Λέγομαι Σύνη Μπούρα. Γεννήθηκα και
κατοικώ στην Αθήνα, ύστερα από μερικά χρόνια περιπλάνησης, λόγω εργασίας, σε διάφορες επαρχιακές πόλεις.
Σπούδασα φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και στο μεταπτυχιακό μου επέλεξα ως άξονα της έρευνάς μου, την ηθική και πολιτική φιλοσοφία.
Νοιάζομαι ιδιαίτερα για τους εφήβους και διδάσκω ατη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Οι στίχοι μου συνιστούν μία αυθόρμητη απόπειρα καταγραφής κάποιων ιδιαίτερων στιγμών, με το νου και τις αισθήσεις.
Την ώρα που ήλθες,
εγώ κοιμόμουν, είχα ξεχάσει να ζω...
Αναζητούσα τις αισθήσεις μου
στα συρτάρια του μυαλού μου...
Κι ένα αόρατο χέρι
έπαιζε ένα μυστικό παιχνίδι
με τις κινήσεις των ματιών μου...
Στο πρόσωπό σου είδα
τον ήλιο της αυγής
που δίνει υποσχέσεις αβέβαιες,
ύπουλες, τυραννικές..
εγώ κοιμόμουν, είχα ξεχάσει να ζω...
Αναζητούσα τις αισθήσεις μου
στα συρτάρια του μυαλού μου...
Κι ένα αόρατο χέρι
έπαιζε ένα μυστικό παιχνίδι
με τις κινήσεις των ματιών μου...
Στο πρόσωπό σου είδα
τον ήλιο της αυγής
που δίνει υποσχέσεις αβέβαιες,
ύπουλες, τυραννικές..
Άυλη χαρά
Σιωπή ασημένια, αν και ηχούσε,
τα ξωτικά στο πικρό σκοτάδι.Στην πόλη εκείνη των ονείρων,
βαρύ, εφιαλτικό το υφάδι.
Αέρας μεθυστικός, αέρας απαλός,
τροφή στις ναρκωμένες αισθήσεις.
Μαγεμένη έβλεπα τη σπηλιά
και ήχους είχα συντροφιά.
Στον άυλο κόσμο της νόησης.
Νέα υπόσχεση ελευθερίας
αναδύεται μέσα απ΄ το σκοτάδι.
Όραμα αδέσμευτης ζωής,
τροφή για την καρδιά και τη σκέψη
αναδύεται μέσα απ΄ το σκοτάδι.
Όραμα αδέσμευτης ζωής,
τροφή για την καρδιά και τη σκέψη
Φωνές
Φωνές μόλυναν τον αέρα.
Μαύρη πίσσα κάλυπτε τον δρόμο.
Άνθρωποι αμίλητοι αναστέναζαν.
Έκρυβαν το πρόσωπό τους.
Κι έγινε η μεγάλη έκρηξη:
Τα χέρια ενώθηκαν σ΄ έναν
διονυσιακό χορό...
Το κρασί διέσχισε τις καρδιές
κι αναποδογύρισε το νου...
Μαύρη πίσσα κάλυπτε τον δρόμο.
Άνθρωποι αμίλητοι αναστέναζαν.
Έκρυβαν το πρόσωπό τους.
Κι έγινε η μεγάλη έκρηξη:
Τα χέρια ενώθηκαν σ΄ έναν
διονυσιακό χορό...
Το κρασί διέσχισε τις καρδιές
κι αναποδογύρισε το νου...
Άρνηση
Δεν υπήρξες ποτέ...
Μη μου λες βαρύγδουπες,
τυχαία ειπωμένες λέξεις...
Εσύ, ένας απροσδιόριστος
κοινωνικά άνθρωπος...
που προσποιείται τον απλό...
Τα ψέματα τελείωσαν.
Ακολούθησαν οι αλήθειες
μιας φυλακισμένης ψυχής
στην άβυσσο των δακρύων...
Τ΄ αηδόνια κελαηδούν
γι΄ αυτό που δεν έγινε...
Εκτεθειμένα στο βλέμμα
των λαίμαργων σαρκοβόρων...
Σε κοράκια και καρχαρίες...
Μη μου λες βαρύγδουπες,
τυχαία ειπωμένες λέξεις...
Εσύ, ένας απροσδιόριστος
κοινωνικά άνθρωπος...
που προσποιείται τον απλό...
Τα ψέματα τελείωσαν.
Ακολούθησαν οι αλήθειες
μιας φυλακισμένης ψυχής
στην άβυσσο των δακρύων...
Τ΄ αηδόνια κελαηδούν
γι΄ αυτό που δεν έγινε...
Εκτεθειμένα στο βλέμμα
των λαίμαργων σαρκοβόρων...
Σε κοράκια και καρχαρίες...
Το αδιέξοδο της σκέψης μου
με οδήγησε στην έρημο
κι αντίκρισα τη σκιά μου.
Ούρλιαξα, φώναξα, ικέτεψα.
κι αντίκρισα τη σκιά μου.
Ούρλιαξα, φώναξα, ικέτεψα.
Ακούστηκε ένας αντίλαλος
που κατηύθυνε τα βήματά μου.
που κατηύθυνε τα βήματά μου.
Έφθασα στην κλειστή πόρτα.
Είπα: "σουσάμι άνοιξε"
κι απ΄ την πελώρια πόρτα
ξεχύθηκε μαύρο σκοτάδι.
Είπα: "σουσάμι άνοιξε"
κι απ΄ την πελώρια πόρτα
ξεχύθηκε μαύρο σκοτάδι.
Κυριάρχησε μια γλυκιά μελωδία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου