Στην έρημή σου έρχομαι και πάλιν εκκλησία,
αγαπημένη Παναγιά, χλωμή μου Παναγία.
Ήλθα τον πόνο να σου ειπώ που έχω στην καρδιά μου·
δεν έχω άλλον από σε, το ξεύρεις Δέσποινά μου....
Μάννα του κόσμου! πρόφθασε, η χάρι σου ας με ράνη,
μ’ αρρώστησ’ η Μαρία μου κοντεύει να πεθάνη:
Βασίλισσα των ουρανών , λευκή του κόσμου σκέπη,
μονάχη τώρα η χρυσή εικόνα σου με βλέπει...
Όχι· δεν ήλθε σήμερα σαν άλλοτε μ’ εμένα
ν’ ανάψη τα καντήλια σου και κρέμουνται σβυσμένα.
Ποιος θα σου φέρνη, Δέσποινα, στην ερημιά λιβάνι,
ανίσως η Μαρία μου, ανίσως αποθάνη;
Όχι δεν πήγα σε γιατρούς, γλυκειά μου Παναγία,
ήλθα σε Σένα να το ειπώ, να γιάνης την Μαρία!
Αχ! σ’ εξορκίζω στη ματιά του τέκνου σου την πρώτη,
στο πρώτο του χαμόγελο, στη σκεπτική του νιότη
σ’ ορκίζω στο βαρύ σταυρό, στ’ ακάνθινο στεφάνι,
να γιάνης τη Μαρία μου, γιατί θα μου πεθάνη.
Αχ! κάμε μούτηνε καλά, καλή μου Παναγία,
λαμπάδα στην εικόνα σου ν’ ανάβω την αγία,
μεγάλη σαν το σώμα της, λευκή σαν την ψυχή της,
εμπρός σου ν’ ακτινοβολή, καθώς οι οφθαλμοί της!
Αχ! κάμε μούτηνε καλά, η χάρις σου ας τη γιάνη,
δεν θέλω η Μαρία μου, δεν θέλω να πεθάνη.
Ναι· αν σου έφερα ποτέ λουλούδια μυρωμένα,
αν έχω την εικόνα σου κ’ εγώ λιβανισμένα,
αν στου Παιδιού σου έκλαψα τα πάθη Παναγία,
κ’ έχετε ένα όνομα μαζί με την Μαρία,
δος μου, αχ, δος μου της ζωής το δροσερό βοτάνι,
να δώσω της Μαρίας μου μην τύχη και πεθάνη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου