Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

ΒΕΤΟΥΛΑΚΗ ΜΑΡΙΑ "ΤΟ ΜΩΒ ΨΑΡΑΚΙ " Παραμύθι .


    Μια Φορά κι έναν Καιρό, μέσα σε μια θάλασσα πεντακάθαρη και γαλανή, ζούσε ένα μωβ ψαράκι. Κολυμπούσε κι απολάμβανε την κάθε στιγμή που το νερό ακουμπούσε το λεπτεπίλεπτο σωματάκι του. Όταν είχε ζέστη το νερό το δρόσιζε κι άμα κρύωνε καμιά φορά το νερό το ίδιο το ζέσταινε με τη θερμότητά του. Συνήθιζε να κολυμπάει στα ρηχά, εκεί όπου ένιωθε ασφαλές• μα καθώς ντρεπόταν να το αποκαλύψει αυτό στους φίλους του στα άλλα ψαράκια τους έλεγε ότι στα ρηχά έκανε καλύτερη ηλιοθεραπεία κι έτσι διατηρούσε το ωραίο, έντονο, ιριδίζον μωβ χρώμα του. Η πραγματική αλήθεια, όμως, ήταν άλλη. Φοβόταν το ψαράκι. Φοβόταν να πάει μοναχό στα βαθειά. Δεν είναι κακό να φοβάται κανείς. Όλοι έχουν κι από μια φοβία. Το σημαντικό είναι να τη συνειδητοποιήσει και να θέλει να απαλλαγεί από αυτήν, αποβάλλοντάς την. Μόνο με τη συνειδητοποίηση μπορεί όποιος θελήσει να προχωρήσει μπροστά. Παρόλο, λοιπόν, που το ήθελε τόσο πολύ, έμενε εκεί στη ρηχή επιφάνεια της θάλασσας. Δεν το τολμούσε κι έμενε μόνο να ονειρεύεται τη μαγεία του βυθού. Τα κόκκινα κοράλλια. Το πλήθος των κοχυλιών. Τα σχέδια που σχηματίζονταν στην άμμο απ’ τις ακτίνες του ήλιου και, φυσικά, το σημαντικότερο! Τα υπόλοιπα ψαράκια. Μεγαλύτερα ή μικρότερα με τα θεσπέσια χρώματά τους και τη μελωδική ενάλια κίνησή τους. Καθώς συλλογιζόταν μιαν αυγή στα ρηχά: «θα το κάνω κι ας φοβάμαι!», είπε μέσα του. «Έχω τόση περιέργεια και λαχτάρα να ανακαλύψω το βυθό που η φοβία μου ήδη μετριάστηκε. Την αναποφασιστικότητά μου σε δύναμη θα μετατρέψω κι ό, τι με κρατούσε τόσο καιρό εδώ στην άκρη θα το αφήσω πίσω μου για να πάω εκεί που με οδηγεί η θαλασσινή καρδούλα μου. Στον αφανή πυθμένα!». Είχε τόση μεγάλη επιθυμία που ανυπομονούσε να τον ανακαλύψει. Είχε ακούσει τόσες πολλές ιστορίες και περιγραφές κι αναρωτιόταν πώς να ήταν άραγε ο δικός του. Γιατί εκεί όπου γεννιέται κάθε ψαράκι συνδέεται με τον ένα και μοναδικό βυθό που του αναλογεί. Πιθανώς να υπάρχουν κι άλλα ψαράκια εκεί ταυτόχρονα και να τον μοιράζονται. Μα, σίγουρα, τη δεδομένη χρονική στιγμή της ζωής του υπάρχει ένα κενό που αντιστοιχεί αποκλειστικά και μόνο σε κάθε ψαράκι ξεχωριστά. Αυτό συμβαίνει για να μπορεί το καθένα να διατηρεί τη μοναδικότητά του. Τον βυθό του το μωβ ψαράκι τον φανταζόταν με χρυσαφένια άμμο και λίγα βραχώδη σημεία. Ήθελε να έχει βότσαλα και κοραλλιώδη στοιχεία. Αυτό που ποθούσε περισσότερο ήταν να απαρτίζεται από πολλά άλλα ψαράκια. Να περιστοιχίζεται από χαρούμενα, πολλά ψαράκια που μέσα στη σιωπηλή γαλήνη τους κολυμπούσαν γεμάτα ευγνωμοσύνη για το μεγαλείο του βυθού και το δώρο αυτό που απλόχερα τους είχε χαριστεί. Περνώντας αυτή η σκέψη απ’ το μυαλό του, του είχε δώσει κιόλας την απάντηση στην ερώτηση πως θα έφτανε στον βυθό! Η απάντηση ήταν, ακολουθώντας τα ψαράκια που θαύμαζε. Αυτά με την εμπειρία τους θα το βοηθούσαν να φτάσει εκεί που ήθελε. Απλά, τα εμπιστεύθηκε. Αφέθηκε στην διαίσθησή του που ήταν οδηγός και επέτρεψε στα ψαράκια να είναι τα φώτα πορείας του. Τη συλλογική δύναμη των ψαριών τη χαρακτήριζε η ανιδιοτελής αγάπη κι έτσι δε ζήτησαν τίποτε σε αντάλλαγμα για να βοηθήσουν το μωβ ψαράκι. Τι θα μπορούσαν να έχουν ζητήσει άλλωστε; Τα ψαράκια είναι γυμνά, απαλλαγμένα από υλικά πράγματα. Εξάλλου, γνώριζαν ότι του πρόσφεραν αλληλέγγυα βοήθεια για να φτάσει στο κέντρο του που τόσο επιθυμούσε. Κάποτε στο παρελθόν κι αυτά κάποια άλλα ψαράκια τα οδήγησαν να βρουν αυτό που ποθούσαν. Τα ψαράκια κολυμπάνε γρήγορα γιατί συντονίζονται με τη ροή των ρευμάτων της θάλασσας. Το μωβ ψαράκι ακολουθούσε. Μάλιστα, το τοποθέτησαν στο κέντρο του σμήνους για να είναι προστατευμένο και να μη χαθεί. Δεν άργησαν να φτάσουν. Πλημμύρισε χαρά το μωβ ψαράκι. Ένα ρίγος διαπέρασε το αλμυρό κορμάκι του. «Έφτασα σπίτι!», συλλογίστηκε. Εκεί βρισκόταν το αληθινό σπίτι του. Εκεί, ήταν απαλλαγμένο από διακρίσεις και ποιότητες που δίνονται στα ρηχά. Απαλλαγμένο από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη που του απέδιδαν. Αντιλαμβανόταν τώρα τη μοναδική μεγαλειώδη φύση του, αυτή που δε χρειαζόταν μνήμη μα μόνο ύπαρξη. Η παρουσία του έπλεε εναρμονισμένη. Το μωβ ψαράκι ήταν ευτυχισμένο. Το μωβ ψαράκι ένιωθε μια τρυφερή πληρότητα. Δε χρειαζόταν να σκέφτεται τίποτα πια παρά μόνο να υπάρχει γι’ αυτό που είχε δημιουργηθεί. Για να απολαμβάνει το νερό τον ήλιο και την ομορφιά του απέραντου βυθού και για να συγχρωτίζει με τη φύση του το πάζλ του κόσμου.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου