Κ. Γεωργαντοπούλου - Αθόρυβοι Μύθοι. Πρώτη έκδοση 2015 Εκδόσεις: Ζαθεον Πυρ ISBN 978-618-81030-7-8 |
Η πρώτη Ποιητική Συλλογή της Ντίνας Γεωργαντοπούλου με τίτλο "Αθόρυβοι Μύθοι" κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ζάθεον Πυρ.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Κωνσταντίνα Γεωργαντοπούλου
γεννήθηκε στο Δερβένι Κορινθίας
και ζει στην Αθήνα .
Είναι λογίστρια ,
παντρεμένη με ένα γιο .
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ ΘΑ ΓΙΝΩ ΦΙΛΙ
Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω φιλί
σε ναυάγια που δεν τα ανασύρει κανείς.
Να κολυμπώ με αισθήσεις που ο ήλιος
δεν τις βλέπει μήτε οι άνθρωποι.
Όταν θα μεγαλώσω θέλω να γίνω χρυσόψαρο
που βγήκε από τη γυάλα
και γλιστράει σε ιδρωμένες σταγόνες.
θα απομονώνω τις φωνές
που χρειάζονται γυάλα για να επιβιώσουν.
Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω εγώ
να αφήνω στα απάτητα βουνά καράβια
να συντροφεύουν θάλασσες που χάθηκαν
να περνώ κάθε Φθινόπωρο
να ρίχνω γιρλάντες και δάκρυα για συντροφιά.
ΕΝΑ ΟΧΙ ΣΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ
Κολλαρισμένο σεμέν
ο δίσκος με τα αγγελάκια.
Γλυκό με σιρόπι στο στόμα
εκεί μαζί με τις δαντέλες
η γραμμή του στήθους
καυτερή πιπεριά.
Στην αγκαλιά μου είπες
μυρίζεις λουκούμι τριαντάφυλλο
με οδηγούν παλιές μνήμες
που βγάζουμε μια στο τόσο
από το μπαούλο.
-Θυμάμαι τι σημαίνουν αυτές οι μυρωδιές
λεβάντα και ναφθαλίνη.
Σε κέρασα νερό να φύγει η γλύκα
από το στόμα
και είπα πως δε είμαι διαθέσιμη
για φιλοξενία.
Η Εισήγηση της Κορίνας Πετρίτση κατά την παρουσίαση του βιβλίου
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Ντίνας Γεωργαντοπούλου έχει τον τίτλο «Αθόρυβοι Μύθοι». Εξαρχής αισθάνθηκα ότι συνειδητά η ασύνειδα η Ντίνα άφηνε ανοικτή την ερμηνεία στον αναγνώστη, τον αποδέκτη της γραφής της. Καταρχήν οι μύθοι. Η λέξη, όπως κάθε λέξη, φορτίζεται και μεταφέρει το περιεχόμενο, τη σημασία που κατά καιρούς έχει λάβει. Τι είναι λοιπόν οι μύθοι στην παρούσα συνθήκη του τίτλου; Παραμύθια; αλληγορικές αφηγήσεις; ιστορίες - πλάσματα της φαντασίας; ή μήπως υποθέσεις και εξελίξεις του δράματος της ζωής που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο και οι συν αυτώ; Κλίνω στο τελευταίο, αν και θεωρώ ότι κάθε άλλη ερμηνεία ή και όλες μαζί θα μπορούσε να είναι μια πιθανή εκδοχή.
Μύθοι «αθόρυβοι». Μύθοι χωρίς θόρυβο, ήσυχοι ή και απαρατήρητοι που παραμένουν μακριά από βαρύγδουπες δηλώσεις και προβολές. Ένοιωσα, ωστόσο, ότι η λέξη «αθόρυβοι» ήταν μάλλον γραμμένη ανορθόγραφα, αφού -αν και συνόδευε τους μύθους- απέδιδε μια ποιότητα χαρακτηριστική της δημιουργού, ανθρώπου χαμηλών τόνων που μένει μακριά από τους κούφιους θορύβους και έχει επιλέξει μια στάση ζωής που συνοψίζεται στην επικούρεια ρήση «Λάθε βιώσας». Τέλος διαπίστωσα ότι η λέξη «αθόρυβοι» υπηρετούσε μαγικά μια ακόμη λειτουργία, αυτή της επικοινωνίας του δημιουργού με το κοινό του, που γίνεται χωρίς θόρυβο ενοχλητικό, χωρίς παρεμβολές, αλλά άμεσα και ανεμπόδιστα.
«Άνθρωποι της τέχνης». Η συλλογή ξεκινά με ένα ποίημα αυτοαναφορικό. Η ποιήτρια μιλά για τους ανθρώπους της τέχνης που η θλίψη τους καλύπτεται από το προσωπείο της ειδημοσύνης και οδηγεί σε εγωτισμό επικίνδυνο. Η ποίηση, έννοια προσωποποιημένη, «ακροβατεί σε ονειρικά σχοινιά», όταν «τα πόδια της έχουν ματώσει», τη στιγμή μάλιστα που οι άλλοι «βίδωσαν τα πόδια στη γη».
Στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής οι πρωταγωνιστές είναι πρόσωπα καθημερινά και οικεία. Η Βίκη, η Λέττα, η Κατερίνα, οι φίλες. Η ματιά τους γυρνά στο παρελθόν, «εκεί που κάποτε στεκόταν γιορτινό το πανηγύρι», «στα όμορφα θαλασσινά βράδια που μόνο χαρά και έρωτας επιτρέπεται … λόγια των είκοσι», στο «τότε που σμίγανε και φλυαρούσαν για τους πρώτους έρωτες», σε «ένα μπουκάλι μισοτελειωμένη nivea από τις πρώτες διακοπές».
Οι μνήμες του παρελθόντος επανέρχονται και βιώνονται με μια διάθεση νοσταλγική, ίσως λίγο μελαγχολική, αλλά καθόλου πεσιμιστική. Η διαπίστωση ότι «η ψυχή των ανθρώπων…, η αγάπη μίκρυνε, καθώς κει που ακουμπούσε στην πέτρα να ξεκουραστεί πέτρα έγινε» ακολουθείται από τη βεβαιότητα «πως στο τέρμα των λουλουδιών δε θα είναι μόνη».
Πράγματι το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να αποδεσμεύεται από το παρελθόν και τη νεότητα. Δεν συμφιλιώνεται απλά με το παρόν και την καινούργια πραγματικότητα, αλλά απολαμβάνει την αλλαγή και τους νέους δρόμους που ανοίγονται: «και έπειτα μάλωσα με έναν άλλο εαυτό χαρούμενο και ονειροπόλο και ευτυχώς γιατί μου έδωσε κάτι χρυσά κλειδιά». Ταυτόχρονα όμως –όσο κι αν αυτό μοιάζει αντιφατικό- η δημιουργός αγαπά το χρόνο που πέρασε, το παρελθόν που είναι κομμάτι και κτήμα της: «Ο χρόνος μου είναι αγκαλιά και μια αλλαξιά ρούχα/ αρνούμαι να τα χαρίσω / αρνούμαι να χαριστώ».
Σε όλο το έργο διάχυτη η παρουσία ενός άλλου προσώπου στο οποίο συχνά η ποιήτρια απευθύνεται με μεγάλη αμεσότητα, με τρόπο που δηλώνει ότι η ύπαρξη και παρουσία του είναι τόσο αυτονόητη όσο και η δική της. Σε αυτόν, τον σημαντικό άλλο έδωσε δώρο τα χρυσά κλειδιά που κέρδισε, όταν μάλωσε με τον ονειροπόλο εαυτό της. «Για να ανοίγεις τα όνειρα ένα ένα» του είπε.
Ο έρωτας σημαντικός όσο τίποτε άλλο, θέμα κυρίαρχο και πανταχού παρόν. Έρωτας γήινος, σάρκινος χωρίς σεμνοτυφία και συνάμα χωρίς χυδαιότητα. Χωρίς φλύαρες και ανούσιες αναφορές στο πνεύμα και την ψυχική ένωση. Έρωτας που βιώνεται με το σώμα, το σώμα που καταλαμβάνεται από τη λίμπιντο και γίνεται κορμί. «Το σώμα έρμαιο των οργάνων του πολλαπλασιάζει τις παραβιάσεις των έλξεων», «ο έρωτας ασκεί βία κοντά στα ξημερώματα» και το «σεντόνι … διαισθάνεται πως παντού υπάρχουν αισθήματα» και αλλού: «Μα παραμένει σε ελευθερία το δικαίωμα σωματικής έλξης / ένα κουτί χρώματα / ένα στυλό και ένα τετράδιο». Ο έρωτας που επουλώνει τις πληγές, που κλείνει τα ρήγματα: Η χημεία για «να συντηρηθεί του κρεβατιού η μελωδία της ζωής σε αυτό το σημείο που υπάρχει ρωγμή».
Γενικότερα το σώμα και οι αισθήσεις του σε πρώτο πλάνο. Είναι το σώμα που βιώνει το χρόνο που περνά: «ο χρόνος να περάσει να μαζευτούν πολλές ρυτίδες». Είναι το σώμα και όχι η ψυχή αυτό που υποφέρει και πονά: «Είμαι γεμάτη τρύπες σκέφτηκα και το ‘πα δυνατά από παντού περνά ο εαυτός μου τρύπα και πόνος». Και είναι το σώμα που βιώνει τη μοναξιά ως ανυπαρξία: «Ο ουρανός μου πέταξε για άλλο βολικό κρεββάτι κι εγώ δεν είμαι πουθενά».
Και είναι πάλι το σώμα αυτό που ντύνεται την καθημερινότητα και απομυθοποιείται: «η συνέπεια απαιτούσε να φοράω φανέλα κάλτσες και βολικά παπούτσια / η μονιμότητα εσώρουχα βαμβακερά».
Η καθημερινότητα σύμμαχος του χρόνου, άλλη μια δύναμη φθοροποιός. Δύναμη ενάντια στον έρωτα: «Ήταν αναμενόμενο/ η εξοικείωση σκοτώνει / τα ερωτοτροπούντα κύτταρα», αλλά η καθημερινότητα τίθεται και ενάντια στον εαυτό που επιζητά πεισματικά την αυτοπραγμάτωσή του: «Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω εγώ».
Η γραφή καθαρά γυναικεία. Θηλυκή. Λίγοι στίχοι και το φύλο προδίδεται, χωρίς ωστόσο τίποτε γλυκερό. Κόκκινα παπούτσια και γόβες στιλέτο σύνεργα της γυναικείας σαγήνης- χρησιμοποιούνται με μια δόση αμηχανίας- μαζί με «μια σταγόνα άρωμα πίσω από κάθε αυτί». Εικόνες για όλες τις αισθήσεις, για κάθε κέντρο του σώματος: Οσμές: «Ο καπνός των τσιγάρων», «τα χνώτα του κονιάκ / μεθύσι πάθους». Ήχοι: «η κραυγή γίνεται τάλιρο σε ένα τζουκ μποξ που κλαίει». Γεύσεις «αγόρασα και ένα λουκουμά/ λερώθηκαν τα χείλια από ζάχαρη» Και χρώματα παντού. Αλληγορίες συναισθημάτων και καταστάσεων.
Η γλώσσα λυρική ανάμεικτη με αντιποιητικές καθημερινές εκφράσεις. Αποδίδει λυρικές εικόνες και εικόνες καθημερινότητας. Τοπία που παραπέμπουν στην Αρκαδία, αλλά και σε Νεκρές φύσεις, σκηνές κουζίνας πιο συγκριμένα. Αντιθέσεις σε αρμονία πλήρη. Ισορροπία στη σύνθεση, όπως και στην ψυχή του ποιητικού υποκειμένου.
Αυτή είναι μόνο η αρχή. Περιμένουμε τη συνέχεια.
Ντίνα ευχαριστώ για την τιμή που μου έκανες.
Κορίνα Πετρίτση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου