Νύχτα Χριστουγέννων.
Η Πελαγία τράβηξε την κουρτίνα του σαλονιού και κοίταξε τα φώτα που στόλιζαν τα μπαλκόνια της απέναντι οικοδομής.. Στη γειτονιά απόλυτη ησυχία.
Μετά το φαγοπότι οι άνθρωποι έπεφταν σε νάρκη, λίμναζαν οι αισθήσεις και οι προσδοκίες. Πίσω απ’ τα λαμπάκια που αναβόσβηναν ασυντόνιστα, γράφονταν και ξεγράφονταν ανεκπλήρωτα όνειρα.
Ήταν μόνη στο σπίτι με την κόρη της και περίμενε τον άντρα της να σχολάσει απ’ τη δουλειά . Οι περισσότεροι ένοικοι της πολυκατοικίας απουσίαζαν. Απόμειναν μόνο κάτι ηλικιωμένοι, που έπεσαν με την ώρα τους για ύπνο και οι καινούργιοι γείτονες του πέμπτου ορόφου, που είχαν μετακομίσει πριν ένα μήνα. Είχαν καλημεριστεί μερικές φορές στην είσοδο. Σκέφτηκε ότι ένα καλωσόρισμα θα τους έκανε να νιώσουν οικεία.
Ετοίμασε ένα πιάτο με γλυκίσματα, ανέβηκε τη σκάλα και χτύπησε το κουδούνι.
Της άνοιξε η Χαρούλα, με βλέμμα που δήλωνε ότι μόλις είχε επιστρέψει από άλλο σύμπαν.
Ο σύζυγός της ,ο Λεωνίδας, καθόταν στον καναπέ έχοντας μπροστά του μια πιατέλα κουραμπιέδες και δίπλα ο γιος τους, ένα λιγομίλητο παλικάρι είκοσι τριών χρόνων, που έπαιζε ηλεκτρονικό παιχνίδι παράταιρο για την ηλικία του.
-Χρόνια πολλά, τους ευχήθηκε πίνοντας μια γουλιά απ’ το κρασί που της πρόσφεραν, ό,τι καλύτερο στο σπιτικό σας.
-Τα καλύτερα πέρασαν και πάνε, της απάντησε ο κύριος Λεωνίδας, που βίωνε την κρίση με τον αρμόζοντα μελοδραματισμό. Κάποτε ήμουν άρχοντας. Έμενα σε μια σπιταρόνα στην Αθήνα, τριώροφη. Είχα χρήματα πολλά, τι ταξίδια, τι μπουζούκια, σκέτη χλιδή σου λέω.
Αλλά ας όψεται η κρίση… αν ήμουν καλά οικονομικά δε θα καθόμασταν -μέρα που ‘ναι σήμερα-μέσα σε τούτο το κλουβί να μιζεριάζουμε. Θα ‘παιρνα την κυρά και θα πηγαίναμε για ρεβεγιόν στα καλύτερα της πόλης . Ανάθεμα την κατάσταση και την τύχη μου, είπε και ξεφύσηξε τόσο δυνατά, που η άχνη του κουραμπιέ σαν τεχνητό χιόνι απλώθηκε γύρω του στον καναπέ ολοκληρώνοντας την εορταστική ατμόσφαιρα.
Όσο μιλούσε, ο γιος του σήκωνε τα μάτια κι έγνεφε καταφατικά και αρκούντως πένθιμα, ενώ η Χαρούλα έπνιγε την πίκρα της σ’ ένα κομμάτι μπακλαβά.
-Ετούτην που τη βλέπεις, συνέχισε ο Λεωνίδας, έναν καιρό τα ‘χε όλα στα πόδια της. Έβγαινε στα μαγαζιά για ψώνια και της έκαναν υπόκλιση οι καταστηματάρχες. Με τ’ ακριβότερα ρούχα κυκλοφορούσε κι όλοι την κοίταζαν μ’ ανοιχτό το στόμα.
Τα μάτια της Χαρούλας φωτίστηκαν από τη θύμηση των περασμένων μεγαλείων, βγήκε για λίγο από το λήθαργο, άφησε κάτω το μπακλαβά και πήρε το ύφος της πάλαι ποτέ αριστοκράτισσας.
«Τα ακριβότερα, ναι , και τα πιο κακόγουστα , αν κρίνω απ’ τη διακόσμηση του σπιτιού» σκέφτηκε η Πελαγία , βλέποντας παντού γύρω της πολύχρωμα φωτάκια που έκαναν το σπίτι να μοιάζει με σκηνικό σε παράσταση επιθεώρησης.
Την έπιασε την έκφραση της αμφιβολίας το μάτι του Λεωνίδα και την κοίταξε λοξά.
-Ζήτημα οπτικής είναι όλα, είπε η Πελαγία, προσπαθώντας να τον καθησυχάσει κι αυτή η δήλωσή της μπέρδεψε ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
-Δηλαδή; Μη μου πεις ότι δε θα ήθελες να είχες πολλά χρήματα και να περνούσες ζάχαρη! αντέτεινε απότομα.
Η Πελαγία ήθελε να του πει για τους άστεγους που τους βρίσκουν κοκαλωμένους στα παγκάκια της κεντρικής πλατείας. Για όσους παλεύουν σκληρά για τον επιούσιον άρτον, για τα παιδάκια που λιποθυμούν στο σχολειό, επειδή οι γονείς δεν έχουν να τους βάλουν ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Για κείνους που είναι μόνοι στον κόσμο και που τέτοιες μέρες η μοναξιά γίνεται θάλασσα απάλευτη μέσα τους.
Μα κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα να κουβεντιάσει και ν’ αντιτάξει επιχειρήματα και μια βιοθεωρία, η οποία μακράν απείχε της δικής του. Και θύμωσε με τον εαυτό της και την ανεξέλεγκτη κοινωνικότητά της που τούτη τη νύχτα, την ανάγκασε ν’ ακούει μονολόγους ανοησίας πασπαλισμένους με άχνη από κουραμπιέ.
Από μια γωνιά του μυαλού της πρόβαλε η εικόνα της αδερφής της ,που της ψιθύριζε χαμογελώντας με ικανοποίηση : «Καλά να πάθεις! Εμένα λες σκαντζόχοιρο που αποφεύγω τα πολλά πολλά με τους γύρω μου».
Τις σκέψεις της διέκοψε ο θόρυβος από τα μύγδαλα που έσπαγαν στο στόμα του Λεωνίδα.
«Η ηχορύπανση σε αρμονία με τη φωτορύπανση», έκανε να πει, αλλά σταμάτησε.
Ήπιε το κρασί της βιαστικά και σηκώθηκε όρθια.
-Πρέπει να πηγαίνω, τους είπε. Με περιμένει η κορούλα μου.
Και να σας απαντήσω κύριε Λεωνίδα, μια και με ρωτήσατε. Κάτω στο σπίτι μου τούτη την ώρα καίει το τζάκι κι είναι ζεστά. Ακόμα κι αν είχα χρήματα πολλά, πάλι εκεί θα καθόμουν απόψε, για να διαβάσω στο παιδί χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Μια τέτοια νύχτα είναι όμορφο να γεμίζεις με όνειρα στον κόσμο των παιδιών. Είναι όμορφο να τη ζεις, αγκαλιά με τους ανθρώπους που αγαπάς. Καλή σας νύχτα, και του χρόνου με υγεία.
Είδε φεύγοντας να την κοιτάζουν εμβρόντητοι κι απορημένοι.
"Τους προβλημάτισα, σκέφτηκε, αν μπορεί ποτέ τέτοιοι άνθρωποι ν’ αναρωτηθούν".
Άνοιξε το βιβλίο του Ντίκενς κι άρχισε να διαβάζει:
«— Καλά Χριστούγεννα, θείε! Να ’σαι καλά!, ακούστηκε μια χαρούμενη φωνή.
Ήταν ο ανιψιός του Σκρουτζ, που βρέθηκε τόσο άξαφνα και γρήγορα μπροστά του, ώστε η μορφή του πρόλαβε το άκουσμα της φωνής του.
— Μπα!, έκανε ο Σκρουτζ. Σαχλαμάρες!
— Σαχλαμάρες τα Χριστούγεννα, θείε! Είπε ο ανιψιός του Σκρουτζ. Δε θα το λες βέβαια στα σοβαρά, ελπίζω.
— Και βέβαια το λέω στα σοβαρά, είπε ο Σκρουτζ. Άκου κει «Καλά Χριστούγεννα!». Και τι λόγο έχεις να ’σαι χαρούμενος; Ποιο δικαίωμα να ’σαι ευτυχισμένος; Είσαι δα αρκετά φτωχός!».
Μαμά, οι πλούσιοι είναι πιο ευτυχισμένοι από τους φτωχούς ; Ρώτησε το κοριτσάκι της.
Ο πλούτος βρίσκεται μέσα στην ψυχή μας, όχι στο πορτοφόλι μας, αγάπη μου, της απάντησε η Πελαγία, κι αυτό -έστω κι αργά- θα το καταλάβει ο κύριος Σκρουτζ.
Συνέχισε το παραμύθι κι όπως τρεμόπαιζε η φωτιά, αποκοιμήθηκαν αγκαλιά κοιτάζοντας τις φλόγες.
Χ.Μ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου