Με τη βροχή άρχισα ν’ ασχολούμαι, όταν την γνώρισα. Tη Μαιρούλα μου. Τη γυναικούλα μου. Κι επειδή στα λόγια δεν είμαι καλός, άρχισα να ψάχνω να βρω τι έχουν πει οι μαιτρ του λόγου. Θέλω σε κάθε επέτειό μας να γράφω κάτι πετυχημένο σ’ ένα χαρτάκι και να το βάζω μέσα στο δώρο, που της κάνω.
Ατύχησα. Έπεφτα πάνω σε χωρισμούς και ντέρτια. Δεν μπορούσα να το καταλάβω αυτό το πράγμα. Κανείς δεν είχε ερωτευτεί και να βρέχει, αλλά να είναι ποιητής; Να είναι στιχουργός; Ζήτησα βοήθεια από ένα φίλο, που άκουγε μουσική ώρες. Το χόμπυ του, που λέμε. Τίποτα. Ζόρισα. Να γίνω ποιητής; Πολύ αργά. Δεν είχα σταυρώσει στιχάκι ούτε για να κάνουμε πλάκα στην αντίπαλη ομάδα του γειτονικού σχολείου.
Κάποιες φορές με έχει βοηθήσει ο καιρός. Εκείνη τη μέρα κάθε χρόνο πιάνει μια βροχή… άλλο πράμα μιλάμε. Χαρά εγώ… απίστευτη! Και δεν μπορώ να κρυφτώ.
Είναι ανάγκη να κρυφτώ; Βέβαια! Αφού ο συνεταίρος μου γίνεται έξαλλος. Χάνουμε το μεροκάματο! Στην κοσμάρα μου εγώ… Μου βγαίνει και αργία απ’ το πουθενά. Ευκαιρία να ετοιμαστώ για το βράδυ… Σενιάρω το μαλλί, στρώνω μάγουλο, ψωνίζω το δωράκι για τη Μαιρούλα μου… Άρχοντας! Την παίρνω απ’ τη δουλειά και μετά… τα καλύτερα!
Δίνει ο Θεός και βρέχει! Την πάω κι εγώ εκεί που γνωριστήκαμε. Σ’ ένα παραλιακό μαγαζάκι για μαριδούλα. Όχι λουξ και τέτοια… Πριν είκοσι πέντε χρόνια τρεις κι εξήντα έβγαζα.
Ωραία είχαμε περάσει τότε. Εμείς στα σίγουρα, η βροχή να βαράει τον τσίγκο, το κρασάκι μας. Όλα όπως πρέπει. Γι’ αυτό την πάω εκεί. Τύφλα να ’χουν τα στιχάκια!
Το θέμα είναι από ΄δω κι εμπρός τι γίνεται. Τέρμα το μαγαζάκι. Τι τέρμα; Τέρμα! Πώς το λένε; Το γκρεμίζουνε. Κρίθηκε παράνομο, λέει. Κι εμείς τι θα γίνουμε; Αλλά πού να το πω; Εδώ καράβια χάνονται… Τι να κάνω; Να φτιάξω σύλλογο για τα χαμένα ραντεβουδάδικα; Να κρεμάσω πανό;
Ξεπερασμένα πράγματα αυτά. Ούτε στους φίλους μου δε λέω πώς γιορτάζω την επέτειο με τη γυναίκα μου. Ούτε ότι την γιορτάζω. Άλλαξε ο κόσμος. Εγώ έτσι είχα μάθει απ’ τον πατέρα μου. Και τη μάνα μου. Δύσκολες εποχές. Τη μέρα όμως, που ’χαν επέτειο ούτε μια φορά δεν την αφήσανε να περάσει έτσι. Είχε τύχει να φτιάξει η μάνα μου χαλβά για να γλυκάνει τη μέρα, γιατί δεν υπήρχε η πολυτέλεια να αγοράσει ούτε σοκολατάκια. Όπως μάθει ο καθένας.
Γι’ αυτό κι εγώ την σέβομαι τη μέρα και τη Μαιρούλα μου. Και δεν πα να λένε οι άλλοι.
Τώρα τι κάνω; Πώς θα τιμάω, βρε αδερφέ, τη βροχή που μου γνώρισε τη γυναίκα της ζωής μου; Πώς να λέω γιορτάζω τη βροχή; Ινδιάνος να γίνω να χορέψω το χορό της βροχής, που λέγανε τα καουμπόυκα, που διάβαζα πιτσιρικάς;
Βλακείες λέω τώρα. Το ξέρω.
Θα ξαναπάω απ’ το φίλο μου με τις μουσικές. Εκείνος καταλαβαίνει από τέτοια. Δε θα μ’ αρχίσει στο δούλεμα. Κι απ’ αυτό ξέρει. Μαύρες ώρες είχε περάσει στο σχολείο, γιατί καταλάβαινε κάτι παραπάνω από μας, που μόνο χαβαλέ ήμασταν. Ναι! Και τον εαυτό μου βάζω μέσα. Μπορεί να μην έκανα ό, τι και οι άλλοι, αλλά δε βγήκα μπροστά να τον υπερασπιστώ ούτε μια φορά. Μόνο που ’βρισκα ευκαιρίες να του δείχνω ότι για μένα μετράει η γνώμη του. Άλλωστε και τώρα αυτό κάνω.
Αυτή τη φορά θα του πω να μου γράψει να αγοράσω κάτι ξένα τραγούδια, που μου ’χε πει. Μου είχε βάλει κι είχα ακούσει και ένα που χορεύαμε στα πάρτυ. Στο Γυμνάσιο τότε. Κολλητά το χορεύαμε. Φοβερό. Πάνω από έξι λεπτά κράταγε. Προλάβαινες… Και τι δεν προλάβαινες σε τόση ώρα! Ψηνόταν η δουλειά με άνεση. Αν ήταν και ψημένη; Μια χαρά! Όταν ήταν η σειρά του να μπει, έπεφτε σύρμα απ’ αυτόν, που ήταν στο πικ-απ κι άλλαζε δίσκους. Διαλέγαμε αυτή, που γουστάραμε περισσότερο και, εντελώς συμπτωματικά, την είχαμε αγκαλιά στο καλύτερο. Κάτι με στορμ έλεγε. Ακουγόταν κανονικά η βροχή, τα μπουμπουνητά, τα νερά που τρέχαν… τα πάντα. Γι’ αυτό μου το ’χε προτείνει ο Κώστας. Τι μ’ είχε πιάσει και του ’χα ζητήσει να μου πει τι λέει; Ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί. Ήταν ανάγκη να το κάνω μετά από τόσα χρόνια; Ανατρίχιασα! Δε θα ’σαι καλά, του είπα. Και δεν πήγα να τ’ αγοράσω, αν και ήξερα ποιοι το λένε. Εύκολο! Ντορς! Όπως οι πόρτες.
Τώρα θα το αγοράσω. Αγγλικά ούτε ήξερα ούτε ξέρω. Κι η Μαιρούλα μου το ίδιο. Ούτε άλλη γλώσσα. Δε θα καταλαβαίνουμε όλα αυτά τα θλιβερά, που λέει. Εγώ όμως θα της πω:
« Άκου, Μαιρούλα μου, για τη βροχή λέει. Μου το ’πε ο Κώστας, που ξέρει. »
Κι αυτό της φτάνει. Γιατί ξέρει ότι την αγαπάω. Και αγαπάει όποιον αγαπάω. Και ό, τι αγαπάω.
Κι εγώ πάντα θα βρίσκω τον τρόπο να της λέω « ευχαριστώ» γι’ αυτά και γι’ άλλα τόσα.
Και το Θεό ευχαριστώ για ’κείνη τη βροχή, που με γλίτωσε απ’ τις μπόρες και τις καταιγίδες της ζωής.
Σάμπως τα λέω σαν το φίλο μου. Για φαντάσου ν’ αρχίσω τα στιχάκια!
Ποτέ δεν είναι αργά! Έτσι δε λένε;
Από την ανέκδοτη Συλλογή της Σοφίας Νινιού «Απουσίες και Πορτραίτα»
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://sophianiniou.blogspot.gr/
Το κείμενο οπτικοποιημένο σε ένα θαυμάσιο βίντεο από τη Μαιρη Λαζαρακη
Ευχαριστώ πολύ πολύ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι υπέροχο!! 🙂🙂
ΑπάντησηΔιαγραφή