Μόνη της ήταν! Μια μάνα χήρα με δυο παιδιά. Δυο παιδιά που πέταξαν από την αγκαλιά της σαν μεγάλωσαν, για να σπουδάσουν, να βρουν την τύχη τους, να κάνουν τη ζωή τους . Κι’ έτσι έφυγαν από το χωριό και η μάνα έμεινε μόνη να παλεύει για να τα μεγαλώσει και.. εκεί στα ξένα να μην τους λείψει τίποτα. Ναι! Η μάνα δεν ήθελε τίποτα να λείψει απ’ τα παιδιά της που όλο τα καμάρωνε και όλο έλεγε στους συγχωριανούς της, πόσο τη σκέφτονται και πόσο τη φροντίζουν! Και αράδιαζε το ένα ψέμα πάνω στο άλλο και όλο δούλευε. Τα ξένα χωράφια πόντο, πόντο τα ήξερε. Τα ρούχα που ξενόπλενε με το δάκρυ της τα ξέβγαζε, αλλά παράπονο ποτέ δεν είπε σε κανέναν. Γύρναγε το βράδυ στο σπίτι της και κει μόνη συλλογιόταν πως κάποτε θα ‘ρθει η ώρα και τα παιδιά της θα την ανταμείψουν για τους κόπους της. --Δεν μπορεί; Είναι καλά τα δικά μου παιδιά. Θα μου κάνουν όποια χάρη τους ζητήσω... Δεν μπορεί; Το ξέρω! Θα καταλάβουν τους κόπους μου. Θα καταλάβουν πόσο πολύ έχω βασανιστεί με την ξένη δουλειά, πόσο έχω ταπεινωθεί πολλές φορές από αυτούς που μου δίνουν δουλειά, πόσες φορές λύγισα μπροστά στον πόνο, μπροστά στην έρημη ζωή που ζω, στην προσμονή να μάθω νέα τους. Δεν μπορεί! Θα με καταλάβουν-- Και σαν μάθαινε κάτι πέταγε η καρδιά της απ’ τη χαρά και τότε ξεχνούσε και κόπους και βάσανα και όλα τα έβλεπε ωραία και τόριχνε και στο τραγούδι απ’ τη μεγάλη της λαχτάρα για τα προκομμένα της παιδιά.
Και τώρα που έφταναν τα Χριστούγεννα η μάνα λαχτάρησε να πάει και αυτή στην πόλη. Λαχτάρα το είχε να βρεθεί σε κόσμο πολύ, σε στολισμένους δρόμους με πολύχρωμα λαμπιόνια και κούκλες και Αγιοβασίληδες, που δεν είχε ματαδεί στο χωριό της. Και να την πάνε τα παιδιά της και στα μεγάλα μαγαζιά για να ψωνίσει και κάτι μικρό για τον εαυτό της και κάτι μικρό ακόμη για τη Σοφούλα, που η μάνα της ήταν άρρωστη καi το κακόμοιρο το κορίτσι όλο έκλαιγε. Θα ξέλυνε το μαντήλι της που είχε μαζεμένα κάτι λεφτούτσικα και με αυτά θα ψώνιζε. Έτσι δεν θα επιβάρυνε και τα παιδιά της και... όλα καλά. Όμως και τα παιδιά της θα της έδιναν λεφτά για να μην της λείψει τίποτε και για να ψωνίσει, ό,τι θα της άρεσε. Τους τηλεφώνησε και τους είπε με χαρά τη σκέψη της... «Μάνα θα σου πούμε εμείς πότε να έρθεις, έχουμε δουλειά τώρα!» της είπαν με κάποιο δισταγμό δήθεν.
Το άκουσε η μάνα και η καρδιά της πάγωσε. «Έχουν δουλειά;», είπε με πόνο βαθύ. Ύστερα όμως σκέφτηκε μήπως και είναι αλήθεια και δεν μπορούν να τη δεχτούν τώρα. Ίσως πιο ύστερα, είπε μόνη της. Θα καρτερήσω, θα καρτερήσω! Δεν μπορεί τα παιδιά μου και να μη με θέλουν;
Και η μάνα η πονεμένη, η βασανισμένη, η ταπεινωμένη όλο και καρτέραγε! Μα η πρόσκληση δεν ήρθε ποτέ! Έτσι τα Χριστούγεννα δεν θα ήταν με τα παιδιά της. Μόνη θα ήταν και πάλι, σκέφτηκε και ένα ποτάμι από δάκρυα γιόμισε το σκαμμένο πρόσωπό της.
Η ΜΑΝΑ ΘΑ ΕΚΑΝΕ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου