ΥΠΟΘΕΣΗ
Α΄ πράξη
Σκηνή 1η: Αίθουσα των Φαραωνικών ανακτόρων της Μέμφιδας
Ο Φαραώ (Βασιλεύς
της Αιγύπτου) και αρχιερέας Ράμφης (βαθύφωνος) πληροφορεί τον νεαρό στρατηγό
Ρανταμές (τενόρο) ότι βρίσκεται σε πόλεμο με τον Βασιλέα της Αιθιοπίας του οποίου τα στρατεύματα έχουν εισβάλει στη
κοιλάδα του Νείλου και απειλούν τη Θήβα την εκατοντάπυλη. Ο Ρανταμές ελπίζει να
επιλεγεί αρχιστράτηγος και να επιστρέψει νικητής προκειμένου να ζητήσει το χέρι
της εκλεκτής του Αΐντα (υψιφώνου) αν και η «ουράνια Αΐντα» (celeste Aϊda) δεν
είναι παρά μια αιθιοπίδα σκλάβα στην υπηρεσία της, κόρης του Βασιλέως,
Αμνέριδας (μεσοφώνου). Στην αίθουσα εισέρχεται η Άμνερις, (ερωτευμένη και αυτή
κρυφά με τον Ρανταμές) που για την Αΐντα υποκρίνεται στοργή και τρυφερότητα και
συνάμα όλη η βασιλική αυλή για να ακούσουν όλοι την απόφαση των θεών (της Ίσιδας)
που είναι: «Αρχιστράτηγος να είναι ο Ρανταμές».
Σκηνή 2η: Εσωτερικό χώρος του Ναού του Ήφαιστου στη Μέμφιδα
Ιερά άσματα που επικαλούνται το θεό Φθα, χοροί ιερειών ενώ
στον Ρανταμές του παραδίδεται από τον Φαραώ το καθαγιασμένο ξίφος.
Στα πρωτεύοντα μέρη της Α΄ πράξης ανήκουν η μονωδία του
Ρανταμές "celeste Aϊda", η μονωδία της Αΐντα "Ritorna
vincitor" και το πλούσιο φινάλε σε φωνητική ηχηρότητα.
Β΄ Πράξη
Σκηνή 1η: Στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Αμνέριδας, των
ανακτόρων της Μέμφιδας
Η Άμνερις συνομιλεί με την Αΐντα και τεχνηέντως ανακαλύπτει
το έρωτά της με τον Ρανταμές αφού πρώτα της είπε ότι σκοτώθηκε και στη συνέχεια
πως ζει, από τη μεγάλη της χαρά. Ακολουθεί σκηνή ζηλοτυπίας και η Άμνερις
κυριεύεται από τρομερό μίσος για την αντίζηλό της.
Σκηνή 2η: Ανοικτός δημόσιος χώρος σε μία από τις πύλες των
Θηβών. Ιαχές θριάμβου.
Θριαμβευτική επιστροφή του Ρανταμές επί θριαμβευτικού
άρματος. Ακολουθούν τρόπαια και αιχμάλωτοι αλυσοδεμένοι μεταξύ των οποίων και ο
Αιθίοπας Βασιλιάς Αμονάσρο (βαρύτονος). Η Αΐντα αναγνωρίζει τον πατέρα της αλλά
εκείνος της ψιθυρίζει να μη φανερώσει τη βασιλική του ιδιότητα. Αργότερα λέει
στους Αιγυπτίους ψευδώς ότι ο Βασιλιάς των Αιθιόπων σκοτώθηκε και πως αυτός
είναι ο πατέρας της Αΐντα. Τελικά ο Ρανταμές δεχόμενος το στεφάνι της νίκης
ζητά από τον Φαραώ την ελευθερία των αιχμαλώτων, ο Φαραώ δέχεται, με τον όρο ο
Αμονάσρο να μείνει στην Αίγυπτο ως όμηρος (αφού η κόρη του είναι ήδη σκλάβα)
και στη συνέχεια προσφέρει στον Ρανταμές τη χείρα της κόρης του ως ανταμοιβή
του θριάμβου του. Επευφημίες και άσματα χαρμόσυνα από το λαό και ύμνοι
ευχαριστίας από τους ιερείς προς την Ίσιδα.
Στα πρωτεύοντα μέρη της Β΄ πράξης ανήκει η δραματική διωδία
Αΐντα και Αμνέριδας και ιδιαίτερα το φινάλε του θριάμβου, χαρακτηριστικό δείγμα
πολυφωνικής επεξεργασίας καθώς και το πολεμικό εμβατήριο που ανακρούεται από 8
σάλπιγγες, οι 4 σε τόνο «λα» μείζονα ύφεση που εκθέτουν πρώτα το θέμα και οι
άλλες 4 σε «Σι» μείζον επαναλαμβάνοντας αμέσως μετά το αυτό.
Γ΄ Πράξη
Σκηνή 1η: Παρά τις όχθες του Νείλου κοντά στο ναό της
Ίσιδος. Νύχτα αστροφεγγούσα.
Ο Φαραώ Ράμσης αποβιβάζεται και οδηγεί στο ναό την κόρη του
για να προσευχηθεί παραμονής του γάμου της με τον Ρανταμές. Όμως στον ίδιο ναό
εμφανίζεται η Αΐντα ίσως για τη τελευταία φορά, όπως φαντάζεται, που θα
συναντήσει κρυφά την πατρίδα της να καταφέρει τον Ρανταμές να της φανερώσει
ποιο πέρασμα θ΄ ακολουθήσει ο στρατός των Αιγυπτίων στη νέα εκστρατεία τους
κατά των Αιθιόπων προκειμένου να τους στήσουν ενέδρα και να τους εξοντώσουν. Η
Αΐντα δέχεται από αγάπη προς τους δικούς της και ο Αμονάσρο κρύβεται. Όταν
έρχεται ο Ρανταμές η Αΐντα του αποσπά την πληροφορία. Ο Αμονάσρο βγαίνει από τη
κρύπτη του αλλά τότε φθάνει και φανερώνεται η Άμνερις (που τους παρακολουθούσε)
και παρουσία του Φαραώ στρατιωτών και ιερέων κατηγορεί τον Ρανταμές ως προδότη.
Τότε ο Φαραώ Ράμσης, αντιλαμβανόμενος την προδοσία, διατάζει τη φυλάκιση του
αρχιστρατήγου του, ενώ μέσα στο χάος και τη σύγχυση που ακολούθησε, η Αΐντα και
ο πατέρας της Αμονάσρο καταφέρνουν να ξεφύγουν.
Στα πρωτεύοντα μέρη της Γ΄ πράξης ανήκει η μονωδία της Αΐντα "Qui
Radames verra" καθώς και οι διωδίες Αμονάσρο – Αΐντα και Ρανταμές –
Αΐντα.
Δ΄ Πράξη
Σκηνή 1η: Μεγάλη αίθουσα στα ανάκτορα του Φαραώ που
συγκοινωνεί με την υπόγεια φυλακή.
Η Άμνερις προσφέρεται να σώσει τον Ρανταμές και διατάζει να
τον φέρουν κρυφά ενώπιόν της τον οποίο και παρακαλεί σε αλλοφροσύνη να
απαρνηθεί την Αΐντα και από κατάδικος θανάτου θα γίνει Βασιλεύς της Αιγύπτου
διάδοχος των Φαραώ. Ο Ρανταμές αρνείται έτοιμος να αντιμετωπίσει τη μοίρα του.
Οι ιερείς τον καταδικάζουν να ταφεί ζωντανός κάτω από το βωμό του θεού Φθα (=
Ήφαιστου) που προσέβαλε.
Σκηνή 2η: Στο ναό του Φθα με το Βωμό (πάνω) και τη
κρύπτη-τάφο (κάτω) σε δύο επίπεδα.
Δύο ιερείς σφραγίζουν με μια μεγάλη πέτρα τη κρύπτη πάνω από
το κεφάλι του Ρανταμές και ενώ αυτός μονολογεί ότι δεν θα ξαναδεί τη αγαπημένη
του εμφανίζεται η Αΐντα που είχε παρεισφρήσει προηγουμένως για να πεθάνει μαζί
του. Μέσα στο σκότος οι δύο εραστές συναντώνται και μέσα σε ένα αιώνιο
εναγκαλισμό πεθαίνουν γαλήνια , ενώ πάνω στο Ναό συνεχίζονται οι εξιλαστήριοι
ύμνοι προς τον θεό Φθα, η δε Άμνερις έρχεται να προσευχηθεί στην Ίσιδα για τη
ψυχή εκείνου που αγάπησε και που δεν ανταποκρίθηκε στην αγάπη της.
Στην Δ΄ πράξη υπερέχει η τελική διωδία Ρανταμές – Αΐντα που
εξελίσσεται στο υπόγειο του ναού.
Μουσική
Η μουσική επένδυση του έργου από τον Βέρντι πλήρους
συγκίνησης και δραματικού πάθους δημιουργεί μια ατμόσφαιρα τόσο του φυσικού
χώρου που εκτυλίσσεται το έργο όσο και εκείνες στις διαδοχικές πλοκές του έργου
με τις αγωνίες και τη πάλη μεταξύ παθών με κατάληξη την υπεροχή του έρωτα επί
παντός συναισθήματος (χαρακτηριστικό των Μεσογειακών λαών). Μια αρμονία
μουσικής χωρίς ηχητικές εκρήξεις όπως σε παλαιότερες του Βέρντι (Ναμπούκο,
Αττίλας κλπ). Έτσι παρ' όλη την πολεμική που ασκήθηκε στο έργο (της οποίας προΐστατο
ο Ιταλός μαέστρος Βιτσέντσο Σαρόλι που έφθασε να κατηγορήσει τον Βέρντι ως
κλέφτη και τσαρλατάνο) τούτο δεν έπαψε να συγκινεί και να ενθουσιάζει πάντα το
εκάστοτε ακροατήριο και θεατρόφιλο κοινό διατηρώντας έτσι θέση υπεροχής στις
Όπερες.
Αξιοπρόσεκτοι είναι και οι ανατολίτικοι χοροί της Β΄ πράξεως
καθώς και τα πολλά άλλα ανατολίτικα μοτίβα που είναι κατάσπαρτα στο έργο.
Ιστορία
Ο Προοδευτικός και θεατρόφιλος Χεδίφης Ισμαήλ Ίμπν
Ιμπραήμ Πασάς της Αιγύπτου είχε προικίσει μεταξύ άλλων τη πόλη του Καΐρου και
με ένα μεγαλοπρεπές θέατρο, τα εγκαίνια του οποίου θέλησε να γίνουν με μεγάλη
επισημότητα και με ανέβασμα μιας όπερας εθνικής όμως υπόθεσης. Έτσι ανέθεσε στο
Γάλλο διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου του Καΐρου Μαριέτ-Μπεη την ανεύρεση
της υπόθεσης και τη σύνθεση της μουσικής στο μαέστρο Βέρντι. Ο Μαριέτ-Μπεης
κατέστρωσε την υπόθεση του δράματος επί τη βάσει αρχαίου μύθου που στηρίζονταν
όμως σε ιστορικά γεγονότα του Ηροδότου και αφορούσε τον Φαραώ Απρία της 26ης Δυναστείας
και τον στρατηγό του Άμασι, αλλά και σε κείμενο του Διόδωρου του Σικελιώτη.
Τούτο παρέδωσε στους Ντυ Λοκλ (γνωστό δραματικό συγγραφέα) και στο ποιητή
Γκιζλαντσόνι για την ποιητική επεξεργασία και σκηνοθεσία καθ΄ υπόδειξη του
Βέρντι.
Το έργο γράφτηκε το 1870 μέσα σε τέσσερις
μήνες αλλά δεν πρόλαβε τα εγκαίνια του νέου μεγαλοπρεπούς θεάτρου του Καΐρου (1 Νοεμβρίου 1869), αλλά ούτε και τα
εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ (17 Νοεμβρίου 1869). Αμέσως μετά το
Κάιρο η Αΐντα ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου όπου και μετά έγινε πασίγνωστη στην
Ευρώπη.
Η Αΐντα στην Ελλάδα
Η Αΐντα ανέβηκε πολλές φορές στην Ελλάδα, στην αρχή από
ιταλικούς θιάσους με τη πλέον μεγαλοπρεπή παράσταση εκείνης του 1895 στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών από
το θίασο Ζάγκρι. Όμως για πρώτη φορά ελληνιστί δόθηκε το 1915 από το θίασο του
«Ελληνικού Μελοδράματος» κατά μετάφραση του Δ. Λαυράγκα στο θέατρο «Ολύμπια». Σ΄ αυτή τη
παράσταση είχαν λάβει μέρος το ζεύγος Βλαχοπούλου, ο βαρύτονος Οικονομίδης και
οι Ιταλοί καλλιτέχνες Nucio Bavi (τενόρος) και Dolores Frau (μεσόφωνος). Λίγο
αργότερα, το ίδιο έτος, το «Ελληνικό Μελόδραμα» μετά την επιτυχία της
πρώτης, διοργάνωσε για πρώτη φορά υπαίθρια παράσταση και μάλιστα «λαϊκή
παράσταση» της Αΐντα στο στίβο του Καλλιμάρμαρου Παναθηναϊκού Σταδίου με τη
σύμπραξη της Ρωσίδας υψίφωνου Τσερκάσκι, του τενόρου Μπρέλια, της μεσοφώνου
Dolores Frau και με πολυπληθή χορική και ορχηστρική μάζα. Η παράσταση αυτή στη
οποία συνέρευσε όλη σχεδόν η Αθήνα και τα προάστια άφησε εποχή – ήταν η πρώτη
φορά που ο στίβος του Σταδίου γινόταν Λυρική Σκηνή. Αυτή την ιστορική υπαίθρια
παράσταση που είχε φόντο την Ακρόπολη θα μιμηθεί 30 χρόνια μετά ο ιταλικός
θίασος του Χεδιβικού Θεάτρου του Καΐρου και θα ανεβάσει το έργο υπό τη
διεύθυνση του μαέστρου Μουνιόνε παρά τις Πυραμίδες (παράσταση που επαναλήφθηκε
πριν λίγα χρόνια). Της υπαίθριας εκείνης του Καΐρου θα ακολουθήσουν και άλλες
τέτοιες όπως στην Αρένα της Βερόνας, στη Βιέννη και στο Βερολίνο υπό τη
διεύθυνση του Μασκάνι κ.ά. Στην Ελλάδα όμως πέρα από εκείνης του 1915 δόθηκαν
και αρκετές άλλες παραστάσεις επίσης στο Παναθηναϊκό Στάδιο από διάφορους
επιχειρηματίες το 1926 με
σύμπραξη πάλι Ιταλών καλλιτεχνών επί τούτου προσκληθέντων και που όλες είχαν πλήρη
επιτυχία καλλιτεχνική και βεβαίως οικονομική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου