Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ ( 29 Ιουλίου 1870 – 13 Μαρτίου 1942 )


Ο Ιωάννης Γρυπάρης γεννήθηκε στη Σίφνο, από όπου καταγόταν και η οικογένειά του, πέρασε όμως τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και βιβλιοπώλης. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και το 1888 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει φιλολογία. Το 1892 η συλλογή του Δειλινά, γραμμένη στη δημοτική απορρίφθηκε από την επιτροπή του Φιλαδέλφειου διαγωνισμού. Την ίδια χρονιά επέστρεψε για πέντε χρόνια στην Πόλη, όπου εργάστηκε ως ελληνοδιδάσκαλος και επιμελήθηκε (μαζί με την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου) της σύνταξης του περιοδικού Φιλολογική Ηχώ του Νίκου Φαληρέα.
πηγή φωτογραφίας 
Στα δύο χρόνια της σύμπραξής του στην Φιλολογική Ηχώ (1896-1897) ο Γρυπάρης πέτυχε συνεργασίες ονομάτων όπως του Παλαμά, του Ψυχάρη, του Εφταλιώτη και άλλων, μετατρέποντας το άλλοτε άσημο περιοδικό σε όργανο των δημοτικιστών. Υπήρξε επίσης συνιδρυτής (από κοινού με τον Κώστα Χατζόπουλο και το Γιάννη Καμπύση) του σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού Η Τέχνη (1898), που υπήρξε πρωτοποριακό σε επίπεδο διεθνούς ενημέρωσης για τη λογοτεχνική κίνηση και άσκησε μεγάλη επίδραση στην ανανέωση του ελληνικού πνευματικού και καλλιτεχνικού τοπίου της εποχής. Το 1897 και ενώ είχε προηγηθεί η σφαγή των Αρμενίων από τις τουρκικές αρχές, ο Γρυπάρης κατέφυγε στην Αθήνα όπου πήρε τελικά το πτυχίο του στη φιλολογία. Από το 1897 και ως το 1911 εργάστηκε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης σε νησιά του Αιγαίου, στην ΄Άμφισσα και το Αίγιο, ενώ το 1911 παντρεύτηκε και έφυγε με υποτροφία στην Ευρώπη (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία) ως το 1914. Γυμνασιάρχης στο Γύθειο και το Μεσολόγγι (1914-1917), γενικός επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης στη Χαλκίδα (1917-1920) τμηματάρχης Γραμμάτων και Τεχνών στο Υπουργείο Παιδείας (από το 1923), συντάκτης του περιοδικού Εικονογραφημένη Ελλάς (1925) και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1930-1936), ο Γρυπάρης ανέπτυξε παράλληλα και λογοτεχνική δραστηριότητα, ποιητική και πεζογραφική. Το μοναδικό ποιητικό έργο του είναι η γραμμένη στη δημοτική συλλογή του Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919), στην οποία συγκέντρωσε ποιήματα που είχε νωρίτερα (1893 - 1909) δημοσιεύσει σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, και για την οποία τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στα ποιήματα του Γρυπάρη διακρίνονται επιδράσεις από τα ρεύματα του γαλλικού συμβολισμού και του παρνασσισμού. Το πεζό έργο του αποτελείται από χρονογραφήματα, κριτικά σημειώματα , άρθρα και κυρίως μεταφράσεις (όλα τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή και του Αισχύλου, οι Βάκχες του Ευριπίδη, αποσπάσματα των Πλάτωνα, Ομήρου, Βακχυλίδη, Πίνδαρου, Ηροδότου, Κάτουλλου, Οράτιου, καθώς και έργα των Γκαίτε, Σίλλερ, Χάινε, Ζολά, Χάμσουν, Σέλλεϋ και άλλων). Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στις μεταφράσεις του των αρχαίων τραγικών που αποτέλεσαν τη βάση της αναβίωσης του αρχαιοελληνικού δράματος στα πλαίσια των Δελφικών εορτών με την οργάνωση του Άγγελου Σικελιανού και εν συνεχεία από το Εθνικό Θέατρο. 

πηγή φωτογραφίας 


Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Σκαραβαίοι και τερρακότες. Αθήνα, Ι.Ν.Σιδέρης, [1919].
ΙΙ.Μεταφράσεις
• Αισχύλου Ορέστεια Ι · Αγαμέμνων. Αθήνα, ανάτυπο από το περ.ΗλύσιαΒ', 1906, σ.7-68. 1906. και Αθήνα, Φέξης, 1911.
• Αισχύλου Ορέστεια · Χοηφόροι. Αθήνα, Φέξης, 1911.
• Αισχύλου Ορέστεια · Ευμενίδες. Αθήνα, Φέξης, 1911.
• Αισχύλου Επτά επί Θήβας. Αθήνα, Φέξης, 1911.
• Πλάτωνος Πολιτεία· Μετάφρασις Ι.Ν.Γρυπάρη · τόμος πρώτος. Αθήνα, Φέξης, 1911.
• Πλάτωνος Πολιτεία· Μετάφρασις Ι.Ν.Γρυπάρη· τόμος δεύτερος. Αθήνα, Φέξης, 1911.
• Πλάτωνος Ευθύδημος. Αθήνα, Φέξης, 1912.
• Ερρίκου Χάινε Ταξιδιωτικές εικόνες. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1925.
• Goethe, Το παραμύθι της αλεπούς. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1930.
• Οι τραγωδίες του ΑισχύλουΙ·Ικέτιδες, Προμηθέας Δεσμώτης. Αθήνα, Δελφικές εορτές (τυπ. Σακελλάριου), 1930.
• Σοφοκλέους Ηλέκτρα. Αθήνα, Εστία, 1936.
• Σοφοκλέους Οιδίπους επί Κολωνώ. Αθήνα, Εστία, 1937.
• Σοφοκλέους Φιλοκτήτης. Αθήνα, Εστία, 1937.
• Οι τραγωδίες του Αισχύλου ΙΙ· Ορέστεια. Αθήνα, Εστία, 1938.
• Σοφοκλέους Αντιγόνη. Αθήνα, Εστία, 1940.
• Σοφοκλέους Αίας. Αθήνα, Εστία, 1940.
• Φύλλα Τέχνης (τέσσερα τεύχη με ποιήματα). 1935.
ΙΙΙ. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Ο άγνωστος Γρυπάρης· Ανέκδοτα ποιήματα· Εισαγωγή Θ.Σπεράντσα. Αθήνα, Αστήρ, 1954.
• Τα ποιήματα• επιμέλεια Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Αθήνα. Εστία, ;
• Ιωάννης Γρυπάρης· Ο πρώτος μετασολωμικός· Βίος- Έργο- Εποχή. Αθήνα, Πηγή, 1971. 1. Για εξαντλητική των έργων του Γρυπάρη που περιλαμβάνει και τα δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά βλ. Κατσίμπαλης Κ.Γ., «Βιβλιογραφία Ι.Ν. Γρυπάρη», Νέα Εστία32, ετ.ΙΣΤ΄, 1η/7/1942, αρ.362, σ.622-640 και Βαλέτας Ι., «Συμβολή στη βιβλιογραφία του Ι.Ν.Γρυπάρη», Πειραϊκά Γράμματα Β΄, 2, 3 και 4, Αύγουστος-Οκτώβριος 1942.


Η καλλιτεχνική επιτροπή του Εθνικού Θεάτρου το 1933: Παύλος Νιρβάνας, Φώτος Πολίτης, Ιωάννης Γρυπάρης, Γεώργιος Βλάχος, Γρηγόριος Ξενόπουλος και Θεόδωρος Ν. Συναδινός Πηγή 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Ἑστιάδες

Βαθι᾿ ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν᾿ ἀπ᾿ τὴ Πολιτεία τὴ κοιμισμένη
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μία φωνή,
-τρόμου φωνή- κι ὅλοι πετιοῦνται φοβισμένοι.

-«Ἒσβησ᾿ ἡ ἄσβηστη φωτιά!» κι ὅλοι δρομοῦν φορὰ
τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ᾿ ἐλπίδα πὼς μπορεῖ νἆν᾿ ψεύτρα ἡ συφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.

Θαρρεῖς νεκροὶ κι ἀπάρηασαν τὰ μνήματ᾿ ἀραχνὰ
σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴ κρίση,
κι ἐνῷ οἱ ἀνέγνωμοι σπαρνοῦν μὲς σὲ κακὸ βραχνὰ
μὴ τύχει, τρέμουνε, κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήσει.

Μ᾿ ἕνα μονόχνωτο ἀναφυλλητὸ σκυφτοὶ
πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ ναὸ τραβοῦνε
καὶ μπρὸς στὴ πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτῆ
ἕνα τὰ μύρια γίνονται μάτια νὰ δοῦνε.

Καὶ βλέπουν: μὲ τῆς γνώριμης ἀρχαίας τῶν ἀρετῆς
τὸ σχήματ᾿ ἀνωφέλευτο ντυμένες
στὸν προδομένο τὸ βωμὸ ἐμπρὸς γονυπετεῖς
τὶς Ἐστιάδες τὶς σεμνές, μὰ κολασμένες.

Τὸ κρῖμα τους ἐστάθηκεν ἄβουλη ἀνεμελιὰ
κι ἀραθυμιὰ -σὰν τῆς δικῆς μας νιότης!
Μὰ ἡ Ἅγια ἡ Φωτιά, μιὰ πού ᾿σβησε, δὲ τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναμμα ἢ πυροδότῃς.

Κι ὅσο κι ἂν μὲ τὶς φοῦχτες των σκορπίζουν στὰ μαλλιὰ
μὲ συντριβὴ καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! Στὴ χλιὰ χόβολη καὶ μὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ᾿ ἔλπιση δὲν ἔχει μείνει.

Κι εἶναι γραμμένη τοῦ χαμοῦ ἡ Πολιτεία, ἐχτὸς
ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλει
κάμει τὸ θάμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ᾿ ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του στείλει.

Κι ἂν πέσει πάνω τους, ἂς πέσει! ὅπως ζητᾷ
τὸ δίκιο κι οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποὺ ἰδού τες, μὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴ ψυχὴ στὰ μάτια τοὺς τὸν προσκαλοῦνε.
...........................................................................
Τάχα τὸ θάμα γένηκε; -Πές μου το νὰ στὸ πῶ,
γνώμη ἄβουλη, γνώμη ἄδικη μιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά μας, πού ῾σβησεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ
κι ἀκόμα ζεῖ καὶ ζένεται- μὲ τὸ σκοπό της!
*  *  *  *
Τρελὴ Χαρά

Μὲ γυμνὸ πόδι στὰ πλούσια τὰ λουλούδια,
μὲ ξέπλεγα στὶς αὖρες τὰ μαλλιά της,
πετᾷ ἡ τρελὴ Χαρὰ μὲ τὰ τραγούδια,
παιδούλα δροσερὴ σὰ μοσχομπάτης.

Σὰν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
τινάζει ἀπ᾿ τὰ πολύχρωμα φτερά της
καὶ στὰ τετράξανθά της τὰ πλεξούδια
κάτι ἀντιφέγγει σὰ μεσημεριάτης.

Καὶ τὴ χαρά της δὲν κρατάει στὰ στήθια,
μὰ ἐκεῖ ποῦ τρελὰ κράζει: τί μοῦ λείπει;
νὰ σοῦ πετιέται ἀπὸ τὰ κουφολίθια

ἡ γριὰ ἡ Ἠχὼ καὶ τῆς φωνάζει: ἡ λύπη!
εἶμαι γριὰ καὶ ξέρω· μόνον ἂν πάθῃς,
μπορεῖς καὶ τί ῾ναι ἡ χαρὰ νὰ μάθῃς.
(Σκαραβαῖοι καὶ τερακότες)
*  *  *  *
Ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς

Πάρε τὸ λύχνο τῆς ψυχῆς ποὺ ἂν τρέμει μὰ δὲ σβήνει
καὶ τὰ σκοτάδια τὰ πηχτὰ στὸ λίγο φῶς ποὺ χύνει
ἀριοπερίχυτα ἂς διαβοῦν κι ἀτράνταχτα ἂς μεριάσουν
κι οἱ πεντασκότιδες σπηλιὲς ἂς ξεμεσημεριάσουν.

Σκιαχτὰ τ᾿ ἀγρίμια οὐρλιάζοντας στὰ βάθη ἀποτραβιοῦνται,
μὲ τὶς οὐρές τους δέρνονται καὶ μὲ τὰ νύχια σκιοῦνται,
σὰ νὰ μὴ φτάνει ὁ τρόμος τους μονάχα νὰ τοὺς δώσει
δρόμο νὰ φύγουνε τὸ φῶς ποὺ θὰ τὰ περιζώσει.
*  *  *  *
Ὁ ὄρθρος τῶν ψυχῶν

T᾿ ἀστέρια τρεμοσβήνουνε κι ἡ νύχτα εἶναι λίγη·
μὲ φῶς χλωμὸ καὶ ἄρρωστο οἱ κάμποι ἀντιφεγγίζουν
κι ὁλόγυρά του, ὅπου στραφεῖ τὸ μάτι σου, ξανοίγει
ἐδῶ κορμιά, ἐκεῖ κορμιὰ στρωμένα νὰ μαυρίζουν.

Φίλους κι ἐχθροὺς ὁ θάνατος σ᾿ ἕνα τραπέζι σμίγει,
ὅπου τ᾿ ἀγρίμια ἀκάλεστα μὲ πεῖνα τριγυρίζουν·
χαρὰ στὸν ὅπου γλύτωσε, χαρὰ στὸν πὄχει φύγει,
μὰ ὅσους τὸ βόλι ἐξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.

Κι ἄξαφνα ὀρθὸς ὁ Σαλπιχτὴς πηδάει ὁ λαβωμένος,
στριγγὴ φωνὴ καὶ σπαραχτὴν ἡ σάλπιγγά του βγάζει
ποὺ λὲς τὸν ἴδιο της χαλκὸ -κι ὄχι αὐτιὰ- σπαράζει.

Μὰ δὲν ξυπνάει στὸν ὀρθρινὸ κανένας πεθαμένος,
μόν᾿ τὰ κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά, σὰ νἆναι
τῶν σκοτωμένων οἱ ψυχές, ποὺ στὰ οὐράνια πᾶνε.

*  *  *  *
Δικό μου φως

Mεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη
λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ως πέρα
το φως της μες στον έρημον αιθέρα
της νύχτας όλα τάλλα φώτα σβήνει.

Mα εκεί βαθιά που ροδοφέγγει η μέρα
όταν μικρή ζωή στη νύχτα μείνη,
έν' άστρο λίγο μα δικό του χύνει
φως τρέμιο από την άγνωστή του σφαίρα.

K' είπα: τέτοιο καλό μακριά 'πό μένα,
αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα
ό,τι σιμώνει το δικό του χάνει,

Καλύτερα μακριά και μοναχός μου!
σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου
λίγο μα και δικό μου φως με φτάνει.
*  *  *  *
Μάθε τον πόνο...
Μάθε τὸν πόνο τὸ γερὸ
βουβὸς στὰ δόντια σου ν᾿ ἀλέθεις.
Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.

Θὰ πάει κι αὐτὸ μίαν ὀμορφιὰ
καὶ πρὶν νὰ γύρει ἀκόμα ὁ χρόνος,
ἔχει ὁ Θεός, τὰ ἑφτὰ καρφιὰ
θὲ νὰ μᾶς βάλει ὁ νέος πόνος.

Ὅριζε, μοῖρα τῶν μοιρῶ,
ἐσὺ ποὺ γνέθεις καὶ ξεγνέθεις,
Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.
*  *  *  *
Δυο λαμπάδες

Στῆς κορυφῆς τὸ ἐρημοκλήσι
πὄχει ἡ Θλιμμένη Παναγιὰ
μυστικὸν ὄρθρον θὰ σημάνω·
θὰ ψάλω, πρὶν ἡ αὐγὴ ροδίσῃ
σεμνὴν ἀγάπης λειτουργιὰ
μὲ τὴν Ἀγάπη μου ἐδῶ πάνω.
Λαμπάδες δυὸ ἀνάφτει ἐκείνη
μ᾿ ἀπόκρυφην ἀποθυμιὰ
στὸ μαρμαρένιο μανουάλι.
– Ὅ,τι θὰ ποῦνε καὶ θὰ γίνη·
ἃς εἶναι τῆς Ζωῆς σου ἡ μιὰ
καὶ τῆς Ἀγάπης σου ἡ ἄλλη.
Στῆς κορυφῆς τὸ ἐρημοκλήσι
μὲ τὴν Καλὴ ξαναγυρνῶ
τὸ σήμαντρο γιὰ νὰ σημάνω·
θὰ ψάλω, πρὶν ὁ ἥλιος δύσῃ,
ἀγάπης ἅγιο σπερνὸ
μὲ τὴν Ἀγάπη μου ἐδῶ πάνω.
Καὶ μπαίνει μὲ λαχτάρα ἐκείνη
καὶ μπαίνω θαρρευτὸς μαζί·
ποιὸ κερὶ τάχα ἀνάφτει ἀκόμα;
Ὅπως τὸ εἶπαν καὶ θὰ γίνη:
ἀκόμα ἡ ἀγάπη μου θὰ ζῆ
κι ὅταν μὲ θάψουνε στὸ χῶμα.
*  *  *  *

Στη δύση της γενεάς

Πες μας τους πόνους πούπες και ξανάπες·
- Με μοίρανε στα σπάργανά μου η Μοίρα
να τραγουδάω τις στείρες τις αγάπες
και τάκαρπα φιλιά να κλαίω τα στείρα.

Πέρ’ από μένα δε θα καναζήση
Η αρχαία μας γενεά – πάπποι προσπάπποι,
και πάντα μες το ρόδινο μεθύσι
θα πνίγω μόνος τη στερνή μου αγάπη.

Κ’ έσωσα πρώτος όπου σώνει ο δρόμος
που η Θάλασσα η Νεκρή τον κόβει, η μαύρη·
της τρίτης γενεάς μου ο κληρονόμος!
το ξένο κρίμα μου άφταιγος δε θάβρη.

Δε θαναζώ, συνόριστος δεσπότης,
σε μια βαθιά γωνιά του αίματός του
να τρυγάω τον πρώμο ανθό της νιότης
σαν το κρυφό σκουλήκι πόθου αρρώστου.

Σώνω στερνός εκεί που σώνει η στράτα
που εμπρός το δάσος το άβατο την κόβει·
μέσα θρηνούν τανώφελα τα νιάτα
και των τελείων θανάτων κλαιν οι φόβοι.

πηγή φωτογραφίας 
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ 

ΠΙΝΔΑΡΟΣ - Ολυμπιόνικοι

Διαγόρα Ροδίω, πύκτη

Καθώς ένας με πλούσιο το χέρι πατέρας
παίρνει ολόχρυση κούπα, που μέσα
κοχλάζει η δροσιά του αμπελιού
κι αφού, απ' το σπίτι του, πιεί στην υγειά
των σπιτιών του γαμπρού,
τη χαρίζει του νιού, σαν τον πιό
διαλεχτό θησαυρό του,
κι έδωσ' έτσι τιμή στη λαμπρή του μαζί τη γιορτή
και στον άξιο που παίρνει γαμπρό
ζηλευτό κάνοντάς τον και στους
καλεσμένους του φίλους
για μία τέτοια παντρειά ταιριασμένη.
Έτσι κι εγώ, στέλλοντας νέχταρ χυτό,
Μουσών δόση, γλυκό των φρενών μου καρπό,
ιλαρώνων αθλοφόρων αντρών την καρδιά,
που στα Ολύμπια και στα Πύθια νικούνε
κι είν' αλήθεια μακάριος αυτός
που η περίλαμπρη Φήμη αγκαλιάζει
μα άλλον άλλη φορά
η ζωοπάροχη γνιάζεται η Χάρη
με γλυκόλαλης λύρας μαζί συνοδειά
και μ' όργαν' αυλών πολυφώνων.

Μ' αυτά τώρα εγώ και τα δυό
μαζί με τον Διαγόρα κατέβηκε εδώ,
την πελαγίσια ανυμνώντας την κόρη
της Αφροδίτης και του Ήλιου γυναίκα, τη Ρόδω
για να εγκωμιάσω αθλητή γιγαντόσωμο
και στην μάχη αντράνταχτο,
για της πυγμής τα στεφάνια, που κέρδισε
στου Αλφειού πλάι στις όχτες και πλάι στις πηγές
της Κασταλίας
και μαζί τον πατέρα του
το Δαμάγητο, φίλος της Δίκης ακριβό,
που με Αργείτη λαό πολεμόχαρο
κατοικούν το νησί με τις τρείς πολιτείες
αντικρύ στης απέραντης Ασίας τη σφήνα.

Θα θελήσω γι' αυτούς, ξεκινώντας
απ' αρχής, απ' αυτόν τον Τληπόλεμο,
την κοινή ν' ανορθώσω ιστορία
της τρανοδύναμης τούτης γενιάς του Ηρακλή
γιατί απο πατέρα το Δία φημίζουνται
κι Αμυντορίδες απο μητέρα Αστυδάμεια.
Άλλα κρέμουνται πλάνες αρίθμητες
στων ανθρώπων τις φρένες τριγύρω
και δεν είναι να βρεί κανείς εύκολο,
ποιό δε να'ναι γι' αυτόν το καλύτερο
και για τώρα κι αφού πάρει τέλος.
Έτσι κι αυτής της χώρας ο οικιστής
μια φορά, στου θυμού του το ανάβρασμ' απάνω,
μ' ελιάς χτύπησε ράβδα σκληρή το Λικύμνιο,
της Αλκμήνης το νόθο αδερφό,
πού 'χ' ερθεί απ' της Μηδέας τα σπίτια στην Τίρυνθα,
και τον σκότωσε οι αντράλες του νου
και σοφούς ξεστρατίζουνε ακόμα.
Πήγε λοιπόν να ζητήσει χρησμό απ' το θεό

Κι ο Χρυσοκόμης απ' το άδυτο μέσα
του ευωδιασμένου ναού του τον πρόσταξε
ίσα να κάμει πανιά απ' τους Λερναίους γιαλούς
προς τη θαλασσόζωστη ολόγυρα χώρα,
που έναν καιρόν ο μεγάλος των θεών βασιλιάς
έβρεξε απάνω της χιόνι χρυσό,
τοτε που χάρη στην τέχνη του Ηφαίστου
με τη μιά του χαλκού πελεκιού του χτυπιά
ξετινάχτηκε μέσα η Αθήνα απ' την κορφή
του πατέρα της Δία αλαλάζοντας
με τέτοια μακρόσυρτη βούη, που την έφριξαν
ο Ουρανός κι η μητέρα μας Γη.
Τότε κι ο φωτοδότης θεός, του Υπερίονα ο γιός,
στ' ακριβά τα παιδιά τουπαράγγελνε
το μελλούμενο αυτό να φυλάξουνε χρέος:
πρώτοι να χτίσουν βωμό στη θεά μεγαλόφαντο
και σεμνή κάνοντάς της θυσία
την καρδιά του πατέρα και της
πολεμόχαρης κόρης να ευφράνουν.
Δίνει αξία και χαρές στους ανθρώπους, αλήθεια,
του Προμηθέα το σέβας.

Μα κατεβαίνει και κάπου ανεπάντεχα
της Λήθης το σύννεφο κι όξω το νου
παρασέρνει απ' τον ίσιο το δρόμο.
Έτσι και κείνοι ξεχνώντας ανέβηκαν
λαμπερής σπέρμα φλόγας να πάρουν μαζί τους,
και ιερό στην Ακρόπολη χτίσανε
για θυσίες με δίχως φωτιά.
Μα ο Δίας ξανθό σύννεφο στέλνοντας
πολύ χρυσάφι τους έβρεξε,
κι η ίδια η Γλυκόματη κόρη τους έδωσε
να'ναι σ' όλες τις τέχνες οι πρώτοι
μες στους ανθρώπους
με την άφταστη δουλειά των χεριών τους
κι ήταν οι δρόμοι γιομάτοι απο έργα τους
που ζωντανά και σα να βάδιζαν μοιάζαν
Βαθιά είχαν δόξα η σοφία
που κατέχει κανείς με τη μάθηση,
μεγαλύτερη δείχνεται ακόμα
όταν η άδολη θα'ναι.
Λένε οι παλιοί των ανθρώπων οι μύθοι,
πως όταν ο Δίας και οι αθάνατοι,
τη γη μεταξύ τους μοιράζουνταν,
δε φαινόντανε η Ρόδος ακόμα
στης θάλασσας πάνω την άπλα,
μα στους αρμυρούς του πελάου τους βυθούς
το νησί ήταν κρυμμένο.
Και, καθώς έλειπε ο Ήλιος, κανείς δε θυμήθηκε
να του βάλουνε κλήρο και κείνου,
μα έτσι ακλήρωτο αφήσανε,
δίχως χώρα καμιά, τον αγνό το θεό
Και σαν τους το θύμησε, ο Δίας ετοιμάζονταν
να κάμει απ' αρχής μερασιά,
μα εκείνος δεν άφησε γιατ' είπε πως βλέπει
ν' αναδίνεται μες απ' τα βάθια
της ολάφριστης θάλασσας μιά χώρα,
που κι ανθρώπους θα θρέφει πολλούς
και πλήθια θα χαίρεται κοπάδια.

Και προσκάλεσ' ευτύς τη χρυσόπεπλη Λάχεση
να σηκώσει το χέρι κι ανεπίβουλα
των θεών το μεγάλο τον όρκο να πει
και να ομώσει μαζί με του Κρόνου το γιό
πως, αφού στολαμπρόφωτο αιθέρα φανεί,
κλήρα θα'ταν για πάντα δική του.
Έτσι και πήρανε τέλος
απ' της αλήθειας πεσμένες στο στόμα
της συμφωνίας οι κορφές:
Βλάστησε μες απ' την άρμη της θάλασσας
το νησί, και δικό του είναι τώρα του θεού
που γεννά τς οξιές τις αχτίνες,
του βασιλιά των φλογόπνοων αλόγων.
Εκεί σμίγοντας έναν καιρό με τη Ρόδω
εφτά γέννησε γιούς, απο απο κείνον δέχτηκανε
την πιο μεγάλη μες όλους τους τότε σοφία.
Κι απ' αυτούς ένας τον Κάμιρο γέννησε, πρώτο,
και τ' αδέρφια του Λίνδο κι Ιάλυσο
που αφού σε τρία τη μέρασαν
την πατρική τους τη γή,
χωριστά είχε την πόλη που του έλαχε
ο καθένας τους έδρα
κι έχοουν πάρει απ' αυτούς τ' όνομά των.

Κι είν' εκεί, που γλυκιά ξαγορά
για την πικρή συμφορά του Τληπόλεμου,
του Τιρύνθιου του άρχοντα,
του έχουν στηθεί, σα θεού: λιτανείες
με θυσίες κνισσωτές και άθλων κρίσεις
που με τ' άνθη των δυό ο Διαγόρας φορές
στεφανώθηκε τέσσαρεις άλλες
στον ξακουσμένο νικώντας Ισθμό
και μιά πάνω στην άλλη στα Νέμεα,
και στην τραχιά την Αθήνα.

Και του Άργους ο χαλκός τόνε γνώρισε
και της Αρκαδίας και της Θήβας τα έπαθλα
κι οι ντόπιοι Βοιώτιοι αγώνες
κι η Πελλήνη στην Αίγινα νίκησε
έξι φορές και στα Μέγαρ' αλλιώς δε μιλά
της πέτρινης στήλης ο ψήφος.
Μα ώ Δία πατέρα, που απάνω θρονιάζεις
στου Αταβύριου τις ράχες,
με τιμή δέχου κι αυτόν μου
το θεσπισμένο Ολυμπιόνικον ύμνο
και τον άντρα που πήρε της νίκης τη δόξα
με την πυγμή του και δίνε
πάντα νά'χει τιμή πολυσέβαστη
κι απ' τους δικούς κι απ' τους ξένους
γιατ' ίσια το δρόμο τραβά, που ν' εχθρός
της ξαδιάντροπης έπαρσης,
και ξέρει καλά να φυλάει σα χρησμούς
τις σοφές διδαχές που του μάθανε
οι ευγενείς πρόγονοί του
Μην αφήσεις ποτέ να σκεπάσ' η σκοτεινιά
το κοινό απ' τον Καλλιάναχτα σπέρμα
με των Ερατιδών τις χαρές
έχει κι η πόλη γιορτές και ξεφάντωσες.
Μα κάποτε μες σε μιάν ώρα μικρή
κι ενάντιες ανέμων πνοές μπορεί να φυσήξουν.
Μεταφραστής: Ιωάννης Γρυπάρης

* * * *

ΑΙΣΧΥΛΟΣ - ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ 

ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

Ω Δία παντοδύναμε και νύχτα αγαπητή,
οπόχεις ταναρίθμητα στολίδια,
πυκνά πλεμμάτια έρριξες στη γη την Τρωική
με σιδερένια δαχτυλίδια.
Μήτε μεγάλοι να μπορούν μήτ' άγουρα παιδιά.
— κι ανώφελα κανείς ας μη γυρεύη —
το δίχτυ να πηδήσουνε που ξάπλωσε η σκλαβιά
κι όλους τριγύρω μέσα του μαζεύει.
Σε τρέμω, ω Δία ξένιε, και τα έργα σου τιμώ,
που από καιρό τεντώνεις το δοξάρι
για να μη ρίξης άνεργο το δίκιο σου θυμό
επάνω στον αδικητή τον Πάρη!
Έχεις να πης κ' έχεις να κρίνης
το χέρι της Δικαιοσύνης·
τον βρήκε το άδικο στο δρόμο,
κι ας λέη κάποιος πως θ' αφήση
απλέρωτον όποιος τολμήση
το θείο της να πατήση νόμο.
Αργά ή νωρίς θαρθή μια μέρα
να πάθη ο γυιός για τον πατέρα,
που άδικο πόλεμο σηκώνει,
και που μ' ασήμι σκορπισμένο
και με χρυσάφι μαζεμένο
τα σπίτια του παραφορτώνει.
Ο φρόνιμος μονάχα αρκιέται
μ' όσο να μη στενοχωριέται·
γιατί οι θησαυροί οι περισσοί
δεν τον γλυτώνουν δίχως άλλο
όποιος της Δίκης το μεγάλο
βωμό θενά ποδοπατήση.

Μας σπρώχνει των φρενών η βλάβη
κι άλλου κακού τον πόθο ανάβει,
μα τότε γιατριά δεν έχει·
δεν κρύβεται το κρίμα· βγαίνει
και σα φωτιά καταραμένη
φαντάζει ολόγυρα και τρέχει.
Έτσι το ψεύτικο χρυσάφι
με τη τριβή τέλος ξεβάφει
και μαύρη φαίνεται η θωριά του·
όπως μωρό παιδί να πιάση
πουλί ζητά — κ' έχει ντροπιάση
την πόλη και τα γονικά του.
Μα δεν ακούει τα παρακάλια
κανείς θεός, και στα κεφάλια
ταμαρτωλά φωτιά θα βρέξη.
Νά ο Πάρης! που ψωμί κι αλάτι
δεν ντράπηκε, απ' το παλάτι
γυναίκα φίλου του να κλέψη.

Κι αφίνοντας λογχών κι ασπίδων κρότους
και ναυτικούς στην πύλη εξοπλισμούς
και στους Τρωαδίτες φέρνοντας
αντίς για προίκα, αφανισμό τους,
γοργά τις πύλες διάβηκε
όσα κανείς δεν τόλμησε τολμόντας!
Και πολυαναστενάζοντας
ελέγανε του παλατιού οι προφήτες:
Ω σπίτι, σπίτι κι άρχοντες
ω κλίνη, κερωτόθυμα του αντρός της χνάρια!
δήτε τον τώρα στη βουβή ατιμία του
κι απαραπόνευτο στη συμφορά του,
παρατημένο αδιάντροπα·
κι απ' τη λαχτάρα της φευγάτης
πως στα παλάτια μέσα ζη
φαντάζεται το φάντασμά της!
Χάρη δεν έχει άλλη εμορφιά
για το θλιμμένο,
και σβύνει κάθε αποθυμιά
στο μάτι του το στειρεμένο.

Κέρχουνται ονειροφάνταχτοι
και θλιβεροί στους ύπνους ήσκιοι
φέρνοντας χάρη ανώφελη!
γιατί του κάκου! όταν κανείς νομίζει
πως βλέπει ένα καλό στα ονείρατά του
γλυστρά μες απ' τα χέρια τόραμα
και δεν αργεί νακολουθήση
το δρόμο του ύπνου του φευγάτου!
Τέτοιες μες στα παλάτια συμφορές
μα κι άλλες είναι πιο βαριές ακόμη·
για όσους ξεκίνησαν από τη χώρα,
σ' όλων τα σπίτια αβάσταγο
πένθος και θλίψη βασιλεύει τώρα·
πολλά ραγίζουν τις καρδιές,
γιατί καθένας ξέρει εκείνους
πόστειλε για τον πόλεμο,
μα τώρ’ αντίς για κείνους
στάχτη και νεκροδόχες μοναχά
στα σπίτια καθενός γυρίζουν!

Κι ο Άρης, παλλάζει τα κορμιά με μάλαμα,
και που κρατάει ζυγαριά στις μάχες,
απ' το Ίλιο στέλλει πίσω στους δικούς
βαρυά και πικροθρήνητα
καρβουνωμένα θρύψαλα,
γιομίζοντας τα ευκολοβάσταγα λεβέτια
με στάχτη των ανθρώπω των·
κ' εγκωμιάζουν και θρηνούν τους άντρες των
τον ένα, τι άξιζε στη μάχη,
τον άλλο, πόπεσε στον πόλεμο
παλικαρίσια, για γυναίκα ξένη!
Έτσι κρυφά από κάποιο ψιθυρίζεται
κι ο φθόνος έχθρητα γιομάτος
σιγογλυστράει στους πρόμαχους Ατρείδες.
Μα κείνοι εκεί, στο τείχη ολόγυρα,
καλά κρατούν, οι πολυεπαινεμένοι,
της Τρωικής της γης τα μνήματα
που κρύβει τους εχθρούς της νικημένη.

Βαρύς ο λόγος του λαού, βαριά η οργή
κι απλέρωτη η κατάρα του δε μένει·
η έγνοια μου κάτι μαύρο σκοτεινό
νακούση περιμένει.
Γιατί έτσι δεν αφίνουν οι θεοί
κείνους που χύνουν πολύ γαίμα.
Κι οι μαύρες Ερινύες με τον καιρό
την άδικη του ανθρώπου ευτυχία
μ' έν' αναποδογύρισμα της τύχης
μαυρίζουν· κι όταν ξεγραφή
δύναμη πια καμιά δεν έχει.
Βαρύ ναι φήμη αμέτρητη
νάχη κανείς, γιατί απ' του Δία
το μάτι πέφτει ο κεραυνός.
Προκρίνω αζήλευτη ευτυχία,
ούτε καταχτητής νάθελα γένω
μα ούτε κάτω απ' άλλους πάλι
να δω το βίο μου σκλαβωμένο!

— Της καλοφάνερης φωτιάς τρέχει στη πόλη
γρήγορη η φήμη· μα κι αν είναι αληθινή
ποιος ξέρει, ή τάχα απάτη θεϊκή;
— Ποιος είν' έτσι παιδί και με κρίση λειψή
που να πυρώση πρώτα την καρδιά
με τα καινούργια της φωτιάς μαντάτα
για να θλιβή αν έβγη αλλιώς ο λόγος;
— Αυτό ναι το γυναίκειο φυσικό,
νανοίγη την καρδιά της στο καλό
και πρι φανερώση ακόμη.
— Και τώρα η προσταγή της γυναικός
ευκολοπίστευτη πολύ ξαπλώνει . . . .
μα σβήνει ταχυθάνατος
ο γυναικόσπαρτος ο λόγος.

Μεταφραστής: Ιωάννης Γρυπάρης

https://el.wikisource.org/




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου