|
Πίνακας - Γ. Ιακωβίδης |
Η γιαγιά η καλή, μου έλεγε,
-κι επέμενε πολύ-,
"Μαθέ τέχνη και Άστηνε"
-κι ας μην είναι κι η πιο καλή-
και όταν πεινάσεις πιάστεινε,
σα το έξυπνο πουλί
Να είσαι τίμιο παλικάρι, και να 'νοιξεις σπίτι,
για να μην κακοπέσεις κάτω από κανά ραδίκι.
Έμαθα τέχνη το λοιπόν, έγινα μπογιατζής,
να έχω θέα απ' τη σκαλωσιά και στα ψηλά, όσο να πεις.
Κι έτσι βρήκα γκομενάκι περιωπής,
πρώτο πράγμα-τεφαρίκι, με λίγο ψηλά τη μύτη.
Βλέπεις, έχει ο μπαμπάς της μεγάλο σπίτι,
-μια μικρή βίλα στην Εκάλη-
έχει δρόμο ιδιωτικό, έχει κι ένα κανάλι,
και στον κήπο αμολυτή, μια τίγρη απ' τη Βεγγάλη.
Είναι η πισίνα του πάντα γεμάτη,
γι' αυτό είναι η μάντρα του ψιλή, μη τηνε πιάνει μάτι.
Ο μπαμπάς της ξέρει τέχνη λαμπρή,
κι εμένα με φωνάζει "ασπριτζή".
Χρήματα τοκίζει ολημερίς, μα γι' αυτό δε βγάζω άχνα,
γιατί μου είπε "αν μιλάς πολύ, θα σε ρίξω στα πιράνχα".
Τέλος πάντων, δε σκοτίζομαι πολύ,
αφού έχω βολευτεί με τη μικρή.
Αυτή είναι χορτασμένη από ρούχα, λούσα και όλα αυτά,
και τώρα θέλει να ακούει το μπλα-μπλα
κάτω από το όμορφο φεγγάρι,
(αρκεί να της αστράφτει στο κολιέ-μαργαριτάρι)
και μέχρι η μέρα να φέξει,
σε αγαπώ και τα λοιπά.
Τώρα τέρμα στη μιζέρια,
-τέρμα κι οι μπογιές στα χέρια-
δεν με τρώει καμιά έγνοια,
κάνεις δεν μου κόβει τα φτερά,
πάνε κι οι μπατανόβουρτσες παν' και τα διαλυτικά.
Είμαι γαμπρός, κύριος σεβαστός,
και όλοι λένε με λίγα λόγια
πως φαίνεται το πράγμα,
το αγαπητιλίκι έκανε το θαύμα,
Αλλά εγώ ξέρω πως για όλα αυτά,
έβαλε το χέρι της η τέχνη κι η...γιαγιά.
ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ - ΒΕΛΛΟΥ - ΕΥΡ. ΔΡΑΤΣΕΛΟΣ (Evri Drat)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου