Και τελικά
ποιος πατάει την σκανδάλη; Ποιος βάζει τα σκάγια; Και ποιος πυροβολεί; Αυτά
είναι ερωτήματα. Το παράθυρο φανέρωνε τον κόσμο έξω, πολύχρωμο και γεμάτο
εκπλήξεις, μα μέσα ήταν όλα τόσο ασφαλή, γιατί να κάνεις το βήμα…. Μια κουνιστή πολυθρόνα, και ένα χαρτί, που
πάλευε με τον αέρα να κρατηθεί σε αδράνεια, ήταν τα μόνα που άλλαζαν στο κατά
τα άλλα ακούνητο σκηνικό… Σηκώνεις το βλέμμα και παρατηρείς τις λεπτομέρειες
στον τοίχο, τις είχες μετρήσει όλες, μία προς μία. Κοιτάς το χάος, που το λες συνήθεια, κοιτάς το τίποτα,
που το χεις κάνει κάτι, κοιτάς τον δρόμο έξω, μια αλήθεια, που σ’ εσένα μονάχα
προκαλεί ένα δάκρυ. Και κάθεσαι εκεί στο τίποτα γιατί φοβάσαι να αντιμετωπίσεις
τα πάντα. Και δεν είναι πως σε τρομάζουν. Όχι. Είναι πως συνήθισες. Είναι πως
σε βολεύουν τα πούπουλα της πολυθρόνας σου και δε χωνεύεις να βγεις στον δρόμο.
Και έχεις διαλέξει κάπως έτσι να κάθεσαι και να τα δέχεσαι όλα, αρκεί να μην
ανοίξεις την πόρτα, να μην κάνεις το βήμα να βγεις έξω, να γευτείς την
απογοήτευση, το τρέξιμο, τη χαρά, την καινούρια διαφορετική μέρα, όπως και αν
σου ρθει αυτή. Εκεί στο ταβάνι είναι το όριο σου, εκεί το παράθυρο είναι ο
κόσμος σου και εκεί οι σκέψεις σου είναι η ζωή σου.
Κουρασμένος, λες, απ’ το έξω, δε
θα το ζήσεις άλλο. Μέσα θα κάτσεις, στη σίγουρη αστάθειά σου, σε αυτή που μονάχα
εσύ δημιούργησες. Ένα πουπουλένιο σύννεφο να αγκαλιάζεις, νομίζοντας πως είναι
η ευτυχία, μία καρέκλα κουνιστή να σε κοιμίζει και η απέναντι πολυκατοικία, η
θέα σου. Έτσι ονομάζεις τη ζωή σου. Γιατί τον ταλαιπωρείς; Γιατί το βασανίζεις;
Τι σου φταίει ο εαυτός σου; Δεν πήρες το λάθος μονοπάτι για να μείνεις χαμένος.
Σου το’ δωσε για να αποδείξεις ως σύγχρονος Χάνσελ ότι μπορείς να γυρίσεις στο
σωστό. Και ξέρεις πως μπορείς. Μ’ ακούς; Το ξέρεις… Αλλά δε θέλεις λες, δε θες
να αφήσεις τη θεσούλα σου, τη θεωρείς το τέλειο κι έχεις κολλήσει στο σαλονάκι.
Ώρες ώρες φοβάσαι και το σπίτι, μα το αντέχεις μου λες. Γιατί εγώ πιστεύω πως
απλά το ανέχεσαι; Ότι αγαπάς τόσο πολύ την κουνιστή καρέκλα, πιο πολύ από το
καλό σου. Και παραδέξου το, σε ζαλίζει η ονειροπαγίδα μπροστά σου, σε ζαλίζει
και πέφτεις μέσα. Σε ζαλίζει και παραπατάς. Μη φοβηθείς, δεν είσαι ο μόνος. Εκμεταλλεύσου
τη. Συγκέντρωσε το βλέμμα σου στο κέντρο. Κοίτα μέσα από αυτή και ανακάλυψε την
αλήθεια.
Τι μουτρώνεις; Τι σκύβεις το
κεφάλι; Τι σκέφτεσαι; Απλά σήκω. Άνοιξε το παράθυρο και βγάλε το κεφάλι σου έξω
να αναπνεύσει. Είναι και αυτό μια αρχή. Άσε το όπλο κάτω. Μην το κοιτάς. Δεν
έχει τόση σημασία ποιος πυροβολεί, όσο ποιον η βολή βρίσκει. Και ξέρεις πολύ
καλά ποιον δείχνει η τρύπα. Μην το κρατάς άλλο. Πέταξέ το μακριά. Δεν το
χρειάζεσαι. Το μόνο που χεις ανάγκη είναι εσένα. Το αληθινό εγώ σου και μια
ώθηση να ανοίξεις την πόρτα. Μη διαβάζεις άλλο τις γραμμές, δεν έχουν τέλος
αυτά τα λόγια αν δε γίνουν πράξη. Σε περιμένει η ζωή. Μην τα αναβάλεις άλλο. Το
χρωστάς. Σε σένα. Να χεις τύχη, κι αν δεν έχεις φτιάξε χαμόγελα. Αναδημοσίευση από http://eulegein.blogspot.gr/
Η αγαπημένη μου Θαλλελαία... έκανε παλι το θαύμα της....
ΑπάντησηΔιαγραφήΑθηνά