Artwork by Michele van Cotthem
|
Αχ, ‘’το δις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού’’ σκεπτόμουνα ο παλαβός, αλλά εγώ στα θέματα του έρωτα, δεν είχα καμία σχέση με σοφία. Με την Χριστίνα είχα ντέρτι και μέσα στον μαγνητισμό της βρισκόταν όλη η σοφία!
-Θα πάμε απόψε σινεμά, μου είπε εκείνη μια νύχτα, αναιδώς…
Ε, τώρα τι περιμένεις να σου πω! Θα πήγαινε εκείνη με τον σύζυγό της σινεμά κι εγώ θα καθόμουν να βλέπω το θρίλερ της γωνίας;
Στην ηδονή της κλεμμένης ευτυχίας, γίνονται αυτά;
Μια και δυο , κι οι τρεις μαζί, από κοντά εγώ. Μπρος αυτοί και πίσω εγώ με μπερεδάκι και γυαλιά. Παλιά μου τέχνη κόσκινο και άντε συ να στριμώξεις τον έρωτα στο κλεψιμαίικο σκοτάδι!
Κάποια στιγμή λοιπόν κι ενώ τα φώτα ήτανε σβηστά κι εκείνη έκλαιγε με μαύρο δάκρυ, γιατί το έργο ήτανε λυπητερό, να΄σου ένας λεβέντης, κάθεται στο διπλανό της κάθισμα, που ήταν για κακή μου τύχη αδειανό.
Τι το ήθελα και το μελέταγα μέσα απ΄την ζήλεια μου ο γκαντέμης;
Στρογγυλοκάθεται λοιπόν στ΄αριστερά της και δώσ΄του να μην βλέπει αυτός και ολοένα να στριμώχνεται στα μπράτσα της δικιάς μου και δώσ΄του εγώ να θέλω να καταπιώ το πρόγραμμα μαζί κι αυτόν, που δεν έβλεπα την ώρα να τον πιάσω απ΄τον γιακά και να του πω:
-Έλα δω βρε μασκαρά…πού πας και πέφτεις έτσι σε μια γυναίκα; Έτσι θα την έπεφτες αν ήτανε παπάς; Δικιά μου είναι η γυναίκα!
Τι δικιά μου δηλαδή, που λέει ο λόγος ήτανε δικιά μου, γιατί του αλλουνού ήτανε, αλλά τέλος πάντων, όχι να μας την μαγαρίζουν κι άλλοι.
Τι να κάνω!... τι να κάνω!... βάζω κι εγώ το δάχτυλο στην πλάτη του και του λέω σιγανά:
‘’Λίγο πιο αριστερά παρακαλώ, δεν βλέπω’’ και με το άλλο δίνω μια τσιμπιά στον ώμο αυτηνής να πάει παραπέρα. Πού παραπέρα δηλαδή, που από κει ήτανε ο άντρας της και από ποιον να την φυλάξω!
Πάνω στην αναμπουμπούλα, γυρίζει ο -πέρα βρέχει- σύζυγος να δει, από πού έρχεται η φασαρία. Μπρούμυτα εγώ να δέσω τάχα τα κορδόνια.
Σηκώνω το κεφάλι μου δειλά- δειλά, να δω αν μ΄είχαν πιάσει και τι να δω!... Τον μπάσταρδο πεσμένο στα πλευρά της.
Ξανά το δάχτυλο εγώ.
-‘’Με συγχωρείτε, πιο κει παρακαλώ, δεν βλέπω’’… και με τ΄άλλο της τραβάω με λύσσα την αλογοουρά που κόντευε να μου μείνει στα χέρια αμανάτι.
‘’Σουτ σουτ’’ οι διπλανοί που τους είχε πάρει ο πόνος και μένα ο σεβντάς, πάλι ο άντρας της το κεφάλι πίσω και ξανά μανάμ βουτιά στα κορδόνια μου εγώ, που λύσε δέσε αγανάκτησαν κι αυτά και το΄βαλαν στα πόδια.
Καμιά φορά, τελείωσε το έργο και να φεύγει ο κόσμος με μουσκεμένα μαντηλάκια κι εγώ να κλαίω το εισιτήριο, που το είχα πληρώσει ο έρμος τζάμπα, γιατί μήτε τον τίτλο δεν πρόλαβα να δω…
Έτσι ήμουν πάντα στην ζωή μου. Τα αισθήματά μου τα ήθελα ‘’φασιστικά’.
Ή όλα ή τίποτα… ή την απόλυτη ευτυχία του ΜΑΖΙ, ή τον απόλυτο πόνο του ΧΩΡΙΑ, που σου δίνουν και τα δυο, μια ηδονή που συγγενεύει!
Ήμουν πια απελπισμένος. Παραδομένος στην αναζήτηση της ουτοπίας. Ο θρύλος του ειδυλλίου μου, κόντευε να καταρρεύσει. Η απαντοχή όμως του ευτυχισμένου τέλους, που καθημερινά οραματιζόμουν στην αυλαία της ψευδαίσθησής μου, μου έδινε κουράγιο να υπομένω τον εθισμό του μαρτυρίου μου.
Εκείνη τη νύχτα, θυμάμαι…
Έβρεχε στις χούφτες μου τα όνειρα
κι εγώ, έψαχνα τους ουρανούς να ξεδιψάσω!
Πήρα την κιθάρα μου και μέσα απ΄τον κλαυσίγελό μου, άρχισα να τραγουδώ!
Για πάντα μαζί, στης καρδιάς το λημέρι που το λένε ζωή!
Τα πρωϊ που ξύπνησα, η κιθάρα καταγής, έκλαιγε μονάχη!!!
<Απόσπασμα ανέκδοτου βιβλίου ...>
ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου