Αγαπάτε αλλήλους; Ναι. Αγαπάτε τους εχθρούς υμών; Ναι, τέλος πάντων. Μα όχι τους εχθρούς του ανθρώπου, όχι τους εχθρούς της ανθρωπιάς…
Μπορείς να ζήσεις δίχως να σ’ αγαπάνε, μα όχι δίχως ν’ αγαπάς.
Λένε πως μια τζαμούζα( το βουβάλι) την κουμαντάρεις δύσκολα. Μα ένα κοπάδι το κάνει ζάφτι κι ένα μικρό παιδί.
Το ίδιο, λένε ακόμα, συμβαίνει και με τις ανθρώποι: ένα κοπάδι ανθρώποι – και όσο πιο μεγάλο τόσο πιο εύκολα – μπορεί να το πλανέψει και να το σέρνει πίσω του ο πρώτος μπαγαπόντης ή τρελός που θα βρεθεί.
Η αγάπη του Θεού αρχίζει από την αγάπη του ανθρώπου.
Αν υπάρχουν αφεντάδες, είναι γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει να ‘ναι δούλοι.
Η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός του εαυτού σου, είναι κι αυτό μια θετική ανθρώπινη ευτυχία.
Κοσμάς Πολίτης: "Στου Χατζηφράγκου"(απόσπασμα)
Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η ίδια η Σμύρνη των αρχών του 20ού αιώνα, όχι μέσω βαρύγδουπων περιγραφών, αλλά μέσα από τη συρραφή καθημερινών περιστατικών που λαμβάνουν χώρα το 1902, σε μία από τις πιο λαϊκές ελληνικές συνοικίες της. Μέσα από τις απλές, καθημερινές περιπέτειες του Σταυράκη και του Αρίστου, του παπα-Νικόλα και του παπα-Νέστορα, του Παντελή και της σιόρας Φιόρας, αναδεικνύεται η πόλη στην οποία μεγάλωσε και γαλουχήθηκε ο συγγραφέας, το πλούσιο εμπορικό λιμάνι της Σμύρνης με τους χιλιάδες Έλληνες που ζούσαν υπό τον φόβο των Τούρκων και ανάμεσα σε Φράγκους, Εβραίους και Αρμένηδες, είκοσι ακριβώς χρόνια πριν την καταστροφή.
Ακόμα πιο συγκλονιστικό, βέβαια, είναι το εμβόλιμο κεφάλαιο «Πάροδος», όπου ο Πολίτης κάνει άλμα στον χρόνο. Μεταφέρεται στο 1962, όπου ένας από τους πιτσιρικάδες με δευτερεύοντα ρόλο στο μυθιστόρημα, ηλικιωμένος πια στην Αθήνα, εξιστορεί την αποφράδα βραδιά της καταστροφής όπως ο ίδιος την έζησε. Το πελώριο «γιατί», βέβαια, ταλαιπωρεί σε διάφορα σημεία του βιβλίου και τον συγγραφέα, ο οποίος στο τελευταίο κεφάλαιο μοιάζει να ξεσπάει και να εκφράζει το παράπονό του για τους Έλληνες ηγέτες και τον «μικροπολιτικό» τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν το μικρασιατικό ζήτημα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει:
«Οι πολιτικοί βγάλανε λόγους, βγάλανε απ’ τη μέση και μερικούς αντίθετους, οι εφημερίδες δημοσιέψανε άρθρα, οι εθνικοί βάρδοι γράψανε ποιήματα. Όλοι αυτοί, τα κόμματα, η εξουσία, έστω κι αν πονέσανε ξώπετσα εκείνη την ιδέα στον αέρα (…), κανένας τους δεν πόνεσε τον τόπο, τον άνθρωπο, τον άνθρωπο. Δυο πάθη, δυο συμφέροντα, δυο παρατάξεις, δυο κόμματα που μάχονταν για την εξουσία ή, έστω –για τους απλοϊκούς– δυο ιδεολογίες είχαν αντιπαραταχθεί, χτυπηθήκανε λυσσασμένα, γίναν αιτία να ρημαχτεί, να ματοκυλιστεί ο τόπος, εκείνος ο όμορφος τόπος, ο ξένος αχερώνας, που ήτανε γι’ αυτούς ο στίβος, ένας στίβος ιδεατός, τίποτα περισσότερο. Και φέρανε το ξερίζωμα».
ΠΗΓΕΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου