Η Μαρία Μαγδαληνή ήταν μια νέα γυναίκα που ανήκε
στον κύκλο των γυναικών οι οποίες ακολουθούσαν τον Ιησού και τους αποστόλους και βοηθούσαν στο έργο τους με κάθε δυνατό
τρόπο. Η καταγωγή της ήταν από τα Μάγδαλα, μια μικρή πόλη στα δυτικά της Λίμνης Γεννησαρέτ και νότια
της πεδιάδας τηςΓαλιλαίας.
Θεωρείται αγία από την Ορθόδοξη, την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Wojciech Gerson - Jezus i Maria Magdalena 1900 |
Κώστας Βάρναλης - Η Μαγδαληνή
κι' αστράβαν απ' τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα,
στα μάγουλά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκές
γλίστρααν με λάγγεμα πολύ και τα δάγκωναν σαν οχιές
στην κρουσταλλένια μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα.
Στην τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία εγώ μουν η Πηγή :
του κόρφου μου τ' αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα.
Σκοτάδια ήτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι' αμμουδιά
και στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια.
Και μου τινάζαν άξαφνα τ' αγνώστου φόβοι την καρδιά
και μου κοβόταν η αναπνιά μέσ' σε φορέματα φαρδιά-
απ' του θριάμβου την κορφή μακριά ‘βλεπα συντέλεια.
Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά, σιγά
Ωραίος δεν ήσουν, τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο !
Κοίταγες χάμου τα χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι' αργά.
Την τρίτη ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά,
κι' ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω.
Κι' ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ.
Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ως τώρα.
Την ευτυχία τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό,
τη λευτεριά-στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό
και την υπέρτατ' ηδονή στον πόνον,-άξια γνώρα.
Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου
(ασημικά, διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)
τα βήματά σου ακλούθησα, που κι' αν τα σβηούσε ταχτικά
στον άμμ' ο αγέρας του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά
για πάντα σ' άμμο και ψυχή και σ' ακοές και μάτια.
Πράματα νέα δεν έλεγες κι' ούτε, με λόγια νέα, παλιά.
Από πολλούς κι' από καιρούς όλα ήταν ειπωμένα.
Μα 'χες τη δύναμη ν' ακούς των ουρανών τη σιγαλιά
κι' όλα για σένα (κι' άψυχα κι' άνθρωποι) διάφανα γιαλιά
και διάφαν' η καρδιά του Θεού για σένα - και για μένα !
Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω.
Κι' αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα το 'νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο, Χριστέ 'σουν άνθρωπος ! Κι' εγώ θα σ' αναστήσω !
Piero di Cosimo - Maria Maddalena, 1500-1510 |
Ντίνος Χριστιανόπουλος - Μαγδαληνή
πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω.
Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,
στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες∙
κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι.
Κι όμως μέσα σ' αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.
Μήνες για χάρη του έτρεχα απ' το Ναό στο λιμάνι
κι απ' την πόλη στο Όρος των Ελαιών.
Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.
Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.
Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.
Μ' αυτό το μύρο θ' αλείψω τα πόδια του,
μ' αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,
μ' αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,
ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.
Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του∙
κι αν μαρτυρήσω γι' Αυτόν, θα 'ναι η αγάπη του που θα μ' εμπνέει.
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μού ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ' όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ».
Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)
Νίκος Καζαντζάκης - Μαγδαληνή
Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.
Κ Καρυωτάκης - Μπροστά σε μια Μαγδαληνή
Την έβλεπα στα πόδια μου μπροστά γονατισμένη:μου γύρευε ένα φίλημα.
Τ’ αφράτα της τα στήθιαη πιθυμιά τα τράνταζε.
Δειλή, κομματιασμένηανέβαινε η φωνούλα της απ’ της ψυχής τα βύθια.
Πουκάμισο αραχνόφαντο της σκέπαζε τα κάλληκι η σάρκα της διακρίνονταν σφιχτή, σφιχτή, ροδάτη,να τρέμει μες στη θύμηση της ηδονής.
Μια αγκάλη ολάνοιχτη με πρόσμενε μυρόβολη, χιονάτη.
Την άκουγα κι εγέλαγα, μ’ αντίκριζε θλιμμένα.
Μα ξάφνου ανασηκώνεται, στα μάτια με κοιτάει,και με γοργότη αφάνταστη —
που κάτι είχε παρμένα απ’ του σπαθιού το τράβηγμα— το ρούχο της πετάει.
Γυμνή, πανώρια, θεϊκή στεκότανε σιμά μου,τα μάτια μου θαμπώθηκαν,
επιάστηκε η φωνή μου,15και μου ’πε ξαναπέφτοντας σα νεκρωμένη χάμου,
σε δυο λυγμούς ανάμεσα: «Σου δίνω το κορμί μου».
Και νιώθω τότε μέσα μου μια πάλη γιγαντένια:οι πόθοι μ’ έσερναν εκεί,
ν’ αρμέξω το φιλί της,μα μια φωνή μού φώναζεν: «Αυτή ’ναι τιποτένια
κι έχει πουλήσει σε πολλούς τ’ αμαρτωλό κορμί της».
Έριξα κι άλλη μια φορά στην όμορφη ένα βλέμμα όλ’ όργητα,
κάποια βρισιά μού ξέφυγε απ’ το στόμα,κι είπα
(μα μέσα μου έβραζε από τον πόθο το αίμα):«Της σάρκας σου δε γίνηκα προσκυνητής ακόμα!»
ΕπιτέλουςΤην έβλεπα στα πόδια μου μπροστά γονατισμένη:μου γύρευε ένα φίλημα.
Τ’ αφράτα της τα στήθιαη πιθυμιά τα τράνταζε.
Δειλή, κομματιασμένηανέβαινε η φωνούλα της απ’ της ψυχής τα βύθια.
Πουκάμισο αραχνόφαντο της σκέπαζε τα κάλληκι η σάρκα της διακρίνονταν σφιχτή, σφιχτή, ροδάτη,να τρέμει μες στη θύμηση της ηδονής.
Μια αγκάλη ολάνοιχτη με πρόσμενε μυρόβολη, χιονάτη.
Την άκουγα κι εγέλαγα, μ’ αντίκριζε θλιμμένα.
Μα ξάφνου ανασηκώνεται, στα μάτια με κοιτάει,και με γοργότη αφάνταστη —
που κάτι είχε παρμένα απ’ του σπαθιού το τράβηγμα— το ρούχο της πετάει.
Γυμνή, πανώρια, θεϊκή στεκότανε σιμά μου,τα μάτια μου θαμπώθηκαν,
επιάστηκε η φωνή μου,15και μου ’πε ξαναπέφτοντας σα νεκρωμένη χάμου,
σε δυο λυγμούς ανάμεσα: «Σου δίνω το κορμί μου».
Και νιώθω τότε μέσα μου μια πάλη γιγαντένια:οι πόθοι μ’ έσερναν εκεί,
ν’ αρμέξω το φιλί της,μα μια φωνή μού φώναζεν: «Αυτή ’ναι τιποτένια
κι έχει πουλήσει σε πολλούς τ’ αμαρτωλό κορμί της».
Έριξα κι άλλη μια φορά στην όμορφη ένα βλέμμα όλ’ όργητα,
κάποια βρισιά μού ξέφυγε απ’ το στόμα,κι είπα
(μα μέσα μου έβραζε από τον πόθο το αίμα):«Της σάρκας σου δε γίνηκα προσκυνητής ακόμα!»
Κική Δημουλά - Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ
|
έμπηξα το χαριστικό καρφί
στο πάθος μου για σένα
τετέλεσται όλα
στον μέσα και τον έξω μου σταυρό
κι έτσι, δίχως θρήνους
απαθής κατεβάζω
τυλιγμένο μες στο λευκό σεντόνι
των μαλλιών μου
το άψυχο διωγμένο φίλημά μου
από τα απαρνητικά σου πόδια
τα όξινά σου χείλη
μόνη μου το σηκώνω
δεν έχει καν
το ιδεολόγο εκείνο βάρος που
αποκτά μια στέρηση όταν
την κληρονομεί η ιστορία
αχ, πανάλαφρος απέμεινε
ο θάνατος του πόθου μου για σένα
φυσικό
έχει κλαπεί από μέσα του το σώμα
μέτρα πόσους αιώνες ήκμασε φρενήρες
σφαδάζοντας επάνω
στην παγερή απάρνησή σου γατζωμένο
και τώρα που αποχωρούν
αι μυροφόροι μοίραι μία μία
κι έμεινα μόνη μες στο άδειο γεγονός
ανασηκώνω το καπάκι που σκεπάζει
αυτά εδώ τα πτώματα που γράφω
και θλιμμένη γελώ παρατηρώντας
πώς ζάρωσε τι γερόντιο έθιμο απέμεινε
ο έρως μου για σένα
αλλά και τι γραΐδιο κωμικό τι μάταιο
η μη ανταπόκρισή σου
τετέλεσται όλα Χριστέ μου.
Τήρησα ωστόσο ευλαβώς
το έθιμο της οδύνης και φέτος.
Bernardino luini - Mary Magdalen |
Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνετ’ απ’ τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμη τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.
Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων
σαν κείται μακρύ κι αδειανό
- να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ –
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ’ το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει συγκεκριμένο χώρο.
Ένα τόπο.
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του
με θάνατο
στην πλατεία
σα λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω-ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου».
Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι – θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
-κίνηση του κόσμου-
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
και υποφέρει
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι – θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
-κίνηση του κόσμου-
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
και υποφέρει
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.
ΑΠΟ http://logocafe.blogspot.gr/
φανταστηκοσας Γεωργια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Χρήστο
Διαγραφή