Ο Λάμπρος Πορφύρας (ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, από τα δύο ομώνυμα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού) γεννήθηκε στη Χίο, ήδη όμως από την παιδική του ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ερμούπολη της Σύρου. Τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο στην Πλάκα και το Α΄ Γυμνάσιο Πειραιά. Μαθητής του Γυμνασίου ακόμη, δημοσίευσε το ποίημα Θλίψη του Μαρμάρου στην εφημερίδα Άστυ (1894). Αμέσως έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους και προκάλεσε το ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά, ενώ συνδέθηκε στενά με τα περιοδικά Τέχνη (που στήριξε και οικονομικά) και Διόνυσος, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γιάννη Καμπύση. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τη φοίτησή του. Μαχόμενος σοσιαλιστής και δημοτικιστής, υπήρξε μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και συνυπέγραψε το καταστατικό της Σοσιαλιστικής και δημοκρατικής Κίνησης. Το 1900 ταξίδεψε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με τους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους με τη μεσολάβηση του Ζαν Μορεάς, τη Ρώμη και το Λονδίνο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου έμεινε ως το θάνατό του το 1932, δημοσιεύοντας ποιήματα στα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Επιστρατεύτηκε δυο φορές κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε μια μόνο ποιητική συλλογή με τίτλο Σκιές, ενώ το 1932 με επιμέλεια του αδελφού του εκδόθηκαν και οι Μουσικές φωνές, συλλογή για την οποία είχε τιμηθεί με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής ποιητής και τιμήθηκε με τον Αργυρούν Σταυρόν των Ιπποτών του Τάγματος και του Σωτήρος από τον βασιλιά Αλέξανδρο (1918) και με μετάλλιο από τον Δήμαρχο του Πειραιά Τάκη Παναγιωτόπουλο. Ο Πορφύρας ανήκει στους συμβολιστές ποιητές και δέχτηκε επιδράσεις από τους ευρωπαίους συμβολιστές και από την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού και του Κωστή Παλαμά.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Σκιές. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο Γ.Βασιλείου, 1920.
• Οι μουσικές φωνές. Αθήνα, Τα χρονικά, 1934.
ΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Άπαντα• έκρινε Γ.Βαλέτας. Αθήνα, Πηγή, 1956 (και έκδοση β’ συμπληρωμένη, Αθήνα, Βασιλείου, χ.χ.).
• Τα ποιήματα (1894-1932). Αθήνα, Ελληνική Βιβλιοθήκη/Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1993. 1. Για αναλυτικότερα εργογραφικά στοιχεία του Πορφύρα βλ. Βαλέτας Γ, Πορφύρας · Άπαντα, σ.318-331. Αθήνα, Βασιλείου, χ.χ. (έκδ. β' συμπληρωμένη) και Κατσίμπαλης Κ.Γ., Βιβλιογραφία Λάμπρου Πορφύρα. Αθήνα, 1956.
Lacrimae rerum
από την ομορφιά σου τη θλιμμένη
στους τοίχους,στον καθρέφτη, στα εικονίσματα,
από την ομορφιά σου κάτι μένει.
Κάτι σα μόσκου μυρωδιά-κι απλώνεται
και το φτωχό σπιτάκι πλημμυρίζει
κάτι σα φάντασμα ,θολό και ανέγγιχτο,
κι όπου περνάς σιγά το κάθε αγγίζει....
Όξω ,βαρύ, μονότονο ψιχάλισμα
δέρνει τη στέγη μας-και τότε αντάμα
τα πράγματα που αγιάσανε τα χέρια σου
αρχίζουν ένα κλάμα....κι ένα κλάμα....
Κι απ' τη γωνιά,ο καλός της λήθης σύντροφος,
τ'αγαπημένο μας παλίο ρολόι,
τραγουδιστής του χρόνου,
κι αυτός κλαίοντας,
ρυθμίζει αργά,φριχτά,το μοιρολόι....
🌀🌀🌀🌀
Πολλές φορές στου δειλινού τη μυστική την ώρα,
όταν γυρνώ με την ψυχή βαριά συλλογισμένη,
πολλές φορές στην ερημιά βγαίνει μιαν άυλη χώρα,
μια χώρα πάντα σιωπηλή και πάντα θαμπωμένη.
Tα σπίτια της είναι κλειστά κι είναι παλιά. Kλωνάρια
ξεβγαίνουν μέσ' απ' τις φτωχές αυλές, τις ρημαγμένες,
στους τοίχους, στα κατώφλια τους, φυτρώνουνε χορτάρια
κι οι στέγες μες στην πράσινη τη μούχλα είναι ντυμένες.
Έτσι είναι. Kι άλλα τα 'χω δει -θαρρώ- στα μαύρα ξένα,
άλλα εδώ πέρα στο χωριό, και κάποια στο νησί μου,
κάποια στο δρόμο του γιαλού, σε χρόνια ευτυχισμένα,
κι όλα τους, κι όλη η χώρ' αυτή μού λέει για τη ζωή μου.
A! Kαθώς μπαίνω στ' άχαρα τα βραδινά στενά της,
κανένας δεν υπάρχει πια να βγει να μ' απαντήσει,
εγώ είμαι ο μόνος κι ο στερνός που τα περνώ διαβάτης·
θυμάμαι αγάπες· σβήνεται το λίγο φως στη δύση·
Σβήνεται αγάλια ολότελα. Kι η χώρα η θαμπωμένη
μαζί μ' εκείνο σιωπηλή βυθίζεται μακριά μου,
γυρνάω σκυφτός.Kι αλλοίμονο! τριγύρω μου δε μένει
παρά η νυχτιά, κι η σκοτεινιά κι η ατέλειωτη ερημιά μου.
🌀🌀🌀🌀
Χριστέ μου, δόστου τη χαρά, τη μόνη που μπορούσε
να σου ζητήση απάνω εκεί νοσταλγικά η ψυχή του.
κάνε το θάμμα κι άσε τον να ζήση όπως εζούσε
σε μια μεριά που, τάχατες, να μοιάζη το νησί του.
Νάναι τα βράχια στο γκρεμό βαθιά κουφαλιασμένα,
νάχη σωριάσει η θάλασσα στην αμμουδιά τα φύκια,
κι αράδα-αράδα στο γιαλό δεμένα, αποσταμένα,
να σιγοτρίζουν τα φτωχά σκιαθίτικα καΐκια.
Νάναι οι νησιώτισσες οι γριές, κ’ οι νιες, οι πεθαμένες
αυτές που τις θλιμμένες τους μας έλεγε ιστορίες -
να γνέθουν το λινάρι οι γριές στην πόρτα καθισμένες,
και δίπλα στα παράθυρα ν’ ανθίζουν οι γαζίες.
Κ’ ύστερα ακόμα νάναι ελιές, και νάναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι και το φώς τ’ αχνό να προσκυνάνε,
να τονε περιμένουνε στον κάμπο τα ξωκκλήσια
Και την καμπάνα τους μακρυά οι αγγέλοι να χτυπάνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τη στερνή χαρά να ιδή και πάλι
τη γνώριμή του τη ζωή κοντά στ’ ακροθαλάσσι !
Αχ, έτσι αθώα, κ’ έτσι απλά κι αγνά την είχε ψάλει,
που της αξίζει εκεί ψηλά μαζί μ’ αυτόν ν’ άγιάση!..
🌀🌀🌀🌀
Μην κλαις, μη λες πως τίποτα δε σού’ μειν’ εδώ πέρα.
Σου μένει, απάνω στα βουνά, το πέρασμα της μπόρας,
σου μένει η χαραυγή μακριά στο πέλαγο κι η μέρα
κάτω στον κάμπο κι οι ελιές και το βουητό της χώρας.
Σου μένει ακόμα το φτωχό, τ’ απάνεμο ακρογιάλι,
που, σα βραδιάζει, μέσα του πέφτουν τα βράχια, οι μώλοι,
τα σπίτια, ο γέρος ο ψαράς που λάμνει αγάλι αγάλι.
Μην κλαις! Σου μένει εκεί -για ιδές!- όλ’ η ζωή μας. ‘Ολη.
Σου μένει εκεί με τη βουβή κι αθώα της γαλήνη,
με τη γλυκοχαμόγελη, την ξένοιαστη ομορφιά της,
με τη σκιά της, τη σκιά που αρχίζει να τη σβήνη
σιγά σιγά το σούρουπο και της νυχτιάς ο μπάτης…
🌀🌀🌀🌀
Aπόψε, η γη σου είν' όμορφη -Θε μου- όλη πέρα ώς πέρα:
το λόφο ρείκια κόκκινα τον έχουνε στολίσει,
σα να 'ναι μια παραμονή γλυκιάς γιορτής, κι η μέρα
σαν αγαθό χαμόγελο κι εκείνη αργεί να σβήσει.
Δεξιά, ζερβά στη μοναξιά του δρόμου οι λεύκες μένουν
ακίνητες στο λίγο φως, δε σειέται ένα κλαδί τους,
δεν τρέμει ούτ' ένα φύλλο τους· όπου κι αν δεις σωπαίνουν
και σα μια δέηση βουβή, θαρρείς, είν' η σιωπή τους.
Kάτω στα πλάγια του βουνού, που γέρνει βυθισμένο
μέσα στου ονείρου τη σκιά, μες στη θολή γαλήνη,
το μακρινό, το βραδινό χωριό τ' αγαπημένο
σαν άυλος τόπος για ψυχές που 'ν' άγιες έχει γίνει.
Kι απάνω εκεί δυο σύννεφα, λες κι είν' ασπροντυμένοι
αγγέλοι, που με τ' ανοιχτά φτερά τους σταματήσαν
κι ηύραν τη γη τόσ' όμορφη και τόσο ευτυχισμένη,
που εμείναν και τον ουρανό γι' απόψ' ελησμονήσαν...
🌀🌀🌀🌀
Χειμωνιάτικα Δέντρα
Tα σκοτεινά φυλλώματα τα πεύκα αργοσαλεύουν,
σα ρασοφόροι στο βουνό που μάχονται ν' ανέβουν,
κι ο θλιβερός τους ο ψαλμός στ' άδεια βογγάει λαγκάδια
σα μουσικός αντίλαλος από βαθιά πηγάδια.
Mαζί τους κάτι ολόγυμνα κλαριά δεν αποσταίνουν
τρελλά μια χειμωνιάτικη καμπάνα να σημαίνουν,
όπου τα γέρνει ο άνεμος γέρνουν, σημαίνουν, δίχως
απ' το βουβό τους σήμαντρο ποτέ να βγαίνει ο ήχος.
Kαι στον καθρέφτη του νερού, που σαν την καταχνιά,
κάποτε -τ' ανοιξιάτικο το λέει το παραμύθι-
τον κήπο της Nεράιδας εστρώναν τα κλωνιά
τίποτε τώρα στα θολά δεν απομένει βύθη.
Σε ραγισμένους γύρω αυλούς οι καλαμιές φυσούνε
τα νυφικά μαλλάκια τους μαδούν μαδούν οι ιτιές,
τον κήπο της Nεράιδας σβημένο νοσταλγούνε
και κλαιν τις ανοιξιάτικες εφήμερες σκιές,
Ω! κι όλο σκύβουν στα νεκρά νερά τα βουρκωμένα,
ω! κι όλο σειούνται κι έχουνε μες στον πικρό βοριά
τα ίδια τα κινήματα, τ' αργά κι απελπισμένα,
που 'χομε μες στη λύπη μας κι εμείς την πιο βαριά.
Δεν ξέρω πώς να σου το ειπώ. Mα ο δρόμος, χθες το βράδυ,
μες στην σταχτιά τη συννεφιά σα θέατρο είχε γίνει,
μόλις φαινόνταν η σκηνή στ' ανάριο το σκοτάδι
και σα σκιές φαινόντανε μακριά μου οι θεατρίνοι.
Tα σπίτια πέρα κι οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα
έλεγες κι ήταν σκηνικά παλιά και ξεβαμμένα,
κι εκείνοι εβγαίναν κ' έπαιζαν τ' αλλόκοτό τους δράμα,
κι άκουγες βόγγους κι άκουγες και γέλια ευτυχισμένα.
Eγώ δεν ξέρω. Eβγαίνανε κι εσμίγαν κι επαγαίναν
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία,
Kι έβγαινε -Θε μου!- κι η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν,
έβγαινε -Θε μου!- κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία.
🌀🌀🌀🌀
Πήραν στρατί στρατί το μονοπάτι
βασιλοπούλες και καλοκυράδες,
από τις ξένες χώρες βασιλιάδες
και καβαλλάρηδες απάνω στ' άτι.
Kαι γύρω στης γιαγιάς μου το κρεβάτι,
ανάμεσ' από δυο χλωμές λαμπάδες
περνούσανε και σαν τραγουδιστάδες
της τραγουδούσαν -ποιος το ξέρει;- κάτι.
Kανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη
δε σκότωσε το Δράκο ή τον Aράπη
και να της φέρει αθάνατο νερό.
H μάνα μου είχε γονατίσει κάτου·
μ' απάνω -μια φορά κι έναν καιρό-
ο Aρχάγγελος χτυπούσε τα φτερά του.
🌀🌀🌀🌀
Ωραία γυναίκα, το τρελλό το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχώ ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.
M' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητον οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές,
Kαι μ' όσα ακόμα ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά τη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...
🌀🌀🌀🌀
Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα
Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι’ άκρη, τώρα π’ αρχίσαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιε το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.
Πιε το η ψυχή σου αξέννοιαστη τόσο πολύ να γίνει,
που αν έρθ’ η Mοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε μαζί σου ας πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Xάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
πηγή φωτογραφίας |
ΚΡΙΤΙΚΗ
Λάμπρος Πορφύρας είναι το «απαστράπτον ψευδώνυμον» που «περιεβλήθη ως μανδύαν βύσσου» ο ποιητής Δημήτριος Σύψωμος από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του στα γράμματα, τον Σεπτέμβριο του 1894, και με το οποίο καθιερώθηκε έκτοτε στον ελληνικό Παρνασσό. Το ψευδώνυμο αυτό, χωρίς να υποδηλώνει καθόλου ότι ο δεκαπενταετής μόλις τότε φέρελπις ποιητής είχε ζηλώσει δόξα «λαμπράς πορφύρας», φιλοδοξία που θα αποδεικνυόταν άλλωστε ασυμβίβαστη με την ταπεινοφροσύνη και την απλότητα όλης της μετέπειτα ζωής του, παραπέμπει στα έργα του Σολωμού Λάμπρος και Πόρφυρας και φαίνεται έτσι να αποτελεί έγκαιρη αναγνώριση και τιμή προς τη σολωμική ποίηση.
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα (1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 13-14 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
🌀🌀🌀🌀
[…] Αυτός ο μετριοπαθής ποιητής, που πέρασε τη ζωή του αποτραβηγμένος και χωρίς φιλοδοξίες στις ταβέρνες της Πειραϊκής, κατάφερε όσο λίγοι συνομήλικοί του να εκφράσει τη μελαγχολία της γενιάς του. Χάρη σε μια γλώσσα ουσιαστική που δεν επιδιώκει σύνθετες λέξεις, ηχηρά επίθετα, και στο ανεπιτήδευτο των παραστάσεών του, κατέδειξε τον τρόπο με τον οποίο το ημίφως του συμβολισμού μπορούσε να εγκλιματιστεί με φυσικότητα στην Ελλάδα και να αποκτήσει γνήσια ελληνική ιθαγένεια· […]
Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 323.
🌀🌀🌀🌀
[…] από την άποψη της λυρικής διάθεσης, μπορούμε να μνημονεύσουμε τον Πορφύρα και το λιγοστό έργο του: μια ποιητική συλλογή Σκιές (1920) και μια οψίτυπη, Οι μουσικές φωνές (1934). Κι οι δυο συγκεντρώνουν την παλαιότερη εργασία του: βγαίνει κι αυτός από τον κύκλο της Τέχνης και του Διόνυσου. Ρέμβη, νοσταλγία, μελαγχολία, είναι τα φυσικά θέματα της ποίησής του, που είναι πάντα ευγενική, σεμνή, δοσμένη σε μισόλογα και αποχρώσεις. Όταν πάει να υψώσει την φωνή του, ο λυρισμός φεύγει. […].
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 544-545.
🌀🌀🌀🌀
Ο Πορφύρας υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, ο γνησιότερος και συνεπέστερος ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες συμβολιστές ποιητές. Ο Συμβολισμός, με όλα όσα προϋποθέτει, δεν ήταν γι’ αυτόν απλώς μια σχολή ή μια τεχνοτροπία, ανάμεσα στις άλλες, που την ακολούθησε σε μια φάση ή περίοδο της δημιουργίας του, την πιο γόνιμη έστω και την πιο σημαντική, όπως π.χ. ο φίλος του ο Χατζόπουλος, αλλά αποτέλεσε ένα είδος πίστης και στάσης ακλόνητης απέναντι στη ζωή και στην ποίηση, συνυφασμένης με τον ψυχισμό και την προσωπικότητά του. Γι’ αυτό και επινοεί και χρησιμοποιεί με τρόπο αβίαστο και φυσικό τα σύμβολά του […]. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και η ποίησή του αναβλύζει μονότροπη, συγχρόνως όμως και τόσο ειλικρινής. Αυτή είναι, πιστεύω, η κυριότερη αιτία για την οποία η λιγοστή, χαμηλόφωνη και διακριτική ποίηση του Λάμπρου Πορφύρα άφησε φανερά τα ίχνη της στη δεύτερη γενιά των Ελλήνων συμβολιστών ποιητών. Οι απηχήσεις της, «όχι και τόσο αισθητές με την πρώτη ματιά», πάντως υπαρκτές στο έργο του Καρυωτάκη, γίνονται περισσότερο ευδιάκριτες στο έργο των ποιητών εκείνων που ακολούθησαν συνειδητά, βαθαίνοντας την κοίτη του, με το ρεύμα του Συμβολισμού και έφεραν ακόμα πιο κοντά την ποίησή τους με τη μουσική. Έτσι, την ποιητική του δημιουργία προϋποθέτουν ορισμένα τουλάχιστον, αλλά από τα καλύτερα ποιήματα του Ρώμου Φιλύρα (Εαρινό, Καρτέρι, Μπόρα του Μάη κ.ά.), του Κώστα Ουράνη (Νοσταλγίες, Η ζωντανή νεκρή, Φθινοπωρινό πάρκο, Χινοπωριάτικοι καιροί, Τα φορτηγά καράβια συλλογίζομαι κ.ά.), του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (Μελαγχολία, Όταν βραδιάζη, Πόθος, Ήταν ένα βαθύ κ’ εξαίσιο βράδι, Dolente, Απόψε πρόβαλεν ο κάμπος κ.ά.), του Μήτσου Παπανικολάου (Βράδιασμα, Θάλασσα του βορρά κ.ά.).
Ο Τέλλος Άγρας, άλλωστε, πάντα εύστοχος κριτικός, το έχει δηλώσει κατηγορηματικά: «Ο Πορφύρας (…) επιδράσεις επί νεαρωτέρων έσχε πολλάς».
Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η εποχή και η ζωή του Λάμπρου Πορφύρα». Λάμπρος Πορφύρας, Τα ποιήματα (1894-1932), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, 106 & 107 [σειρά: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη].
πηγές
22 Μαΐου 1938 - Φωτογραφία από τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Λάμπρου Πορφύρα στην Φρεαττύδα Από http://pireorama.blogspot.gr/2013/02/ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου