-Δεν τα θέλω!
Η φωνή μου σκέπασε τον ήχο της τηλεόρασης. Τρόμαξε κι εμένα τον ίδιο. Οι κόρες μου με κοίταξαν με απορία. Έσκυψα το κεφάλι απολογητικά.
-Κάτι σκεφτόμουν, δικαιολογήθηκα, και μου ξέφυγε.
Στην οθόνη μια γυαλισμένη, χαμογελαστή περσόνα -κοκόνα, μαντόνα, γκαρσόνα, ό,τι θες βάζεις- προσπαθούσε να πείσει για την αξία των καλλυντικών του MUST χορηγού της. Νύχια βαμμένα με βερνίκι MUST, δέρμα λουστραρισμένο με κρέμα MUST, μαλλιά λουσμένα με σαμπουάν MUST, κατάλογος MUST χωρίς τελειωμό.
Θυμήθηκα τα μαύρα λουστρίνια που μου έφερνε ο νονός κάθε Χριστούγεννα. Την πρώτη φορά ενθουσιάστηκα. Ώσπου κατάλαβα ότι με αυτά δεν μπορούσα να παίξω, ούτε να πάω στο σχολείο, ούτε να κλωτσήσω τα χαλίκια. Έπρεπε να τα φορώ μόνο τις Κυριακές στην εκκλησία, στις οικογενειακές γιορτές και στις επισκέψεις στους συγγενείς. Τότε τα μίσησα, όπως μίσησα το καλό μου παντελόνι και το καλό μου πουκάμισο. Αντιπροσώπευαν έναν εαυτό που δεν ήμουνα. Έγιναν σύμβολα υποκρισίας, όπως αργότερα η γραβάτα, το κοστούμι, τα μανικετόκουμπα και κάθε είδους επίσημη ένδυση.
Κατέληξα, σε σημείο εμμονής, να αντιπαθώ καθετί που λάμπει: τα σινιέ αυτοκίνητα, τα πολυτελή σπίτια, τα εντυπωσιακά γραφεία, τα λούσα γενικώς. Τελικά μου έμεινε κουσούρι. Μισούσα τις κατεδαφίσεις κι ερωτευόμουν τα χαλάσματα. Μισούσα το βαμμένο μαλλί, τις πλαστικές εγχειρίσεις, τα φτιασιδωμένα πρόσωπα, το ψεύτικο χαμόγελο. Κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Αγωνιούσα όταν έκλεινα ραντεβού, μήπως εκείνη εμφανιστεί με έντονο μακιγιάζ για να με εντυπωσιάσει. Τότε ξενέρωνα, προς απορία της συντροφιάς μου.
«Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός», έγινε το μότο μου. Προσπαθούσα να πείσω και τους άλλους, μα πιο πολύ δυσκολευόμουν να πείσω τον εαυτό μου. Χρόνια μου πήρε, ώσπου να αποδεχτώ πως αξία έχει η ουσία και όχι το περιτύλιγμα. Όμως, η κοινωνία εξελισσόταν ερήμην μου. Εγώ ακολουθούσα αντίστροφη πορεία κι όλο αναρωτιόμουν μήπως τελικά δεν έφταιγε ο στραβός γιαλός αλλά το δικό μου στραβό αρμένισμα.
Με τα χρόνια το πράγμα χειροτέρεψε. Οι λέξεις που πολεμούσα: διαφήμιση, προβολή, προώθηση αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία. Τη θέση τους πήραν νέες, εισαγωγής: προμόσιον, ίματζ, λουκ. Το μπέρδεμα μεγάλωνε. Επιστήμη ολόκληρη υπηρετούσε πλέον το αντικείμενο. Μάνατζμεντ! Άντε να καταλάβει το ημιμαθές πόπολο.
Πώς το πολεμάς αυτό; Πώς πολεμάς τους επαγγελματίες με τους φοβερούς τίτλους: ίματζ μέικερ, προμότερ, φάσιονιστ; Ωχριούν μπροστά τους οι προπαγανδιστές παλαιότερων εποχών. Οι σημερινοί σε αγοράζουν και σε πουλάνε στο δευτερόλεπτο. Στην έχουν στημένη σε κάθε γωνιά. Στο τηλέφωνο, στο κινητό, στα μέιλ, στην είσοδο κάθε πολυκαταστήματος, στην οθόνη του υπολογιστή και της τηλεόρασης. Γίνονται κολλιτσίδα. Δεν τη γλιτώνεις, κάπου θα τσιμπήσεις μια «προσφορά». Μάστιγα κανονική. Οι δέκα πληγές του Φαραώ.
Όλα για το «αφήγημα», για το παραμύθι. Εθίζεσαι και στο τέλος τους θαυμάζεις κιόλας. «Το νέο αφήγημα του κόμματος», ακούς και χάσκεις με θαυμασμό. Το πιστεύεις, το κάνεις δικό σου. Υιοθετείς το ξένο παραμύθι και το υπερασπίζεσαι απέναντι στους άλλους, πιπιλίζοντας την καραμέλα που σου έχουν σερβίρει. Γίνεσαι τέλειος οπαδός, ιδανικός καταναλωτής. Αναμασάς τα ίδια στερεότυπα, ακριβώς όπως τα σερβίρουν οι ιθύνοντες των θινκ τάνκς, που σκέφτονται πριν από σένα και σου παρουσιάζουν τα φύκια για μετάξι.
Και να ’μαι τώρα, εν έτει 2017, να προσπαθώ να πείσω ξανά τον εαυτό μου ότι ο γιαλός είναι στραβός, ενώ εγώ βαδίζω σωστά. Το παλιό μου μίσος για καθετί ψεύτικο, για καθετί φέικ, για να μιλήσω την ακατανόητη γλώσσα της εποχής, ξύπνησε ξανά.
Στην οθόνη η γυαλισμένη, χαμογελαστή περσόνα -κοκόνα, μαντόνα, γκαρσόνα, ό,τι θες βάζεις- συνέχιζε ακάθεκτη: κραγιόν MUST, μάσκαρα MUST, βλεφαρίδες MUST, βαφή μαλλιών MUST.
-Και τώρα η ανδρική σειρά MUST, αναφώνησε θριαμβευτικά και μερικοί λουστραρισμένοι νεαροί εμφανίστηκαν στο πλατό.
Με αποτέλειωσε.
Τα παιδικά μου λουστρίνια πετάχτηκαν με ορμή από το λαρύγγι μου:
-Δεν τα θέλω!
Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, 18.10.2017
Υπέροχο, εύγε Θοδωρή, ξυπνάς συνειδήσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφή