Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, πρωτότοκος γιος του κερκυραίου γιατρού Ιωάννη Κάλβου και της ζακύνθιας αριστοκράτισσας Αδριανής Ρουκάνη. Μετά τη διάλυση του γάμου των γονιών του ο πατέρας του έφυγε για την Ιταλία, και ο ποιητής αναχώρησε το 1802 με το μικρότερο αδερφό του Νικόλαο, για να ζήσουν μαζί του. Το 1805 η μητέρα του χώρισε και επίσημα από τον πατέρα του και παντρεύτηκε στη Ζάκυνθο τον Κωνσταντίνο Καλέκα. Ο Κάλβος έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Ζάκυνθο (σύμφωνα με ανεξακρίβωτη πληροφορία το 1800 ήταν μαθητής του Αντωνίου Μαρτελάου) και συνέχισε τις σπουδές του στην ελληνική παροικία στο Λιβόρνο και στη Φλωρεντία, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Ανδρέα Λουριώτη (1808). Εκεί έγραψε στα ιταλικά το (αποκηρυγμένο αργότερα και χαμένο εκτός του προλόγου) Άσμα στο Ναπολέοντα (1811). Το 1812 γνωρίστηκε στη Φλωρεντία με τον Ugo Foscolo, ο οποίος τον προσέλαβε αντιγραφέα του και δάσκαλο του προστατευομένου του Στέφανου Βούλτσου. Ακολούθησε συγκατοίκησή του με το Foscolo και βραχύ διάστημα παραμονής των δυο φίλων στην Ελβετία. Την περίοδο εκείνη έγραψε τρεις τραγωδίες στα ιταλικά: τον Θηραμένη (1812-13), μια αγνώστου τίτλου (1812-13) και τις Δαναϊδες (1815). Το 1816 φιλοξενήθηκε από τον Foscolo στην Αγγλία και πήρε μέρος στην προσπάθεια του τελευταίου για έκδοση έργων κλασικών συγγραφέων και μετέφρασε στα νέα ελληνικά το Βιβλίο κοινών προσευχών της Αγγλικανικής Εκκλησίας και ποιήματα (1819-1820). Ακολούθησε ρήξη στις σχέσεις του με το Foscolo και το 1819 γάμος του με την αγγλίδα Maria Teresa Josephine Thomas, η οποία πέθανε τον ίδιο χρόνο. Την περίοδο αυτή (1818-1819) ο Κάλβος έδωσε διαλέξεις στο πνευματικό κέντρο Argyll Rooms του Λονδίνου με θέμα την ελληνική γλώσσα. Μετά το θάνατο της γυναίκας του συνδέθηκε με την παλιά του συμμαθήτρια Susan F.Ridout, σχέση που δεν ευδοκίμησε. Την περίοδο εκείνη είχε επανασυνδεθεί μέσω των μεταφράσεων και κάποιων διαλέξεων με την ελληνική γλώσσα, είχε ωστόσο ιταλική συνείδηση και είχε ως πρότυπο τον Alfieri. Το φθινόπωρο του 1820 μετά από σύντομη παραμονή στο Παρίσι επέστρεψε στη Φλωρεντία και εντάχθηκε στο κίνημα των Καρμπονάρων. Ως την άνοιξη του 1821 συνέχισε να γράφει στα ιταλικά και συνέθεσε δύο τραγωδίες ακόμα. Την ίδια χρονιά συνελήφθη από την αστυνομία και απελάθηκε στη Γενεύη. Πληροφορίες αναφέρουν πως την περίοδο εκείνη έγραφε ένα ποίημα για την ελληνική εξέγερση στη Μολδαβία. Στη Γενεύη έμεινε από το 1821 ως το 1824 και έγραψε τις δέκα πρώτες Ωδές, τις οποίες τύπωσε το 1824 με τον τίτλο Λύρα. Το 1825 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου πήρε μπήκε στους φιλελληνικούς κύκλους και συνδέθηκε με έλληνες λογίους. Εκεί πραγματοποιήθηκε η έκδοση της νέας σειράς των Ωδών το 1826, με γαλλική μετάφραση του φίλοι του ποιητή και φιλέλληνα Panthier de Censay μαζί με τα Λυρικά του Αθανάσιου Χριστόπουλου. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1826, έμεινε για λίγο στο Ναύπλιο και κατόπιν πήγε στην Κέρκυρα, όπου ανέλαβε την καθηγεσία στην Ιόνιο Ακαδημία και ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο λόγω αντιδράσεων των πανεπιστημιακών κύκλων και ασχολήθηκε με ιδιαίτερα μαθήματα, συγγραφή φιλοσοφικών συγγραμμάτων και μεταφράσεις, κυρίως φιλοσοφικών πραγματειών. Στην Ακαδημία επαναδιορίστηκε το 1836 ως καθηγητής της Ιδεολογίας. Η διδασκαλία του στα ελληνικά προκάλεσε αντιδράσεις και εχθρικό κλίμα. Την περίοδο 1840-1841 επανήλθε στη διδασκαλία της Φιλοσοφίας και το Γενάρη του 1841 έγινε διευθυντής στο Κερκυραϊκό Λύκειο, θέση από την οποία παραιτήθηκε το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Μετάξης Κερκύρας (1845) και της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας (1848). Με την ποίηση δεν ασχολήθηκε ξανά ως το θάνατό του. Το 1852 εγκατέλειψε την Κέρκυρα για την Αγγλία με τη μέλλουσα δεύτερη γυναίκα του Charlotte Augusta Wadams (την οποία γνώρισε κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στην Κέρκυρα και παντρεύτηκε το 1853 στο Λονδίνο). Στην Αγγλία η Chrlotte εργάστηκε σε σχολεία του Essex και του Λονδίνου και το 1865 ανέλαβε τη διεύθυνση οικοτροφείου θηλέων στο Louth, όπου δίδαξε και ο Κάλβος. Εκεί πέθανε από πνευμονία. Ως ποιητής ο Κάλβος συμπίπτει χρονικά με την Επτανησιακή Σχολή, αποτελεί ωστόσο μια μοναχική περίπτωση δημιουργού, που συνδυάζει στοιχεία διαφόρων ρευμάτων (κλασικιστικά, ρομαντικά) και διαφοροποιείται από την Επτανησιακή Σχολή, κυρίως λόγω της ιδιομορφίας της γλώσσας του, η οποία διαθέτει σπουδαία εκφραστική και εικονοπλαστική δύναμη. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός μετά το 1889 με αφορμή τη γνωστή διάλεξη του Παλαμά για την ποίησή του. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ασχολήθηκαν κυρίως με τις Ωδές του, τα τελευταία χρόνια ωστόσο η έρευνα στρέφεται και γύρω από τα ιταλόφωνα έργα του.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Εις τον Ιερόν Λόχον
α΄.
Ας μη βρέξη ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίση
το χώμα το μακάριον
'που σας σκεπάζει. 5
β΄.
Ας το δροσίζη πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη·
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ' άνθη. 10
γ΄.
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα· ψυχαί 'που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον· 15
δ΄.
Σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιάν σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον. 20
ε΄.
Αλλ' αν τις αποθάνη
δια την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον,
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου. 25
ς΄.
Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου
τους οφθαλμούς η πρόνοος
φύσις τον φόβον έχυσε,
και τας χρυσάς ελπίδας,
και την ημέραν· 30
ζ΄.
Επί το μέγα πρόσωπον
της γης πολυβοτάνου,
ευθύς το ουράνιον βλέμμα
βαθυσκαφή εφανέρωσε
μνήματα μύρια. 35
η΄.
Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ' ολίγα τ' άστρον
το της αθανασίας·
την εκλογήν ελεύθερον
δίδει το θείον. 40
θ΄.
Έλληνες, της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι·
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
άδοξος τάφος; 45
ι΄.
Ο Γέρων φθονερός,
και των έργων εχθρός,
και πάσης μνήμης, έρχεται·
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην· 50
ια΄.
Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης,
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται η πόλεις, χάνονται
βασίλεια, κ' έθνη· 55
ιβ΄.
Αλλ' ότε πλησιάση
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων. 60
ιγ΄.
Αυτού, αφ' ου την αρχαίαν
πορφυρίδα, και σκήπτρον,
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα. 65
ιδ΄.
Και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν, και ειπείν· Τον ένδοξον
λόχον, τέκνα, μιμήσατε,
λόχον Ηρώων. 70
Εἰς Ἐλευθερίαν
α´.
Δυστυχησμένα πλάσματα
τῆς πλέον δυστυχησμένης
φύσεως, τελειώνομεν
ἕνα θρῆνον καὶ εἰς ἄλλον
πέφτομεν πάλιν. 5
β´.
Ἡμεῖς κατεδικάσθημεν
ἄθλιοι, κοπιασμένοι,
πάντα ῾νὰ κατατρέχωμεν,
ἀλλὰ ποτὲ δὲν φθάνομεν
τὴν εὐτυχίαν. 10
γ´.
Ἴσως (ἂν δὲν μὲ τρέφῃ
ματαία ἐλπίς) εὑρίσκεται
μετὰ τὸν θάνατόν μου
γλυκυτέρα ζωὴ
καὶ μὲ προσμένει. 15
δ´.
Ὅμως, διατὶ ἐὰν ἔσπειρε
παντοῦ εἰς τὴν οἰκουμένην
τὴν χαρὰν μὲ᾿ τὴν θλῖψιν
τοῦ ἐπουρανίου πατρὸς
τὸ δίκαιον χέρι· 20
ε´.
Διατὶ κ᾿ ἐδῶ ὅπου μ᾿ ἔρριψεν
εἰς τὴν ἀέριον σφαῖραν,
μίαν ῾νὰ μὴν εὕρω τρέχουσαν
διὰ μέ, μόνην μίαν βρύσιν
παρηγορίας; 25
ς´.
Βρύσιν! - Καὶ τὰ θαυμάσια
τῆς Ἀρετῆς ἀένναα
νερὰ δὲν βλέπω; Χύνονται
ποταμηδὸν τρυγύρω μου,
τὴν γῆν σκεπάζουν. 30
ζ´.
Ὦ θνητοί, ποτισθῆτε.
Ἔαν τὸ θεῖον πίετε
ρεῦμα, ὁ πόνος μὲ᾿ δάκρυα
τὴν τράπεζαν, τὸ στρῶμα σας
ἂς βρέξῃ τότε. 35
η´.
Ἂς ἔλθῃ τότε, ἂς ἔλθῃ
῾νὰ σᾶς περικυκλώσῃ
μὲ᾿ σκοτεινά, βρονταῖα,
πεπυκνωμένα σύννεφα
ἡ δυστυχία. 40
θ´.
Μία δύναμις οὐράνιος
εἰς τὴν ψυχήν σας δίδει
πτερὰ ἐλαφρά, καὶ ὑψώνεται
λαμπρὸν τὸ μέτωπόν σας
ὑπὲρ τὴν νύκτα. 45
ι´.
Ἀπὸ τὰ ὀλύμπια δώματα
δροσερὸν καταβαίνει
χαρᾶς, ἐλαίου φύσημα,
καὶ στεγνώνει τὰ δάκρυα·
τὸν ἵδρωτά σας. 50
ια´.
Ἐκεῖ ὅπου ἐπατήσατε
ἰδοὺ οἱ καρποὶ φυτρώνουν,
καὶ τ᾿ ἄνθη ἰδοὺ σκορπίζουσι
τὰ κύματα εὐτυχῆ
τῆς μυρωδίας. 55
ιβ´.
Τῆς Φιλίας ἡ Χάριτες,
καὶ τοῦ Ὑμεναίου, συμπλέκουσι
χορῶν πλουσίους στεφάνους·
βωμὸν ἔχουν τὸν θρόνον σας
καὶ τὸν δοξάζουν. 60
ιγ´.
Ἂν εἰς δικαίους ἔλθητε
πολέμους, ἢ ἕνα μνῆμα,
μνῆμα τίμιον εὑρίσκετε,
ἢ τῶν θριάμβων τ᾿ ᾄσματα,
καὶ τὰ κλωνάρια. 65
ιδ´.
Τὰ πολύχρυσα πέπλα,
καὶ τ᾿ ἀρώματα ὁ Πλοῦτος,
γλυκὺ ἡ Σοφία τὸ φίλημα
σᾶς χαρίζει ἐὰν ἦναι
μὲ σᾶς ἡ εἰρήνη. 70
ιε´.
Ὦ Ἀρετή! πολύτιμος
θεά, σὺ ἠγάπας πάλαι
τὸν Κιθαιρῶνα, σήμερον
τὴν γῆν μὴ παραιτήσῃς,
τὴν πατρικήν μου. 75
Εις Σάμον
α´.
Ὅσοι τὸ χάλκεον χέρι
βαρὺ τοῦ φόβου αἰσθάνονται,
ζυγὸν δουλείας, ἂς ἔχωσι·
θέλει ἀρετὴν καὶ τόλμην
ἡ ἐλευθερία. 5
β´.
Αὐτὴ (καὶ ὁ μῦθος κρύπτει
νοῦν ἀληθείας) ἐπτέρωσε
τὸν Ἴκαρον· καὶ ἂν ἔπεσεν
ὁ πτερωθεὶς κ᾿ ἐπνίγη
θαλασσωμένος· 10
γ´.
Ἀφ᾿ ὑψηλὰ ὅμως ἔπεσε,
καὶ ἀπέθανεν ἐλεύθερος. -
Ἂν γένῃς σφάγιον ἄτιμον
ἑνὸς τυράννου, νόμιζε
φρικτὸν τὸν τάφον. 15
δ´.
Μοῦσα τὸ Ἰκάριον πέλαγος
ἔχεις γνωστόν. Νὰ ἡ Πάτμος,
νὰ αἱ Κορασσίαι, κ᾿ ἡ Κάλυμνα
ποὺ τρέφει τὰς μελίσσας
μὲ᾿ ἀθέριστα ἄνθη. 20
ε´.
Νὰ τῆς ἀλόης ἡ νῆσος,
καὶ ἡ Κῶς εὐτυχεστάτη,
ἥ τις τοῦ κόσμου ἐχάρισε
τὸν Ἀπελλῆν καὶ ἀθάνατον
τὸν Ἱπποκράτην. 25
στ´.
Ἰδοὺ καὶ ὁ μέγας τρόμος
τῆς Ἀσίας γῆς, ἡ Σάμος·
πλέξε δι᾿ αὐτὴν τὸν στέφανον
ὑμνητικὸν καὶ αἰώνιον
λυρικὴ κόρη. 30
ζ´.
Αὐτοῦ, ἐνθυμᾶσαι, ἐγέμιζες
τοῦ τέιου Ἀνακρέοντος
χαρμόσυνον κρατῆρα,
κ᾿ ἔστρωνες διὰ τὸν γέροντα
δροσόεντα ρόδα. 35
η´.
Αὐτοῦ, τοῦ Ὁμήρου ἐδίδασκες
τὰ δάκτυλα ῾νὰ τρέχουσι
μὲ᾿ τὴν ᾠδὴν συμφώνως,
ὅταν τὰ ἔργα ἱστόρει
θεῶν καὶ ἡρῴων. 40
θ´.
Αὐτοῦ, τὰ χρυσὰ ἔπη
ἐμψύχωνες ἐκείνου,
δι᾿ οὗ τὰ νέφη ἐσχίσθησαν
καὶ τῶν ἄστρων ἐφάνηκεν
ἡ ἁρμονία. 45
ι´.
Ὦ κατοικία Ζεφύρων,
ὅταν ἀλλοῦ τοῦ ἡλίου
καίουν τὰ βουνὰ ἡ ἀκτῖνες,
ἢ τὸν χειμῶνα ἡ νύκτα
κόπτῃ τὰς βρύσεις· 50
ια´.
Ἐσὺ ἀνθηρὸν τὸ στῆθος σου,
φαιδρὸν τὸν οὐρανὸν
ἔχεις, καὶ ἀπὸ τὰ δένδρα σου
πολλὴ πάντοτε κρέμεται
καρποφορία. 55
ιβ´.
Καθὼς προτοῦ νυκτώσῃ,
μέσα εἰς τὸν κυανόχροον
αἰθέρα, μόνος φαίνεται
λάμπων γλυκὺς ὁ ἀστέρας
τῆς Ἀφροδίτης. 60
ιγ´.
Καθὼς μυρτιὰ ὑπερήφανος
ἀπ᾿ ἄνθη φορτωμένη
καὶ ἀπὸ δροσιὰν ἀστράπτει,
ὅταν ἡ αὐγὴ χρυσόζωνος
τὴν χαιρετάῃ· 65
ιδ´.
Οὕτω τὸ κῦμα Ἰκάριον
κτυποῦσα ἡ βάρκα, βλέπει
σὲ εἷς τὰ νησία ἀνάμεσα
λαμπρὰν καὶ ὑψηλοτάτην,
καὶ ἀγαλλιάζει. 70
ιε´.
Τί ἐγίνηκαν ἡ ἡμέραι,
ὅτε εἰς τὰς κορυφὰς
τοῦ Κερκετέως δενδρόεντος
ἐχόρευον ἡ τέχναι
στεφανωμέναι. 75
ιστ´.
Ἔρχονται, ὦ μακαρία
νῆσος, ἔρχονται πάλιν·
τὸ προμηνύουσι τ᾿ ἄντρα σου
φλογώδη, ἐξ ὧν μυρίαι
μάχαιραι ἐκβαίνουν. 80
ιζ´.
Ὡς ἡ σφῆκες μαζόνονται
ἐπὶ τὰ ὀλίγα λείψανα
σπαραγμένης ἐλάφου,
ἢ ταύρου ὁποὺ ἐκατάντησε
δεῖπνον λεαίνης, 85
ιη´.
Ἀλλ᾿ ἂν βροντήσῃ ἐξαίφνης,
πετάουν εὐθὺς καὶ ἀφίνουσι
τὴν ποθητὴν τροφήν,
ὑπὸ τὰ δένδρα φεύγουσαι
καὶ ὑπὸ τοὺς βράχους· 90
ιθ .
Οὕτως, εἰς τὰ παράλια
ἀσιατικά, τὰ πλήθη
ἀγαρηνὰ ἀναρίθμητα
βλέπω ῾νὰ ἐπισωρεύονται,
ὅμως ματαίως. 95
κ .
Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος
«οἱ Σάμιοι», κράζει, «οἱ Σάμιοι»
καὶ ἰδοὺ τὰ πόδια τρέμουσι
μυρίων ἀνδρῶν καὶ ἀλόγων
θορυβουμένων. 100
κα .
«Οἱ Σάμιοι»· - καὶ ἐσκορπίσθησαν
τῶν ἀπίστων αἱ φάλαγγες. -
Ἄ, τί, ὦ δειλοί, δὲν μένετε
῾νὰ ἰδῆτε, ἂν τὸ σπαθί μας
κοπτερὸν ἦναι; 105
κβ .
Ἔρχονται, πάλιν ἔρχονται
χαρᾶς ἡμέραι, ὦ Σάμος·
τὸ προμηνύουν οἱ θρίαμβοι
πολλοὶ καὶ θαυμαστοί,
ποὺ σὲ δοξάζουν. 110
κγ .
Νῆσος λαμπρὰ εὐδαιμόνει·
ὅτε ἡ δουλεία σὲ ἀμαύρονε,
σ᾿ εἶδον· ἄμποτε νἄλθω
῾νὰ φιλήσω τὸ ἐλεύθερον
ἱερόν σου χῶμα. 115
κδ .
Ἐὰν φιλοτιμούμεθα
῾νὰ τὴν ῾ξαναποκτήσωμεν
μ᾿ ἵδρωτα καὶ μὲ᾿ αἷμα,
καλὸν εἶναι τὸ καύχημα
τῆς ἀρχαίας δόξης. 120
Ο Βωμός της Πατρίδος
α'.
Τρέξατε ἀδέλφια, τρέξατε
ψυχαὶ θερμαί, γενναῖαι·
εἰς τὸν βωμὸν τριγύρω
τῆς πατρίδος ἀστράπτοντα
τρέξατε πάντες. 5
β´.
Ἂς παύσωσ᾿ ἡ διχόνοιαι
ποὺ ρίχνουσι τὰ ἔθνη
τυφλά, ὑπὸ τὰ σκληρότατα
ὀνύχια τῶν ἀγρύπνων
δολίων τυράννων. 10
γ´.
Τρέξατ᾿ ἐδῶ· συμφώνως
τοὺς χοροὺς ἂς συμπλέξωμεν,
προσφέρων ὁ καθένας
λαμπρᾶν θυσίαν, πολύτιμον,
εἰς τὴν πατρίδα. 15
δ´.
Ἐδῶ ἂς καθιερώσωμεν
τὰ πάθη μας προθύμως·
τ᾿ ἅρματα ἡμεῖς ἀδράξαμεν
μόνον διὰ ῾νὰ πληγώσωμεν
τοῦ Ὀσμᾶν τὰ στήθη. 20
ε´.
Ἐδῶ πάντα τὰ πλούτη μας
ἂς χύσωμεν· ἐν ὅσῳ
γυμνὸν σπαθὶ βαστοῦμεν
μᾶς φθάνουσι τὰ φύλλα
τίμια της δάφνης. 25
ϛ´.
K᾿ ὕστερ᾿, ἀφ᾿ οὗ συντρίψωμεν
τὸν ἔχθιστον ζυγόν,
ἄλλα ὄχι ἀβέβαια πλούτη
θέλει μᾶς δώσει πάλιν
ἡ ἐλευθερία. 30
ζ´.
Ἐδῶ ἠδονὰς καὶ ἀνάπαυσιν
ὦ φίλοι ἂς παραιτήσωμεν·
ξηρὴ πέτρα τὸ στρῶμα,
φαρμάκι τὸ ψωμὶ
τῆς δουλείας εἶναι. 35
η´.
Ἐδῶ, σὰν ἀναθήματα,
εἰς τὸν βωμὸν πλησίον,
τοὺς συγγενεῖς, τὰ τέκνα μας
ἀγαπητά, τοὺς γέροντας
τώρα ἂς ἀφήσωμεν. 40
θ´.
Πάντα ὅσα εἰς τὴν καρδίαν μας
εἶναι ἀκριβή, δὲν πρέπουσιν
εἰς ἄνδρας ποὺ τρομάζουν
ἔμπροσθεν εἰς ἀνόητον
βάρβαρον σκῆπτρον. 45
ι´.
Οὔτε ἡ ζωὴ δὲν πρέπει.
Τρέξατε ἀδέλφια, τρέξατε·
συμμέτρως ἐχορεύσαμεν,
σύμμετρα ἂς ἀποθάνωμεν
διὰ τὴν πατρίδα. 50
Τα Ηφαίστεια
α´.
Χλωρά, μοσχοβολοῦντα
νησία τοῦ Αἰγαίου πελάγους,
εὐτυχισμένα χώματα
ὅπου ἡ χαρὰ κ᾿ ἡ εἰρήνη
πάντα ἐκατοίκουν. 5
β´.
Τί τὰ θαυμάσια ἐγίνηκαν
κοράσιά σας ὁπ᾿ εἶχαν
ψυχὴν ῾σὰν φλόγα, χείλη
῾σὰν δροσισμένα ρόδα,
λαιμὸν ῾σὰν γάλα; 10
γ´.
Στὰ πλούσια περιβόλια σας
βασιλικὸς καὶ κρίνοι
ματαίως ἀνθίζουν· ἔρημα,
οὔτ᾿ ἕνα χέρι εὑρίσκεται
῾νὰ τὰ ποτίζῃ. 15
δ´.
Τὰ δάση, τὰ λαγγάδια σας,
ὅπου ἡ φωναὶ ἀντιβόουν
τῶν κυνηγῶν, σιωπῶσι·
σκύλοι ἐκεῖ τώρα ἀδέσποτοι
μόνον βαϋίζουν. 20
ε´.
Ἐλεύθερα, ἀχαλίνωτα
μέσα εἰς τ᾿ ἀμπέλια τρέχουν
τ᾿ ἄλογα, καὶ εἰς τὴν ράχην τους
τὸ πνεῦμα τῶν ἀνέμων
κάθεται μόνον. 25
ς´.
Εἰς τὸν αἰγιαλὸν
Ἀπὸ τὰ οὐράνια σύγνεφα
ἀφόβως καταβαίνουν
κραυγάζοντες οἱ γλάροι
καὶ τὰ γεράκια. 30
ζ´.
Βαθυὰ εἰς τὸν ἄμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιῶν καὶ ἀνθρώπων·
ὅμως ποὺ εἶναι οἱ ἄνθρωποι,
ποῦ τὰ παιδία; 35
η´.
Φρικτὸν θλιβερὸν θέαμα
τριγύρω μου ἐξανοίγω·
ποίων εἶναι τὰ σώματα
ποὺ πλέουσ᾿ εἰς τὸ κῦμα;
ποίων τὰ κεφάλια; 40
θ´.
Αὐγεριναὶ τοῦ ἡλίου
ἀκτῖνες τί προβαίνετε;
τάχα ἀγαπάει ῾νὰ βλέπῃ
ἔργα λῃστῶν τὸ μάτι
τῶν οὐρανίων; 45
ι´.
Δημιουργὲ τοῦ κόσμου,
πατέρα τῶν ἀθλίων
θνητῶν, ἂν σὺ τοῦ γένους μας
ὅλου ζητῇς τὸν θάνατον,
ἂν σὺ τὸ θέλης· 50
ια´.
Τὰ γόνατά μου ἐμπρός σου,
νά, πέφτουν· τὸ ὑπερήφανον
κεφάλι μου, ποὺ ἀντίκρυ
τῶν βασιλέων ὑψόνετο,
τὴν γῆν ἐγγίζει. 55
ιβ´.
Ἰδοὺ εὐλαβεῖς οἱ Ἕλληνες
σκύπτουσιν ὅλοι· πρόσταξε,
κ᾿ ἐπάνω μας ἂς πέσωσιν
ἡ φλόγες τῆς ὀργῆς σου
ἂν σὺ τὸ θέλῃς. 60
ιγ´.
Πλὴν πολυέλεος εἶσαι,
καὶ βοηθὸν σὲ κράζω.....
Βλέπω, βλέπω εἰς τὴν θάλασσαν
πετώμενον τὸν στόλον
ἀγρίων βαρβάρων. 65
ιδ´.
Κύτταξε πὼς ὁ ἥλιος
χρυσόνει τὰ πανιά των·
κύτταξε πὼς τὸ πέλαγος
ἀπὸ σπαθιῶν ἀκτῖνας
τρέμον ἀστράπτει. 70
ιε´.
Ἀπὸ τὰς πρύμνας χύνεται
γεμίζων τὸν ἀέρα
κρότος μυρίων κυμβάλων,
καὶ μέσα ἀπὸ τὸν θόρυβον
ψάλματα ἐκβαίνουν· 75
ις´.
«-Στάζουσι τὰ μαχαίρια μας
»ἀπὸ τὸ αἷμα ἀκάθαρτον
»τῶν χριστιανών· πρὶν πήξη,
»ἐλᾶτε, ἐλάτε εἰς νέον
»αἷμα ἂς τὰ πλύνωμεν. 80
ιζ´.
»Ἐλᾶτε ῾νὰ ζεστάσωμεν
»τὰ χέρια μας ῾ς τὰ σπλάγχνα
»ὅσων θυσίας προσφέρουσιν
»εἰς τὸν σταυρὸν καὶ σέβονται
»ἁγίων εἰκόνας. 85
ιη´.
»Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, ὁ κόπος
»ἂν μᾶς καταδαμάσῃ,
»ἐπὶ σοροὺς σφαγμένων
»καθίζοντας, ἀνάπαυσιν
»θέλομεν εὕρει. 90
ιθ´.
»Τὰ ρόδα τῆς Ἑλλάδος
»εἰς τ᾿ αἷμα τῆς βαμμένα
»θέλει φανοῦν τερπνότατον
»δῶρον τῶν γυναικῶν μας,
»κ᾿ ἔργον ἡρῴων.» 95
κ´.
Σκληρά, δειλὰ ἀναθρέμματα
τῆς ποταπῆς Ἀσίας,
ἔργον ἡρῴων, ναί, βέβαια,
ποῖος τὸ ἀμφιβάλει, ὑπάρχει
τὸ τρόπαιόν σας. 100
κα´.
Ἔργον ἡρῴων, ἂν σφάξητε
ἀδύνατα παιδία·
ἔργον ἡρῴων, ἂν πνίξητε
τὰς τρυφερὰς γυναίκας
καὶ τὰ γερόντια. 105
κβ´.
Ἰδοὺ κ᾿ ἄλλα νησία
τὴν λύσσαν σας προσμένουσι·
πόλεις ἰδοὺ καὶ ἁλίκτυπος
ξηρὰ κατοικημένη
ἀπ᾿ ἔθνη ἀθῷα. 110
κγ´.
Διὰ σᾶς ἡρώων κοπάδια,
δὲν φθάνει ἡ Χίος, ἡ Κύπρος·
τῶν Κυδωνίων δὲν φθάνουσιν
τῆς Κάσσου καὶ τῆς Κρήτης
ἡ κατοικίαι. 115
κδ´.
Ἄμμετε, μὴν ἀφήσετε
ζῶντα κανένα· ἀπ᾿ αἷμα
τὰ αἰγαῖα νερὰ βαμμένα
κύματ᾿ ἂς ἔχουν γέμοντα
ἀπὸ σφαγάδια. 120
κε´.
Ὦ Ἕλληνες, ὦ θεῖαι
ψυχαί, ῾ποὺ εἰς τοὺς μεγάλους
κινδύνους φανερόνετε
ἀκάμαντον ἐνέργειαν
καὶ ὑψηλὴν φύσιν! 125
κς´.
Πῶς ἀπὸ σᾶς καμμία
δὲν τρέχει τώρα; πῶς
῾κεῖ μέσα εἰς τὰ πλεόμενα
δὲν ρίχνεσθε καράβια
τῶν πολεμίων; 130
κζ´.
Πῶς, πῶς τῆς ταλαιπώρου
πατρίδος δὲν πασχίζετε
῾νὰ σώσητε τὸν στέφανον
ἀπὸ τὰ χέρια ἀνόσια
λῃστῶν τοσούτων; 135
κη´.
Εἶναι πολλὰ τὰ πλήθη τῶν
καὶ φοβερὰ εἰς τὴν ὄψιν,
ἀλλ᾿ ἕνας ἕλλην δύναται,
ἕνας ἄνδρας γενναῖος
῾νὰ τὰ σκορπίσῃ. 140
κθ´.
Ὅποιος τὴν δάφνην θέλει
ἀθάνατόν της δόξης,
ὅποιος δάκρυα διὰ τ᾿ ἔθνος του
ἔχει, διὰ δὲ τὴν μάχην
νοῦν καὶ καρδίαν· 145
λ´.
ἂς ἔκβῃ αὐτός. - Νά, βλέπω
ταχεῖαι, ὡς τ᾿ ἁπλωμένα
πτερὰ τῶν γερανῶν,
ἔρχονται δυὸ κατάμαυροι
τρομεραὶ πρῶραι. 150
λα´.
Παύει ὡς τόσον ὁ κρότος
τῶν μουσικῶν ὀργάνων·
τ᾿ ἀγαρηνὰ τραγούδια
παύουν καὶ τὰ ὑπερήφανα
βλάσφημα μέτρα. 155
λβ´.
Μόνον ἀκούω τὸ φύσημα
τοῦ ἀνέμου ὁποὺ περνώντας
εἰς τὰ κατάρτια ἀνάμεσα
καὶ εἰς τὰ σχοινία σχισμένος
βιαίως σφυρίζει. 160
λγ´.
Μόνον ἀκούω τὴν θάλασσαν
῾ποὺ ὡσὰν μέγα ποτάμι
ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους
κτυπόντας μυρμυρίζει
γύρω εἰς τὰ σκάφη. 165
λδ´.
Νὰ ἡ κραυγαὶ καὶ ὁ φόβος,
νὰ ἡ ταραχὴ καὶ ἡ σύγχυσις
ἀπὸ παντοῦ σηκόνονται,
καὶ ἁπλόνουν πολυάριθμα
πανία ῾νὰ φύγουν. 170
λε´.
Στενόν, στενὸν τὸ πέλαγος
ὁ τρόμος κάμνει· πέφτει
ἕνα καράβι ἐπάνω
εἰς τ᾿ ἄλλο καὶ συντρίβονται·
πνίγονται οἱ ναῦται. 175
λς´.
Ὤ! πὼς ἀπὸ τὰ μάτια μου
ταχέως ἐχάθη ὁ στόλος·
πλέον δὲν ξανοίγω τώρα
παρὰ καπνοὺς καὶ φλόγας
οὐρανομήκεις. 180
λζ´.
Ἔξω ἀπὸ τὴν θαλάσσιον
πυρκαϊὰν νικήτριαι
ἰδοὺ πάλιν ἐκβαίνουν
σωσμέναι ἡ δυὸ κατάμαυροι
θαυμάσιαι πρῶραι. 185
λη´.
Πετάουν, ἀπομακρύνονται·
῾ς τὸ διάστημα τοῦ ἀέρος
χωσμέναι γίνονται ἄφαντοι· -
διαβαίνουσαι ἐπαιάνιζον,
κ᾿ ἤκουεν ὁ κόσμος. 190
λθ´.
Κανάρι! - καὶ τὰ σπήλαια
τῆς γῆς ἐβόουν, Κανάρι. -
Καὶ τῶν αἰώνων τὰ ὄργανα
ἴσως θέλει ἀντηχήσουν
πάντα Κανάρι. 195
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου