Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2017

Χουάν Ραμόν Χιμένεθ - Juan Ramón Jiménez Mantecón ( 24 Δεκεμβρίου 1881 – 29 Μαΐου 1958 )

Χουάν Ραμόν Χιμένεθ: Ο ποιητής της απέραντης μειονότητας


Της Άννας Βερροιοπούλου 


«Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ είναι σαν την Αυστραλία, χώρα απέραντη και ήπειρος μαζί, ο μεγαλύτερος ποιητικός τόπος της λογοτεχνίας της Ισπανίας του 20ου αι.» (Andrés Trapiello)

Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ (Juan Ramón Jiménez), βραβευμένος το 1956 με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φιγούρες της ισπανόφωνης ποίησης του 20ου αι.. Υπήρξε κύριος ανανεωτής της και πνευματικός πατέρας των ποιητών της γενιάς του 27, όπως του Λόρκα κ.α. Στην Ελλάδα είναι, ίσως, περισσότερο γνωστός για τις ιστορίες του γαϊδαράκου Πλατέρο, του ήρωα των παιδικών διηγημάτων «Ο Πλατέρο κι εγώ» (Platero y yo). Ο Χιμένεθ, ωστόσο, έζησε για την ποίηση και με την ποίηση. Συχνά γλυκομιλούσε γι΄αυτήν λες κι αναφερόταν σε μια αγαπημένη: «Η σχέση που έχω με την Ποίηση είναι αυτή των παράφορα ερωτευμένων». Ακούραστος δημιουργός, δούλευε και ξαναδούλευε τους στίχους του με άσβεστο πάθος, μέχρι που σφάλισε τα μάτια σε ηλικία 77 ετών. Ο Χιμένεθ είναι ο ποιητής της καθαρής ποίησης και της απόλυτης επιθυμίας για ομορφιά, αισθητικής και πνευματικής.

Γεννήθηκε το 1881 σε μια κωμόπολη της Ανδαλουσίας, το Μογκέρ. Η πατρίδα του, το μεσογειακό της φως, η λευκότητα των σπιτιών διαμόρφωσαν το ψυχισμό του νεαρού Χιμένεθ. Η θάλασσα του Μογκέρ, την οποία ως παιδί ατένιζε αχόρταγα από την ταράτσα του σπιτιού του, εντυπώνεται στην ποιητική του μνήμη. Τα στοιχεία αυτά- η θάλασσα, ο ήλιος, ο ουρανός, η αθωότητα της λευκής του πατρίδας- θα αποτελέσουν μόνιμα πρώτες ύλες των στίχων του.

Από παιδί είχε φύση μελαγχολική και εσωστρεφή ιδιοσυγκρασία. Σύντομα βρήκε καταφύγιο στην ποίηση και η ευαισθησία του βρήκε φωνή στους στίχους του. Πολύ νέος, το 1900, εκδίδει δύο ποιητικές συλλογές: «Μενεξεδένιες Ψυχές» (Almas de violeta) και «Νυνφαίαι»(Ninfeas), οι οποίες εκτυπώθηκαν με βιολετί και πράσινο μελάνι αντίστοιχα, ακολουθώντας τις τάσεις του Μοντερνισμού, ενός από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής, στο οποίο ανήκουν και τα παραπάνω έργα. Αυτά έτυχαν θερμής αποδοχής από τους ποιητικούς κύκλους και διάσημοι ποιητές, όπως ο Ρουμπέν Νταρίο (Rubén Darío) και ο Αντόνιο Ματσάδο (Antonio Machado), αγκάλιασαν με ενθουσιασμό το νεαρό ποιητή. Στους πρώτους αυτούς μελαγχολικούς στίχους κυριαρχεί ο κόσμος των αισθήσεων- η μουσικότητα, τα χρώματα, τα αρώματα-, ο οποίος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κόσμο των συναισθημάτων.

Υπήρξαν ρόδα και βιολέτες στο μπλε του στερεώματος,
μαγεία μυθική χρωμάτων και αρωμάτων∙
ήταν ένα από ΄κείνα τα δειλινά
των γλυκών ανοίξεων, που η ψυχή μου
στις αναμνήσεις βλέπει να πλανώνται.



Ο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και ο έρωτας

Ένα από τα βασικά θέματα της ποίησής του είναι ο έρωτας. Αποτελεί γι’ αυτόν το πέμπτο στοιχείο της φύσης μαζί με το νερό, τον αέρα, τη φωτιά και τη γη. Στους στίχους του ο έρωτας είναι παθιασμένος κι επώδυνος, εμφανίζεται όμως πάντα εξευγενισμένος, μια πύρινη φλόγα που φέγγει με τις πιο λεπτές και ευγενικές αποχρώσεις του γαλάζιου- ο έρωτας στην ποίησή του συγκρίνεται με την μπλε περίοδο στους πίνακες του Πικάσσο.
Αδελφή: Ξεφυλλίζαμε τα φλογερά μας σώματα
σε μια αφθονία δίχως τέλος, δίχως συναίσθηση…
Ήταν φθινόπωρο κι ο ήλιος — θυμάσαι; — γλύκαινε
θλιμμένα την κάμαρα με μια υπόλευκη λάμψη …

Το 1913 γνωρίζει κι ερωτεύεται την Ζηνοβία Καμπρουμπί (Zenobia Cambrubí). Το 1916 παντρεύονται και θα μείνουν αχώριστοι σύντροφοι για σαράντα σχεδόν χρόνια μέχρι το θάνατό της. Η Ζηνοβία, η οποία υποστήριξε πολύ το σύζυγό της στο έργο του, υπήρξε μια πολύ καλλιεργημένη γυναίκα, μοντέρνα για την εποχή της, φεμινίστρια και μεταφράστρια του ινδού νομπελίστα Ταγκόρε. Προκειμένου να τελεστούν οι γάμοι, ο Χιμένεθ διασχίζει για πρώτη φορά τον Ατλαντικό με προορισμό τη Νέα Υόρκη, όπου διέμενε η Ζηνοβία. Τα δύο αυτά γεγονότα, ο γάμος του και ο διάπλους του ωκεανού, θα σταθούν καθοριστικά για το έργο του, διότι από τις εμπειρίες αυτές γεννιέται η συλλογή «Ημερολόγιο ενός προσφάτως παντρεμένου ποιητή» (Diario de un poeta recién casado).

To πρωτοποριακό αυτό βιβλίο θεωρείται από κάποιους το σημαντικότερο ισπανικό ποιητικό έργο του 20ου αι.. Είναι γραμμένο σε μορφή ημερολογίου και συνδυάζει ποίηση και πρόζα, διάλογους και μονόλογους. Παρουσιάζει μεγάλη ετερογένεια υλικού, ως και αμερικάνικες διαφημίσεις παρεμβάλλει- ένα έργο πραγματικά με τον αέρα του μοντέρνου. Η μεγάλη καινοτομία ωστόσο για την ισπανόφωνη ποίηση είναι η εκτεταμένη και συνειδητή χρήση του ελεύθερου στίχου. Επιλέγει σκόπιμα το νέο αυτό στίχο, διότι θέλει να αναγγείλλει την αναγέννηση που υφίσταται η ποίησή του κι ο ίδιος με τον έρωτα, το γάμο και τη γνωριμία του με τον ωκεανό, με μια καινούρια ζωή.

Μοιάζεις, θάλασσα, να μάχεσαι
— ω! αναταραχή δίχως τέλος, μέταλλο αδιάκοπο! —
ώστε από σένα να βρεθείς ή εγώ για να σέ βρω.
Τι απέραντη δείχνεσαι,
στη γυμνότητά σου μόνη
…….
Σαν σε τοκετό, γεννάς τον εαυτό σου,
— με πόση κούραση! —
τον εαυτό σου, θάλασσα μοναδική!
τον εαυτό σου, εσένα μόνο και εντός της δικής σου
μοναδικής πληρότητας όλων των πληροτήτων,
…ώστε από σένα να βρεθείς ή εγώ για να σέ βρω!

Με το βιβλίο αυτό η έκφρασή του αλλάζει ριζικά και το έργο του εισέρχεται σε μία νέα περίοδο που ο ποιητής μας ονομάζει διανοητική. Η ποίησή του γίνεται καθαρή, αγνή, poesía pura, απογυμνώνεται από περιττά στολίδια, από κοσμητικά επίθετα και τον περίτεχνο λόγο. Τώρα παρατηρείται το εξής παράδοξο: ο λόγος του, το λεξιλόγιο γίνεται απλό, καθημερινό, εντούτοις τα νοήματά του γίνονται δύσκολα, πυκνά. Ο Χιμένεθ γίνεται ο ποιητής της απέραντης μειονότητας.

Αυτήν την περίοδο εκδίδει πολλά κοσμήματα της ισπανικής ποίησης, όπως Αιωνιότητες (Eternidades), Ποίηση (Poesía), Ομορφιά (Belleza), Η πλήρης εποχή (La estación total). Ο Χιμένεθ γράφει ασταμάτητα, είναι εξορισμένος θα λέγαμε στην ποίησή του.

Ζώο Βάθους

Το 1936 ξεκινά μια διαφορετική εξορία γι΄αυτόν: με το ξέσπασμα του Εμφυλίου, φεύγει από την Ισπανία και λόγω της νίκης του Φράνκο, αυτοεξορίζεται μόνιμα· ζει στην Κούβα, στη Φλόριντα, στην Ουάσινγκτον και τέλος θα εγκατασταθεί στο Πουέρτο Ρίκο.

Τα χρόνια περνούν. Βρισκόμαστε στο 1949, όταν εκδίδεται μία συλλογή ορόσημο της ισπανόφωνης ποίησης: Ζώο Βάθους (Animal de fondo). Ο Χουάν Ραμόν είναι πλέον ηλικιωμένος, ο λόγος του έχει ωριμάσει, όμως η ποίησή του παραμένει νέα. Φέρει πάντα μαζί της την άνοιξη, τον αέρα της ανανέωσης. Η έμπνευση σε όλο της το μεγαλείο! Ο ποιητής αγγίζει πλέον την πολυπόθητη Ολότητα, La totalidad, φθάνει πλέον έπειτα από μακρόχρονο ταξίδι στην Πλήρη του Εποχή: ανοιξιάτικη αναγέννηση, καλοκαιρινός θερισμός του καρπού, χειμωνιάτικη απόλαυση των κόπων, των κύκλων ζωής.

Η συλλογή Ζώο Βάθους αποτελείται από 29 ποιήματα, άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, που αλληλοσυμπληρώνονται, και είναι εστιασμένα όλα σε ένα θέμα, την ανακάλυψη του εσωτερικού μας θεού, της ομορφιάς, του φωτεινού μας κέντρου.

Το 1956, τo βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας έρχεται σε μια τραγική στιγμή της ζωής του: λίγες μέρες πριν πεθάνει η γυναίκα του. Συντετριμμένος δεν θα πάει να το παραλάβει. Δύο χρόνια αργότερα πεθαίνει και ο ίδιος στο Πουέρτο Ρίκο. Ο αιώνιος Ανδαλουσιανός, όπως υπέγραφε ο ίδιος ο Χουάν Ραμόν, ήταν από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις συνέπειας, που έργο και ζωή ταυτίζονται· ο ποιητής ενστάλαξε την ύπαρξή του στους στίχους, δίνοντας στα πάντα ολόγυρα αισθητική, συναισθηματική και πνευματική αξία.

Άννα Βερροιοπούλου

Στα ελληνικά κυκλοφορεί η Μικρή Ποιητική Ανθολογία του Χιμένεθ από τις εκδόσεις Απόπειρα




Κάποτε νιώθω
καθώς το ρόδο 
που θά ’μαι μια μέρα, καθώς το φτερό
που θά ‘μαι μια μέρα.
Και με τυλίγει ένα άρωμα, ξένο και δικό μου,
δικό μου κι ενός ρόδου·
και με περισυλλέγει μια περιπλάνηση ξένη και δική μου
δική μου κι ενός πουλιού.
Τραγούδα, τραγούδα φωνή μου!
γιατί όσο υπάρχει ένα πράγμα
που δεν το είπες εσύ
δεν είπες τίποτα!

Ποίηση· δροσιά
της κάθε αυγής, κόρη
της κάθε νύχτας, ολόδροση, αγνή
αλήθεια των τελευταίων άστρων
πάνω στην τρυφερή αλήθεια των πρώτων λουλουδιών!
δροσιά, ποίηση·
πρωινή πτώση τ’ ουρανού πάνω στον κόσμο
Αυτή ’ναι η ζωή μου, εκείνη προς τα πάνω,
εκείνη της καθάριας αύρας,
του τελευταίου πουλιού,
των χρυσών κορυφών του σκοταδιού!
αυτή ’ναι η λευτεριά μου, να μυρίζω το ρόδο
να κόβω το ψυχρό νερό με το τρελό μου χέρι,
ν’ απογυμνώνω το δρυμό,
να παίρνω απ’ τον ήλιο το αιώνιο φως του!
Μετάφραση Τάκης Βαρβιτσιώτης
✾  ✾  ✾  ✾  ✾  ✾

Δίπλα μου στέκεσαι καθώς το ρόδο που ανασταίνεις,
Τώρα μια μνήμη επαγρυπνεί γεμάτη από σιωπή.
Πιότερο κι απ’ τον έρωτα η ματιά σου με πεθαίνει
Τη νύχτα αυτή που τίποτα δεν έχει να μου πει.
Το ξέρω. Με τον άνεμο η ζωή σου ωραία ανασαίνει
Εύρωστο κλίμα οι φλέβες σου κι ώριμοι πια καρποί.
Κι ωστόσο τούτη η η αστείρευτη βροχή που όλο πληθαίνει
Μας συγκρατεί επικίνδυνα κάτω από μια σιωπή.
Εξαίσια κι άφθαρτη πηγή, πανάρχαιο σιντριβάνι,
Μες στο καμπύλο σου νερό μια μέρα θα χαθώ
Έτσι καθώς η απρόσωπη φύση μου θα βλαστάνει.
Σα δέντρο μες στη συντριβή του ολόγυμνου κορμιού σου,
Τώρα με μάτια ακοίμητα έρποντας προσπαθώ
Σαν κάτι μάταιο να χαθώ στα βάθη του εαυτού σου.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιάννης Β. Ιωαννίδης

✾  ✾  ✾  ✾  ✾  ✾

Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα

Το στόμα σου φύτεψε
μ’ εκείνο το φιλί στο δικό μου
ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα,
κι οι ρίζες τους τρων την καρδιά μου.
Είταν φθινόπωρο. Ο άμετρος ουρανός
άρπαξε με τον ήλιο του
όλο το χρυσάφι –κίονες λάμψεων–
από τη ζωή.
Το καλοκαίρι ήρθε σκληρό·
το μπουκέτο μάδησε,
μα άφησε να σπάσουν στα μάτια μου
δύο μπουμπούκια πόνος.
Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής



Από τον Χώρο, Δεύτερο απόσπασμα, Καντάδα

«Και για να θυμηθώ γιατί έχω ζήσει», έρχομαι σε σένα, ποταμέ Χάτσον της θάλασσάς μου. «Γλυκός ωσάν αυτό το φως ήταν ο έρωτας.» Και αποκάτω από τη Γουάσιγκτον Μπριτζ ( τη γέφυρα την πιο μεγάλη απ’ τις μεγάλες αυτής της Νέας Υόρκης) περνάει ο κάμπος κίτρινος των παιδικών μου χρόνων». Παιδικά χρόνια, παιδί ξαναγίνομαι και είμαι, χαμένος, τόσο μεγαλύτερος μέσα στο πιο μεγάλο. Μύθος ανέλπιστος: «γλυκός ωσάν το φως είναι ο έρωτας», κι αυτή η Νέα Υόρκη είναι ίδια με το Μογέρ, είναι ίδια με τη Σεβίλλη και με τη Μαδρίτη. Με υπομένει ο άνεμος, στη γωνία της Μπροντγουαίη, όπως και στη Γωνία ντε λας Πουλμόνιας της οδού μου Ρασκόν, κι έχω ανοιχτή την πόρτα όπου ζω, με ήλιο μέσα. «Γλυκός ωσάν αυτόν τον ήλιο ήταν ο έρωτας» 
Συναντήθηκα στην είσοδο, του γέλασα, κι ανέβηκα στην ιδιαίτερη γωνιά, πάλι, της μοναξιάς και της σιωπής μου, τόσο ίδιας στον όροφο 9 και ήλιου, στο ισόγειο της οδού και τ’ ουρανού μου. «Γλυκός ωσάν αυτόν τον ήλιο ήταν ο έρωτας». Με κοιτάξαν γνώριμα παράθυρα με κάδρα του Μουρίγιο. Στο σύρμα του γαλάζιου, το συμπαντικό σπουργίτι κελαηδούσε, το σπουργίτι κι εγώ τραγουδούσαμε, μιλούσαμε, και το άκουγε η φωνή της γυναίκας στον άνεμο του κόσμου, Τι γωνιά πια για ν’ακολουθήσει η φαντασία μου! Ο ήλιος έκαιγε το νότο της γωνιάς μου, και στη φθίνουσα σελήνη απ’το χαλάκι, γεννιότανε γλυκά η παραίσθησή μου, θέλοντας από τη χρυσή μείωση να ξεφύγει. «Και αποκάτω από τη Γουάσιγκτον Μπρίτζ, την πιο φιλική γέφυρα αυτής της Νέας Υόρκης, κυλάει ο χρυσός κάμπος των παιδικών μου χρόνων…» Κατέβηκα γεμάτος στο δρόμο, μου άνοιξε ο άνεμος τα ρούχα, την καρδιά, είδα πρόσωπα ωραία. Στον κήπο του Σαιν Τζων δε Ντιβάϊν, οι λεύκες πράσινες ήτανε της Μαδρίτης. Μίλησα μ’ έναν σκύλο κι ένα γάτο στα ισπανικά, τα παιδιά της χορωδίας, γλώσσα αιώνια, ίδια με του παράδεισου και της σελήνης, έψαλαν, με καμπάνες του Σαν Χουάν, στην ακτίνα τη δεξιά του ήλιου, τη ζωντανή, όπου ο ουρανός έπλεε έχοντας γίνει αρμονία βιολετιά και χρυσή. Ουράνιο τόξο ιδεώδες που κατέβαινε κι ανέβαινε, που κατέβαινε… « Γλυκός ωσάν αυτόν το ήλιο ήταν ο έρωτας». Βγήκα στην Άμστερνταμ, εκεί βρισκόταν η σελήνη (Morningside). Ο αέρας ήτανε τόσο καθαρός, κρύος όχι, δροσερός. Πάνω του ερχότανε ζωή από άνοιξη νυκτερινή, κι ο ήλιος ήταν μέσα στη σελήνη και μες στο κορμί μου, ο παρών ήλιος, ο ήλιος που ποτέ πια δε θα άφηνε μόνα τα κόκαλά μου, ήλιος αιμάτινος κι αυτός. Και μπήκα τραγουδώντας και απών μέσα στη δενδροστοιχία της νύχτας, κι ο ποταμός κυλούσε κάτω από τη Γουάσιγκτον Μπριτζ, με ήλιο ακόμα, μέχρι την Ισπανία στην ανατολή μου, στην ανατολή μου του Μαΐου της Μαδρίτης. Ένας ήλιος νεκρός πια, μα ζωντανός, ένας ήλιος παρών, ωστόσο απών, ένας ήλιος θράκα από ζωηρό καρμίνιο, ένας ήλιος καρμίνιο ζωηρό μέσα στο πράσινο, ένας ζωηρός ήλιος στο πράσινο το μαύρο πια, ένας ήλιος στο μαύρο πια σελήνη, ένας ήλιος στη μαύρη του καρμίνιου σελήνη, ένας ήλιος νέας δόξης, κινείται μες στον άλλο αυτό. Ένας ήλιος του έρωτα και της όμορφης δουλειάς, ένας ήλιος σαν τον έρωτα…» Γλυκός ωσάν αυτό το φως ήταν ο έρωτας».

Μετάφραση Γιώργος Μίχος

http://poihtikoanalogio.blogspot.gr/


✾  ✾  ✾  ✾  ✾  ✾



[απόσπασμα από το τρίτο μέρος που δημοσιέυτηκε αυτόνομο]
ΜΥΘΟΣ ΕΝΟΣ ΚΕΝΟΥ ΗΡΩΑ

Διπλωμένα φτερά ενός στρατού πορφυρού και με τσόφλια, από το ένα μέρος στο άλλο του επίπεδου δρόμου που έδινε τα σκούρα του στην πιστή θάλασσα, τα καβούρια τολμούσαν σπάζοντας βιαστικά (σαν σε μια δυσάρεστη προσευχή από κρίκους) τον ήλιο της ακτινοβόλου μοναξιάς ενός θεού απόντος.
Φτάνοντας εγώ, τα διπλωμένα φτερά άνοιξαν απλωμένα, χίλια όντα, μικρά;, παρεκκλίνοντας στα οξέα οπίσθιά τους. Και, σιωπή· ένα τέλος, σιωπή. Ένα τέλος, ένας θεός που πλησίαζε.
Ένας καρκίνος, ένας κάβουρας και μόνος, έμεινε στο γκρίζο κέντρο του αμμώδους, πιο βιαστικός από όλους, πιο ανοιχτή η πριονωτή τανάλια του μεγαλύτερου στόματος της ντουλάπας του· τα μάτια περισκόπια άκαμπτα, καρφώνοντας την παλλόμενη εχθρότητά του σε μένα.
Κατέβηκα αργά ως αυτόν, και με το μολύβι της ποιήσεως μου και της κριτικής μου, παρμένο από την τσέπη, το παρακίνησα να δώσει μάχη.
Δεν πήγαινε ο δαυίδ, δεν πήγαινε ο δαυίδ του λόγιου φιλισταίου. Δάγκωσε το κίτρινο μολύβι με την τανάλια του, κι εγώ το σήκωσα μ’ αυτό πιασμένο και το γύρισα στους ορίζοντες με μια ορμή μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μια τροχιά μεγαλύτερη, κι αυτό άντεχε. Η δύναμή του ήταν τόσο λίγη για μένα πολύ πιο λίγη, φτωχέ ήρωα!
Υπήρξα κακός; Το έλιωσα με το άδικο ποδεμένο πόδι, μόνο για να δω τί ήταν. Ήταν καβούκι μάταιο, ένα όνομα μόνο, κάβουρας· και ούτε μια δεκάρα, ούτε μια δεκάρα σπλάχνα· ένα κενό ίδιο με οποιοδήποτε κενό· ένα κενό σε ένα άλλο κενό. Ένα κενό ήταν ο ήρωας πάνω στη γη και πάνω στον ουρανό· ένα κενό, ένα κενό λιωμένο από μένα, που ο αέρας δεν γέμιζε, από μένα, από μένα· μόνο ένα κενό, ένα άδειο, ένα ηρωικό μυστικό ενός κάβουρα κρύου νεκρού, ένα καβούρι άδειο ένας φτωχός δαυίδ κενός.
Και μια σιωπή μεγαλύτερη από κείνη τη σιωπή γέμισε ξαφνικά τον κόσμο με δηλητήριο, ένα δηλητήριο του κενού· μια αρχή, όχι ένα τέλος. Έμοιαζε πως το κενό το αποκαλυμμένο από μένα και βαλμένο στην εμφάνιση για όλους, είχε γίνει σιωπή, ή η σιωπή, κενό· πως είχε κατοικηθεί εκείνη η αριθμήσιμη σιωπή από αναρίθμητη σιωπή κενή.
Εγώ υπέφερα που ο καρκίνος ήμουνα εγώ, και εγώ ένας γίγαντας που δεν ήταν μόνο εγώ και με είχε εμένα πατήσει και λιώσει. Το απέραντα κενό με ένιωθα, τί τερατώδη από κενότητα βιαστική, σ εκείνο το σκληρυμένο οικόπεδο του μεσημεριού των ερημωμένων παραλιών! Ερημωμένες; Κάποιος μεγαλύτερος απότι εγώ και το καινούριο εγώ ερχόταν, κι εγώ έφτανα στον ήλιο με την απέραντη κενότητά μου, την ίδια στιγμή· και ό ήλιος που έλιωνε το κενό, και η ατέλειωτη σκιά μου με έμπαζε στη θάλασσα και σ’ αυτήν ναυαγούσα σε μια μάχη απέραντη γιατί η θάλασσα έπρεπε να γεμίσει όλο το κενό μου. Επανάσταση ενός όλου , ενός απείρου, ένα χάος στιγμιαίο από σάρκα και καβούκια, από άμμο και κύμα και σύννεφο και κρύο και ήλιο, όλα καμωμένα ολικά και μοναδικά, όλα άβελ και κάιν, δαυίδ και γολιάθ, καρκίνος κι εγώ, κάθε καβούρι κι εγώ.
Και στο χώρο εκείνου του απέραντου κενού και βωβού, ο θεός κι εγώ είμαστε δυο.

Πρώτη δημοσίευση, La Nación, Μπουένος Άιρες, Κυριακή 11 Ιανουαρίου 1953

Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, «Χώρος» (εισαγωγή- μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης), εκδ. Bibliotheque, 2017



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου