Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

« ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ – ΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΣ - ΑΛΚΥΟΝΗΣ ΤΖΟΚ "


Όταν μου λέγανε τα σύννεφα ταξίδευε

ταξίδευα

κι 'οταν μου λέγανε τα όνειρα περίμενε
περίμενα.
Όχι, δεν παίρνω άλλο διαταγές...

* Κ. Δημουλά








Κι αν θα διψάσεις για νερό
θα στύψουμε ένα σύννεφο
Ν. Γκάτσος

  

Τη μέρα της βάφτισης
μου υποσχέθηκαν
καλή λαμπάδα στον ουρανό
με τα σύννεφα και τους αγγέλους.
Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ


«Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν
Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε
Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε
Το αμετανόητο χέρι
Δέθηκα σ’ έναν κόμπο λύπης.»
Ο. Ελύτης, «ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ»






Σου το ‘πα για τα σύννεφα

Σου το `πα για τα σύννεφα
σου το’πα για τα μάτια τα κλαμένα
για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας
πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα.
Στα φανερά και στα κρυφά
σου το `πα για τα σύννεφα.
Για σένα και για μένα.

Σου το `πα με τα κύματα
σου το `πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα
με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
με τον καφέ και με την χαρτορίχτρα.
Ψιθυριστά και φωναχτά
σου το `πα με τα κύματα.

Σου το `πα μες στη νύχτα.
Σου το `πα τα μεσάνυχτα
σου το `πα τη στιγμή που δε μιλούσες
που με το νου μου μόνο λίγο σ’ άγγιζα
κι άναβε το φουστάνι που φορούσες.
Από κοντά κι από μακριά
σου το `πα τα μεσάνυχτα.
Με τ’ άστρα που κοιτούσες.
Οδυσσέας Ελύτης








Σύννεφο σύννεφο πού πας
είδα και πέρασε παπάς
Δίχως το καλημαύχι του
κι είχε σταυρό στη ράχη του

Τις ξέρω αυτές τις μυρωδιές
τα γιούλια και τις πασχαλιές
Τις ρόδες που ακουστήκανε
κι οι ξώπορτες κλειστήκανε

Συννέφιασε συννέφιασε 
κι έτσι ο Θεός μας έφιασε 
Στους έρωτες και στους καιρούς 
ν’ αφήνουμε μικρούς σταυρούς. 



Οδυσσέας Ελύτης







ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Ήταν λυπημένα τα σύννεφα
που μαζεύτηκαν σήμερα
πάνω από τις στέγες της καρδιάς.
Σχεδόν άγγιζαν τις καμινάδες
που σιγόκαιγαν λέξεις της νύχτας
κι έσμιγαν με το μαύρο καπνό.
Στα κεραμίδια οι απλωμένες απουσίες
με το πρώτο αεράκι αναστεναγμού 
άρχισαν να αιωρούνται αργά 
και να χάνονται μέσα σε γκρίζο πλάνο 
Οι αναταράξεις αναπότρεπτες 
γέμισαν τους ουρανούς ρωγμές 
κι απ’ τα σπλάχνα τους ξεχύθηκαν 
άχρωμες σταγόνες αρμύρας. 

Ανδρέας Καρακόκκινος



ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΕΠ’ ΩΜΟΥ


Ανίχνευα τα μέλη της

έψαχνα για πέρασμα στον κόλπο

βαθιά μουκάνιζε μινώταυρος η άβυσσος
με τα ωάρια της θάλασσας ανέβαινε
και με σαΐτες.

Στο όνομα της έξαψης ίππευε αλαλάζουσα
το δεξί βυζί κομμένο 
δοσμένη στην τοξοβολία 

Εγώ πεζός με το σύννεφο επ’ ώμου 
με τη φλεγμονή της ανηφόρας 
με μια Κολχίδα μες στο νου 
κατεπάνω του στο άπειρο 
Άσπρο ελάφι ο δυϊσμός βόσκαε τα μάτια μας 
σκόρπια στο πάτωμα

Εκτωρ Κακναβάτος 


 Κάποτε θα ξανάρθω δε θα νιώθω πως είμαι παρείσακτος και κατάσαρκα θα φορώ σχισμένα σύννεφα κι οσμές πυρωμένης βροχής για να επιζήσω από τ’ άγρια θηρία τους μαστροπούς και τα νήπια όνειρα
Κλείτος Κύρου 
 Δεν θα ’χω σκέψη δίχως την ομίχλη απ’ τ’ όνειρό σου
κι ας μη με ξέρει διόλου ο ύπνος σου ο γλυκός
δεν έχω ελπίδα ζεστασιάς – είμαι φτωχός
της νιότης μου το σύννεφο λιώνει στο πρόσωπό σου

Βύρων Λεοντάρης 







Μιὰ μέρα -φίλοι μου καλοί-
ἕνα σταχτὺ σύννεφο ἄφησε τὸν οὐρανό του
κι ἔπεσε στὴ κάμαρά μου.
Καὶ τότε... ὅλα... ἔχασαν τὸ χρῶμα τους.
Η Θλίψη ἔγινε σταχτιά.
Σταχτιὰ κι η χαρά.
Σταχτὺς κι Ἔρωτας.
Καὶ σταχτύς -ἀλίμονο- κι ο Θάνατος.

Ὦ Σειρῆνα, ἐσύ...
Ἐσὺ ποὺ τά ῾βαψες ὅλα.
Ποὺ τ᾿ ἄλλαξες ὅλα,
γιατί δὲν ἄφηνες τὸ Θάνατο
-τουλάχιστον αὐτόν-
νὰ μὲ πάρει μὲ τ᾿ ἀληθινό του χρῶμα;

Μενέλαος Λουντέμης - 
Μὰ μιὰ μέρα...


«Τα σύννεφα χαμηλώνουν
του τρόμου συγκεντρώνουν το σπέρμα
κλείνουν οι πόρτες του ορίζοντα
οι πηγές σβήνουν του φωτός.

Ένας άνεμος σαρώνει τους δρόμους
τις πόρτες χτυπάει τα παράθυρα
διαστέλλει τα μάτια.

Στις ακραίες συνοικίες
οι ειδήσεις έρχονται
κύματα της θάλασσας.

Στις πόρτες
στις γωνίες των σπιτιών
πρόσωπα με πελώριες ραγισματιές
ξεχάσαν την ελπίδα.»
(Από τη συλλογή «Χωροστάθμιση»)

Πρόδρομος Μάρκογλου,

«Ανοίγει το κλειδωμένο σπίτι.
Φευγάτη η σκεπή πεσμένοι οι τοίχοι χάσκουν.
Χάσκουν και πάνω από τις πέτρες το λιμάνι η θάλασσα
πέρα η Θάσος πιο μακριά το Όρος.
Φεύγουν τα σύννεφα σαν καπνός από χορτάρι
κι η θάλασσα καλειδοσκόπιο καθώς ψαρόβαρκες γυρίζουν,
λαχανιάζουν οι μηχανές σκούζουν οι γλάροι.
Νύχτες του έρωτα σύννεφα παρταλιασμένα*.»

Πρόδρομος Μάρκογλου,

* παρταλιασμένα: κουρελιασμένα.


-Σαρλ Μπωντλαίρ, «Αγαπώ τα σύννεφα»

– Ποιον αγαπάς περισσότερο, άνθρωπε αινιγματικές, λέγε: τον πατέρα σου, τη μάνα σου, την αδελφή σου, ή τον αδελφό σου;

– Δεν έχω ούτε πατέρα, ούτε μάνα, ούτε αδελφή, ούτε αδελφό.

– Τους φίλους σου;

– Χρησιμοποιείτε μια λέξη της οποίας η έννοια μου έμεινε άγνωστη μέχρι σήμερα.

– Την πατρίδα σου;

– Αγνοώ σε ποιο γεωγραφικό πλάτος βρίσκεται.

– Την ομορφιά;

– Ευχαρίστως θα την αγαπούσα, θεά κι αθάνατη.

– Το χρυσάφι;

– Το μισώ, όπως εσείς μισείτε το Θεό.
– Ε, λοιπόν! Τι αγαπάς αλλόκοτε ξένε;
– Αγαπώ τα σύννεφα… τα σύννεφα που περνούν… εκεί πέρα… εκεί κάτω… τα σύννεφα!


Charles Beaudelaire




Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Σύννεφα»


«Σύννεφα, σύννεφα!

Νύχτα και μέρα

πώς ταξιδεύετε με τον αγέρα!

Κάποτε μοιάζετε με αρνιών κοπάδι
που βόσκει ατάραχα μες στο λιβάδι,
κάποτε μοιάζετε πουλιά χαμένα 
κι από τον άνεμο κυνηγημένα. 

Σύννεφα έφτασε τούτη η ώρα, 
κρέμεστε ανήσυχα γεμάτα μπόρα. 
Ώρες σε απίδες, σε χώνες πάτε, 
βουνά σηκώνεστε, αχνό σκορπάτε. 

Κι όταν η όψη σας θυμίζει αγαύη 
γίνεστε ολόχρυσο λαμπρό καράβι 
που με τα ξάρτια του και τις αντένες 
φεύγει σε θάλασσες ονειρεμένες.» 


Ζαχαρίας Παπαντωνίου






Αλήθεια, Μενέλαε, πολύ βουρκωμένες οι μέρες μας.

Συννεφιάζει στα μάτια των παιδιών που κοιτάζουν

το λιόγερμα

συννεφιάζει στα μάτια των μανάδων που μπαλώνουν

στο κατώφλι τις κάλτσες μας και τα χρόνια μας

συννεφιάζει στο τραπέζι που λείπει ο ήλιος του ψωμιού
συννεφιάζει στα τζάμια των σπιτιών που βλέπουν
στα συρματοπλέγματα.
Ο ουρανός είναι κομμένος σε μικρά τετράγωνα
απ΄ τα σταυρωτά κάγκελα,
ψάχνω στη συννεφιά και στη νύχτα να βρω το σπίτι σου,
αδελφέ μου…

Γιάννης Ρίτσος στο Μενέλαο Λουντέμη- απόσπασμα








Σαν άσπρα μαντηλάκια αποχαιρετισμών
σαλπάρουν τα σύννεφα,
και, εκεί, τ’ αρπάζει ο άνεμος
και τα σηκώνει με τα χέρια του τα ταξιδιάρικα.

Πάμπλο Νερούδα





Αχ συγνεφάκι

Αχ συγνεφάκι από γυαλί και σήμαντρο από σύγνεφο
νταν νταν νταν στα κορφοβούνια οι αλιφασκιές
νταν νταν νταν οι αλιφασκιές κι οι πετροκότσυφοι.

Μπαίνουνε τα καράβια στη στεριά με 60 φλόκους όνειρα
μπαίνουν τα πρόβατα και τ΄άλογα στη θάλασσα
κι η θάλασσα ανεβαίνει στ΄άσπρα λιακωτά
να λιάσει τα σεντόνια της.

Αχ συγνεφάκι από γυαλί και σήμαντρο από σύγνεφο.

Γεια και χαρά σου μορφονιά
που δένεις όλο το ντουνιά
μες στις χοντρές πλεξούδες σου.

Νταν νταν νταν στα κορφοβούνια οι αλιφασκιές
νταν νταν νταν οι αλιφασκιές κι οι πετροκότσυφοι.

Απάνω στην προβιά του χορταριού
νταν νταν νταν τα κουδουνάκια
μες στο πηχτό γαλάζιο γάλα του γιαλού
τα κίτρινα κουμπιά της Πούλιας.

Γιάννης  Ρίτσος 






Ἀγαπάω τὰ σύννεφα
διότι τὰ ζηλεύω
βρίσκονται ἐγγύτερα στὸν ἥλιο
βυθισμένα
στὴ γαλανὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ὀνείρου.


Γιώργος Σαραντάρης



Τα σύννεφα



Τα σύννεφα έφυγαν

ένα ένα

όμως στη θέση τους
ήρθαν άλλα σύννεφα
πιο άγρια 
πιο μανιασμένα 
πιο φοβερά 

Λένε πως είμαι καλός 
οι καλοί άνθρωποι 
που δε με ξέρουν 
όπως με ξέρουν τα σκυλιά 
όπως με ξέρουν 
οι αετοί 
και τα μυρμήγκια 

Έρημος 
στους βρεγμένους δρόμους 
με τα ξένα αδιάβροχα 
με τα βασανισμένα χέρια 
τις σάλπιγγες 
τα φαντάσματα 
και τις γύρω απειλές 
σας Χαιρετώ 


Μίλτος  Σαχτούρης 



Μίλτος Σαχτούρης, «Η συννεφιά»



(Στον Θάνο)


«Αυτός ο αράπης πλάι στην αστραφτερή γυναίκα
έχει μια καρδιά τόσο πονετική
όσο δεν έχουν οι λευκοί με τα εβένινα μπαστούνια
περνούν 
γελάνε
χαιρετούν 
κι ο φίλος γύρισε από την Ελβετία τόσο ταπεινός 
τόσο θλιμμένος για τους γυμνούς στα κεραμίδια 
κι όμως δεν υπάρχει ούτε ένα γλύκισμα της προκοπής 
υπάρχουν όμως άπειρες γλυκές γυναίκες 
μόνο που κρέμασαν στον ώμο τους ένα γκρίζο σύννεφο 
που όσο πάει και μαυρίζει 
κι ο κόσμος ξέχασε τ’ αδιάβροχα και τις ομπρέλες του 
το σύννεφο σηκώνει το μαύρο δάχτυλο του 
-Δεν είμαστε γλυκές για σας 
ταπεινοί 
φωνάζουν οι γλυκές γυναίκες 
που θα κρυφτείτε πλανόδιοι πουλητές 
μασώντας στο στόμα σας μαστίχα 
ή μια βλαστήμια 
όλοι κοιτάζουν έκπληχτοι 
στους δρόμους των τοίχων κρεμασμένους 
πίνακες ζωγραφικής 
χρώματα χτυπητά κόκκινο και πράσινο 
κι η βροχή αργεί να ‘ρθεί 
κι η χαρά αργεί να ‘ρθεί 
όλοι κρατιούνται από τα χέρια με γλυκές ματιές 
όμως το ξέρουν πως έπεσε κιόλας
ο πρώτος Κεραυνός»

Μ. Σαχτούρης


«Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου-κάπου
μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη• το δείλι….» 

Γ. Σεφέρης


να ξαναγεννηθούμε

με το δικό σου χάραμα ν’ ανθίσει ο κόσμος

να ξαναγεννηθούμε
σύννεφο εσύ κόκκινο στον ουρανό
άγγιγμα και ταξίδι εγώ σαν άνεμος
να ξαναγεννηθούμε 
θάλασσα εσύ των τροπικών
κι εγώ νησί μοναχικό στον κόρφο σου 
δάσος εσύ, βελούδινο σκοτάδι 
κι εγώ τ’ αγρίμι που προφέρει 
με το χνώτο του τις μυστικές σου λέξεις 
αγνοί, αθώοι, αθάνατοι 
εσύ κι εγώ ψυχή και φως

Τόλης  Νικηφόρου


… κι ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴν προσμένει.

Κώστας  Χατζόπουλος


Όπως τα σύγνεφα έρημα στο δείλι,

τα βουνά βουβά στην ατμοσφαίρα.

Όπως αμίλητοι πάνε μου οι φίλοι

Στον αέρα ...

Γιάννης Σκαρίμπας



Όταν έρχονται τα σύννεφα

Τα σύννεφα πυκνά-πυκνά μαζεύονται κι απειλούν την ισορροπία μου

σ’ ένα αβέβαιο κόσμο.

Ας μπορούσα να σταματήσω…

Ας μπορούσα να διαφύγω μέσα από μια στενή λουρίδα ουρανού.

Πού θα πήγαινε και ποιόν θα μπορούσα να συναντήσω εκεί;

Όμως τα σύννεφα έχουν μαυρίσει τον ορίζοντα,

την πόλη, την καρδιά μου και κάθε ελπίδα έχει χαθεί.

Τα σύννεφα είναι κατάρα κι απειλή. Τα σύννεφα με σκεπάζουν.

Κι είναι σιωπή.

Μάνος Χατζιδάκις









Μη λες πως είμαστε λίγοι
Και ότι η πρόκληση είναι πολύ μεγάλη για εμάς

Θα έλεγες ότι δύο ή τρία σύννεφα

Είναι μικρό πράγμα στη γωνιά ενός καλοκαιρινού ουρανού;

Σε μια στιγμή απλώθηκαν παντού

Κεραυνοί και αστραπές, βροντές χτυπούν

Και βροχή πέφτει παντού

Μη λες πως είμαστε λίγοι

Μόνο πες πως είμαστε εδώ.


Lee Kwang Su.



......


Μες στων νεφών τις Ερημιές και τη γαλήνη

Θόλους λαμπρούς θα στήσουν

Όπου οι άνθρωποι
Ψεύτικους ουρανούς θα ζωγραφίσουν.

Dans leur Déserts de mousse, tranquilles,
Ils préparent les lambris précieux
Où la ville
Peindra de faux cieux.


 Arthur Rimbaud








Αὐτὸ ποὺ λέμε ὄνειρο δὲν εἶν᾿ ὄνειρο
ποὺ ἡ πλατιὰ πραγματικότητα δὲν εἶναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μὰ ἐκεῖ κιόλας ὑπάρχω ἀπόλυτα,
σὰν τὸ σύννεφο ποὺ ἀλλάζει στὰ νωθρὰ δευτερόλεπτα.

Νίκος Καρούζος








«Κόκκινο σύννεφο μικρό σαν έρημο ψαροκόκαλο
στη δειλινή αιθρία ωραίων κι ωραίων ημερών απ’ το φθινόπωρο
της ψυχής είν’ ο ήλιος πρασινόχαρτο στάχυ
βγαίνει απ’ τα σκελετώματα στη σκάλα
που οι γύροι της αρδεύουν έρημοι το στερέωμα.
Τη ζωή τη στολίζει ο χρόνος 
οι πράξεις αδειασμένες είναι στο κύλισμά του 
κι ολομόναχο βλέπω το παιδί 
που λάμπει πέρ’ από κάθε Γαλαξία.»


Νίκος Καρούζος



«Σύννεφο με παντελόνια»



«…Την σκέψη

στο πλαδαρό μυαλό σας που ονειρεύεται,
σαν υπηρέτης λαίμαργος σε καναπέ λιγδιάρικο
με την καρδιά κουρέλι ματωμένο θα ερεθίσω˙
χορταστικά χλευαστικός, ξεδιάντροπος και καυστικός.
Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,
μήτε των γηρατειών την στοργή!
Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
έρχομ’ όμορφος,
στα εικοσιδυό μου χρόνια.
Τρυφεροί μου!
Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά.
Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει.
Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ,
ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη.
Ελάτε να μάθετε –
απ’ το βελούδινο σαλόνι
του τάγματος των αρχαγγέλων το πρωτόκολλο
που ήρεμα τα χείλη ξεφυλλίζει
όπως η μαγείρισσα το βιβλίο των συνταγών.
Πηγαίνετε –
Η σάρκα πάει να με τρελάνει
-κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός-
Πηγαίνετε –
θα είμαι άψογα τρυφερός,
δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια!
Πώς η ολάνθιστη Νίκαια υπάρχει δεν πιστεύω!
Και πάλι θα υμνήσω
τους αραχτούς σα νοσοκομεία άντρες
και τις παλιές σαν παροιμίες γυναίκες….»
(μετάφραση: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης)

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι - Απόσπασμα




Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ

Α τι ωραία να ‘σαι νεφεληγερέτης

να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου

να μη σε νοιάζει αν αρέσεις η όχι τίποτε
Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
έτσι• με γενναιοδωρία• σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν’ απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ’ τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για ‘να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ’ ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ’ τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία
χωρίς λεφτά
γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ’ αστέρια
και μ’ οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα…
Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
Οδυσσέας Ελύτης - ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ



Οκτάβιο Παζ, «Ήσυχο δέντρο μες τα σύννεφα»

«Εκείνος ο νεαρός στρατιώτης

χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής

όπως μια νέα ροδακινιά.

Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε

σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου

στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.

Οι χειρονομίες του

Σαν της ροδακινιάς

όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.

Όταν χαμογελούσε το χαμόγελό του
ένα ξαφνικό λουλούδισμα της ροδακινιάς.
Μια ριπή του ανέμου στιγμές τον συννέφιαζε
και τότε, σοβαρός, συλλογισμένος,
΄Εμοιαζε ροδακινιά στον αέρα, γυμνή από φύλλα.
΄Επαιζε με τα παιδιά, το δείλι,
Με μια ζέση νοσταλγική, απόμακρος
σαν κύμα τρυφερό
που πάει κι έρχεται πίσω
΄Ενας μελαγχολικός άνεμος σάρωνε
σύννεφα τους ανθούς επάνω, σύννεφα μεγάλα,
και στον κήπο πετούσανε τα φύλλα
Ω, τρικυμισμένη άνοιξη!
΄Ησυχο δέντρο μέσα στα σύννεφα, φύλλα, παιδιά,
Αναρωτιόταν εκείνος ο στρατιώτης:
«Είναι όλα σύννεφο, είναι όλα φύλλα, άνεμος»;
«Τα αγαπημένα δέντρα είναι σύννεφα»;
«Το κλαδί ετούτο που αγγίζω, αυτή
η φλούδα,
αυτά τα παιδιά, είναι σύννεφα»; «Σύννεφο το όνειρο
και το κορίτσι εκείνο και το άρωμα
του, φάντασμα της σάρκας, σύννεφο, αφρός
που τον σηκώνει ελαφριά ο άνεμος»;
Κι έφυγε μακριά, σιωπηλό μαύρο σύννεφο»
(μετφρ. Νεοκλής Κυριάκου)



ΧΟΡΟΣ ΝΕΦΕΛΩΝ
(Οι Νεφέλες βροντάνε από μακριά και τραγουδούνε)

Ας υψωθεί, ω αιώνιες αδερφάδες,
απ' του πατέρα Ωκεανού τα βροντερά τα μάκρη
απάνου απ' τις δασές βουνοκορφάδες
ψηλά τ' ανεμοτάξιδο και δροσερό κορμί μας
από εκεί ν' αγναντέψουμε την άκρη του κόσμου,
τη γη την ωργωμένη με τα πλούσια
τα φύτρα, τους καρπούς, τα ποτάμια,
τη θάλασσα με τη βαρειά βουή της.
Το μεγάλο μάτι τ' ουρανού απέναντί μας,
πλημμύρισε με φως την πλάση.
Ας ρίξουμε απ' την άφθαρτη ουσία μας
τη βρόχινη άχνα κι ας θαυμάσει
το μάτι μας την γη την ποθητή μας

Αριστοφάνης -  Νεφέλες




Εσύ
μια βλέπεις εμένα
μια βλέπεις τα σύννεφα
Νομίζω,
όταν βλέπεις εμένα είσαι πολύ μακριά
όταν βλέπεις τα σύννεφα είσαι πολύ κοντά.

Γκου Τσενγκ (1956- 1993)

Να διώξω τα σύννεφα

θα γίνω αγέρι

να φέγγω στο δρόμο σου

θα γίνω αστέρι
κι αν πάλι τ’ απόβραδο
καημό θα μου φέρει
θα μείνω στο δρόμο σου
να γίνω φωτιά

Άκος Δασκαλόπουλος



όλα τα πουλιά συννεφιάζουν το άπειρο…

Τάκης Σινόπουλος




«Θαυμάσια που τρέχει ο ουρανός,αν κρίνεις απ’ τα σύννεφα» 
Ο. Ελύτης


«Μα τι να σου πω για την ποίηση;
Τι να σου πω γι’ αυτά τα σύννεφα, γι’ αυτόν τον ουρανό;
Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, και τίποτα άλλο.
Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δεν μπορεί να πει τίποτα για την ποίηση. Ας τ’ αφήσουμε αυτά για τους κριτικούς και τους δασκάλους.
Μα ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανείς ποιητής δεν ξέρει τι είναι ποίηση. Είναι εκεί!!
Κοίταξε!! Έχω τη φωτιά στα χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία. Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα να μιλήσω γι’ αυτές αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεπτά.
Δεν ξέρω… Ίσως μια μέρα αγαπήσω την κακή ποίηση όπως αγαπάω την κακή μουσική παράφορα. Θα κάψω ένα βράδυ τον Παρθενώνα, για να αρχίζω να τον χτίζω το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ».

Φ. Γ. Λόρκα







Τὰ σύννεφα γιγάντικα φαντάζουν κι ἀσημένια
στὸ μολυβένιον οὐρανὸ

σὰν τὰ χτυπᾷ τοῦ ἥλιου τὸ φῶς· σὰν τὰ χτυπᾷ ὁ ἀγέρας
φεύγουνε πίσω ἀπ᾿ τὸ βουνό.
Κι εἶναι θεριὸ ἡ θάλασσα. Τὸ παρδαλό της χρῶμα
δίνει της -- μπλαβὸ ἐκεῖ μακριά,
πιὸ δῶθε ἀνοιχτοπράσινο κι ἀκόμα δῶθε γκρίζο -
κάποια παράξενη θωριά.


Κ. Καρυωτάκης 


ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ὅταν ἡ σιγαλιὰ πλατιὰ θ᾿ ἁπλώση
στὸν κῆπο μου τὴ νύχτα, βροχερὸ
τὸ σύννεφο τὸν οὐρανὸ θὰ στρώση

σὲ μαῦρο θόλο πάνω του ἱερό.


Θὰ γύρουνε στὸ μυστικὸ σκοτάδι
τὰ δέντρα, οἱ θάμνοι, ἀργὰ τὴν κεφαλὴ
κ᾿ εὐλαβικὰ θὰ ψάλλουν ἔτσι ὁμάδι

τὴ θλιβερὴ στερνή τους προσευχή!


Ἔλα καὶ μεῖς μαζὶ τὴν προσευχή μας
στερνὴ φορὰ νὰ ποῦμε. Θ᾿ ἀκουστῆ
στὴ σιγαλιὰ παθιάρικη ἡ φωνή μας,

θ᾿ ἀντιλαλήση ὁ θόλος θὰ σπαστῆ,


τὸ σύννεφο θὰ κλαίη, θὰ κλαῖμε ἀντάμα,
θ᾿ ἀκολουθάη τῶν δέντρων ὁ ψαλμὸς
λυπητερὸς τὸ σιγαλό μας κλάμα

καὶ θὰ πυκνώνη ἡ σκοτεινιὰ χαμός.


Οὔτε ἀπ᾿ ἀστέρι λάμψη δὲ θὰ πέση,
τῆς Μοίρας δὲ θὰ δοῦμε τὴ μορφὴ
κ᾿ ἐνῶ τὰ χέρια χώρια θὰ μᾶς δέση,

τὰ χείλη μας θὰ λὲν τὴν προσευχή.


Μαρία Πολυδούρη 



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΧΡΥΣΑ - ΑΛΚΥΟΝΗ  ΤΖΟΚ
ΠΗΓΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου