού...Έτσι τους είχε πει ο πατέρας τους. Και απότομα στα έξη ή στα εφτά της χρόνια είδε ότι της είχαν πει ψέματα όλοι. Και ο πατέρας; Και αυτός της είπε ψέματα;. Και η μάνα; Και αυτή της είπε ψέματα; Όλοι της είπαν ψέματα; Γιατί; Για ποιο λόγο, τι ήθελαν να καλύψουν, τι φοβόντουσαν; Κι’ ένα πρωί τα κατάλαβε όλα με τον πιο σκληρό και βίαιο τρόπο, και ήταν μόλις εφτά χρονών! Τον είδε! Τον είδε! Τον είδε να τον κατεβάζουν από τις ψηλές σκάλες κλοτσώντας τον και χτυπώντας τον στο κεφάλι... και έτρεξε πάνω τους. Μια σταλιά παιδί! Παιδί κατοχής, αδύνατο και αδύναμο και ισχνό. Μπήκε μπροστά τους και τους κλότσησε. Δεν πέτυχε τίποτε και ύστερα έκλαψε δυνατά, τόσο πολύ που την άκουσε η μάνα και πετάχτηκε μπροστά σε όλους. Φορούσε την ποδιά της και μαγείρευε και ήταν τόσο γενναία και δυναμική. Δεν τους φοβήθηκε! Δεν δείλιασε, μα φώναξε πολύ. «Ντροπή σας; Ντροπή σας! Το μικρό παιδί δεν το σκέφτεστε; Τι είστε εσείς, θηρία; Και ύστερα μας πήραν και τις δύο και μας έμπασαν στα γρήγορα, από τη μεγάλη σάλα τη στολισμένη με παλιακές πολυθρόνες, με ανθοστήλες όμορφες που πάνω τους κρατούσαν μεγάλα ασημένια βάζα, στο δωμάτιό μας που περικλειόταν από άλλα τρία δωμάτια. Και ύστερα... σιωπή! Σιωπή σ’ αυτό το τεράστιο σπίτι!! Μια σιωπή ντροπής και καταισχύνης! Οι άνθρωποι είχαν τελειώσει το έργο τους και έμεινε η μάνα , μόλις 30 χρόνων, να κλαίει σπαραχτικά και να την κρατά αγκαλιά, λες και φοβόταν, μην την πάρουν και κείνη! Έτρεμε σαν το κλαράκι.. Και ύστερα όλα άλλαξαν. Το βράδυ ήρθε ο πατέρας και τα έμαθε όλα. Ανέβηκε στο διοικητή και διαμαρτυρήθηκε.. «Καλά; Αυτό το μικρό πλασματάκι δεν το σκεφτήκατε; Τι εικόνες θα σέρνει μαζί του σε όλη του τη ζωή;» «Τι να γίνει; Αυτά έχει η ζωή κ. Γιάννη,» είπε ανερυθρίαστα ο Διοικητής... και μεις, την παράλλη ημέρα, ξεριζωθήκαμε από τους συγγενείς μας, τους φίλους μας, τους γνωστούς μας και με μια μετάθεση του πατέρα μου φεύγαμε για μια άλλη, άγνωστη για μας, πόλη. "Τώρα, γιατί τα ανασκάλεψα όλα αυτά στη μνήμη μου και τα είπα και σε σας; Δε το ξέρω! Ή μάλλον το ξέρω, αλλά εδώ δεν θα πω τίποτε, γιατί πρέπει να κάνω συγκρίσεις, γιατί πρέπει να παραλληλίσω καταστάσεις, γιατί πρέπει να βρω «το αίτιον και το αιτιατόν» κομμάτι δύσκολο για τώρα, που ζούμε κάποιες στιγμές άθλιες επίσης και η ανθρωπιά και πάλι έχει χαθεί..» Αυτά είπε με πόνο η Ανθούλα και τα δάκρυά της δεν μπόρεσε ακόμη να τα κρατήσει..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου