Η Ανθή σκούπισε τα δάκρυα της
και άνοιξε τις κουρτίνες του δωματίου της. Έξω είχε σκοτεινιάσει. Η αδελφή της
και η ξαδέλφη της δεν φαίνονταν πουθενά, και καλλίτερα να αργούσαν ακόμα, να μη
την έβλεπαν κλαμένη. Όχι, όχι δεν ήθελε να την ρωτάνε όλο τι έχει και τι έχει
κι αυτή να μην απαντά. Αν είχε κινητό, τώρα θα ήταν όλα ξεκάθαρα, αλλά δεν
είχε. Πολύ πίσω είχε μείνει και δεν μπορούσε να προλάβει τους άλλους που
έτρεχαν, σκεπτόταν.
Το καλοκαίρι εκείνο ήταν το πιο
όμορφο αλλά και το πιο άσχημο της ζωής της. Ένοιωθε απογοητευμένη, μόνη. Δεν
μπορούσε να πει τον καημό της πουθενά. Δεν ήθελε να τον πει πουθενά. Ποιος θα
την καταλάβαινε; Σίγουρα κανείς.
Η αδελφή της η Βικτώρια έκανε
πολύ την έξυπνη, και όλο μάλωναν. Η δε ξαδέλφη της άλλη παράξενη. Δεν έδιναν
σημασία σε κανέναν κι έκαναν και τις σπουδαίες. Όλο το πρωί κάθονταν στην
παραλία μπας και μαυρίσουν και την Ανθή ούτε της μίλαγαν. Έβγαιναν με παρέες το
απόγευμα κι εκείνη καθόταν μόνη. Βέβαια ήταν μικρή και δεν ταίριαζαν σε τίποτε,
αλλά και τι μ’ αυτό; Από τότε δε που η Βικτώρια μπήκε στο Πανεπιστήμιο είχε
καβαλήσει και το καλάμι. “Μμμ… σπουδαία τα λάχανα”, έλεγε από μέσα της η Ανθή. “Λες
και ήταν αυτή η μοναδική που τα κατάφερε και κανένας άλλος στον κόσμο.Μμμ! Όταν
έρθει η ώρα μου κι εγώ θα μπω”. Όλα αυτά την εξόργιζαν και δεν ήθελε να τις
ξέρει, ούτε να μιλάει μαζί τους. Ευτυχισμένη ένοιωθε κοντά στον φίλο της τον
Αντώνη. Αλλά και μ’ εκείνον απογοητεύτηκε. Άφησε το παράθυρο που είχε γίνει
θολό απ’ τα χνότα της κι έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι της και συνέχισε να
κλαίει. Τα δάκρυα της μούσκεψαν το μαξιλάρι της. “Τι να συνέβη άραγε”,
διερωτήθηκε. “ Έφυγε έτσι ξαφνικά, χωρίς γεια, χωρίς τίποτε, απολύτως τίποτε.
Γιατί;”
Η ώρα πέρασε με όλες αυτές τις
σκέψεις μέχρι που αποκοιμήθηκε.
Ένας θόρυβος, ένα δυνατό φως σαν
αστραπή, ένα φύσημα ανέμου και ξαφνικά όλα άλλαξαν. Άνοιξε τα μάτια της. Δεν
βρισκόταν στο δωμάτιό της. Τα ‘τριψε καλά καλά με τα δάκτυλά της και κάθισε
πάνω στο κρεβάτι. Που ήταν άραγε; Τίνος δωμάτιο ήταν αυτό; Σηκώθηκε στις μύτες
των ποδιών της και προχώρησε με αργά βήματα ως την πόρτα. Γύρισε το πόμολο,
έβαλε το κεφάλι της στο αραλίκι και κοίταξε έξω. Ήταν στον αέρα. Πραγματικά το
δωμάτιο βρισκόταν στον αέρα, ανάμεσα απ’ τα σύννεφα που πηγαινοέρχονταν σα
τρελά. Κι εκείνη έμενε εκεί ακίνητη, μαγεμένη και φοβισμένη μαζί.Της ήρθε να
κλάψει, αλλά δεν έκλαψε. Έκλεισε την πόρτα και προχώρησε ως το παράθυρο.
Κοίταξε έξω. Δεν υπήρχε τίποτε έξω. Απολύτως τίποτε εκτός… από ένα ατέλειωτο
ουρανί χρώμα. Έκλεισε τα μάτια της και τα ξανάνοιξε, μήπως αλλάξει κάτι, μάταια
τίποτε δεν άλλαξε. Μακάρι να άλλαζαν τα πράγματα με ένα κλείσιμο των ματιών. Αν
ήταν όλα τόσο απλά τώρα θα βρισκόταν με τον Αντώνη, αλλά μάλλον είναι όλα
πολυσύνθετα, σκέφθηκε.
Ξαφνικά άρχισε να νοιώθει μια
παράξενη ευτυχία που την τρόμαζε. Τελικά μπορεί να ήταν μόνη σε ένα παράξενο
κόσμο, αλλά δεν αισθανόταν μοναξιά. Μέσα της άρχισε να ζει την πιο όμορφη ζωή
που μόνο με τον Αντώνη θα μπορούσε να ζήσει. Κι άλλες φορές το είχε σκεφθεί
αυτό, αλλά δεν ένοιωθε έτσι, όπως τώρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό
που μεσολάβησε και όλοι οι φόβοι άλλαξαν και μετατράπηκαν σε χαρά.
Ο ζεστός καλοκαιριάτικος ήλιος τη βρήκε
ξαπλωμένη με τα ρούχα, μπήκε απ’ το ανοιχτό παράθυρο να την ξυπνήσει αλλά και
να της χαλάσει το ταξίδι των ονείρων της. Η Ανθή χαμογέλασε. «Ας το καλό»,
είπε. «Όνειρο ήταν. Και ήταν όμορφο όνειρο». Σηκώθηκε χαρούμενη. Απ’ το
παράθυρο του δωματίου της μπορούσε να δει τη θάλασσα, τις βάρκες να περνάνε,
τους λουόμενους, τα θαλασσοπούλια. Για πρώτη φορά στη ζωή της όλα αυτά της ήταν
όμορφα. Από μακριά έμοιαζαν με παιχνίδια. Αν όλοι οι άνθρωποι μπορούσαν να
νοιώσουν έτσι όμορφα όπως εκείνη, ό κόσμος θα ήταν πολύ διαφορετικός. Δεν
ένοιωθε κακία για κανέναν, ούτε θυμό. Είχε αλλάξει πολύ. Ίσως το όνειρο… Ίσως
εκεί υπήρχε κάποια εξήγηση.
Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
Μουσικός-υψίφωνος-συγγραφέας
Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Παλμός Γαλατσίου Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014 αρ. φύλλου 385 και αναδημοσιεύτηκε στο mcnews.gr στις 15 Αυγούστου 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου