Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ , ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ

Στα βουνά, ο πιο κοντινός δρόμος είναι από κορυφή σε κορυφή, αλλά γι αυτό πρέπει να έχεις μεγάλα πόδια. Οι αφορισμοί θα πρέπει να είναι κορυφές, κι εκείνοι που τους χρησιμοποιούν, θα πρέπει να είναι γίγαντες.
Φρήντριχ Νίτσε

Βασίλης Ιθακήσιος - Όλυμπος 

Γεώργιος Αθάνας  - Κατάκορφα στον Έλυμπο

Κατάκορφα στον Έλυμπο θα στήσω κανοκιάλι
να ιδώ την πλάση τωρινά μαζί και περασμένα,
μπας και χωρίσω ένα σκοπό μες στην ανεμοζάλη
που όλο τον κόσμο τυραγνεί και όχι πιο λίγο εμένα…



Αριστοτέλης Βαλαωρίτης  - Τα δυο βουνά

Εβρόντουν κι άστραφταν παντού τα κλέφτικα λημέρια.
Γοργά του Χάρου εθέριζαν τ΄αχόρταγα τα χέρια,
κι ήταν ο πόλεμος χαρά, τα φονικά παιχνίδια….
Με μιας θολώνουν του Ολύμπου τα χιονισμένα φρύδια
και μαύρα νέφη απλώνονται στου Κίσσαβου τη ράχη.



 Κ.Μαλέας - Ταΰγετος 

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ο ΤΑΥΓΕΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ

Χτες τη νύχτα ξαναγύρισα στον Ταΰγετο

J’ étais sur le pont dès cinq heures, cher-
chant la terre absente, épiant à quelque bord de
cette route d’ un bleu sombre, que tracent les
eaux sous la coupole azurée du ciel, attendant
la vue du Taygète lointain comme l’ apparition
d’ un dieu.
GERARD DE NERVAL
(Voyage en Orient – Introduction XII)
...
Τώρα μπορώ να σε  θυμάμαι και να κλαίω, όπως κλαίει
στα τσακισμένα σου πλευρά μια μικρή βρύση στάζοντας
μετά τα  μεσάνυχτα.
Δεν  έγινε ὅ,τι οραματίστηκα, δε  μπόρεσα. Σε ψάχνω,
σε  αναζητάω  μέσα στη νύχτα. Θέλω ν’ ακουμπήσω
τα  χείλη μου πάνω στην πέτρα σου να μη μ’ ακούσει κανείς
άλλος, αγαθέ μου γέροντα! Κανείς άλλος!
Δεν πρέπει την αλήθεια να την λέει κανένας όπου τύχει.
Άλλωστε εγώ δεν έχω φίλους, εξαντλήθηκαν οἱ μέρες
της εμπιστοσύνης
κι η  ευτυχία του κόσμου είναι μαχαίρι δίκοπο για  κείνον
που την ονειρεύεται.
Μούσκεψε το πουκάμισό μου στο αίμα, μ’ έπνιξε η σιωπή!


................................................

Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως η κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
Δίψα βαθιά σαν ωκεανό,
ψηλότερη κι απ’ το φεγγάρι.
Δίψα που να την λυπηθεί ο Θεός!
Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα των γκρεμνών του
ρωγμές για ζώα, νεροσυρμές ελάτια κι αγριοπερίστερα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
Ζητώντας να ‘βρει μέσα τους ένα σπινθήρα!
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
Τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη!



Ταϋγετος, Γιολδάσης Δημήτρης

Ν. Βρεττάκος - ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΒΟΥΝΟ

Ι
Όχι ακόμη, δεν ήρθα να σε απο-
χαιρετήσω αδελφέ, που σε ανέβηκα
πρώτη φορά όταν ήμουν φως
σ’ ένα μίσχο. Οι περσότεροι
στίχοι μου είναι κτίσματα
πάνω σου. Κι αν ο λόγος μου
γίνονταν Λόγος, θα μέναμε όρθιοι
τότε κ’ οι δυό σαν πέτρες
παράλληλες. Όμως μέσα
στο ανάστατο δάσος του κόσμου
σήμερα ο Λόγος δύσκολα
ακούγεται. Αλλά τα παιδιά
το ξέρω πώς μέσ’ από τα
βιβλία μου αύριο θα μαζεύουν
λουλούδια και πως θα μιλούν
για το θαύμα – ζωή, κοιτώντας
τον κόσμο μέσ’ απ’ τους στίχους μου.

ΙΙ
Σε ανέβαινα, σε κατέβαινα, ουρανό
φορτωμένος για τις ανάγκες μου.
Οι λέξεις μου, κάλυκες, έπρεπε
να γιομίζουν με φως. Οι στίχοι μου
γλάστρες στου Θεού το παράθυρο.

ΙΙΙ
Όταν ήρθα στον κόσμο κ’ είδα
τον ήλιο, είπα: Θα πρέπει κάτι
ν’ αφήσω πίσω μου φεύγοντας.
Και το βρήκα αρκετό. Ν’ ανεβώ
στην κορφή σου, να πετάξω
στη γης ένα λουλούδι.

IV
Είδα τον κεραυνό, το φιδίσιο του
τίναγμα. Ταλαντεύονταν λάμποντας
από κάτω ως απάνω την κορφή σου,
μετέωρος. Κ’ η σκέψη μου έπαιξε
μες το κρανίο μου σαν αστραπή:
Πηδώντας στο πρώτο του, ν’ ανεβώ
ένα – ένα, από κάτω ως απάνω
τα λοξά σκαλοπάτια του.

V
Η ουράνια δαντέλα,
η σχεδόν κυματίζουσα,
των γραμμών σου, θαρρείς
όταν δύει ο ήλιος
και γιομίζει αγγέλους.
Προχωρούν, ανεβαίνουν
απ’ τις δύο παρυφές
στη μεγάλη κορφή σου.
Συγκεντρώνονται πάνω της
σαν μιά χορωδία.
Όσο που τέλος,
κάποιος απ’ όλους
απλώνει το χέρι
κι ανάβει τον έσπερο.

VI
Εδώ πάνω είναι ο θάνατος άγνωστος
έλεγα κ’ έγραφα κάποτε. Κ’ ήταν
αλήθεια. Γινόταν συχνά.
Τα περάσματα έκλειναν.
Ο κρύος αέρας κ’ οι σκιές
της νυχτός δεν έβρισκαν
δίοδο.
………Συναντιόνταν
το έξω και το μέσα μου φως
κι απλωνόταν δίχως όρια γύρω μου.

VII
Ήμουν δέκα χρονών όταν χάραξα
μ’ ένα σουγιά σε μια πλάκα σου
τ’ όνομά μου, μόλις βγαίνει να το
συλλαβίζει ο ήλιος. Ήταν τότε
που ακόμη είχα «εγώ» μα που
αργότερα το ‘σβησα, καθώς
η βροχή απ’ την πλάκα σου
τ’ όνομά μου.
………………Τ’ όνομά μου
η φωνή ενός αηδονιού
που βγαίνει απ’ το δάσος
χωρίς τ’ όνομά μου.
Μου αρκεί να γνωρίζω ότι
στάζει Θεό στις ψυχές
των παιδιών η λάμψη των λέξεων.

VIII
Υποσχόμουν στο ένα που ήταν όλα.
Χαμογελούσα στο ένα που ήταν όλα.
Δεν ήσουν το ένα, καλό μου βουνό.
Σε έκαμα πρόσωπο, σε είδα λαό
και σε είδα πλανήτη. Κ’ έκαμα
ένα όμορφο όνειρο: Να μεταβάλω
μ’ αυτό το χαμόγελο πάνω σου
σε κρόσια ήλιου όλα τα σύννεφα,
σε φώσφορο ειρήνης μιά καταιγίδα.

IX
Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω
ν’ ακουμπήσω κάπου τη λύπη μου.
Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα,
αισθήματα, ιδέες, ήταν ρευστά,
χρειαζόμουν μιά πέτρα στερεή
ν’ ακουμπώ το χαρτί μου.
Μην αποσύρεις την πέτρα σου,
Κύριε, και μείνουν τα χέρια μου
στο κενό. Έχω ακόμη να γράψω.

X
Παλεύοντας διάσχισα ανέμους
πολλούς, που βρίσκαν το στήθος μου
ανοιχτό και με πάγωναν. Υδρορροές
κεραυνών το μέτωπό μου, φαγώθηκε,
έτσι που τώρα να στεκόμαστε
ο ένας μας αντίκρυ στον άλλο,
σαν δυό αδελφά γκρίζα
πετρώματα.
……………..Η γαλήνη σου
όμως και η γαλήνη μου πάντοτε.
Καθισμένος στα πόδια σου,
γιομάτος πληγές, μακαρίζω
την ύπαρξη.
…………….Η μοίρα
μου επέτρεψε απ’ όλον τον μέγα
πλούτο που υμνώ, να έχω
κ’ εγώ στο σύμπαν μιά πέτρα.

XI
Πολύ το προσπάθησαν οι άσχημοι
τούτοι καιροί, αλλά τέλος
δεν μου ρήμαξαν την ψυχή
για να μείνει εδώ, να στέκεται
δίπλα σου, να σε ντύνει,
σε ώρες χαρμόσυνων ημερών,
αγγελμάτων.
………………Θα ‘ναι το γιορ-
τινό σου πουκάμισο.

XII
Θέλω να υφάνω, ν’ αποδώσω με λέξεις
το ρυθμό του νερού, που χτυπάει
στα χαλίκια κάτω απ’ τις φτέρες σου.
Ν’ ακούγεται όμοια κ’ η ψυχή μου
κυλώντας, λέξη τη λέξη, μέσα
στους στίχους μου, να ρέει
συνεχώς, καθαρά, τρυφερά,
(από δω ουρανός κι από κει ουρανός)
μουσική δωματίου μέσα στο χρόνο.

XIII
Με τις λέξεις σου μίλησα των τσοπάνηδων
που τις φύλαξα στο αίμα μου. Ήταν
γυμνές και τους φόρεσε ένδυμα
να ταιριάζουν στην ομιλία μου
με τον κόσμο – με τα ζώντα και μη,
που όλα μαζί σχηματίζουνε έναν
ποταμό ομορφιάς, που εδώ ακριβώς,
στους δυό μας ανάμεσα και γύρω από μας,
στο χώρο της γης, τέμνει την άβυσσο.

XIV
Το ξέρω ότι ήσουν και πριν
γεννηθώ. Το ύψος σου
πάντως βγήκε από μέσα μου.


Λίμνη & Βουνά, Εντγκάρ Ντεγκά

Γεώργιος Δροσίνης  - ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ

Ἡ πλάσι ἡ παντοδύναμη κι’ ἀπόνετη μητέρα
για σένα δεν ἐστάθηκε καθόλου ἀκριβοχέρα.
Ἂν ἔδωσε σ’ ἄλλο βουνὸ ψῆλος καὶ περηφάνεια
κι’ ἄλλο βουνὸ ἂν τὸ σκέπασε μὲ λόγγους καὶ ῥουμάνια
κι’ ἄλλο βουνὸ ἂν στεφάνωσεν ὁλοχρονὶς μὲ χιόνια
μάζεψε ἀπ’ ὅλα τὰ βουνὰ τῇ μοιρασμένη χάρι
τὴν ἔσμιξε καὶ σ’ ἐπλασε, βουνό, βουνῶν καμάρι.

Κι’ ὅταν ἀτόφιο καὶ βαρὺ καὶ παγωμένο χιόνι
μαρμαρωμένο φαίνεσαι, καθὼς στά παραμύθια.
Μὰ ἔχεις κρυμμένη τῇ ζωῇ στά παγωμένα στήθια
κι’ ἅμα προβάλῃ ὁλοφέγγος ὁ ἥλιος ἀπ’ ἀγνάντια
τὸ μάρμαρο σπᾷ καὶ γεννᾷ σμαράγια καὶ διαμάντια

Σμαράγδια τὰ ῥουμάνια σου, διαμάντια τὰ νερά σου
Ἀπλώνονται, σκορπίζονται, χύνονται ὁλόγυρά σου,
Χαρίσματα ἀξετίμητα καὶ δῶρα εὐλογημένα
στα εἰκοσιτέσσερα χωριά, που κρέμονται ἀπὸ σένα
Καὶ δίνεις στίς ζωὲς ζωή, φέρνεις στίς χάρες χάρι
περήφανο καὶ σπλαχνικὸ βουνό, βουνῶν καμάρι!



Μαλέας Κωνσταντίνος-Χελμός

Νίκος Εγγονόπουλος - Mπολιβάρ (απόσπασμα)

…Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος
την κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων
του Σαρωνικού, τη Θήβα,
………………………………………………………………………..
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.

Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν
τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφέ…



Από τα ελληνικά βουνά Μαλέας Κωνσταντίνος



Ο. Ελύτης -  [Τα θεμέλιά μου στα βουνά]

«Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!»
(Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος)



Ανάμεσα Στα Βουνά, Πωλ Γκωγκέν
Ο. Ελύτης  

Τα πανύψηλα όρη
ας πούμε οι Άνδεις
έχουνε το αντίστοιχό τους
μέσα μας (όπως το Σύμπαν
υποτίθεται
κάποιο άλλο από αντιύλη)
όπου όταν προχωρούμε προς την κορυφή τους
αραιώνει κι εκεί ο αέρας
τόσο που λιποθυμάς
τα ανθρώπινα όργανα δεν αντέχουνε τόση καθαρότητα

-Κάθε βουνό κι η υπογραφή του.

-Και μετά που δάκρυσα είδα τα βουνά
Γινωμένα ιερά να βασιλεύουν
Πίσω από τον ήλιο.


Το βουνό Sainte Victoire, Πωλ Σεζάν


ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ  - Βουνά σας χαιρετώ (1973)

Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά
για ταξίδι μεγάλο
δίχως πηγαιμό, δίχως γυρισμό.
Βουνά, βουνά σας χαιρετώ
φεύγω για μακριά.

Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.

Μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά
αυτή μόνο θα νοιώσει
το σκληρό καημό απ’ το χωρισμό
μονάχα μια καρδιά πονώ
μόνο μια καρδιά.

Δεν κιότεψα, δεν λύγισα
και τη ζωή αψήφησα.


Πίνακας - Παναγιώτης Τέτσης


Κ. Π. Καβάφης - Tο Bουνό

Eις βουνό εγώ κι’ ο Έρως
κ’ η Aγάπη μου μαζί,
κι’ ο θεός Kαιρός ο γέρος
αναβαίναμε πεζοί.

H Aγάπη μου αποστούσε
εις τον δρόμον τον σκληρόν,
και ο Έρωτας περνούσε·
βιαστικά με τον Kαιρόν.

Στάσου, λέγω, Έρωτά μου
και μη τρέχετ’ εμπροστά.
H καλή συντρόφισσά μου,
η Aγάπη δεν βαστά.

Πολλοί, πολλοί ανέβησαν το βουνό του Xρηστοπούλου, πολλοί καθημερινώς αναβαίνουν το σκληρό βουνό επί του οποίου τόσαι και τόσαι Aγάπαι βραδύνουν το βήμα, και κουράζονται, και λειποθυμούν και χάνονται. Eις τους πρόποδας του βουνού κάτω πόσον φαιδρά, δυνατή, και υγιής είναι η Aγάπη, και με πόσην επιθυμίαν βλέπει την πρασινάδα της κορυφής και διψά να αναβή εκεί να ζήση ευτυχής με τον εραστήν της ― εκεί όπου θα είναι θερμότερος ο ήλιος και καθαρότερος ο αήρ. Kαι φεύγει εύθυμος η συντροφιά ― ο Nέος, και η Aγάπη, και ο Έρως, και ο Kαιρός. O δρόμος εις την αρχήν της ανόδου είναι ομαλότατος, και απατώνται και προχωρούν έως εις τα μισά. Aλλά εδώ ολίγον κατ’ ολίγον χαλνά· έχει λίθους μεγάλους και κοπτερούς παντού· έχει ατραπούς απόρρωγας· και η Aγάπη αρχίζει να κουράζεται, να ασθμαίνη και να ωχριά. Προχωρεί όμως πάντοτε. Nα καθίση να αναπαυθή δεν θέλει διά να μη χάση καιρόν. Kαι πού να καθίση; Παντού πέτραι, λάκκοι, και άκανθοι. Nα γυρίση οπίσω ουδέ δύναμιν έχει, ουδέ διάθεσιν. Eμπρός, εμπρός θα υπάγη η Aγάπη ― με την τεχνητήν ενέργειαν της θέρμης, προσποιουμένη ότι δεν εξηντλήθη έτι. Έπειτα το τέλος δεν είναι πλέον μακράν. Δεν βλέπετε τον Έρωτα και τον Kαιρόν πώς τρέχουν, εις ποίαν απόστασιν επέταξαν! Σχεδόν έφθασαν εις την κορυφήν. Aς κάμωμεν μίαν γενναίαν προσπάθειαν και ημείς. Eντροπή να μένωμεν οπίσω. Eμπρός, εμπρός, θα τους φθάσωμεν. Aλλ’ η ολίγη δύναμις ήτις είχε μείνει εις την Aγάπην εξηντλήθη με αυτήν την υστερινήν προσπάθειαν. Όσω δε σπεύδει εκείνη, τόσω γρηγορώτερα ο Έρως και ο Kαιρός πετούν. Kαι νομίζεις που ενώ φεύγουν αλλάζουν και μορφήν. Eκείνοι οι τόσον μεγάλοι, οι τόσον ωραίοι, φαίνονται ως να εμίκραιναν, ως να ασχήμισαν. Tώρα ομοιάζουν οι δυο θεοί μας ως άνθρωποι απλοί· τώρα ως νάννοι πτερωτοί· τώρα πτηνά· τώρα δυο κουκκίδες· φευ τώρα έσβυσαν όλως διόλου, και με το σβύσιμόν των βάλλει η Aγάπη μεγάλην κραυγήν, η οποία εξυπνά όλα τα σπήλαια του Bουνού, και πίπτει νεκρά προ των ποδών του κλαίοντος Nέου. Mε αλγούσαν, αλγούσαν καρδίαν σκάπτει τον τάφον της Aγάπης ο Nέος επάνω εις το βουνόν, και εν τω μέσω του θλιβερού έργου στρέφει τα βλέμματα πέριξ και διά πρώτην φοράν παρατηρεί ότι το έδαφος καλύπτουν τάφοι πολλοί ―πολλοί, άπειροι― όπου άλλαι Aγάπαι κείνται εις το υψηλόν κοιμητήριον του βουνού, από κάτω από την ψευδή πρασινάδα και ευμορφίαν της κορυφής.

Eίναι οπτική απάτη αυτή η κορυφή; Eίναι άυλος σκηνογραφία καμωμένη διά να γελά τους ταλαιπώρους ταξειδιώτας; Tόσα είναι τα μνήματα εδώ ώστε κλίνω να το πιστεύσω, και όμως ομολογώ ότι βλέπω πραγματικώτατα σπιτάκια ―ολόκληρον μίαν μικράν κώμην― εκεί επάνω. Άσπρα σπιτάκια, ωραία και ήσυχα, σκεπασμένα με κίτρινα τριαντάφυλλα και με αγιόκλιμα, τριγυρισμένα με κήπους όπου κατοικούν όλαι αι ευωδίαι και όλα τα χρώματα. Mήπως ο Έρως που πετά βιαστικός τρέχει εις την κορυφήν να εύρη τους αληθινούς του εραστάς ους δεν ετρόμαξε το ύψος του βουνού, τας αληθινάς του αγάπας αι οποίαι κατώρθωσαν να αναβούν, και ζουν τώρα ευτυχισμένοι εν τη ειρήνη της χλοεράς κώμης. Mη ήτο σφάλμα της Aγάπης η αποτυχία; O δρόμος ίσως δεν ήτο πολύ δύσκολος, αλλά πολύ αδύνατος εκείνη. Kαι ο νέος εφάνη ανόητος, εφάνη δειλός. Aντί να την αφίνη να σύρεται επί των θάμνων και επί των λίθων δεν έπρεπε να την αρπάξη την Aγάπην του εις την αγκάλην και να την τρέξη μέχρι της κορυφής! Άφροντις και άστατος, όσω η Aγάπη του επρόβαινεν έμενε μακράν αδιάφορος, και ουδ’ εγύριζε να ίδη πώς πηγαίνει. Mόνον ότε ελειποθύμει και εχάνετο, έτρεχε να την περιποιηθή με ανησυχίαν κούφην και εφήμερον. Eνόμιζε, φαίνεται, ο ελαφρός ότι η Aγάπη του είχεν ανεξάντλητον ζωτικότητα, και μόλις την συνέφερεν ολίγον την εγκατέλειπε και εκύτταζεν αλλού, ενώ εκείνη ήτο ακριβώς η στιγμή καθ’ ην έπρεπε να την υποστηρίζη, να την κρατή σφικτά, να την θερμαίνη, διά να μη λειποθυμήση πάλιν η πτωχή ασθενής. Kαι τώρα όπου απέθανε καταβαίνει το βουνόν κλαίων πικρά, προσκόπτων εις τους πολλούς τάφους οι οποίοι κρύπτουν ομοίας συμφοράς, και ακούων τους ειρωνικούς ανέμους οι οποίοι σφυρίζουν τριγύρω του,


Eις βουνό Eγώ κι’ ο Έρως
κ’ η Aγάπη μου μαζί,
κι’ ο θεός Kαιρός ο γέρος
αναβαίναμε πεζοί.

H Aγάπη μου αποστούσε
εις τον δρόμον τον σκληρόν,
και ο Έρωτας περνούσε
βιαστικά με τον Kαιρόν.

Στάσου, λέγω, Έρωτά μου!
και μη τρέχετ’ εμπροστά.
H καλή συντρόφισσά μου,
η Aγάπη δεν βαστά.
………………
(Κ.Π. Καβάφης, Τα πεζά (1882;-1931), επιμέλεια Mιχάλης Πιερής, Ίκαρος)



Dmitri Belyukin. Panorama of Athos From the Top of the Holy Mountain. 1999



Νίκος  Καζαντζάκης - Ανάβαση στον Άθω


«…Την άλλη μέρα, πριν ξημερώσει, κινούμε για την κορφή του Άθω. Δεν είχε ακόμα λαλήσει μέσα στο περιαύλι το σήμαντρο, τα πουλιά ακόμα δεν είχαν ξυπνήσει, κατακάθαρος, γαλαχτωμένος ο ουρανός, και λάμπει πέρα κατά την ανατολή σαν εξαφτέρουγο σεραφείμ ο Αυγερινός. Ο πάτερ Λουκάς, κοντός, ανοιχτογόνατος, παλιός κοντραμπαντζής, πάει μπροστά και μας δείχνει το δρόμο. Κάπου κάπου στέκουνταν και μας έπιανε κουβέντα για θάλασσες, για γλέντια, για καβγάδες με τους Τούρκους. Όλη η κοσμική ζωή του σαν παραμύθ μέσα του, σαν να ‘γινε σ’ έναν άλλο κόσμο πιο άγριο και επικίνδυνο, γεμάτο φωνές και βλαστήμιες και γυναίκες. Το ‘λεγε και το ξανάλεγε το παραμύθι του, το ξαναζούσε και χαίρουνταν. Όλα από την παλιά του ζωή τ’ απαρνήθηκε, μα όλα τα πήρε μαζί του, τυλιγμένα στο ράσο του. Κάτω από ένα μεγάλο έλατο σταμάτησε. Ήθελε κουβέντα.

Ας σταθούμε, βρε παιδιά, είπε, να ξαποστάσουμε λίγο, ν’ αλλάξουμε και καμιά κουβέντα, έσκασα.

Έβγαλε μιαν κρυμμένη στη ζώνη του καπνοσακούλα, έστριψε τσιγάρο, άρχισε την κουβέντα…

Πήραμε πάλι τον ανήφορο. Πεύκα, έλατα, γκρεμοί φοβεροί και κάτω, στο πρωινό ήρεμο φως, απλώνουνταν, γαληνεμένη σήμερα η θάλασσα. Όσο πληθαίνει το φως, ξεχωρίζουμε πέρα τα θεία νησιά, την Ίμπρο, τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, να πλένε θαρρείς ανάερα, να μην αγγίζουν τη θάλασσα.

Μπαίνουμε στα χιόνια. Ο πάτερ Λουκάς πατάει αργά, προσεκτικά, γλιστρούμε και πέφτουμε, προχωρούμε με δυσκολία, με κίντυνο, απάνω στα κρουσταλλωμένα χιόνια. Απάνθρωπο, απόγκρεμνο βουνό, κι ο φίλος μου ξαφνικά, που πήγαινε μπροστά, σταμάτησε. Έσκυψε, κοίταξε κάτω. Βαθύς, άπατος γκρεμός, τον έπιασε ζάλη. Στράφηκε σε μένα κατάχλωμος.

Να γυρίσουμε… μουρμούρισε.

Δεν είναι ντροπή; είπα εγώ και τον κοίταξα με παράπονο, πολύ ήθελα ν’ ανέβω στην κορφή.

Είναι… είναι… μουρμούρισε ντροπιασμένος. Πάμε! Κι άρχισε πάλι ν’ ανεβαίνει. Ο ήλιος ήταν ψηλά όταν πατήσαμε την κορφή. Ξεπνεμένοι κι οι δυο από την κούραση, μα τα πρόσωπά μας έλαμπαν, γιατί φτάσαμε στο σκοπό.

Μπήκαμε στο εκκλησάκι το αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Χριστού να προσκυνήσουμε. Ωστόσο ο πάτερ Λουκάς, άναψε φωτιά με τα ξυλαράκια που ‘χε μαζέψει στο δρόμο, έβγαλε από το ταγάρι του κι έψησε καφέ, στριμωχτήκαμε πίσω από ένα βράχο, γιατί πήρε να φυσάει και κρυώναμε. Κοιτάζαμε μπροστά μας το απέραντο βουβό πέλαγο, τα νησιά που αρμένιζαν κάτασπρα, και πέρα μακριά, άγνωρα βουνά που μολύβωναν τον αέρα.

Από την άγια κορφή ετούτη, έχουν να πουν, μπορείς να δεις την Πόλη! είπε ο Λουκάς και γούρλωνε τα μάτια κατά την ανατολή, να ξεκρίνει τη Βασιλεύουσα.

Την είδες εσύ ποτέ, πάτερ Λουκά;

Ο καλόγερος αναστέναξε.

Όχι, δεν το αξιώθηκα. Φαίνεται δε φτάνουν τα μάτια του κορμιού χρειάζουνται και τ’ άλλα, της ψυχής και μένα, αλίμονο, η ψυχή μου είναι κοντόφθαλμη.

Το θεό όμως τον βλέπεις, είπα εγώ.

Ε, αποκρίθηκε ο καλόγερος, αυτό δε χρειάζεται μάτια. Ο θεός είναι πιο κοντά μας από το συκώτι μας κι από τα πλεμόνια.

Ο φίλος μου ήταν θλιμμένος και δε μιλούσε. Σίγουρα δεν καταδέχουνταν να συγχωρέσει το κορμί του που, μια στιγμή, δείλιασε. Άξαφνα δεν κρατήθηκε πια, άπλωσε και μου ‘σφιξε το χέρι με δύναμη:

Σε παρακαλώ, είπε, ξέχασέ το, ορκίζουμαι δεν το ξανακάνω.

Κάθε άρτιος άνθρωπος έχει μέσα του, στην καρδιά της καρδιάς του, ένα κέντρο μυστικό και γύρα του περιστρέφονται τα πάντα. Ο μυστικός αυτός στρόβιλος δίνει ενότητα στο στοχασμό και στην πράξη μας, και μας βοηθάει να βρούμε ή να εφεύρουμε την αρμονία του κόσμου. Άλλοι έχουν τον έρωτα, άλλοι τη δίψα της μάθησης, άλλοι την καλοσύνη ή την ομορφιά, ή τη λαχτάρα του χρυσαφιού και της εξουσίας, κι όλα τ’ αξιολογούν και τα υποτάζουν στο κεντρικό τους αυτό πάθος. Αλίμονο στον άνθρωπο που μέσα του δε νιώθει να τον κυβερνάει ένας απόλυτος μονάρχης. Η ζωή του κατασκορπίζεται ακυβέρνητη κι ασυνάρτητη σε όλους τους ανέμους.

Να γιατί όλη μας η ζωή, παππού, ήταν ανήφορος. Ανήφορος και γκρεμός κι ερημιά. Κινήσαμε με πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές, συνοδεία μεγάλη. Μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορφή μετατοπίζουνταν κι αλάργαινε, συναγωνιστές κι ιδέες κι ελπίδες μας αποχαιρετούσαν, λαχάνιαζαν, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν πιο απάνω, κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην Κονούμενα Μονάδα, στην μετατοπιζόμενη κορφή. Δε μας κινούσε η αλαζονία, μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη φτάσουμε. Μήτε κι αν τη φτάναμε, πως θα βρούμε εκεί απάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον Παράδειο. Ανεβαίναμε, γιατί ευτυχία, σωτηρία και Παράδεισος για μας ήταν η ανάβαση».


(απόσπασμα από το βιβλίο «Αναφορά στον Γκρέκο»)


Βουνά και σπίτια στο χιόνι - Ernst Ludwig Kirchner 1924

Μ Καραγάτσης - Γιούγκερμαν 

Εκείνη την νύχτα είδε πως ανέβαινε σ ‘ένα βουνό, με πευκόφυτες πλαγιές. Ο δρόμος ήταν απότομος ανήφορος, όλο πέτρες και πρινάρια. Διάβαινε από ρουμάνια και διάσελα, από κορφές κι από ηχηρές ρεματιές, γεμάτες ύπουλη δροσιά. ¨Ηθελε να πάη στην κορφή του βουνού – έναν κώνο γυμνό ,που ο ήλιος έβαφε ολόχρυσο. Προχωρούσε αργά, δύσκολα, προσπαθώντας, λαχανιάζοντας, αγωνιώντας γιατί έπρεπε οπωσδήποτε, να φτάση στην κορφή. ¨Επρεπε…Μα τα πόδια του δεν βοηθούσαν. ¨Ησαν βαριά, δυσκίνητα, σαν από μαντέμι που το τραβούσε ο μαγνήτης της γής στα μυστικά της σπλάχνα. Κι όμως προχωρούσε, σπρωγμένος από δύναμη αδέκαστη. Διάβηκε δάση με πεύκα βοερά, πλαγιές γυμνές, που ριγούσαν στο πέρασμα του ψυχρού ανέμου, ρεματιές παγωμένες, μισοκρυμμένες μέσα σε λυγαριές, βατομουριές και κρανιές με στιφούς καρπούς.
Καθώς σκαρφάλωνε ανάμεσα σε δύο σκοτεινούς βράχους, είδε πως δεν ήταν μονάχος. Μια γυναίκα περπατούσε πλάι του. Ακούμπησε το μακρυδάχτυλο χέρι της στο μπράτσο του, και δεν μίλησε.
¨Οσο προχωρούσαν, η ολόχρυση κορφή ορθωνόταν όλο και πιο μεγαλόπρεπη μπρός στα θαμπωμένα μάτια τους. Την ατένιζαν με λαχτάρα, κι όλο τους το είναι τους γλιστρούσε, μαζί με την ματιά τους, προς το φωτερό βουνό. ¨Ηταν η στιγμή που η προσπάθεια τους έφτασε στο πιο υπέροχο σημείο της, που η ψυχή τους, νιώθοντας πως η πορεία τους φτάνει στο ποθητό τέρμα, αναγάλιασε βαθιά
Απόσπασμα

Αγήνωρ Αστεριάδης -  Μετέωρα, 1960


ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ

Το άγιο χώμα που πατάς, τα δάση που διαβαίνεις
τα μαύρα μάτια που κοιτάς, τ’αγέρι π’ανασαίνεις
τους ποταμούς, τα κρύα νερά, τα πλάγια τ’ανθισμένα
και τα βουνά μας τα ισκερά χαιρέτα κι΄απο μένα.

Μιαν Απριλιάτικη βραδιά, μια νύχτ’ αστερωμένη
ψηλά στου Πίνδου τα βουνά μονάχος μου καθόμουν
κι’ εκύτταζα στον ουρανό, κι’ εκρυφοσυλλογιόμουν
Πως ζεί ο δόλιος άνθρωπος, πως ζεί και πως πεθαίνει.



Rocky Mountain Painting by Doris Cohen


Κώστας Κρυστάλλης - Πόθοι

Ήθελα νάμουν σταυραητός, να πέταγα τ΄ αψήλου,
ν΄ ανέβαινα στη Λιάκουρα, κατάκορφα στη ράχη,
νάριχνα εκείθε μια ματιά, ν΄ αγνάντευα τον Πίνδο,
να ιδώ πώς μου τον έκαμαν τα χρόνια κ΄ η σκλαβιά του.
Ποιος λέει δεν κλαίνε τα βουνά; Ποιος λέει πως δεν γεράζουν;…
Χιόνια και κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
σκεπάζουνε τον Πίνδο μου, και καταχνιές τον πνίγουν?
κι ακούγω, ακούγω από μακρυά, ακούγω από τα ξένα
της γερατειάς του το σκουσμό, το κλάμμα της σκλαβιάς του…

Αχ! πότε αυτό το σκούξιμο, τρανή κραυγή θα γίνει,
κραυγή ανήμερου θεριού, εκδίκηση γιομάτη,
να μάσει από την ξενιτιά τα έρμα τα παιδιά σου,
τ΄ αστροπελέκια σου άρματα, Πίνδε, να μας μοιράσεις,
μια μέρα, ν΄ αναστήσουμε τη δόλια μας πατρίδα!…

Αχ! πότε η καταχνιά σου αυτή κ΄ η τόση σου θολούρα,
που τώρα στο ατέλειωτο σάβανο σε τυλίγει,
πότε να γίνει θα την δω καπνούρα από ντουφέκια!…

Και πότε αυτός ο ήλιος σου, πούναι νεκρός και κρύος,
πότε μια μέρα θε να βγει ζεστός μέσ΄ στες κορφές σου,
να λυώσουνε τα κρούσταλλα και τα πολλά σου χιόνια,
και φυτρώσουν, μια άνοιξη, μαζί με τα λουλούδια,
αρματωμένα, Πίνδε μου, τα νιάτα τα παλιά σου!…


Όρος Rainier το χειμώνα – Toshi Yoshida 1972



Κώστας Ουράνης - Ο Ταΰγετος 

Κανένα βουνό απ’ όσα είδα στη ζωή μου – από το Μόν Μπλάν με τα αιώνια απάτητα χιόνια ίσαμε τις πιο άγριες ισπανικές «σιέρρες» δε μου έκανε ποτέ την εντύπωση που αισθάνθηκα, που δέχθηκα, κατάστηθα θα έπρεπε να πω, όταν από μια ψηλή καμπή του αμαξιτού δρόμου προς τη Σπάρτη αντίκρισα τον Ταΰγετο σ’ όλο του το επιβλητικό ύψος. Δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε βουνό με τέτοιο χαρακτήρα, τέτοιαν ατομικότητα. Η εικόνα του ήταν άφθαστα μεγαλοπρεπής. Παρουσιάζεται στηριγμένος σε τεράστιες, συμπαγείς πλαγιές, παρόμοιες με στηρίγματα τειχών, χρώματος μοβ και μολυβένιου, και οι κορφές του, που έχουν σχήματα πυραμίδων, ξεκόβονται στο γαλανό ουρανό κατακάθαρα και σκληρά. Δεν υπάρχουν, όπως συμβαίνει μ’ άλλα ψηλά βουνά, μικρότερες βουνοσειρές να τον μισοκρύβουν και να εμποδίζουν ν’ αγκαλιάσει κανείς με μια ολόκληρο το ύψος του.

Από την κοιλάδα της Σπάρτης, όπου κάνει φιδίσιους ελιγμούς ο Ευρώτας, και που απλώνεται σε μια θάλασσα πρασινάδας, ο Ταΰγετος σηκώνεται ανεμπόδιστος, ίσιος, ώριμος και δυνατός με μια περήφανη ανάταση – ίσαμε το ύψος των χιονοσκεπασμένων κορυφών του. Καθώς εμφανίζεται έτσι, δε δίνει μόνο μια εντύπωση μεγαλείου, αλλά και μια βαθιά συγκίνηση. Δεν τον φαντάζεται κανείς άψυχο: παγερή αιωνιότητα ύλης. Καθώς υψώνεται θεόρατος και δυνατός, σκιάζοντας τη μεγάλη πεδιάδα, φαντάζει σα μια έμψυχη παρουσία, σα να είναι ο τιτανικός φρουρός της – και δίνει πραγματικά το μάθημα εκείνο της ενέργειας και της δύναμης, που ένιωσε ο Μωρίς Μπαρρές, όταν τον είδε και με το οποίο εξήγησε το πολεμικό θαύμα της αρχαίας Σπάρτης.

Αληθινά, αφού δει κανείς τον Ταΰγετο, εννοεί καλύτερα, εννοεί εντελώς, πως υπήρξε η φυλή αυτή περήφανη, η εξαίσια ανδρική, η λιτή, η αυστηρή και πολεμόχαρη, που έζησε στην κοιλάδα αυτή της Σπάρτης χωρίς να νιώσει ποτέ την ανάγκη να περιτειχίσει Ακροπόλεις για να καταφεύγει σ’ αυτές σε ώρες εχθρικών επιδρομών. Οι άνθρωποι που αντίκριζαν καθημερινά τον Τιτάνα αυτόν που λέγονταν Ταΰγετος, που ανέπνεαν τον αέρα που κατεβαίνει από τις κορυφές του, που αισθάνονταν όχι το βάρος του πάνω στην πεδιάδα τους, αλλά το αγέρωχο ύψος του, δεν ήταν δυνατό, στις εποχές εκείνες των πολέμων και των στενών πατρίδων, να μην αναπτυχθούν σε χαλύβδινους και περήφανους πολεμιστές και να μη θέσουν τη φυλή τους ανώτερη και από τον πολιτισμό των Αθηνών…

Άλλοτε, πριν δω ακόμα τον Ταΰγετο, θεωρούσα κι εγώ, μαζί με όλους τους άλλους, κατώτερη τη φυλή αυτή που χάθηκε από το πρόσωπο της γης χωρίς να αφήσει στους αιώνες τίποτα για να θυμίζει τη διάβασή της: ούτε ναό, ούτε ένα έργο τέχνης. Τώρα αισθάνομαι ότι οι Σπαρτιάτες «άφησαν» ως μνημείο τους τον Ταΰγετο γιατί, εμπνεόμενοι από την περήφανη παρουσία του, ύψωσαν σαν την ψυχή τους ίσαμε την ψηλότερη κορφή του κι έγιναν ένα μ’ αυτόν…

(απόσπασμα από το βιβλίο «Ελλάδα»)


Καρλ Ρότμαν - Η Σπάρτη με τον Ταΰγετο


Thomas Mann - Το Μαγικό Βουνό

Τα βουνά αόρατα, από το κοντινότερο δάσος των κωνοφόρων φαινόταν σιγά-σιγά κάτι: ορθωνόταν φορτωμένο, χανόταν γρήγορα στην άχλη, που και που ένα πεύκο ξεφορτωνόταν το υπερβολικό βάρος, τίναζε λευκή σκόνη στο σταχτί. Στις δέκα εμφανιζόταν ο ήλιος σαν αχνοφωτισμένος καπνός πάνω από το βουνό του για να φέρει μια αμυδρή, φασματική ζωή, μια χλομή ανταύγεια του αισθητού κόσμου στο εκμηδενισμένο τοπίο. Μα όλα έμεναν διαλυμένα σε ωχρή, φασματική λεπτότητα, δίχως την παραμικρή γραμμή που θα μπορούσε να την ακολουθήσει με βεβαιότητα. Το διάγραμμα των κορυφών χανόταν, βυθιζόταν στην ομίχλη, αφανιζόταν στην καταχνιά. Πελιδνά φωτισμένες επιφάνειες χιονιού που ανέβαιναν η μια πίσω και πάνω από την άλλη, οδηγούσαν το βλέμμα στην ανυπαρξία. Ύστερα ένα φωτισμένο σύννεφο άρχισε να αιωρείται, πολύ ώρα, σαν καπνός, δίχως να αλλάζει σχήμα, μπρος σε ένα βραχότοιχο.
Κατά το μεσημέρι ο ήλιος μισανοίγοντας έδειχνε διάθεση να διαλύσει την ομίχλη στο γαλάζιο. Η προσπάθεια του αποτύγχανε, όμως μπορούσες στιγμιαία να αντιληφθείς μια ιδέα γαλανού ουρανού και το λιγοστό φως αρκούσε για να κάνει το από την περιπέτεια του χιονιού αλλόκοτα παραμορφωμένο τοπίο να σπιθιρίσει διαμαντένιο. Αυτή την ώρα συνήθως σταματούσε να χιονίζει, σαν για να επιτραπεί η εποπτεία πάνω σε ότι είχε επιτελεστεί, αυτό το σκοπό έμοιαζαν να υπηρετούν και οι λιγοστές, σκόρπιες ηλιόλουστες ημέρες, κατά τις οποίες το στροβίλισμα έπαυε και η άμεση φλόγα του ουρανού προσπαθούσε να λιώσει την αγνή επιφάνεια του φρέσκου χιονιού. Η εικόνα του κόσμου ήταν παραμυθένια, παιδιάστικη και αστεία. Τα παχιά, ανάρια σαν φρεσκοχτυπημένα μαξιλάρια στα κλαδιά των δέντρων, οι καμπούρες του εδάφους που έκρυβαν κάτω τους έρποντα κλαριά ή προεξοχές των βράχων, η οκλάζουσα, βυθισμένη, χαριτωμένα μεταλλαγμένη όψη του τοπίου, όλα αυτά έδιναν έναν κόσμο ξωτικών, γελοίο να τον βλέπεις, σαν από βιβλίο παραμυθιών. Αν όμως τα κοντινά πλάνα, εκεί που κινιόταν κανείς με δυσκολία, έμοιαζαν με φανταστικό καλαμπούρι, το μακρινό φόντο με τα πυργωτά μνημεία των χιονισμένων Άλπεων που κοίταζαν πέρα ξυπνούσε εντυπώσεις μεγαλείου και ιερατότητας.
 
 Ουμβέρτος Αργυρός -   Βουνοπλαγιά


Κωστής Παλαμάς - Το τραγούδι των Βουνών


Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, 
βουνά γυμνά, βουνά πρασινισμένα,
μικρός αν είμαι, αισθήματα τρανά 
γεννάτε μέσα μου και ταιριασμένα!

Μιάς εποχής πανάρχαιης, 
μιάς χρυσής, 
σβυστής, με τρώγ’η ενθύμηση κ’η ελπίδα
μου φαίνεται, βουνά, πως είστε εσείς 
η πρώτη και η μεγάλη μου πατρίδα.

Θαρρώ, σε τέτοια σκοτεινή εποχή, 
κρυμμένη σε καιρών αγνώστων βάθη,
κατέβ’η ονειρεμένη μου ψυχή 
και φώλιασε στα ύψη σας κ’εστάθη.

Κ’εστάθη κ’έζησε με τους αϊτούς,
με της γης τους πρωτόλουβους ανθρώπους,
με τους αγρίους και με τους δυνατούς, 
σ’απάτητα λαγκάδια, σ’άλλους τόπους.

Γι’αυτό καημοί δέρνουν εμέ κρυφοί, 
και στα πλευρά σας και στα μονοπάτια,
σε καθεμιά σας ρίζα και κορφή 
καθώς υψώνω προς εσάς τα μάτια.

Κι αν είναι αλήθεια αυτό,και δεν πλανά
 κανένα μάγον όνειρον εμένα,-
βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, 
βουνά πρασινωπά, γαλάζια, μαυρισμένα,

Βουνά,παιδιά γιγάντικα της Γης, 
βουνά ανυπόταχτα, βουνά αιώνια,
που έχετε τη λαμπράδα της αυγής 
για χαμογέλιο, για στολή τα χιόνια,

που χύνετε θυμό σας φλογερό την αστραπή, 
το μαύρο νέφος θλίψη,
και μίλημά σας το γοργό νερό 
που με βοή κατρακυλά απ’τα ύψη,

που έχετε χίλιες γνώμες και καρδιές 
κι αγάπη και χαρά και περηφάνια,
σαν τους ίσκιους σας και τις ευωδιές, 
σαν τα πουλιά, ταγρίμια, τα βοτάνια,

που έχετε τη δική μας τη ζωή 
και τα δικά μας έχετε πρωτάτα,
και μοναχά σας λείπουν, κ’είστε θεοί, 
τα γεράματαπάντα είστε με νιάτα!

Βουνά των ξένων τόπων σκοτεινά 
που γλυκοχαιρετίζεστε με τάστρα,
κρυφτά στην καταχνιά παντοτεινά, 
άσωστα, απάτητα, άπαρτα σαν κάστρα,

Βουνά της γης αυτής ελληνικά,
 διάφανα, καθαρά, πελεκημένα
από τεχνίτη χέρια γνωστικά 
σα μετρημένα αγάλματα ένα ένα,

που κρύβετε τα μάρμαρα λευκά 
και μοσχομυρισμένα τα λουλούδια,
και πιό γερά απ’τις πέτρες, πιό γλυκά
 κι απ’τους ανθούς τα κλέφτικα τραγούδια,

κι από τα χαύνα πλήθη εσείς μακριά,
σε χρόνια σκλαβωμένα, θαμπά, κρύα,
θρέψατε εσείς του Γένους τη Θεά, 
την αιθεροπλασμένη Ελευθερία!

Βουνά ψηλά, βουνά ισκιερά, 
βουνά με δύναμες γιομάτα και με κάλλη
ώ! δώστε μου απ’τη χάρη σας ξανά, 
και κάμετέ με όμοιον μ’εσάς και πάλι!

Καθώς η πρώτη ακτίνα του ουρανού 
φωτίζει εσάς πριν φωτιστούν οι κάμποι,
θέλω κ’εγώ μεσ’στο δικό μου νου 
το φως το αληθινό να πρωτολάμπη.

Από τα ύψη θέλω μαγικό τον κόσμο
 και οι ματιές μου ν’αντικρύζουν,
του κόσμου τη βοή να μη γροικώ, 
και τανάξια πάθη να μη μ’εγγίζουν.

Και θέλω οι στοχασμοί μου καθαροί να μένουν, 
σαν τα χιόνια στην κορφή σας,
και να θυμάται πάντα η θλιβερή ψυχή 
μου 
πως επλάστηκε αδερφή σας.

Γιατί κλειστή η ψυχή μου σε κορμί μισό, 
σκυφτό, σ’έν’άρρωστο κουφάρι,
κ’έχασε την ακράτητην ορμή, 
την ορμή που είχε απ’το βοριά σας πάρει.

Και σαν αϊτός που του έκοψαν κακοί 
και οι άνθρωποι τα δυό πλατιά φτερά του
και σέρνεται και πέφτει εδώ κ’εκεί
 και δείχνεται περίγελο άνω κάτου,

έτσι πολλές φορές κ’η ανθρωπινή ψυχή, 
κι αν ζη κι αν χάνεται εδώ πέρα
και άπραγη και δειλή και ταπεινή, 
είναι γιατί τον έχασε τον αέρα

τον πρώτο, γιατί ξέχασε κι αυτή 
από ποιό μέρος έφτασε, ποιό χέρι
την ωδήγησε πρώτο, είναι γιατί 
πού θα ξαναγυρίσει δεν το ξέρει.

Ώ! καν εσείς, βουνά ψηλά, βουνά 
που μιά φορά τον ήλιο επρωτοείδα
κάμετ’εσείς, να μη σας λησμονά 
ποτέ η ψυχή μου, ω πρώτη μου πατρίδα!

Και κάμετε η θωριά σας να γεννά 
αισθήματα μεγάλα, ταιριασμένα,
σ’εμένα το μικρό, ψηλά βουνά, 
με γιούλια και με ρόδα πλουμισμένα.

Και κάμετε να ελπίζω πως θα ρθω, 
μόλις ξεφύγω από τη φυλακή μου
στα ύψη σας, να ξανανταμωθώ μ’εσάς, 
πατρίδα αληθινή δική μου!


Mountains Landscape Acrylic Painting by Natalja Picugina

Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Γεια σας, ψηλά βουνά!

Σαν έφτασαν σε μια ράχη, τους καλωσόρισε ο κρύος αέρας. Αυτός ο αέρας είχε περάσει από κάθε κορφή και κάθε λαγκαδιά. Τον πήραν με βαθιά αναπνοή.
Πουλάκια με άσπρη τραχηλιά κουνούσαν την ουρά τους στους θάμνους κι ύστερα έφευγαν με γοργό λαρυγγισμό.
Ένα κατσίκι κατάμαυρο έστεκε στην κόψη του βράχου.
Οι βράχοι σχημάτιζαν σα θεόρατα σπίτια, που δεν ξέρεις ποιος τα κατοικεί. Οι γκρεμοί ήταν φυτεμένοι με πουρνάρια και κουμαριές. Αλλού κατέβαιναν γυμνοί και απότομοι, σα να τους είχες κόψει με σπαθί.
Ο βράχος απάνω στο βράχο, ο λόφος απάνω στο λόφο σχημάτιζαν το βουνό.
Πελώρια ήταν όλα.
Και σ' αυτό το ύψος ανέβαινε με στροφές, όλο ανέβαινε ο δρόμος.
Ευτυχισμένοι σε τούτο το θέαμα οι μικροί ταξιδιώτες κοίταξαν προς τις κορφές. Ένας τους φώναξε: «Γεια σας, ψηλά βουνά!»
 Απόσπασμα από «Τα ψηλά βουνά»



 Leonid Afremov Icy Mountain 

Ράινερ Μαρία Ρίλκε - Στα βουνά της καρδιάς

«Στα βουνά της καρδιάς εκτεθειμένος. Κοίτα πόσο
μικρό ‘ναι, εκεί: το τελευταίο χωριό των λέξεων,
και πιο ψηλά, μα πόσο, επίσης, μικρό, ένα στερνό ακόμη
υποστατικό αισθήματος. Το διακρίνεις;
Στα βουνά της καρδιάς εκτεθειμένο. Πετρένιο
έδαφος, κάτω απ’ τα χέρια. Κάτι τι, βέβαια, ανθίζει
εδώ, μέσα από βουβό βάραθρο φυτρώνει,
τραγουδώντας, ανήξερο γρασίδι. Αλλά όποιος ξέρει;
Αχ, αυτός άρχισε να γνωρίζει και σωπαίνει
τώρα, στα βουνά της καρδιάς εκτεθειμένος.
Εκεί τριγυρίζει, βέβαια, με σώα συνείδηση, κάτι,
κάποιο, με σίγουρο πόδι, ζώο βουνίσιο,
αλλάζει θέση, κοντοστέκεται. Και το μεγάλο
προφυλαγμένο πουλί, κάνει κύκλους, γύρω
απ’ την αγνή άρνηση των λόφων.- Μα
απροφύλακτο εδώ, στα βουνά της καρδιάς επάνω…»
(Ρ. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ)



Mount Rainier - Albert Bierstadt

Γιάννης Ρίτσος - Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού

(Στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού, ένα παλιό μισοερειπωμένο αρχοντικό. Φθινοπωριάτικο βράδυ. Σ’ ένα υπνοδωμάτιο του σπιτιού, η μεγάλη ανύπαντρη κόρη, κάπου 70 χρονώ, μιλάει στην παλιά τροφό της. Η Τροφός θα ’ναι περισσότερο από 100 χρονώ, ίσως και 200. Μοιάζει με μια ταριχευμένη αιωνιότητα, απόλυτα σιωπηλή, υπομονετική, αινιγματική, σαν ζυμωμένη με χώμα που, απ’ τον παλιό καιρό, έχει σκάσει ο πηλός τόπους τόπους. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν η σιωπή της είναι κούραση, σοφία, άγνοια, ανοχή, κατανόηση, γενική καταδίκη, γενική παραδοχή, στοργή, κατάφαση, άρνηση, εχθρότητα, ηλιθιότητα ή ένα δικό της ξεχωριστό όνειρο. Το υπόλοιπο σπίτι φαίνεται ακατοίκητο. Μια νυχτερίδα χτύπησε στο τζάμι. Πότε πότε, η φωνή μιας κουκουβάγιας ακούγεται απ’ το βουνό, ανάμεσα στα λόγια της αιώνιας παρθένου):

Νένα, μη σβήσεις ακόμη το φως. Κάθισε λίγο μαζί μου.
Σαν σβήνει το φως, δεν έχω πια πού να μείνω,
χάνω τον ορισμένο χώρο, τον σχεδόν δικό μου. Νιώθω τότε
την κυριαρχία του πελώριου βουνού πάνω στη μοίρα μας· — αυτό το βουνό

όρθιο μπροστά στο παράθυρο, κλείνοντας το παράθυρο,
κολλημένο στο σπίτι — δεν αφήνει το σπίτι ν’ ανασάνει,
ιδίως απ’ το μέρος του γυναικωνίτη. Μ’ ένα κομμάτι βράχο,
φραγμένο το παράθυρο. Από παιδί το φοβόμουν. Τ’ απογεύματα
έπεφτε ο ίσκιος του νωρίς, βούλιαζε ολόκληρο στο σπίτι·

μόνο το υδραγωγείο, σκαμμένο μέσα στο βουνό,
είχε μια κάποιαν ανεξαρτησία, μια φωνή δική του,
σαν έντερο τεράστιο, μαλακό, που τρυπούσε την πέτρα
και λειτουργούσε μόνο του με το νερό, με σκοπό και με θέληση
κάπου να πάει, κάτι να κάνει, αψηφώντας
το βουνό και τον ίσκιο του βουνού.
Στα παιδικά μου χρόνια,
τις νύχτες, στο κρεβάτι, όταν σβήναν οι λυχνίες
κι η κάπνα γαλάνιζε μες στο σκοτάδι, πριν απ’ τον ύπνο,
άκουγα το πελώριο πέλμα του βουνού να σηκώνεται
για να πατήσει μες στην κάμαρα, και τότε
αυτό το υδραγωγείο σκεφτόμουνα για να πάρω κουράγιο,
αυτό μονάχα με υπεράσπιζε·
και μια μικρή αντιφεγγιά στο ασημένιο καντηλέρι
ήταν σαν ένα χέρι λιγνό που ’χε επιζήσει απ’ τον ίσκιο του βουνού,
ένα χέρι που κρατούσε κι εμένα στην επιφάνεια
κι έτσι μπορούσα κάπως να κοιμηθώ, ξέροντας
πως πάνω μου υπάρχει ένα άνοιγμα ή ένας μικρός γάντζος
απ’ όπου, το πρωί, θα μπορούσα να πιαστώ, να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.

Απ’ την άλλη μεριά του σπιτιού
ήταν ο μέγας κάμπος ανοιχτός (λέω: ήταν,
σα να μην είναι πια το σπίτι μας, σαν να μην είμαστε)·
όμως κι εκεί σκοτείνιαζε μεμιάς μέσα στο δείλι
κι ήταν αόριστη η έκταση, επίβουλη η θέα, —
μόνο ένα σύννεφο, κάποτε, τρυφερό, βιολετί,
αρμένιζε μοναχικό μες στο θολό ουρανό, πάνω απ’ την κατασκότεινη πεδιάδα,
σαν ένας μικρός, ξεριζωμένος κήπος
ή σα μια διάφανη τριήρης μετέωρη
από κάποιον αντικατοπτρισμό μακρινής, αόρατης θάλασσας
φωτισμένης από μέσα έτσι που να προβάλλονται
οι ρόδινες σκιές των πλεούμενων στον αέρα του λυκόφωτος.

Με τρόμαζε κι αυτό, ίσως πιότερο
κι απ’ το βουνό, σα να ’ταν κάτι να μας πάρουν
ή κάτι να μας φέρουν κι είμαστε απροετοίμαστοι —
γι’ αυτό σου ’λεγα τότε ν’ ανάψεις τις λάμπες
να λήξει αυτή η αναμονή κι η αβεβαιότητα
να μείνει ολόκληρη η απόφαση της νύχτας
και το επικυρωμένο, το παραδεγμένο βάρος της
μαζί με την αιώνια προαίσθηση πως μετά τα μεσάνυχτα
δώδεκα προσωπιδοφόροι θ’ αποκεφαλίζανε
τα δυο πέτρινα λιοντάρια της πύλης, — όπως κι έγινε.
.................................................
Τις νύχτες του χειμώνα, σαν έβρεχε,
κατέβαιναν ορμητικά ποτάμια απ’ το βουνό· συλλογιζόμουνα
πως θα σαρώσουν το σπίτι, τις κολόνες, τους τάφους
κι ακόμη το ίδιο το βουνό — κι ήταν μια παρηγόρια
πάντοτε το νερό —μια ιδέα κίνησης— μια ιδέα
πως μες στη γενική καταστροφή θα καταστρέφονταν
κι ό,τι μας είχε καταστρέψει.
Το καλοκαίρι πάλι,
έκαιγε ακέριο το βουνό σαν καμίνι,
άχνιζε με τα πέτρινα ρουθούνια του, σαν παράξενο τέρας,
το καυτερό του χνότο καταπρόσωπο στο σπίτι μας· διατηρούσε τη ζέστα
πιο πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, ώς τις 2 ή τις 3. Και τα τζιτζίκια
ανόητα, ματαιόσχολα, όλη μέρα (και τη νύχτα ακόμη)
χτυπούσαν στα μικρά ταμπούρλα τους το σύνθημα
ενός φωτεινού συναγερμού, χωρίς αιτία ή κίνδυνο
ή τουλάχιστον κίνδυνο ορατό — τα συνηθίσαμε κι αυτά· σχεδόν πια δεν ακούγαμε
αυτούς τους φλύαρους νάνους στρατιώτες των ζεστών μεσημεριών
μέσα σε καλοκαίρια τόσο απέραντα και φωτεινά σαν πεθαμένα
όταν η λιγοστή δροσιά κατέφευγε στις σκεπασμένες στέρνες
ή στις στοές των νεκρών όπου λιώναν τα ρούχα τους
και σκούριαζαν απ’ την υγρασία οι χρυσές υδρίες που αποθέσαμε πλάι τους.
.....................................
Αποσπάσματα 

Meadow in the Mountains by Vincent van Gogh


Γ. Σαραντάρης - Η ΕΛΠΙΔΑ ΝΑ ΒΓΟΥΜΕ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ

Η ελπίδα να βγούμε στα βουνά
Κάποτε
Με καρδιές γεμάτες σαν τουφέκια
Να σηκωθούμε πάνω από τα δάση
Να χαιρετήσουμε την αυγή
Με μαντίλια και κρίνους
Να πέσουμε πάνω στους αγρούς
Σαν να είμαστε κορυδαλλοί

Σαν να είμαστε πάνω απ’ τη χλόη
Οι μεγιστάνες τ’ ουρανού

Οι αγγελιαφόροι της χαράς
Του σιταριού οι αφέντες.



Βασίλης Ιθακήσιος - Όλυμπος 



Γιώργος Σεφέρης - [Ένα γράμμα στη Μίνα]

Το γράμμα αυτό το απευθύνει ο Γιώργος Σεφέρης στη μικρή Μίνα Λόντου, κόρη της αγαπημένης του και αργότερα συζύγου του Μαρώς Ζάννον-Λόντου. Ο ποιητής που συνήθιζε να χρησιμοποιεί ψευδώνυμα, εδώ «μεταμορφώνεται», με το ψευδώνυμο Τάκης Μαλικοκός, σ' ένα παιδάκι που τάχα του φέρνει φράουλες.

Κορυτσά, 10 Ιουνίου 1937
Καλή μου Μίνα,

Χάρηκα πάρα πολύ για το γράμμα σου, που μου ήρθε σήμερα το πρωί. Σε λίγο θα πάτε στην Αίγινα και τότε θα έχεις καιρό να μου γράφεις περισσότερο. Θα σου γράφω κι εγώ. Εδώ, μόλις τώρα άρχισε το καλοκαίρι. Έρχεται αργά γιατί, φαντάζομαι, ο κόσμος δεν το αγαπά πολύ. Οι Κυρίες για να προφυλαχτούν από τον ήλιο κρατούν ομπρέλες της βροχής κατάμαυρες και οι Κύριοι μοιάζουν πάρα πολύ κατσούφηδες, επειδή κάνει λίγη ζέστη. Εγώ λυπούμαι που δεν έχει θάλασσα για να κάμω το πρώτο μου μπάνιο. Πηγαίνω όμως μακρινούς περιπάτους μ' ένα φίλο που είναι δυο φορές πιο μακρύς από μένα και γελά με μια ψιλή ψιλή φωνίτσα «Χι χι χι» όλη την ώρα. Την άλλη φορά βρήκαμε ένα βουνό που ήταν όλο βυσσινί, πολύ όμορφο. Το περίεργο είναι όμως ότι και τ' αρνιά που βοσκούσαν πάνω σ' εκείνο το βουνό ήταν βυσσινιά και ο βοσκός.

Σ' ευχαριστώ που μου έστειλες τα ποιήματα. Τα έδειξα σ' ένα παιδάκι που μου φέρνει φράουλες κάθε πρωί. Κάτι φράουλες μεγάλες σα βερίκοκα. Τ' όνομά του είναι Τάκης Μαλικοκός, έχει μια σουβλερή μυτίτσα, πολύ έξυπνο, θα είναι πάνω κάτω στην ηλικία σου. Αλλά ξέρει λίγα ελληνικά και αναγκάστηκα να του τα μεταφράσω. Τον διασκέδασαν πάρα πολύ. Τώρα το μεσημέρι ήρθε πάλι και μου έφερε ένα δικό του ποίημα. Μου είπε να σου το στείλω. Το μεταφράζω κι αυτό:

ΤΑ ΒΟΥΝΑ

Τα ψηλά βουνά εκεί πέρα,
κουβεντιάζουν σα νυχτώνει
και μιλάνε για τη μέρα
που στα πόδια τους τελειώνει.

Η πιο γέρικη κορφή
με τα χιονισμένα φρύδια
έχει μια φωνή βραχνή
γιατί τρώει πολλά κρεμμύδια
σαν ξυπνήσει την αυγή.

Η άλλη εκεί πιο χαμηλά
είναι μια χοντρή κοπέλα
με ολοπράσινα μαλλιά
ξαπλωμένη σα βαρέλα
που στον ύπνο της μιλά.

Πάνω από τις λαγκαδιές
που σφυρίζουν σαν καλάμια
είναι ακόμη τρεις κορφές
τυλιγμένες με ποτάμια
και φωνάζουν σαν τρελές.

Μα το πιο καλό βουνό
μοναχό του ψιθυρίζει
όταν με το δειλινό
το θυμάρι του μυρίζει
κάτω από τον ουρανό.

ΤΑΚΗΣ ΜΑΛΙΚΟΚΟΣ 

Γεια σου, Μίνα, τη Δευτέρα θα σου στείλω γραμματόσημα από τη Φλώρινα.

Σε φιλώ
ΓΙΩΡΓΟΣ


Tom Brown - Mountains


Άγγελος Σικελιανός -  Αντίσταση
-Kι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.

-Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες,
-χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια-,
κ’ είναι οι νεκροί, στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!»



Βασίλης Ιθακήσιος - Όλυμπος 

  Άγγελος Σικελιανός - Ανεβαίνοντας στον Όλυμπο

Γιὰ νὰ γνωρίσω τοὺς θεούς σου
ἄνοιξα μόνος μου τὸ δρόμο,
γιὰ ὅλο μου τὸ δρόμο
τὴν ἀπόφασή μου παίρνοντας
ὡσὰ μονάκριβο καρπὸ
γιὰ νὰ δροσίζω, στὶς ἀκρότατες στιγμὲς
τῆς δίψας μου, τὰ χείλια!
Ὄλυμπε, ἀνήφορε τοῦ Δία,
τὸ χῶμα σου εἶναι μαῦρο
ζυμωμένο μ᾿ ὅλα τὰ χινόπωρα
τῶν καστανιῶν καὶ τῶν πλατάνων,
καὶ τὸ πόδι χώνεται βαθύτερα ἀπὸ τὸ ῾στραγάλι
γιὰ νὰ σ᾿ ἀνεβεῖ!
Ἀδιάκοπα
μὲ τὸ μαχαῖρι
-δαφνοτόμος
κισσοτόμος-
πρέπει νὰ κόβει τὸ στενό του μονοπάτι
μὲς ἀπ᾿ τὰ παλιούρια
ὅποιος γυρέψει νὰ σὲ ἰδεῖ!
Κι ἀπάνωθέ του σὰ λυροχορδὲς
οἱ κληματίδες ἀμποδᾶνε νὰ διαβεῖ
Ὦ νήπιε Δία!
Καθὼς μιὰ μέρα
ταξιδεύοντας στὴν Ἤπειρον
ἄκουσα ξάφνου μιὰ βοὴ κρυφὴ
μιὰ μουσικὴ χλαλοὴ μικρῶν φτερῶν νὰ τρέμει μὲς στὸν ἀέρα
καὶ δὲν ἤξερα ἀπὸ ποῦ,
ἀλλὰ ψάχνοντας
ηὗρα ἕνα βράχο πιὸ γλιστερὸ ἀπὸ φίλντισι
σὰν αἰώνων καταρράκτες νὰ περάσανε ἀπὸ πάνω του
ποὺ ἀλλαξοδρόμησαν
ἀφήνοντας τὸν πίσωθέ τους στὴ γυμνὴ τελειότητα,
καὶ σκύβοντας στὴ μέση του
ποὺ ἀνοίγονταν βαθιὰ σὰν ἀργυρὸ λεβέτι
Εἶδα στὸ βάθος ἕν᾿ ἀγριομελίσσι νὰ σαλεύει ἀδιάκοπα ὡς πηγή·
ἔτσι κι ἡ κούνια σου στ᾿ ὡραῖο βουνὸ
ἐβούιζεν ὅλη
ἀπ᾿ τ᾿ ἀγριοπερίστερα ὅπου Σοῦ ᾿φερναν στὰ ράμφη τους
τὸ μέλι τῶν ἀνθῶν τῆς γῆς!
Πατέρα Δία·
ἂν οἱ ἱερεῖς σου κάθε χρόνο
στὴν κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου
ὅπου ποτὲ δὲν πνέει ὁ ἄνεμος
γράφουνε στὴν ἁπλωμένη στάχτη τῶν θυσιῶν
τὴν ὑψηλή τους προσευχὴ
καὶ τήνε βρίσκουν ἄγγιχτη τὸν ἄλλο χρόνο
καθὼς τὴ στιγμὴ ποὺ μὲ τὸ δάκτυλο
ἐχαράξανε τὰ λόγια της
κι ἂν οἱ καρποί,
ποὺ ὁλόγυρα ἀπιθώνουν ἀφιερώματα,
κρατοῦνε ὁλοχρονὶς ὁλόδροσοι
καθὼς τὴν ὥρα ποὺ ἐκοπήκανε ἀπὸ τὸ κλαδὶ
πόσο περισσότερο ὁ καλός μου Λόγος
ποτισμένος τὴ δροσιά,
ποὺ ὡσὰ βαρὺ ροδάκινο μὲς στὸ νερὸ
ἀστράφτει ὅμοια ἀσημένια σφαῖρα,
δὲ θὰ μείνει αἰώνιος
ὅπου κι ὅπως
στὴν κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου τὸν ἀπίθωσα!»
(Α. Σικελιανός, Λυρικός βίος, τ. Γ’, Ίκαρος)


Πίνακας -  Georgia O'Keeffe


Μαρίνα Τσβετάγεβα - Το ποίημα του βουνού

(απόσπασμα)

«Ριγώντας- τα βουνά θα τα κινήσω,
ν’ ανέβει η ψυχή- σ’ άλλο βουνό.
Για σένα θλίψη μου, να τραγουδήσω:
για το δικό μου το βουνό.

Μαύρο- και δεν μπορώ πια να το σβήσω,
να τ’ αποδιώξω τούτο το κενό.
Για σένα, θλίψη μου, θα τραγουδήσω-
απ’ το δικό μου το βουνό.

[…………………………………………..]

V.
Δεν ξεγελά το πάθος- δεν το μηχανεύτηκαν.
Ούτε και ψεύδεται- αν σύντομα χαθεί…
Ω, αν κυλούσαμε στον κόσμο, εγώ κι εσύ,
σαν δυο πληβείοι που εδώ κάτω ερωτεύτηκαν!

ω εξαρχής τότε θα είχαμε προσέξει.
Λόφος- θα λέγαμε. Απλώς- λόφος: τόσος δα!
(Λένε πως μόνο χάρη στων γκρεμνών την έλξη
μετράμε πόσο ύψος έχουν τα βουνά…)

Πάνω σε ρείκια καστανόχρωμα, σωρό,
πευκοβελόνες- σαν νησιά στο καταχείμωνο…
(Πάνω απ’ τη στάθμη της ζωής παραληρώ.)
– Δικός σου είμαι, Πάρε με…
Μα όσο- (αλίμονο!)-

μα όσο για σπιτάκι που να μας σκεπάσει-
μα όσο για να τιτιβίζουνε παιδιά-
εμείς στον κόσμο εδώ κάτω έχουμε φτάσει
να πούμε πώς ειν’ η αγάπη εκεί ψηλά…»
(Μ. Τσβετάγεβα, Το ποίημα του βουνού κι άλλα ποιήματα, ύψιλον/βιβλία)


Paul Cézanne - Montagne Sainte-Victoire

ΔΗΜΟΤΙΚΑ 

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου.
"Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν' η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-"Ήλιε μ', δεν κρους τ' από ταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;"






Καλότυχα είναι τα βουνά


Καλότυχα 'ναι τα βουνά, ποτέ τους δεν γερνούνε
Το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνι
Και καρτερούν την άνοιξη, τ' όμορφο καλοκαίρι
να μπουμπουκιάσουν τα κλαριά, ν' ανθίσουνε τα δέντρα
να βγουν οι στάνες στα βουνά, να βγουν κι οι βλαχοπούλες
να βγουν και τα βλαχόπουλα λαλώντας τις φλογέρες.


Σπύρος Παπαλουκάς - View from Karyes of Mount Athos, 1924 

Παροιμίες 

*Οταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ. 
*Βουνό με βουνό δε σμίγει.
*Παίνευε τα βουνά κι αγόραζε στον κάμπο.
*Η τρέλα δε πάει στα βουνά. 
*Ήμουν απάνω στα βουνά και περπατώ στους κάμπους. 
*Και τα βουνά ξεπέφτουνε κι οι κάμποι δυστυχούνε
*Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια.
*Ευχή γονιού αγόραζε και στα βουνά περπάτα.

*ὤδινεν ὄρος και  ἔτεκεν μῦν


ΜΟΥΣΙΚΗ 




Στίχοι: Παρασκευάς Καρασούλος
Μουσική: Θύμιος Παπαδόπουλος


ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ

Το μαγικό βουνό
του Αλχημιστή το θησαυρό
ψάχναν δυο φίλοι κάποτε να βρουν
και τη χαρά να μοιραστούν

Ξεκίνησαν μαζί
μα γρήγορα έγιναν εχθροί
ο ένας ζήταγε να βρει χρυσό
ο άλλος το αθάνατο νερό

Ποτέ τα αστέρια μη ρωτάς
τι κρύβουνε για μας
σε ποιο όνειρο χρωστάς
ο δρόμος είναι της καρδιάς
κι αυτό που αγαπάς
εκεί να αναζητάς

Το Μαγικό Βουνό
του Αλχημιστή το θησαυρό
δυο φίλοι ψάχναν κάποτε να βρουν
κι απ’ τους καημούς τους να σωθούν

Τους χώρισε η ζωή
η Δύση κι η Ανατολή
ο ένας βρήκε ένα μυστικό
κι ο άλλος βρήκε ένα βουνό




Στίχοι: Γιάννης Θεοδωράκης.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εκτέλεση: Μαργαρίτα Ζορμπαλά στον δίσκο «ταξίδι μέσα στη νύχτα», 1978.


Μενεξεδένια ήταν τα βουνά
μενεξεδένια τα φιλιά
μενεξεδένια ήταν τα μάτια σου
κατάμαυρη είναι η μοναξιά.
Το τρένο αυτό που σε ξερίζωσε
μου σκίζει πάντα την καρδιά
το σφύριγμά του είναι για μέ λυγμός
το πέρασμά του είναι καημός.
Ήμουν για σένα ο διαβάτης που περνά
ήσουν για μένα το νερό και η φωτιά.
Σε κράτησα μέσα στα χέρια μου
σα να σουνα μικρό πουλί
με την αυγή γλυκοκελάηδησες
το δειλινό είχες χαθεί.
Κι εγώ στα δάση τώρα τριγυρνώ
μετρώ τα κίτρινα κλαδιά.



Στίχοι: Ευάγγελος Πρέκας
Μουσική: Λουκάς Νταράλας
Πρώτη εκτέλεση: Λουκάς Νταράλας


Θ' ανέβω και θα τραγουδήσω
στο πιο ψηλότερο βουνό
ν' ακούγεται στην ερημιά
ο πόνος μου με την πενιά

Με το βουνό θα γίνω φίλος
και με τα πεύκα συντροφιά
κι όταν θα κλαίω και πονώ
θ' αναστενάζει το βουνό

Απάνω στο βουνό θα μείνω
κι από τον κόσμο μακριά
θα κλαίω μόνος θα πονώ
και θα μ' ακούει το βουνό



Μουσική: ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Στίχοι: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ


Στα κακοτράχαλα τα βουνά
με το σουράβλι και το ζουρνά
πάνω στην πέτρα την αγιασμένη
χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής
κι ο γιος της ʼννας της Κομνηνής.

Δική τους είναι μια φλούδα γης
μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς
για να γλυτώσουν αυτή τη φλούδα
απ' το τσακάλι και την αρκούδα.
Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς
κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.

Από την Ήπειρο στο Μοριά
κι απ' το σκοτάδι στη λευτεριά
το πανηγύρι κρατάει χρόνια
στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.
Κριτής κι αφέντης είν' ο Θεός
και δραγουμάνος του ο λαός.



I've been living, in a hole in the mountain
Ain't no sins in there

Oh these memories, they keep on following
The Devil, he's a rambling man

I've been living, in a hole in the mountain
Ain't no sins in there

Oh these memories, they keep on following
The Devil, he's a rambling man

And ooh, I've tried
To keep this inside

But now is the time
To see what we can find

Oooh
Oooh
Oooh

To see what we can find

Oooh
Oooh
Oooh

To see what we can find





Loreena Mc Kennitt - voice, piano, keyboards, harp, accordion
David Rhodes - guitar
Manu Katché - Battery
Caroline Lavelle - cello
Hugh Marsh - violin
Nigel Eaton - hurdy gurdy
Danny Thompson - acoustic Bass

Lyrics :

Ride on through the night tide on
Ride on through the night tide on

There are visions, there are memories
There are echoes of thundering hooves
There are fires, there is laughter
There's the sound of a thousand doves

In the velvet of the darkness
By the silhouette of silent trees
They are watching waiting
They are witnessing life's mysteries

Cascading stars on the slumbering hills
They are dancing as far as the sea
Riding o'er the land, you can feel its gentle hand
Leading on to its destiny

Take me with you on this journey
Where the boundaries of time are now tossed
In cathedrals of the forest
In the words of the tongues now lost

Find the answers, ask the questions
Find the roots of an ancient tree
Take me dancing, take me singing
I'll ride on till the moon meets the sea

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος -  Άποψη του Όρους και της Μονής Σινά 

1 σχόλιο: