Ιούλη μήνα φούσκωσες, ερωτευμένο αγέρι
δεν σ’ ήθελε ο έρωτας να σε νυφοστολίσει
μόν’ ήθελε καρφί σκληρό μέσα σου να ορκίσει
φιλί ακούμπησε βαθύ όλη του η σκοτοδίνη
σε χείλη κρινολούλουδα, πού τρέμαν μεθυσμένα
τόσο που πόθησε φιλί Όλγα για να σου δίνει
που διπλωνόταν θάλασσα με σωθικά σκισμένα
κι ορμούσε και μαζεύονταν στη λύσσα την τυφλή του
και πάλι ματαδίπλωνε κι άπλωνε τη χολή του
ορκίστηκες στον έρωτα κι ήρθε και σ’ ηύρε κείνος
λιμπίστη την καρδούλα σου πού ‘τρεμε άσπρος κρίνος
κι όπως η ξέρα στέκεται στη μαύρη την καρδιά της
η θάλασσα βαριοχτυπά και γλύφει την αντρειά της
τέρας και όμορφη πολύ σαν την ουράνια νύμφη
που μέσα σ' άγριο νυφικό μαγεύει τη θωριά της
και πείνα μαυροκύματη όπου μ’ αγάπη γλείφει
συντρίβει κι απολησμονά τα έρμα τα παιδιά της
σε βρήκε θάλασσας χολή και ουρανού γλυκάδα
βραχάκι έζης μικρούτσικο σ’ ωκεανού αγριάδα
Όλγα, κοιμάσαι σ’ αγκαλιάς γαλήνιο κρεβατάκι
μα στις κρυφές μου τις σπηλιές ανθίζεις νιο ανθάκι
κι ήσουν λουλούδι πάναγνο κι ένα μικρούλι βρύο
θυσία θέλει για να ζει το τρομερό θηρίο
και σ’ έριξε κατάχαμα με μάτια θαμπωμένα
και τα στηθάκια σου αχνά να λάμπουν νυφοκέρια
σαν ρόδα 'πό βοριά σκληρό, ξέφυλλα, τσακισμένα
κι απίθωσε τα στέφανα πα στα νεκρά σου χέρια
λεπτά κοχύλια τα γλυκά παρθενικά σου μάτια
σφράγισαν Όλγα μου πικρά σαν μυστικά παλάτια
Όλγα, σαν πούπουλο λευκό μαραίνεις το σκοτάδι
στήθος αφήκες στοργικό σ’ άλλο να πας λιβάδι
κι είναι η πλάκα σου βαρειά σαν κουρασμένο χέρι
τόσες νυχτιές, τόσον καιρό, γραμμάτου βουλοκέρι
κοιμήσου κόρη ανέγγιχτη, σελήνης θυγατέρα
κι αλαφροπάτει το πουλί στο σιωπηλό το χώμα
κει π' αεράκι τρυφερό σε σκέπει νύχτα μέρα
και κρίνου μοσκοβόλημα γλυκαίνει σου το δώμα
αστροφεγγίζουν οι ψυχές μές στη γλυκειά ψυχή σου
κι αναθαρρεύω σαν κλαδί π’ ανθίζει στην πνοή σου
λευκότατο το χέρι σου απάνω στα μαλλιά μου
Όλγα, κι εγώ στ’ αστέρι σου θα λάμψω την καρδιά μου
Η Όλγα, όταν αυτοκτόνησε, σε ηλικία 19 ετών για τον έρωτα του Γιάννη Ψυχάρη.
Ευχαριστώ πολύ την κα Κοτσόβολου!
ΑπάντησηΔιαγραφή