Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

ΔΗΜΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ "Αθανάσιος Χριστόπουλος"

   Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος  γεννήθηκε στην Καστοριά το Μάιο του 1772 και απεβίωσε στο Βουκουρέστι 19 Ιανουαρίου 1847.  Νομικός, Ανώτατος δικαστικός, λόγιος, ποιητής και Φιλικός. Για το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται «πρόδρομος» (μαζί με τον Ιωάννη Βηλαρά και τον Ρήγα Βελεστινλή) επειδή θεωρείται, ότι άνοιξε νέους ποιητικούς δρόμους με την χρήση της δημοτικής γλώσσας. Το επιστημονικό του έργο περιλαμβάνει πραγματείες σε θέματα γλωσσικά, πολιτικά, φιλοσοφικά και φυσικών επιστημών, πολλές από τις οποίες όμως δεν έχουν σωθεί. Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Δημήτριος Βερναρδάκης, ο Εμμανουήλ Ροΐδης κ.α. μίλησαν με πολύ επαινετικά λόγια για τη λυρική του προσφορά και το 1891 ο Κωνσταντίνος Καβάφης έγραψε ένα στιχούργημα με το τίτλο «Αθανάσιος Χριστόπουλος».


   Ο Χριστόπουλος σήμερα μνημονεύεται κυρίως για το ποιητικό του έργο, την συλλογή Λυρικά που είχε γίνει πολύ δημοφιλής: κατά την διάρκεια της ζωής του εκδόθηκε 11 φορές (πρώτη έκδοση το1811 στην Βιέννη). Τα ποιήματά του είναι σύντομες συνθέσεις επηρεασμένες από τον αρκαδισμό και τον ανακρεοντισμό (γι' αυτό και τον αποκαλούσαν «Νέο Ανακρέοντα»), με κομψή στιχουργική και εύθυμη διάθεση, που συχνά όμως επικρίθηκε ως ψυχρή και επιφανειακή. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι μεταφράσεις του από την αρχαιοελληνική γραμματεία, μία μετάφραση της ραψωδίας Α της Ιλιάδας και ποιημάτων της Σαπφούς. Τα Λυρικά του Χριστόπουλου ήταν κάποια από τα ποιήματα που μελέτησε ο Διονύσιος Σολωμός στην προσπάθειά του να διαμορφώσει την ποιητική του γλώσσα μετά την προτροπή του Σπυρίδωνα Τρικούπη  ότι έπρεπε να γίνει Ελληνας ποιητής, να γράφει στην ελληνική γλώσσα, και μάλιστα στη γλώσσα του λαού, τη δημοτική.

   Όταν στα τέλη του 1822 ο Σπυρίδων Τρικούπης επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο ο Διονύσιος Σολωμός του απήγγειλε στα ιταλικά την Ωδή Per Prima Messa και αντί επαίνου ο Τρικούπης τον συμβούλεψε να γράφει στην νεοελληνική και τον προέτρεψε να μελετήσει Αθανάσιο Χριστόπουλο, όπως από τα παρακάτω προδήλως συνάγεται:
«Να, ιδέ αυτό το στήθος/οπού πλέον το πικρό/με των σαϊτιών το πλήθος/το κατάντησε νεκρό (γ΄στροφή από το Αγκάλεσμα).
Τώρα τάφος πλησιάζει/τώρα θάνατος φωνάζει/τώρα χάρος λυπηρός
(από τα Γεράματα).
Αυτά λοιπόν λαλώντας/μ΄αγκάλιασε το σώμα/και πρόσχαρα γελώντας/μ΄εφίλησε στό στόμα/και πέταγ΄υψηλά (Ερατώ- Α΄Ψάλτης).
Εχάθηκ΄ η αγάπη μου/σβήστηκε το φως μου/ο ήλιος εσκοτείνιασε/και μαύρισε εμπρός μου. /Μαυροφορέστε νάρκισσοι/μαυροφορέστε κρίνοι/και κάθε άνθος δάκρυα/φαρμακωμένος χύνει. ( ΚΣΤ΄Θρήνος.)
Καθαρότατες παρθένες/με κισσόν στεφανωμένες/εις τον τρύγο συναχθείτε/κι'αλαφρά ν'ασκουμπωθείτε. (ΙΒ΄Τρύγος

                   ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΛΥΡΙΚΑ (1811)
Η ΘΕΛΗΣΗ
«Πλούτον δεν θέλω
δόξαν δεν θέλω
ούτ΄εξουσίαν
ποτέ καμίαν.

Τούτες οι κρύες οι φαντασίες
όσο ευφραίνουν
τόσο πικραίνουν.
Θέλω ειρήνην
ψυχής γαλήνην
χορούς ερώτων
τρέλες και κρότον.

Θέλω τραγούδια
κήπους, λουλούδια
και χωρατάδες
στες πρασινάδες.
Τούτα λατρεύω
τούτα ζηλεύω
κι εις τούτ΄απάνω
θέλ' ν΄αποθάνω»


ΙΘ’– ΑΗΔΟΝΙ
Κίν’, ἀηδονάκι μου, γιαλό·
πέταξε πρίμα στὸ καλὸ
καὶ πήγαινε νἀ μ’ εὕρεις
ἐκείνην ὁποὺ ξεύρεις.

Κι εἰς ὅποιον τόπον τὴν ἰδεῖς
ἀρχίνα ‘κεῖ νὰ κελαϊδεῖς
μελωδικὰ μὲ χάρη,
νὰ ἔρθει νὰ σὲ πάρει.

Ἂν σ’ ἐρωτήσει, τ’ εἶσ’ ἐσὺ
καὶ ποιὸς σὲ στέλν’ εἰς τὸ νησί
εἰπέ· πὼς εἶμαι δῶρο
πουλὶ στεναγμοφόρο,

πὼς ὁ ἀφέντης μου ἐδῶ
μὲ στέλνει, νὰ σὲ τραγουδῶ,
τὰ πάθη του νὰ λέγω,
τοὺς πόνους του νὰ κλαίγω.

Ὕστερα σκύψε ταπεινὰ
καὶ λάλησέ την σιγανά,
καὶ ὅρκισ’ την στὰ κάλλη,
στὸν κόρφο νὰ σὲ βάλει.

Ἂχ, ἀηδονάκι, δὲν βαστῶ
θὰ σὲ τὸ πῶ· εἶσαι πιστό;
ἐπίβουλο μὴ γένεις
στὸν κῆπο ὁποὺ ἐμπαίνεις.

Νά, σὲ τὸ λέγω φανερὰ
καὶ σὲ προστάζω αὐστηρά·
νὰ μη, νὰ μὴ τολμήσεις,
τὰ μῆλα νὰ τζιμπήσεις.

Ὅτι ἂν ἴσως τὰ γευθῆς,
κόφτω τὴ γλώσσα σου εὐθύς,
σὰν ὁ Τηρεύς! Θυμήσου
καὶ πρόσεχε· κρατήσου!

Δ’-ΑΓΚΑΘΩΜΕΝΟΣ
Ἡ Χάρη μὲ τὸν Ἔρωτα,
ἐπῆγε νὰ διαλέξει
στὸν κῆπο τριαντάφυλλα,
κορῶνα νὰ τὸν πλέξει.

Κι ὁ Ἔρωτας χαρούμενος
ἐδῶ κι ἐκεῖ πετοῦσε
καὶ μόνος τὰ ἐκλάδευε
καὶ τὴν ὑπηρετοῦσε.

Κλαδεύοντας ἀπρόσεχτα,
ὡσὰν λωλὸ παιδάκι,
τὸν πλήγωσε τὸ δάχτυλο
πικρὰ ἕν’ ἀγκαθάκι.

Πετάει τὰ τριαντάφυλλα,
τὸ κλαδευτήρι ρίχνει,
καὶ κλαίγοντας τὸ δάχτυλο
τὴ Χάρη του τὸ δείχνει:

- Γένεται, λέγει Χάρη μου,
ἕν’ ἀγκαθάκι μόνον,
λεπτότατο μικρότατο,
νὰ δίνει τόσον πόνον;

- Δὲν εἶν’, τὸν λέει, παράξενο,
δὲν εἶν’ γιατὶ κι ἐκείνη
ἡ τόση σαϊτίτζα σου
μεγάλον πόνον δίνει.


ΠΗΓΕΣ







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου