Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΘΝΙΚΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

Γεώργιος Μηνιάτης «Σουλιώτισσες»

Τέτοιες μέρες έρχονται στη μνήμη μας ηρωικές στιγμές της Επανάστασης του 1821. Μανιάκι, Χάνι Γραβιάς, Δερβενάκια κ.ά. στολίζουν με ανεξίτηλα γράμματα τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας μας. Μαζί με αυτά ονόματα αγωνιστών όπως του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη , του Παπαφλέσσα, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και πολλών άλλων. Τα κατορθώματα όλων αυτών είναι σε όλους μας γνωστά και η συμβολή τους στον Αγώνα αναμφισβήτητη
Εκτός όμως από αυτούς τους γνωστούς αγωνιστές, υπάρχουν και χιλιάδες αφανείς αγωνιστές, οι οποίοι εγκατέλειψαν και αυτοί σπίτι ,οικογένεια ,δουλειές, περιουσία και ρίχτηκαν με θάρρος και αποφασιστικότητα στον ίδιο σκοπό: τη Λευτεριά. Στους χιλιάδες αυτούς αφανείς αγωνιστές συγκαταλέγονται και πολλές γυναίκες που πολέμησαν ισότιμα με τους άντρες αλλά η ιστορία λίγες γραμμές μόνο έχει αφιερώσει σε αυτές. Σε αυτές τις Ελληνίδες είναι αφιερωμένη αυτή η ανάρτηση που αγωνίστηκαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, την Επανάσταση αλλά και στους μετέπειτα χρόνους μέχρις ότου να απελευθερωθεί και το τελευταίο τμήμα της Ελλάδας


1.ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ (1771-1825)



Η Λασκαρίνα είναι μία από τις θρυλικότερες μορφές της Ελληνικής Επανάστασης. Κόρη Υδραίου καραβοκύρη, παντρεύτηκε το Σπετσιώτη πλοίαρχο Γιάννουζα και μετά το θάνατο αυτού το Σπετσιώτη άρχοντα Δημήτριο Μπούμπουλη( εξ ου και το Μπουμπουλίνα). Όταν και ο δεύτερος άνδρας της σκοτώνεται σε μια μάχη με πειρατές η Λασκαρίνα μένει και πάλι χήρα, αλλά και κάτοχος τεράστιας περιουσίας: 6 καράβια, σπίτια, κτήματα αλλά και πολλά χρήματα.

Peter von Hess.
Γεύτηκε πολλές φορές το φθόνο των συμπατριωτών της και γι αυτό αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες ,τις οποίες όμως πάντα ξεπερνούσε. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες είχε μυηθεί και στη Φιλική Εταιρεία το 1819. Μετά την έκρηξη της Επανάστασης ήταν από τους πρώτους που συμμετείχε ενεργά προσφέροντας χρήματα και πολεμοφόδια και διαθέτοντας τα πλοία της στον αγώνα. Η μεγαλύτερη απώλειά της ήταν ο θάνατος του γιου της Γιάννη Γιάννουζα τον Απρίλιο του 1821 σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους έξω από το Άργος. Η ίδια έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου με το περίφημο πλοίο της «Αγαμέμνων» ,του οποίου ήταν και καπετάνισσα. Μετά την απελευθέρωση του Ναυπλίου εγκαταστάθηκε εκεί. Έλαβε επίσης μέρος στον αποκλεισμό της Μονεμβασιάς. Ξοδεύει αλογάριαστα για τον αγώνα. Συντηρεί τον «Αγαμέμνονα» και άλλα 3 μικρότερα καράβια και δημιουργεί ένοπλο σώμα της στεριάς. Με αυτό το σώμα πήρε μέρος στην πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς.
Η Λασκαρίνα μπήκε στην απελευθερωμένη πόλη και έσωσε πολλές γυναίκες από τα χαρέμια των Τούρκων από τη σφαγή. Οι αντίπαλοί της όμως την κατηγόρησαν ότι τις έσωσε επειδή της έδωσαν τα κοσμήματά τους. Ο Κολοκοτρώνης, με τον οποίο είχε συγγενέψει μετά το γάμο των παιδιών τους, την υπερασπίστηκε και είπε «Ντρέπομαι για τούτη την κυρά, γιατί αυτή η γυναίκα στάθηκε πιο αντρίκια από όλους μας.» Όλη η Ευρώπη είχε μείνει άφωνη από τα κατορθώματα της και τη φαντάζονταν κάτι ανάμεσα σε αμαζόνα και θεά Αθηνά. Το τέλος της ήταν άδοξο και τραγικό : Σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας λογομαχίας της με την οικογένεια της αγαπημένης του γιου. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.
 Bouboulina  Lithographie d'Adam de Friedel

2. ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ(1796-1840)

Μαντώ Μαυρογένους σε λιθογραφία του Adam Friedel, 1827.

Γεννήθηκε στην Τεργέστη, όπου ήταν εγκατεστημένος ο πατέρας της Ν. Μαυρογένης , μέλος της Φιλικής εταιρείας, στην οποία μυήθηκε και η Μαντώ το 1820. Εκτός από το ψυχικό σθένος και τη μεγάλη περιουσία διέθετε και σπουδαία μόρφωση στην οποία περιλαμβάνονται και γνώση της Γαλλικής, Ιταλικής και Τούρκικης γλώσσας, γεγονός που της επιτρέπει να αλληλογραφεί με κυρίες της Ευρώπης σε μια προσπάθεια να επηρεάσει την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη υπέρ των Ελλήνων. Οι επιστολές της σε Παριζιάνες και Αγγλίδες εντυπωσιάζουν ,συγκινούν και συζητούνται στα Ευρωπαϊκά σαλόνια.

Το 1820 εγκαταστάθηκε στην Τήνο και τη Μύκονο, πατρίδα της μητέρας της. Διέθεσε όλη την πατρική περιουσία της στον αγώνα και η ίδια έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις. Δημιούργησε δικό της εκστρατευτικό σώμα και μάχεται στην Κάρυστο, στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Βοιωτία όπου- όπως αναφέρει ο Ginouvier- έπιασε μόνη της γύρω στους 100 αιχμαλώτους , ενώ ο Καποδίστριας την ονόμασε « επίτιμο αντιστράτηγο». Πολεμούσε ατρόμητα. Η ίδια έλεγε « Τι με μέλει ό,τι κι αν πάθω Φτάνει να σωθεί η Πατρίδα μου. Με το παράδειγμά μου θα ενθαρρύνω τους Έλληνες και θα τους διδάξω πώς πρέπει να πεθαίνουν γι αυτήν». Μετά τη λήξη της επανάστασης εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και τιμήθηκε από τον Καποδίστρια με μια μικρή σύνταξη. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και τον άτυχο έρωτά της με τον Δ. Υψηλάντη και την έντονη πολεμική του Κωλέττη επιστρέφει στη Μύκονο και μετά στην Πάρο όπου πεθαίνει πάμφτωχη από τυφοειδή πυρετό.


3. ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ
Θεόδωρος Βρυζάκης, Παραμυθία (λεπτομέρεια)

Αξιοθαύμαστο θάρρος έδειξαν οι Μεσολογγίτισσες «ελεύθερες πολιορκημένες» κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου και βοήθησαν με κάθε τρόπο στην άμυνα : μεταφορά υλικών για τα οχυρωματικά έργα, περίθαλψη τραυματιών και ασθενών κ.ά. Φιλέλληνες πολεμιστές του Μεσολογγίου, όπως ο Αύγουστος Φαμπρ και άλλοι, έχουν αποθανατίσει ατέλειωτες σκηνές βομβαρδισμών με θύματα γυναίκες ,όπως εκείνη τη σκηνή της πληγωμένης μάνας που βρέχει με το αίμα της τα πτώματα των 9 κοριτσιών της, που κείτονταν γύρω της. Ποτέ δε δείλιασαν , αντίθετα εμψύχωναν και παρακινούσαν τους άνδρες να αγωνιστούν μέχρι το τέλος.
Όταν αποφασίζεται η Έξοδος (10 Απριλίου 1826) ακολουθούν πολλές γυναίκες με ανδρική ενδυμασία , κρατώντας στο ένα χέρι το σπαθί και στο άλλο το μωρό τους, ενώ οι άοπλες μπήκαν στη μέση της φάλαγγας μαζί με τα παιδιά τους. Αυτές οι γυναίκες είχαν την ίδια φρικτή τύχη με τους άνδρες τους και όσες κατάφεραν να γυρίσουν πίσω στην πόλη αυτοκτόνησαν ,σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Από τις τόσες ηρωϊδες του Μεσολογγίου λίγα ονόματα διέσωσε η ιστορία για τις ηρωικές τους πράξεις. Μία από αυτές ήταν η Αλεφαντώ. Ντυμένη ανδρικά αψηφούσε κινδύνους, στερήσεις και κακουχίες. Εμψύχωνε τους άνδρες και θυσίασε τη ζωή της για την ελευθερία.

Ό,τι όμως δεν κατάφερε η ιστορία να διασώσει για τις Μεσολογγίτισσες, το πέτυχε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός , ο οποίος με τα αθάνατα έργα του χάρισε αιώνια δόξα στις ηρωικές αυτές γυναίκες.

François-Joseph Navez Η σφαγή των αθώων 





ΟΙ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ ΣΤΟΥΣ « ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΥΣ» ΤΟΥ Δ. ΣΟΛΩΜΟΥ 

....Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω. 

Eφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα, 

Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα. 

Aπόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε· 

Mεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . . 
Aχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι’ εκείνη. 

Eμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές. 

Aπ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.» 

Kι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της, 

Kι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι, 
Kαι ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι. 

Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της, 

Kι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα. 
Kι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους, 
Eίπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους. 

Kαι μία είπε: «Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή, 

Kαι μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.» 

Kαι μία δεύτερη είπε: 

«Eγώ ’δα δάφνες.―Kι εγώ φως· . . . . . . 
―Kι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.» 

Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει. 

«Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά• αυτές είναι μεγαλόψυχες, καί λένε ότι μαθαίνουν από μας• δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ' αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερη ώρα.» Δ. Σολωμός 




4 ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΕΣ

I)Ο «Χορός του Ζαλόγγου» (παραμονές Χριστουγέννων 1803) αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτιμά το θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία. Τη γυναίκα-ηρωίδα που «της Ελευθερίας ο έρως» τη σπρώχνει να θυσιάσει τον εαυτό της και τα παιδιά της, να αποχαιρετήσει παντοτινά «τη γλυκιά ζωή» και τη «δύστυχη πατρίδα». «Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά / κ’ οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά». Η πρώτη σέρνει το χορό, φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού, πηδάει και χάνεται στα βάθη του. Την ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο, πάντα τραγουδώντας και χορεύοντας, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη… Γύρω ακούγεται το μουγκρητό του ανέμου, που στροβιλίζει το χιόνι κι ανακατεύεται με το τραγούδι…

Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή 
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες 
Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτε ανθός στην αμμουδιά 
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες 
Κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά 
Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες


II)Την ίδια χρονική στιγμή(Δεκ. 1803), η Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς, μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο, για να μην παραδοθούν στον εχθρό.

Της Δέσπω Μπότση 

Αχός βαρύς ακούγεται, 
πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
-Ούδε σε γάμο ρίχνονται ούδε σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο:
«Γιώργαινα, ρίξε τ' άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων».
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει».
Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσωμε, παιδιά μ', μαζί μου ελάτε»
και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.


III) Η Μόσχω Λάμπρου Τζαβέλα,

Η  Μόσχω, η γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα, γεννήθηκε στο Σούλι το 1760. Ήταν μετρίου αναστήματος, μελαχρινή κι ωραία και επέδειξε ψυχικό σθένος, δύναμη χαρακτήρα και φιλοπατρία, γι' αυτό κι είχε μεγάλο κύρος στη σουλιώτικη πολιτεία. Στις 20 Ιουλίου 1792, επικεφαλής 400 γυναικών, παρακολουθούσε από τις ράχες της Κιάφας τη μάχη των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά. Μόλις είδαν μια αιφνίδια διακοπή των πυροβολισμών των μαχόμενων Σουλιωτών (ήταν μια μικρή ανακωχή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους), οι γυναίκες νόμιζαν πως οι Σουλιώτες σκοτώθηκαν. 
Τη σιγή την πήραν για ήττα των ανδρών τους, «οι άνδρες μας σταμάτησαν, φωνάζει η ηρωϊκή Μόσχω, θα σκοτώθηκαν. Σειρά μας τώρα». Και ευθύς 300 γυναίκες ένοπλες επιτίθενται εναντίον 3.000 Αλβανών. Ο Φωτιάδης στον "Καραϊσκάκη» γράφει: «Τρακόσες άδραξαν τ' άρματα και χίμηξαν μπροστά με τη Μόσχω. Απάνω τους φώναζε η μια στην άλλη, απάνω τους, τι τα κοιτάμε τα σκυλιά; Αυτές δεν ήταν γυναίκες, μα μαινάδες. Ξεμαλλιασμένες ή ουρλιάζοντας με γυμνωμένα τα σπαθιά στα χέρια χύθηκαν να φάνε τους οχτρούς. Οι Αληπασαλίδες, άμα τις είδαν να ροβολάνε κατά πάνω τους, τις άρχισαν στις βρισιές και στα αισχρόλογα. Τότες η Μόσχω η Τζαβέλαινα, μπροστά στον θάνατο, σηκώνει τα φουστάνια της και δείχνοντας τ' απόκρυφά της φωνάζει: Να ωρέ Τούρκοι, ελάτε αν σας κιοτάει!». Οι Αλβανοί μπροστά σε αυτό το θέαμα των μαχόμενων γυναικών έμειναν κατάπληκτοι, πανικοβλήθηκαν. Έριξαν τα όπλα κάτω για να είναι ελαφρότεροι και το 'βαλαν στα πόδια. Η Μόσχω τους καταδιώκει, τρέχει προς τον πύργο που τον υπεράσπιζε ο ανιψιός της Κίτσος Τζαβέλας, τον βλέπει νεκρό. Η Μόσχω σκύβει, τον φιλάει, βγάζει την ποδιά της, του σκεπάζει το πρόσωπο και συνεχίζει την καταδίωξη. Ανάμεσα στις γυναίκες είναι και η Σόφω η κόρη της Τζαβέλαινας. 
Ο Αλή Πασάς ντροπιασμένος καβαλάει το άτι του και φεύγει στα Γιάννενα. 
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αποθανάτισε τη σκηνή της φυγής με τους γνωστούς στίχους : «Τ' άλογο! τ' αλογο, Ομέρ Βρυώνη, το Σούλι εχύμησε και μας πλακώνει. Τ' άλογο, τ' άλογο, ακούς σφυρίζουν, ζεστά τα βόλια τους μας φοβερίζουν...». 
Η Μόσχω πέθανε μεταξύ των ετών 1795-1803.

Ωρε κορίτσια από τα Γιάννενα, γριά Τζαβέλαινα,
νυφάδες απ’ το Σούλι, αχ τα μαύρα να παιδιά μ’ φορέσετε. 
Αχ τα μαύρα να φορέσετε, γριά Τζαβελαινα,
στα μαύρα να ντυθείτε, το Σούλι θα- παιδιά μ- χαρατσωθεί. 
Αχ το Σούλι θα χαρατσωθεί, γριά Τζαβελαινα,
χαράτσι θα πληρώσει, Τζαβελαινα -παιδιά μ’ -σαν τ’ άκουσε. 
Τζαβελαινα σαν τ’ άκουσε, γριά Τζαβελαινα,
βαριά της κακοφάνη, ωρε πιάνει και ζώνει τ’ άρματα. 

IV)Δέσπω Φώτου Τζαβέλα 

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο βιβλίο του «Ιστορική Ανθολογία» γράφει πως στον Κάλαμο, το μικρό νησί κοντά στο Θιάκι, είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες. Ανάμεσά τους ήταν και η Δέσπω η Τζαβέλαινα, του Φώτου η γυναίκα, η θαυμαστή από τους πολέμους του Σουλίου με τον Αλή Πασά πριν από το 1821. 
Τώρα όμως άλλος γινόταν πόλεμος, ίσα σκληρός και πιο μεγάλος. Οι Σουλιώτες πέρασαν από τα Επτάνησα κατά το 1823 και πολεμάνε μαζί με τόσα άλλα αδέλφια τους. Μαζί τους ήτανε και της Τζαβέλαινας οι γιοι, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης. 
Ξαφνικά έρχεται η είδηση ότι σκοτώθηκαν οι γιοι της. Οι Σουλιώτισσες αρχίζουν το κλάμα, το ξεφωνητό και τα μαλλιοτραβήγματα. Ξαφνικά η Δέσπω τινάχτηκε ορθή, έριξε πίσω τα μαλλιά της, σφούγγισε τα δάκρυά της και είπε: Παύτε ωρέ τα κλάματα. Πάσχα έρχεται, σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ' αυγά, τι είναι αμαρτία κι ο θεός μπορεί να μας οργιστεί. 
Από σεβασμό σηκωθήκανε οι άλλες κι αρχίσανε τη δουλειά. Ξαφνικά έρχεται κάποιος και λέει πως είναι ψέματα, δεν σκοτώθηκα μόνο ο ένας τραυματίστηκε λίγο. Τότε η Δέσπω είπε: Σε ευχαριστώ Θεέ μου που μου τους φύλαξες, μα εγώ πάντα τους έχω ξεγραμμένους. 
Ο Βλαχογιάννης λέει ακόμα πως η Δέσπω η Τζαβέλαινα του Φώτου η γυναίκα, έζησε ύστερα ως τα πρώτα χρόνια του Όθωνα και στον 'Επαχτο. 
Για τη Δέσπω Φώτου Τζαβέλα γράφει και η Καλλιρρόη Παρρέν: Στην Κέρκυρα η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει εξ αυτών (των Σουλιωτών) στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή. Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλη υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Ούτω η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός. Έλαβε βαθμό ταγματάρχου σε λόχο που ήταν ο άνδρας της λοχαγός...


 V) Μια άλλη γυναικεία φυσιογνωμία που ξεχώρισε ήταν η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου. Το όνομά της είχε πρωτακουστεί στον πόλεμο του 1792, όπου ο ηρωισμός της , μας πληροφορούν ξένοι διπλωμάτες την εποχή εκείνη στην κατεχόμενη Ελλάδα, προκαλούσε το σεβασμό και το θαυμασμό των συμπατριωτών της. Πρώτη έτρεχε στη μάχη, συχνά δίπλα στους άντρες, συχνότερα μπροστά απ’ αυτούς. Η ηρωίδα αυτή άγγιξε το απόγειο της δόξας της στη δραματική τριετία 1800-1803, οπότε «καμιά γυναίκα δεν αναδείχθηκε όσο η Χάιδω», βεβαιώνει ο Γερμανός Μπαρτόλντι.

Francois-Emile de Lansac

5. ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

Ι)Κωνσταντίνα Ζαχαριά κόρη παπά και σύζυγος του τρομερού Καπετάν- Ζαχαριά , αφού οι Τούρκοι της είχαν σκοτώσει 7 αδέλφια, πολεμούσε ηρωικά εναντίον τους ,ντυμένη άντρας. 
ΙΙ)Ζαμπέτα Κολοκοτρώνη σύζυγος του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη και μητέρα του Θεόδωρου, πολέμησε και αυτή στον αγώνα μετά το θάνατο του άντρα της. 
ΙΙΙ)Στεκούλα Πλαπούτα σύζυγος του στρατηγού Πλαπούτα, η οποία πολεμούσε στο πλευρό του άντρα της, και σε μια κρίσιμη μάχη με τους Τούρκους όρμησε στην πρώτη γραμμή και έπιασε ζωντανό τον θηριώδη αρχηγό τους Αχμέτ-Αγά τον αφόπλισε αστραπιαία και του πήρε το κεφάλι.
Η μάχη στα στενά των Δερβενακίων- πίνακας του Θ. Βρυζάκη

V ) Οι ΜΑΝΙΑΤΙΣΣΕΣ Στις ανώνυμες ηρωίδες του αγώνα συγκαταλέγονται και οι Μανιάτισσες οι οποίες κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και ενώ βρίσκονταν στα χωράφια και θέριζαν, απώθησαν το στρατό του πολεμώντας με τα δρεπάνια και με πέτρες.
….Λέει η Γερακαράκαινα στο γυιό πούναι νεκρός:«εγώ πήρα τη θέση σου... παιδάκι μου κοιμήσου»,κι η Θερασέρη της Χαριάς θρηνει, μα λέει. «εμπρός,παιδάκι μου θα γδικιωθώ την άδικη θανή σου». Στις σελίδες του έθνους μόνες, πέρασαν τις Αμαζόνες.Κι ' αυτή η ανώνυμη γυναίκα σπαρτιάτισσα πού 'πεσε μες στη θάλασσα να πνίξει αρβανίτη για τις καμένες θημωνιές ήταν ηρώϊσσα και δίκαια από τούς γίγαντες της Βέργας ετιμήθη. Κι' ηρωΐδων είσαι μήτρα Μάνη λεβεντογεννήτρα. Στη Βέργα, στο Διρό, στο Πολυάραβο μαζί της μαύρης τυραννίας εσυντρίφτηκεν η κλήρα, - Από γυναίκες νικημένος ο Ιμπραήμ γιατί να ζει;- Η Μάνη της Ελλάδας όλης βάσταξε τη μοίρα. Το Μεσολόγγι, το Διρό, το Σούλι αστέρια στην ουράνια αστράφτουν πύλη. Από τη ποιητική συλλογή «ΤΑ ΜΑΝΙΑΤΙΚΑ» του Βασίλη Μοσκόβη. 

V) ΑΡΕΤΗ
Περίφημη αντάρτισσα από τη Γορτυνία, η οποία έφυγε από το σπίτι της-γοητευμένη από την κλεφτουριά των Πετιμεζαίων στα Καλάβρυτα- και εντάχθηκε στο ασκέρι τους. Αγωνίστηκε με υποδειγματική λεβεντιά, που έμεινε θρύλος κι έγινε δημοτικό τραγούδι.


VI) Σταυριάνα Σάββαινα 

Στις 12-13 Μαΐου 1821 δόθηκε η μάχη στο Βαλτέτσι που έληξε με τη νίκη των ελληνικών όπλων. Εκεί πολέμησε ο Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι Κυριακούλης και Ηλίας με τους Μανιάτες κ.ά. Τότε διακρίθηκε και μια γυναίκα, η Σταυριάνα.
Η Σταυριάνα Σάββαινα γεννήθηκε στο Παρόρι της Σπάρτης το 1772. Παντρεύτηκε τον Γιωργάκη Σάββα που τον απαγχόνισαν οι Τούρκοι στον Μυστρά κατά τις πρώτες μέρες της Επανάστασης. Η Σταυριάνα οπλίστηκε και κατατάχθηκε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τον ακολούθησε σε όλες τις μάχες. Ελαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στις μάχες του Βαλτετσίου και των Τρικόρφων.
Η Καλλιρρόη Παρρέν γράφει στην «Εφημερίδα των Κυριών» της 25-3-1890: Η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου.
Ετέθη υπό τας διαταγάς του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και πήγε στο Βαλτέτσι όπου επολιορκούντο οι Έλληνες. Η Σταυριάνα μόνη μεταξύ των ανδρών αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος». Επί Καποδίστρια πάρα πολλοί αγωνιστές υπέβαλαν προς τη Συνέλευση αιτήσεις και ζητούσαν να ληφθεί και για αυτούς κάποια πρόνοια. Στη συνέλευση παρουσιάστηκε η ίδια η Σάβαινα «η ηρωική Μανιάτισσα που είχε ζωστεί όπλα και είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες». Στην αναφορά της μεταξύ των άλλων έγραφε:
«Το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια δια τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις…» Ο Καποδίστριας, για τις υπηρεσίες της, της έδωσε χορηγία και έβαλε τα παιδιά της στο ορφανοτροφείο που μόλις είχε συσταθεί. Ο Όθωνας όμως την εγκατέλειψε και ζούσε από τις συνδρομές των οικογενειών των αγωνιστών. Όταν πέθανε το 1868 η κυρά Σάββαινα, έκαναν έρανο στο Ναύπλιο για να την θάψουν.




6 ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – ΘΡΑΚΗ

Η Μακεδονία όπως γνωρίζουμε απελευθερώθηκε πολύ αργότερα με τους Βαλκανικούς πολέμους. Στη διάρκεια αυτών των ετών έχουμε πολλούς ήρωες που αγωνίστηκαν για αυτό το σκοπό όχι μόνο με τους Τούρκους αλλά και με τους Βουλγάρους, Ανάμεσά τους φυσικά και πολλές γυναίκες

I)Η Δόμνα Βισβίζη (Αίνος 1784- Πειραιάς 1850) ήταν σπουδαία αγωνίστρια και θαλασσομάχος του 1821. ΄Ήταν σύζυγος του καπετάνιου και καραβοκύρη Αντώνιου Χατζή Βισβίζη. Ακολούθησε τον σύζυγό της στις πολεμικές επιχειρήσεις και, μετά τον θάνατό του, τον διαδέχθηκε ως καπετάνισσα στη διοίκηση του πλοίου τους «Καλομοίρα» συνεχίζοντας επιχειρήσεις και διαθέτοντας τα απαραίτητα ποσά για τη συντήρηση του πληρώματος. Στη διάρκεια του Αγώνα έδρασε κυρίως στην Ανατολική Στερεά.. Το 1823 παραχώρησε το πλοίο της στην ελληνική διοίκηση για να το μετατρέψει σε πυρπολικό, αποχωρώντας η ίδια από την ενεργό δράση. Με το σκάφος αυτό ο Πιπίνος έκαψε την τουρκική φρεγάτα "Χαζνέ Γκεμισί" το (1824).

Μετά την απελευθέρωση γνώρισε δύσκολες στιγμές οικονομικής ανέχειας. Ζούσε αρχικά στο Ναύπλιο, στην Ύδρα, μετά στη Μύκονο μέχρι το 1832, αλλά λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε τον γιο της Δημήτριο-Θεμιστοκλή στη Σύρο έως το το 1845 απ΄ όπου κατέληξε στον Πειραιά, όπου και πέθανε πάμπτωχη το 1850.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης την αποκαλούσε «ευγενεστάτη και γενναιοτάτη».

Στη Δόμνα Βισβίζη αναφέρεται δημοτικό τραγούδι που έφερε σε φως έρευνα του Κομοτηναίου Αντώνη Ρωσσίδη.

«Πουλάκι πόθεν έρχεσαι, πουλάκι για αποκρίσου
μην είδες και μην άκουσες για την κυρά Δομνίτσα,
την όμορφη τη δυνατή, την αρχικαπετάνα,
πούχει καράβι ατίμητο και πρώτο μες στα πρώτα,
καράβι γοργοτάξιδο, καράβι τιμημένο
καράβι που πολέμησε στης Ίμπρος το μπουγάζι;
Και το πουλάκι στάθηκε και το πουλάκι λέει:
- Την είδα, την απάντησα, σιμά στο Αγιονόρος
τρεις μέρες επολέμαγε με δυο χιλιάδες Μούρτους.
Καράβια εδώ, καράβια εκεί, καράβια παραπέρα
και τούτη σαν τον αητό ώρμαγε και κτυπούσε•
δεξά, ζερβά κι ανάστροφα κι όπου βολούσε ακόμα.
Κι άκουγες βόγγους δυνατούς κατάρα στην κατάρα
κι οι θάλασσες κοκκίνησαν σαν φέσια των αγάδων

Δόμνα Βισβίζη

II)Η καπετάν Περιστέρα Κράκα αδελφή του Γούλα Κράκα ,η οποία μετά το μαρτυρικό θάνατό του από τους Τούρκους ,πήρε η ίδια τα όπλα έπιασε και τιμώρησε τους φονιάδες του αδελφού της και προκάλεσε πολλά προβλήματα στους εχθρούς.
III)Εδώ δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τις γυναίκες της Νάουσας, οι οποίες το 1822 έπεσαν μαζί με τα παιδιά τους στα αφρισμένα νερά του χειμάρρου της Αραπίτσας για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.

IV)Επτά γυναίκες στο Λιτόχωρο Πιερίας το 1878 γκρεμίζονται από το λόφο του Γαλακτού για να μη συλληφθούν από τους Τούρκους. Μάλιστα μία από αυτές η Κατερίνα Νιώπα κρατούσε στα χέρια της το νεογέννητο αγοράκι της ,το οποία επέζησε και το περιμάζεψαν μετά από λίγες μέρες κάποιοι περαστικοί.

Μαρία Μητραντώνη (Μητροτόνη), 
Κυράτσα Μπιντιβάνου, 
Ελένη Τσούλιου, 
Βαγγελία Σάντου, 
Σουλτάνα Μαρίτσα, 
Μαρία Σούλιου, και 
Κατερίνα Νιώπα. 
Η τελευταία έπεσε στο γκρεμό με τον γιό της Γιάννη, που τον βρήκαν να θηλάζει από την νεκρή μάνα του, και ο οποίος επέζησε του δράματος και πέθανε το 1930 στη Βέροια.

V)Στις γυναίκες Μακεδονομάχους ξεχωρίζουν η Ευτέρπη Ουζούνη, η Καπετάνισσα Ελένη και οι δασκάλες Λίλη Βλάχου που τη δολοφόνησαν οι Βούλγαροι στο σχολείο της, η Αικατερίνη Γευγελή που την έκαψαν μέσα στο σχολείο της οι Βούλγαροι μετά από ολονύκτια μάχη μαζί της και η Βελίκα Τράϊκου Στογιάννη η Αγγελική Φιλιππίδου κ.’α.

Ευγ. Ντελακρουά, Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου. 1826.

ΚΡΗΤΗ 
I) Αντωνούσα η Οπλαρχηγός

Η περιβόητη Αντωνούσα Καστανάκη ή Καστανοπούλου από το χωριό Κερά Κισσάμου το 1866 ήταν 22 χρόνων. Μια μέρα οι Τούρκοι πήγαν στον πατέρα της και του ζήτησαν ένα βόδι πεσκέσι για τους Τούρκους του Καστελιού και αν δεν το πήγαινε την ημέρα που του όρισαν, θα σκότωναν την επομένη αυτόν και τα κοπέλια του.
Τʼ άκουσε αυτό η Αντωνούσα και εμπόδισε τον πατέρα της να δώσει το βόδι, τον έπεισε μάλιστα να φύγει με την οικογένεια και όλα τα ζωντανά του στα Εννιά Χωριά όπου δεν πατούσε εύκολα τούρκικο πόδι. Την επομένη το πρωί έφτασε ο Τούρκος, βρήκε την πόρτα κλειστή και φώναξε. Η Αντωνούσα ανεβασμένη σε μια συκιά τον πυροβόλησε. Εκείνος σωριάστηκε, πυροβόλησε με τη σειρά του αλλά αστόχησε και η Αντωνούσα πήρε το γιαταγάνι του και τουʼ κοψε το κεφάλι. Ύστερα ζώστηκε τʼ άρματα και βγήκε στο βουνό όπου συνάντησε τους επαναστάτες. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά τον τριετή πόλεμο του 1866-69 και αργότερα στα 1879 στο σώμα του οπλαρχηγού Δημ. Κωναταντουλάκη. Οι Τούρκοι την κυνήγησαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να την πιάσουν.
Το 1882 αποφεύγοντας τη δίωξη κατέφυγε στην Αθήνα. Παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γεώργιο Αʼ που την ανεκήρυξε οπλαρχηγό. Με την ιδιότητά της αυτή και με σώμα αντρών που είχε συγκροτήσει η ίδια, πήρε μέρος στους ηπειρωτικούς αγώνες. Φορούσε πάντα την ανδρική κρητική στολή της εποχής, τις βράκες. Έτσι το 1911 που επισκέφτηκε το χωριό της χρειάστηκε να δείξει το στήθος της για να πιστέψουνε πως είναι γυναίκα. Πέθανε στον Πειραιά το 1918.





II) Χαρίκλεια Δασκαλάκη 
Νοέμβρης 1864. Ο αγώνας των Κρητικών έχει κορυφωθεί κι εκεί ψηλά στη Μονή Αρκαδίου θα γραφτεί μία χρυσή σελίδα στο βιβλίο των αγώνων του κρητικού λαού. Από μήνες τώρα η Μονή έχει γίνει το κρησφύγετο της Επαναστατικής Επιτροπής και δεν είναι μόνον τούτο, αλλά και οικογένειες ολόκληρες κυνηγημένες από τους Τούρκους έχουν έρθει στο Μοναστήρι για να βρουν καταφύγιο. 
Ο Μουσταφά πασάς τα ξέρει όλα, γι' αυτό και στέλνει μήνυμα απειλητικό στον ηγούμενο Γαβριήλ "ή θα τους διώξεις όλους ή θα τινάξω το μοναστήρι στον αέρα". Η Επαναστατική Επιτροπή συνέρχεται αμέσως για να αποφασίσει. Τα κυριότερα πρόσωπα είναι: ο ηγούμενος Γαβριήλ, οι οπλαρχηγοί Βενιανάκης, Κορωναίος, Δημακόπουλος και μία γυναίκα, η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, μητέρα, κόρη και γυναίκα αγωνιστών που διακρίνεται για τη λεβεντιά της και τη σθεναρή της απόφαση να πολεμήσει. 
Στην Επιτροπή συζητούν αν θα πρέπει να παραδοθούν ή να πολεμήσουν σε περίπτωση τούρκικης επίθεσης. Η Χαρίκλεια είναι σύμφωνη να συνεχίσουν τον αγώνα. Έπειτα συζητιέται το ζήτημα των γυναικόπαιδων. Να τα διώξουν για να μη σταθούν εμπόδιο στους αγωνιστές, ή να μείνουν; Αποφασίζεται να μείνουν και όποια τύχη περιμένει τους άνδρες την ίδια να αντιμετωπίσουν και τα γυναικόπαιδα. Μετά σκέπτονται πώς θα οργανώσουν την άμυνα. Μερικούς στέλνουν κρυφά τη νύχτα για να οργανώσουν την απέξω βοήθεια. Αναμετρώντας τις δυνάμεις τους βλέπουν ότι οι Τούρκοι είναι μιλιούνια, ενώ εκείνοι μόνο 964 όλο κι όλο κι από αυτούς μόνο 325 πολεμιστές, τα άλλα γυναικόπαιδα. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να στείλουν την απάντηση στον Μουσταφά: «Ο όρκος και το σύνθημά μας είναι Ένωση με την Ελλάδα ή Θάνατος». 
Λίγες ώρες αργότερα το Μοναστήρι βρίσκεται κυκλωμένο από χιλιάδες Τούρκους. Ο Μουσταφά τους ξαναπροτείνει να παραδοθούν και οι πολιορκημένοι απαντούν: «Μόνο νεκροί θα παραδοθούμε». Η μάχη αρχίζει, οι Κρητικοί πολεμάνε με ηρωϊσμό ημιθέων, οι γυναίκες και τα παιδιά αυτές τις ώρες παίζουν σπουδαίο ρόλο. Πολλές, όπως η Χαρίκλεια, κρατάνε όπλα, άλλες βοηθάνε τους αγωνιστές, ετοιμάζουν φυσίγγια, κουβαλάνε μπαρούτι, νερό και τρόφιμα. 
Όταν κάποτε ρώτησαν τη Χαρίκλεια πώς τα κουβαλούσαν τα πολεμοφόδια, απάντησε: «Με τσι ποδιές των και σε κόσκινα». Όλη τη μέρα η Χαρίκλεια πολεμά και συγχρόνως με λόγια θερμά εμψυχώνει τους αγωνιζόμενους. Για μία στιγμή η ελληνική σημαία που κυματίζει πλάι στο λάβαρο πέφτει, η Χαρίκλεια μέσα από βροχή σφαιρών τρέχει και την ξαναστηλώνει. Σε λίγο η σημαία διάτρητη από σφαίρες ξαναπέφτει, η Χαρίκλεια με κίνδυνο της ζωής της τη σήκωσε, τη φίλησε και την έκρυψε κάτω από τα φουστάνια της για να την παραδώσει ύστερα σαν ιερό κειμήλιο. 
Στις 8 Νοεμβρίου ο Μουσταφά βρίσκεται πολύ κοντά τους και με στραμμένο το κανόνι του προς την πόρτα του μοναστηριού. Ρίχνει μια πρώτη, η πόρτα του μοναστηριού τρίζει, με τη δεύτερη η πόρτα εξαρθρώνεται. Με το τίναγμα της πόρτας οι Τούρκοι ορμούν μέσα κραδαίνοντας τα γιαταγάνια τους. Ανδρικά και γυναικεία στήθη προβάλουν την τελευταία αντίσταση. Ο άνισος αγώνας συνεχίζεται στην αυλή του μοναστηριού. Το αίμα έχει πήξει και η Χαρίκλεια με τον γιο της και την κόρη της Ελένη είναι ταμπουρωμένη μέσα σε ένα κελί και ρίχνουν στον εχθρό. Μια σφαίρα που 'ρχεται γι' αυτήν παίρνει τον Κωσταντή στο πόδι. Ο Κωνσταντής ουρλιάζει από τον πόνο, η Χαρίκλεια γυρίζει ψύχραιμη και του λέει: «Για τόσο πράγμα γιε μου φωνάζεις, θα σ' ακούσουν και θα πουν πως φοβηθήκαμε». 
Τα κελιά-οχυρά πέφτουν το ένα πίσω από το άλλο. Οι Κρητικοί θερίζονται μα κι οι Τούρκοι δεν πάνε πίσω. Τώρα ο Γαβριήλ είναι έτοιμος να εκτελέσει το μεγάλο του σχέδιο. Πολλές γυναίκες, κορίτσια κι αγόρια τρέχουν στο λαγούμι για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ο αγωνιστής Γιανγκουδάκης με την κουμπούρα του γεμάτη και στραμμένη προς το μπαρούτι κάνει μια τελευταία ερώτηση στο πλήθος: «θέλετε να παραδοθείτε ή να πεθάνετε;». "Φωτιά καλύτερα" φωνάζουν τα γυναικόπαιδα. Η κουμπούρα αδειάζει στην πυριτιδαποθήκη και το μοναστήρι με Τούρκους και δικούς τινάζεται στον αέρα. Πυκνός καπνός και φλόγες σκεπάζουν τα πάντα. Πέτρες, ξύλα και ανθρώπινα μέλη εκσφενδονίζονται. 
Η Χαρίκλεια αιχμαλωτίζεται και μαζί της κι άλλες γυναίκες. Όμως στον δρόμο δραπετεύει και σώζεται για να δει ύστερα από λίγα χρόνια τα παιδιά της να πέφτουν το ένα κοντά στο άλλο για την πατρίδα.


Βρυζάκης Θεόδωρος-Η μονή του Αρκαδίου



Γυναίκες και Φιλική Εταιρία: Μαριγώ Ζαραφοπούλα 


Μία περίπτωση γυναίκας που είχε κάποια σχέση με τη Φιλική Εταιρία είναι η Μαριγώ Ζαραφοπούλα, που για τη δράση της και τη συμβολή της στον αγώνα μιλάνε τα τέσσερα πιστοποιητικά που υπάρχουν στον φάκελό της στο «Αρχείον Αγωνιστών» της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Η Μαριγώ ήταν από τα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης. Στις παραμονές της Επανάστασης, όταν βρίσκονταν στην Πόλη οι Φιλικοί Παπαφλέσας, Χρυσοσπάθης, Περραιβός και Λεμονής και συσκέπτονταν πώς να αντιμετωπίσουν την προδοσία του Ασημάκη, «η κυρία Μαριγώ Ζαραφοπούλα χριστιανή ορθόδοξος, συνετέλεσε πολύ εις τους σκοπούς της Εταιρίας περιφερομένη από οικίαν εις οικίαν δια να μαθαίνει και να μας ειδοποιεί παν ό,τι επαπειλούσε την καταστροφήν των ενεργουμένων, δια της προδοσίας του Ασημάκη. Αν επρολήφθησαν τα πάντα αποτελέσματα τα οποία έμελλον τότε να προκύψωσι ως εκ του περιστατικού της προδοσίας, τούτο οφείλεται κατά μέγα μέρος εις την επαγρύπνισήν της και εις τον πατριωτικόν της ζήλο.
Μετά την αναχώρησιν ημών των εταιριστών δια την Ελλάδαν η Μαριγώ έμεινε εις Κωνσταντινούπολιν, εργαζόμενη με απαραδειγμάτιστον πατριωτισμόν και δια χρηματικών δαπανών υπέρ της πατρίδος. Επροδόθη παρά των εχθρών ως λαβούσα μέρος εις την Εταιρίαν, εφυλακίσθη και εξορίσθη, υπέφερε εις την εξορίαν άπειρα δεινά. Συνετέλεσε εις την δραπέτευσιν των αοιδίμων υιών του Π. Μαυρομιχάλη, κρατουμένων παρά της Οθωμανικής εξουσίας, κατατρεχθείσα δια τούτο παρά της εξουσίας. Διεσώθη εις Βλαχομπογδανίαν μετά πολλούς κινδύνους και έξοδα. Εκείθεν μετέβη εις Υδραν».
Όταν εισέβαλαν οι Αιγύπτιοι στην Πελοπόννησο, η Μαριγώ και πάλι εστάλη σε διάφορα μέρη όπου εκρατούντο αιχμάλωτοι, έδωσε και έλαβε γράμματα. Και ακόμα «όταν τα ελληνικά όπλα και το υπό την οδηγίαν του συνταγματάρχου Φαβιέρου πεζικόν υπέφερε εν Καρύστω, η μνησθείσα κυρία δι' ίδίων της χρημάτων εφόρτωσε από τις Σπέτζες μίαν γολέταν με παξιμάδια και τα επήγε η ίδια εις Κάρυστον».
Όλα αυτά τα βεβαιώνουν: Π. Νοταράς, Π. Μαυρομιχάλης, Ιωάννης Θ. Κολοκοτρώνης, κ.ά.
Αυτά τα τέσσερα πιστοποιητικά η Μαριγώ Ζαραφοπούλα τα υπέβαλε με μία αίτηση στην «Εξεταστική επί του Ιερού Αγώνος Επιτροπή» και ζητούσε σύνταξη. Η αίτηση φέρει ημερομηνία 19 Απριλίου 1865. Και για την «αγράμματη Μαριγώ» υπογράφει ο Χ. Τζαβέλας. Στην αίτησή της παραπονείται ότι άλλοι που πρόσφεραν πολύ λιγότερα απ' αυτήν και τον άνδρα της πήραν σύνταξη. Και αυτή, που στερείται ακόμα και αυτού του επιουσίου, δεν έλαβε τίποτα.


Sir Charles L. Eastlake (1793-1865): Έλληνες φυγάδες μετά την καταστροφή της Xίου την 1η Σεπτεμβρίου 1822.
ΠΗΓΕΣ 













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου