Κυριακή 8 Μαΐου 2016

ΣΟΦΙΑ ΝΙΝΙΟΥ "Η κυρία Μαριλένα "

Η κυρία Μαριλένα Δωρή-Μπίσσα

Αθήνα 8 Μαου 2016 (γιορτή της μητέρας)

Εις μνήμην της καπετάνισσας
Μαριλένας Δωρή-Μπίσσα

     Πόσος καιρός χρειάζεται για να πεις ότι ξέρεις έναν άνθρωπο; Πόσος καιρός πρέπει να περάσει για να πεις ότι τον έμαθες; Κάθε φορά που μια σχέση διαλύεται αναρωτιέμαι κατά πόσον ο καιρός ήταν αρκετός για να αξιολογηθεί επαρκώς το άτομο. Σ’ αυτό το σημείο θυμάμαι πάντα τη μάνα μου να λέει την παροιμία «Αν δε φας και δεν κοιμηθείς με τον άλλον…». Πάντα έτσι˙ ανολοκλήρωτη η φράση αποδίδει και τη σχετικότητα της σχέσης κάτω από συνθήκες και περιστάσεις, που την καθιστούν ημιτελή ή ατελή.
     Γι’ αυτό και ποτέ δεν μπορώ να εξηγήσω πώς γίνεται και μερικούς ανθρώπους τους ξέρω καλά, αν και βρέθηκα μαζί τους για λεπτά της ώρας, ελάχιστα έως λίγα.
     Τι ακριβώς συμβαίνει και τους βάζω για πάντα στην ψυχή μου; Και γιατί έχω επικοινωνήσει χωρίς κουβέντες κι ανταλλαγή απόψεων;

      Την κυρία Μαριλένα την κουβαλάω στο μυαλό και στην καρδιά μου έτσι, ανεξήγητα, κι ο λόγος, που αναρωτιέμαι τώρα για τη γνωριμία μας, είναι γιατί τα περισσότερα γι’ αυτήν τα έμαθα στο ύστατο χαίρε, το οποίο  της απηύθηναν όσοι την συναναστρέφονταν για μια ζωή κι οι συνεργάτες της κι οι απλοί γνωστοί της. Δεν ξέρω αν μου έχει ξανασυμβεί κάτι ανάλογο αλλά δε θέλω και το ψάξω. Οι κεραίες μου έχουν απλωθεί μέσα μου αναζητώντας τη γλυκειά κυρία, που με ένα χαιρετισμό απλό κι ουσιαστικό, εξυπηρέτησε δυο παιδιά, το δικό μου και το δικό της. Σε ρόλο ταχυδρόμου κι αυτή κι εγώ. Τόσο μόνο. Σ’ ένα πεζόδρομο πολυσύχναστο μιας συνοικίας πυκνοκατοικημένης, που μέρα με τη μέρα χάνει το ανθρώπινο πρόσωπό της αλλοτριωμένη από ευκαιριακούς περαστικούς κατοίκους, εντελώς ανοίκειους με την ευγένεια και την κουλτούρα των αναντάμ παπαντάμ Κυψελιωτών. Κρατώντας στο χέρι τα δανεικά φοιτητικά βιβλία, που ανέλαβα να παραδώσω στη θυγατέρα μου, ευχαρίστησα και γύρισα να φύγω. Τότε τράβηξε την προσοχή μου η πλατεία απέναντι, με τα σκιερά δέντρα που ξαφνιάζουν το τσιμέντο και τ’ αυτοκίνητα. «Ποια εκκλησία είναι αυτή;» την ρώτησα με την περιέργεια, που μ’ έχει πιάσει τα τελευταία χρόνια και θέλω να μαθαίνω περί ποίου αγίου πρόκειται, αντιδρώντας επίμονα και με σπουδή στην ανύπαρκτη πληροφόρηση μέσα από μια ταμπελίτσα, που να λέει τα βασικά.
    Πραγματικά δεν ξέρω, επειδή δεν είμαι κοσμογυρισμένη, σε ποια άλλη χώρα του κόσμου τα βυζαντινά μνημεία και τα αρχαία ερείπια υπάρχουν σ’ ένα δεύτερο και πολλές φορές σε ένα τρίτο πλάνο μέσα στο χώρο, που κινούμεθα. Άλλοτε αφύλαχτα κι άλλοτε παρατημένα αλλά πάντοτε χωρίς ένα στοιχείο αναρτημένο κάπου με τα βασικά γνωρίσματά του και τη σύντομη ιστορία του. Δικαιολογώ την αδιαφορία και την παρατυπία λέγοντας η ιστορία μας κι η πίστη μας είναι κομμάτι από το DNA μας αλλά η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για «προφάσεις εν αμαρτίαις». Γι’ αυτό πικραίνομαι.
     Έτσι ακολούθησα την κυρία Μαριλένα στην Αγία Ζώνη, άναψα το κεράκι μου, την αποχαιρέτησα κι έφυγα. Δεν ήξερα πως ήταν εκτός από πρώτη και η τελευταία φορά, που επέπρωτο να την δω. Δεν μπόρεσα να μαντέψω τον ενεργό της ρόλο στην ενορία της. Ευτυχώς από τη γλυκύτητά της κατάφερα να αναγνωρίσω την ενεργό της δράση στο σχολείο της˙ εκείνο το χώρο που την φώναζαν κυρία Μαριλένα, γιατί έτσι συνηθίζεται κι όχι γιατί ήταν τίτλος τιμής, που επαξίως έφερε.
      Μα πότε όμως οι αληθινές κυρίες αναζητούν τίτλους; Πότε τους προβάλλουν, όταν τους απονεμηθούν; Είναι σαν τα έργα πολιτισμού, που στέκουν ακουμπισμένα, στον τόπο, που τους παραχώρησε η ιστορία, κι επιβιώνουν στον καιρό και στην ασχήμια σε πείσμα των αδιάφορων περαστικών ξενίζοντάς τους με την ανυπέρβλητη υπεροχή τους.

      Φεύγοντας η κυρία Μαριλένα, βιάζοντας τον ρου των πραγμάτων, συντόνισε τους αποχαιρετούντες σ’ έναν ύμνο αγάπης κάτω από ήλιο καλοκαιρινό κι ουρανό γαλανό μες στη μέση του χειμώνα. Το αναστάσιμο τροπάριο έδωσε τη βεβαιότητα πως τίποτα δεν τέλειωσε.

         Ίσως γι’ αυτό η γερόντισσα πια δασκάλα της, αναθυμούμενη τη μικρούλα Μαριλένα της, ξέροντας την αρχή της κι αντικρίζοντας το τέλος της, ν’ απόρησε. Δεν της έβγαιναν σωστά στο μέτρημα τα χρόνια. Έφευγαν από τα δάχτυλά της για να συναντήσουν την αιωνιότητα.

Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων της Σοφίας Νινιού «Απουσίες και Πορτραίτα»











3 σχόλια:

  1. ΣΟΦΙΑ ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΚΑΙ ΣΕ ΕΧΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
    ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η αγάπη σου μου δίνει δύναμη, Χριστινάκι μου...!!!

      Διαγραφή
    2. Καλή μου Γιωργία, φίλη πιστή κι ευαίσθητη, σε ευχαριστώ πολύ, γιατί η αναδημοσίευσή σου είναι μήνυμα χαράς για όσους γνώρισαν την εξαιρετική και σπάνια αυτή κυρία, τη δασκάλα Μαριλένα Δωρή-Μπίσσα.

      Διαγραφή