Ο Αχιλλέας κοίταξε νευρικά το ρολόι του. Ήταν ένα τέταρτο πριν τις πέντε το απόγευμα. Σηκώθηκε βιαστικά από το γραφείο του, όπου διάβαζε τα μαθήματα της επόμενης ημέρας, για να βγει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, στο μπροστινό μπαλκόνι του διαμερίσματος.
Είχε πρόσφατα μετακομίσει με την οικογένειά του στην Καλλιθέα. Η δουλειά του πατέρα του τους έφερε σ’ αυτόν τον πυκνοκατοικημένο δήμο στη νότια Αττική με την άψογη ρυμοτομία και την έντονη εμπορική δραστηριότητα, ακόμη και σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς της οικονομικής κρίσης. Η οικογένεια μετακόμισε στην Καλλιθέα αμέσως μόλις έκλεισαν τα σχολεία, ώστε το φθινόπωρο να βρει άπαντες τακτοποιημένους στις καινούριες τους θέσεις. Το διαμέρισμα, που νοίκιασαν, ήταν ένα άνετο τριάρι στο δεύτερο όροφο μιας παλιάς αλλά καλοδιατηρημένης πολυκατοικίας, πολύ κοντά στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Ο δρόμος ή, πιο σωστά, το στενό, που βρισκόταν η πολυκατοικία, λεγόταν Βρισηίδος και ένωνε την κεντρική λεωφόρο της Καλλιθέας γνωστή για τα καλόγουστα καταστήματα και café, την Θησέως μ’ έναν άλλο μικρότερο αλλά πολυσύχναστο δρόμο την Αραπάκη.
Η μητέρα του Αχιλλέα εξέλαβε ως ευοίωνο σημάδι για το νέο τους ξεκίνημα το όνομα του στενού τους και έσπευσε να ενημερώσει την υπόλοιπη οικογένεια για την ιστορία, που κρύβεται πίσω από αυτό.
― Η Βρισηίδα ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα που έδωσαν οι Αχαιοί ως γέρας, δηλαδή πολεμικό λάφυρο , στο προπύργιο του στρατού τους, τον πιο γενναίο πολεμιστή τους τον Αχιλλέα. Όμως ο αλαζόνας αρχιστράτηγος Αγαμέμνονας την πήρε αυθαίρετα για τον εαυτό του όταν αναγκάστηκε να επιστρέψει το δικό του λάφυρο τη Χρυσηίδα στον πατέρα της, ιερέα Χρύση προκειμένου να σταματήσει ο φοβερός λοιμός που έστειλε ως τιμωρία ο Θεός Απόλλωνας στο στρατόπεδο των Αχαιών.
« Και τι θέλεις να κάνουμε τώρα μαμά; Να βρούμε τον Αγαμέμνονα και να τον μαλώσουμε που αν και αρχηγός φέρθηκε σαν …», ρώτησε δηκτικά ο Αχιλλέας.
«Μη συνεχίζεις», τον διέκοψε η μητέρα του. «Θα περιμένω μέχρι να τα μάθεις θέλοντας και μη το Φθινόπωρο, όταν θα κάνεις Ιλιάδα στο σχολείο».
Το Φθινόπωρο έφτασε και εύκολα ο Αχιλλέας προσαρμόστηκε στο νέο του σχολείο. Δε συνάντησε ιδιαίτερα προβλήματα. Έκανε γρήγορα φίλους και αφοσιώθηκε στα μαθήματά του φροντίζοντας να παραμείνει ένας καλός μαθητής, που ακούει προσεκτικά στην παράδοση, δε μιλάει και δεν κάνει φασαρία και γενικότερα προσπαθεί να γίνει ακόμη καλύτερος. Γρήγορα κατάλαβε πως στο τμήμα του επικρατούσε σκληρός ανταγωνισμός για τα πρωτεία.
Η Κατερίνα, η συμμαθήτρια του, ήταν εκτός συναγωνισμού, καθώς ήταν πρώτη σε όλα τα μαθήματα. Ο ίδιος, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να τη φτάσει. Ήταν άριστη στ’ αρχαία, ενώ ο ίδιος πάσχιζε να μάθει τις καταλήξεις στην κλίση των ουσιαστικών και ρημάτων και κυρίως πάσχιζε να καταλάβει για ποιο λόγο έπρεπε να ν’ ασχολούνται εν έτει 2015 με τα έπη, που έγραψε ένας τυφλός ποιητής του 8ου αιώνα π. Χ.
Όλα αυτά, μέχρι ο έρωτας να πλήξει την εφηβική του καρδιά. Λίγο η προσπάθειά του να ξεπεράσει την απόδοσή της συμμαθήτριάς του, λίγο ο θαυμασμός του πνεύματος που ήταν αλάνθαστο και ώριμο, ο Αχιλλέας βρέθηκε να είναι ερωτευμένος με την Κατερίνα.
Όταν μάλιστα έμαθε ότι η Κατερίνα περνούσε από το στενό του για να πάει στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών, περίμενε έξω στη βεράντα υπομονετικά για να τη χαιρετήσει και να της αποσπάσει δυο λόγια.
«Πω, πω» μονολόγησε, «κοντεύει πέντε και εγώ ξεχάστηκα με το αυριανό διαγώνισμα των Μαθηματικών. Άραγε, θα την προλάβω;»
Έριξε μια πλάγια ματιά στον καθρέπτη, που βρισκόταν στο χωλ του σπιτιού, πέρασε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού στην κορυφή του κεφαλιού, ώστε ν’ ανασηκωθούν ελαφρώς τα μαλλιά του και βγήκε έξω στο μπροστινό μπαλκόνι του διαμερίσματος.
Ψιλόβρεχε και έκανε ψύχρα. Κοίταξε δεξιά και αριστερά, πουθενά η Κατερίνα του. Πήρε στα χέρια του το κλαδευτήρι που ήταν παρατημένο μέσα σε μια γλάστρα και άρχισε αφηρημένα να το περιεργάζεται χωρίς όμως ν’ αφήνει ούτε στιγμή από τα μάτια του το σκοτεινό δρομάκι του.
Στα τριάντα μέτρα από την πολυκατοικία του άρχιζε η λεωφόρος και τα φώτα των καταστημάτων και café είχαν ήδη ανάψει. Οι περαστικοί ήταν λιγοστοί όπως και τα αυτοκίνητα που κινούνταν κατά μήκος της λεωφόρου Θησέως. Ξαφνικά από τη γωνία ξεπρόβαλε η ψιλόλιγνη φιγούρα της Κατερίνας. Φορούσε το μπουφάν της και στα χέρια της κρατούσε την τσάντα των Αγγλικών της.
« Εε Κατερίνα, γεια σου», φώναξε με όλη τη δύναμη ο Αχιλλέας. Η Κατερίνα σήκωσε το χέρι της βαριεστημένα και τον χαιρέτησε.
«Πας αγγλικά;», την ρώτησε λες και δεν ήξερε.
«Ναι, αφού το ξέρεις γιατί ρωτάς», απάντησε ο έρωτάς του παγερά.
«Διάβασες για το διαγώνισμα των Μαθηματικών; Εγώ μόλις τελείωσα», συνέχισε ακάθεκτος ο Αχιλλέας.
―Εγώ όχι και δεν έχω όρεξη να μιλάω γι’ αυτό. Άντε γεια τα λέμε αύριο.
«Τα λέμε αύριο», μονολόγησε ο κακόμοιρος Αχιλλέας. Η συνάντηση δεν πήγε τόσο καλά όσο περίμενε. «Μπορεί να ήταν κουρασμένη και αγχωμένη», σκέφτηκε ο Αχιλλέας.
Μπήκε μέσα στο σπίτι καθώς δεν υπήρχε λόγος να μείνει άλλο έξω στην υγρασία. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα και κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Περνώντας από τον καθρέπτη του χωλ κοντοστάθηκε μπροστά του και χάζεψε το είδωλό του.
«Έχω το όνομά όχι όμως τη χάρη του», μονολόγησε. «Αχιλλέας μόνο στο όνομα… εκείνος όμορφος, ψηλός, γενναίος τα έβαλε με ολόκληρο Αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα για χάρη της Βρισηίδας και εγώ ούτε μια συζήτηση δεν μπορώ να κάνω με την Κατερίνα». Έσκυψε το κεφάλι απογοητευμένος και κάθισε στο γραφείο του. Αυτός ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της και αυτή ούτε μια κουβέντα γλυκιά δεν του απηύθυνε.
«Κορίτσια», σκέφτηκε, «ανίκανα να διακρίνουν μια λεβέντικη, καθαρή καρδιά».
Αυτός δεν ήταν ο Αχιλλέας του Ομήρου. Δε διακρινόταν σε μονομαχίες, δεν τον φοβόταν κανείς, ένας ερωτευμένος έφηβος ήταν, που ξεροστάλιαζε κάθε Τρίτη και Πέμπτη στο μπαλκόνι του σπιτιού του για να δει την αγαπημένη του και να της αποσπάσει την προσοχή χωρίς να δέχονται τα ειρωνικά βλέμματα των συμμαθητών τους.
Όμως αντίθετα με τον ομηρικό Αχιλλέα δε θα έκανε πίσω δε θα αποσυρόταν από το πεδίο της μάχης αλλά θα συνέχιζε τον αγώνα του για να κερδίσει την καρδιά της Κατερίνας.
Ε, μα βέβαια. Πώς δεν το σκέφθηκε νωρίτερα! Θα της έγραφε ένα ποίημα και ανώνυμα θα το έγραφε στο θρανίο της, ώστε να αποφύγει έτσι και την καζούρα των συμμαθητών του, αν κάτι δεν πήγαινε καλά. Αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, θα αποκάλυπτε την ταυτότητα του ποιητή. Ξεκίνησε αμέσως να γράφει το ποίημα.
Πήρε μια λευκή κόλλα χαρτί και με ευανάγνωστα γράμματα έγραψε χωρίς δεύτερη σκέψη τον τίτλο:«Το κορίτσι της οδού Βρισηίδος» και τον πρώτο στίχο «Σαν προβάλλει η γλυκιά μορφή σου…». Άδικα προσπαθούσε να βρει τη συνέχεια του ποιήματος που θα εξέφραζε τα αγνά αισθήματά του γι’ αυτήν. Ίσως να μην ήταν γεννημένος να γίνει ποιητής. Ίσως του ταίριαζε περισσότερο η εικόνα του σκληρού μαχητή.
Ε, ναι! Αυτό ήταν, το βρήκε. Δε θα ξανάβγαινε στο μπαλκόνι για λίγο καιρό να δει πώς θα αντιδρούσε. Θα το πρόσεχε; Θα αναρωτιόταν, γιατί δεν την χαιρετούσε πια;
«Αχιλλέα», ακούστηκε αγριεμένη η φωνή της μητέρας του. «Έλα γρήγορα στο μπαλκόνι! Τι σου έφταιξε, παιδί μου, το άμοιρο το φυτό και το κατακρεούργησες;»
Ωχού τι χαζός που ήταν. Ασυναίσθητα, όση ώρα περίμενε την Κατερίνα, χρησιμοποίησε το κλαδευτήρι πάνω στο φυτό για να εκτονώσει την ανυπομονησία του. Ποια ποιήματα και ποιοι ηρωισμοί; Άντε τώρα να εξηγήσεις στη μητέρα σου ότι εσύ δεν είσαι ούτε ποιητής, ούτε γενναίος σαν τον ομηρικό Αχιλλέα αλλά ένας ερωτοχτυπημένος έφηβος της οδού Βρισηίδος στην Καλλιθέα Αττικής.
Ιστίου Τόπος,Δημιουργική Γραφή με τη Σοφία Νινιού
Ο διαδικτυακός αυτός τόπος δημιουργήθηκε για να φιλοξενεί τα κείμενα, που μέσω του μαθήματος της δημιουργικής γραφής, που διδάσκω, εμπνεύστηκαν και έγραψαν οι εκπαιδευόμενοι.
Αφορμή στάθηκε η συνεργασία μου την Άνοιξη του 2015 με τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης των Δήμων
Μοσχάτου-Ταύρου
Καλλιθέας
Αλίμου
Στο χώρο όμως αυτό φιλοξενούνται και τα κείμενα φίλων, που εξ αποστάσεως συμβουλεύω και διδάσκω.
Επέλεξα το μάθημα αυτό, γιατί πιστεύω στην απελευθερωτική του επίδραση στην ψυχή του ανθρώπου, γιατί τον εισάγει στην Τέχνη και του ανοίγει δρόμους στην έκφραση των συναισθημάτων του και στη διατύπωση της σκέψης του.
Σοφία Νινιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου