Πάλι πήγε να μου σβήσει. Μόλις έφτασα στην Πάτρα, σε κάθε φανάρι πετάριζε και έδειχνε πως ο κινητήρας δεν είχε δύναμη. «Να προλάβω να φτάσω», μονολόγησα και πάτησα γκάζι. Μύρισε παντού βενζίνη. Άκαυτη. Άνοιξα το παράθυρο και από τον καθρέφτη είδα μαύρο καπνό να βγαίνει από την εξάτμιση.
«Αυτό είναι, τώρα θα με αφήσει στη μέση του δρόμου». Έπιασα αριστερά και το πάρκαρα δίπλα στην στάση. «Ας με γράψουν». Κλείδωσα και περπάτησα βιάστηκα μέχρι την είσοδο. Έψαξα τις ανακοινώσεις στον τοίχο. Εδώ είναι. Ώρα; Είχα προλάβει. Μετά δύο χρόνια. Ένα ραντεβού που συνέχεια το αναβάλαμε. Την τελευταία στιγμή κάτι πήγαινε στραβά και η υπόσχεση για αντάμωμα έμενε άκυρη. «Την επόμενη», έλεγα με ενθουσιασμό και η απάντηση ήταν πάντοτε «ναι».
Τι να προλάβεις όμως. Όλα γύρω μας αλλάζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα φύλλα πέφτουν, το βουνό βάζει και βγάζει τον κάτασπρο σκούφο του, οι κουτσουπιές μέσα στην πόλη μπουμπούκιασαν και ύστερα πάλι, θα γίνουν σκιές φιλόξενες σε καλοκαιρινές ορέξεις. Ένας κύκλος που τρέχει πάνω στο άγραφτο χαρτί του ονείρου που ξεδιπλώνεται κάτω από σύννεφα, υγραίνεται και παγώνει σαν λίμνη. Μέχρι που η ζέστη τα κάνει όλα πιο ανεκτά. Τι κανονίζω λοιπόν;
Κοντοστέκομαι.
– Για «Αγίων Αγγέλων»;
- Ακολουθήστε το δρόμο
Χαζεύω τους κήπους. Λουσμένα κλαριά στην δροσιά και ένας ήλιος με δόντια. Τα χρώματα ανοίγουν και κλείνουν με ένταση. Φλεβάρης μήνας και οι κηπουροί δουλεύουν πάνω στα φύλλα τους. Κλαριά στοιβαγμένα για κάψιμο.
Κοιτώ τα μπουμπούκια. Η ζωή σε μια διαρκή ανάσταση. Οι επιθυμίες μας κραυγές, συνθήματα και υψωμένα λάβαρα. Σημαίες μαύρες και κόκκινες κυματίζουν μπροστά. Η δικαίωση έρχεται πάντοτε νύχτα. Όταν κανείς δεν είναι έτοιμος. Γι αυτό και χάνεται πάλι μέσα στο πρώτο φως της αυγής. Για να ξανάρθει. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι το πότε. Όσες φορές κι αν πιστέψαμε πως ο χρόνος κλείδωσε, εκεί είναι που η πτώση μας δίνει γερή χαστουκιά. Σαν ξύπνημα. Φτιάχνεις καφέ και στοχάζεσαι. Αναμετράς τα λάθη και σημειώνεις ελλείψεις. Την άλλη φορά θα προσέχω. Υπόσχεση που αφήνεται στην πρώτη στροφή. Άλλες στιγμές άλλες φροντίδες. Ο κόσμος χάνεται και ξαναχάνεται όσο κι αν προσπαθείς να τον εντάξεις στο δικό σου πλαίσιο. Προβολές. Και μια βεβαιότητα. Η φαντασία δεν γίνεται να γίνει εξουσία. Έχει το κάτι αδιάφορο με τούτο τον κόσμο. Πάντοτε αποσύρεται στα πίσω καθίσματα. Στο παρών, φωνάζεις και ακούγονται γέλια. Ύστερα κλάματα. Ένα πολυαγαπημένο παιδί στέκεται μόνο του. Το κοιτώ και κάπου το ξέρω.
- Χάθηκες;, τολμώ να ρωτήσω. Μια μάνα τρέχει με έξαψη, το πλένει και αφήνει ολόκληρο πιάτο με σπόρια μπροστά του. Μια όμορφη κρύβεται πίσω από το ψηλό κυπαρίσσι. Την κοιτώ από απόσταση. Ένας ηλικιωμένος προβάλει γελαστός μπροστά μου. Τα χάνω. Με ξέρει;
Πρέπει να φτιάξω το αμάξι. Μετράω την τσέπη μου και με πιάνει παράπονο. Τίποτα. Άμα δεν έχεις δουλειά όλα φαντάζουνε δύσκολα. Ερείπια παντού. Κλειστές πόρτες και απελπισία. Κόσμος να ψάχνει σε σωρούς υποσχέσεων. Πίσω από το κατάστημα μοιράζουν ληγμένα. Κάτι τσογλάνια σπρώχνουν μια γριούλα και πέφτει. Ένας γελοίος ανεμίζει τα αστέρια της ένωσης και δίπλα του πέφτουν χημικά. Σύγκρουση. Τρέχω να φύγω, φοβάμαι για τούτο που έρχεται. Ένας σύντροφος με σταματά.
- Εδώ πρέπει να δώσουμε μάχη, μου λέει με έμφαση.
- Εδώ;
Πίσω από τα σκουπίδια που καίγονται κρύβεται ο έρωτας. Κρατάει στουπί αναμμένο και παίρνει αέρα. Πετάει ψηλά και κοιτάζει το μέλλον. Εκρήγνυται. Φλόγες, φωνές, τραγούδια της νίκης. Έπειτα πάλι σιγή. Τι κόσμος και αυτός; Γεννιέται κανείς και μοιράζεται την πιθανότητα: «παράδεισος υπάρχει εντός μας». Κάθε πρωί τον κοιτάς με παράπονο. Θέλεις λεφτά για να υπάρχεις. Έτσι ξεχνάς να τον βρεις. Είναι εκείνο το θέλω που χάνεται στην κοροϊδία της εικόνας της ψεύτικης. Αυτής που ακολουθεί το φεγγάρι στην χάση του και δύσκολα διακρίνεται μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Δεν φτάνει ο χρόνος. Όσο και να μετράς τα αστέρια είναι άπειρα και ακόμη πιο τόσα. Καντήλια αναμμένα, πυρσοί, φωτιές που περιπλέκονται και μετατρέπουν τις ματιές μας σε χαρταετούς που ταξιδεύουν στο διάστημα.
Ένας φίλος κάθεται μόνος. Καπνίζει και βγάζει ανάσες σαν δράκοντας. Μια κυρία στριμώχνεται στο πλήθος. Ο βουλευτής χαμογελά και σηκώνει τηλέφωνο. Τι όμορφη μέρα. Ανταμώσαμε.
Κάθομαι πίσω και ακούω το λόγο. Πιεστήρια, κονδυλοφόροι, χαρτιά, μελάνι. Κατοχή, αντίσταση, δημιουργία και τώρα η κρίση. Συσπάσεις στα πρόσωπα. Τα παιδιά…. Πλησιάζω.
- Επιτέλους βρεθήκαμε.
- Τον είδες;
- Ναι, σε λάθος στιγμή όμως.
Περπατήσαμε όλοι μαζί μέχρι το τέλος. Ρίξαμε τη γη πάνω στη γη και ύστερα από μια τέτοια αυτογνωσία, γύρισα το κλειδί στη μηχανή. Πήρε μπροστά και με άγχος να μην μου μείνει, γύρισα πίσω στον χρόνο μου.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://nanodihghma.blogspot.gr/
Ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία. Τις θερμές καλημέρες μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά Δημήτρη
ΔιαγραφήΝα είσαι καλά Δημήτρη
Διαγραφή