Διοχέτευσε την απύθμενη θηριωδία σου αποκλειστικά στις μέλισσες. Φιλανθείς σαν χίπις, ιπτάμενες σαν άγγελοι, είναι τα μόνα πλάσματα επί της γης που όταν σε κεντρίσουν αυτοκτονούν, κι έτσι σε συγχωρούνε δωρεάν. Γνωρίζεις πολλές εργάτριες που άμα τις απολύεις σου χαρίζουν την υπεραξία των χυμών τους; Ακόμα και το κεράκι του εξιλασμού σου για τα δεινά που τους προκάλεσες, πάλι αυτές θα στο δωρίσουν.
Αποστήθισε τον τηλεφωνικό κατάλογο της περιοχής σου, εκτός από το γράμμα Χι. Έπειτα λάτρεψε αδιακρίτως όλους τους εγγεγραμμένους που έμαθες. Είναι βέβαιον ότι σε κάποια σκοτεινή πάροδο του Χρόνου θα νιώσεις στην καρωτίδα σου το ξυράφι του άγνωστου Χ. Του πιο αξιολάτρευτου ανθρώπου στον κόσμο. Που εξαίρεσες.
Σύρε το δοξάρι της λύρας σου πάνω στον χάρτη της Αφρικής τη μεγαλοβδομάδα. Θ’ ακούσεις έναν σπαρακτικό κελαηδισμό. Είναι το δικό σου χελιδόνι – το μόνο που δεν επέστρεψε ακόμα. Και κατεβάζοντας το φερμουάρ του θώρακά σου, με τρόμο θ’ αντικρίσεις μια πάλλουσα μισογκρεμισμένη χελιδονοφωλιά.
Προσεδαφίσου ξαφνικά με αλεξίπτωτο εκεί όπου σε μισούν μέχρι παρακρούσεως. Δέξου ιπποτικά τις μεσαιωνικές τους ακρότητες. Ο εκούσιος και μαρτυρικός τεμαχισμός σου θ’ αναστατώσει σύμπασα την ψηφιακή οικουμένη, προπάντων τους θεολογικούς υπολογιστές. Ανέκαθεν αποτελούσες πρόβλημα, Μανώλη μου. Οι φίλοι σου σε θεωρούσαν μακάριο γρίφο, ενώ οι εχθροί σου σε μετέβαλαν σε μακάβριο παζλ. Κι ύστερα όλοι τους σε μετάλαβαν μετ’ ευλαβείας.
Διασάλπισε την αποστροφή σου για τον προσκοπισμό, θεωρώντας τον καρκίνωμα. Αυτοί οι δήθεν καλοί Σαμαρείτες, οι πρόσκοποι, θα ήταν φρόνιμο να οδηγηθούν στο πλησιέστερο μπουντρούμι υψίστης ασφαλείας. Όλοι οι λυκάνθρωποι που σήμερα σε δαγκάνουν ανηλεώς υπήρξαν κάποτε λυκόπουλα που επωμίζονταν τον Επιτάφιο.
Κάλεσε με ιερή αγανάκτηση τις διωκτικές αρχές τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Ποιος είναι αυτός ο πειναλέος, γεμάτος χώματα ξένος; Πώς τόλμησε να κάτσει απρόσκλητος στο γιορτινό τραπέζι σου και να το μαγαρίσει; Μόλις κατέδωσες τον φρεσκοαναστημένο Θεό σου, τον οποίο δεν αναγνώρισες. Και όχι για τριάντα αργύρια, αλλά για ένα πιάτο μαγειρίτσα.
Ξέκοψε και αποσύρσου, πέρα, μακριά, στην απλωμένη εξοχή. Είναι απόγευμα του Πάσχα και οι αγροί βουίζουν πλημμυρισμένοι από κίτρινες μαργαρίτες. Μάδησε όσες επιθυμείς, ρωτώντας τες αν οι Άλλοι σ’ αγαπούν. Προς μεγάλη σου έκπληξη, όλες θα σου απαντήσουν καταφατικά. Και τότε, αυθόρμητα, θα γίνεις κι εσύ μέλος της χορωδίας των λουλουδιών. Ειδικά αυτή η εσπέρα είναι ευλογημένη και σου ανήκει. Γιατί ακριβώς την ίδια ώρα ψάλλεται ο Εσπερινός της Αγάπης.
Φίλιππος Φίλιας
Μια φωτεινή πλευρά ενός σκοτεινού ψυχικού θαλάμου-του δικού μας.Εμπνευστικό,ακανθώδες,πασαπόρτι για τα άδυτα του Άδη.Ένα μεταφορικό εγχειρίδιο για αυτολύπηση όσο μένει καιρός και για συγχώρεση,η οποία άργησε ανατριχιαστικά.
ΑπάντησηΔιαγραφή