Γιώργος Γκανέλης - χρεοκοπία Ιδεών
Ποιητική Συλλογή
Εκδόσεις - ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ
Ποιητική Συλλογή
Εκδόσεις - ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ
Χρονολογία Έκδοσης Αύγουστος 2014
Αριθμός σελίδων 64
Διαστάσεις 24x17
ΙSBN 978-960-303-220-5
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ο Γιώργος Γκανέλης στην τρίτη του ποιητική συλλογή, βαθιά
προβληματισμένος από την προφανή ηθική, κοινωνική κι πολιτική κρίση,
κατακλύζεται από την έννοια της ματαιότητας και σχεδόν άπελπις αναζητά όλα
εκείνα που μπορούν να ξεπλύνουν την κατακερματισμένη ψυχή, την πληγωμένη μνήμη,
τη χρεοκοπημένη συνείδηση των ανθρώπων. Των ανθρώπων ως υποκείμενα-αντικείμενα
της Ιστορίας, των ανθρώπων μιας Πατρίδας και μιας Ιδέας που καθημερινά «αυτοκτονεί σ' ένα άθλιο υπόγειο χαράματα με
παγωνιά, αφήνοντας τη λάμπα ανοιχτή»... Οι στίχοι του Γκανέλη
ψάχνουν με θόρυβο ή αθόρυβα για όλα εκείνα που θα ξεπλύνουν το τρίπτυχο
ψυχή-μνήμη-συνείδηση από τις ενοχές, από τα ανεκπλήρωτα όνειρα, από τα ερωτηματικά
και τα ψέματα, από την ισοπέδωση και την ερημιά, από το ανέφικτο... Κάθε ποίημα
στη Χρεοκοπία Ιδεών μοιάζει
με έναν απολογισμό. Έναν απολογισμό, που όπως παρατηρεί ο ποιητής, σταμάτησε «λόγω κακής ορατότητας», έναν
απολογισμό «μονομερή, χωρίς αντίβαρο».
O Γιώργος Γκανέλης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα.
Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Είναι καθηγητής Φιλολογίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις
ποιητικές συλλογές «Ανάπηροι δρομείς» το 2012,
«Ο σκοπευτής της μνήμης» το 2013
και «Χρεοκοπία ιδεών» το 2014,
όλες από τις εκδόσεις Στοχαστής.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ ΙΔΕΩΝ
Τώρα πια το γρήγορο άλογο
σταμάτησε να καλπάζει
ο ουρανός βούλιαξε στη
σκουριά του
κι οι λέξεις γράφονται μόνο
με αίμα.
Δεν υπάρχει δρόμος, μόνο
χαλίκια
κι αγκάθια σπαρμένα παντού
ανέστια χρόνια μέσα στην ομίχλη.
Οι φόβοι κατηφόρισαν προς την
προκυμαία
για ν’ αποχαιρετήσουν τη
γαλήνια θάλασσα˙
μετά το τελευταίο πλοίο
χίμηξε στα κύματα
ορφάνεψε το χαμόγελο, μάτωσε
η αυγή.
Ποιος μαγάρισε τη ζωή μας
πού είναι οι ανθοφόρες
νεραντζιές, τ’ ατέλειωτα ταξίδια;
Χρεοκοπία ψυχών και ιδεών
χρεοκοπία ανεξέλεγκτη ή
συντεταγμένη
οι ελπίδες στην αγχόνη
και τα παιδιά κοιτάνε το
αύριο και δειλιάζουν.
Τώρα πια, κάτω απ’ τη θαλπωρή
των στίχων
κρύβεται μόνο ο θάνατος.
****
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Στον Μάριο Χάκκα
Η εξουσία σε συνθλίβει, σου
στερεί τα όνειρα
δεν έχεις πια βούληση
επιλογής, δεν έχεις τίποτα
είσαι μια κενή σελίδα στο
καλάθι αχρήστων
που θα φορτωθεί σε κάποιο
απορριμματοφόρο.
Η φωνή σου μια παροπλισμένη
κραυγή
σ’ έναν πόλεμο με χαμένες
μάχες.
Κι όμως αντιστέκεσαι ακόμα
διεκδικώντας τη φετινή άνοιξη
που πρόβαλε μέσα απ’ το δάσος
της Καισαριανής
ρίχνοντας πάνω στα ερείπια
λίγο φως.
****
ΑΝΟΙΞΗ 2012
Τι άνοιξη κι αυτή!
Κουρεμένα ομόλογα και
χρεοκοπημένες ψυχές
τα δελτία ειδήσεων μήτρα του
ψεύδους
στα μάτια σου το απόλυτο
κενό.
Τι άνοιξη κι αυτή!
Πουλιά βαλσαμωμένα και
μυγδαλιές γυμνές
οι δρόμοι μυρίζουν ολοκαύτωμα
το κραγιόν σου κι αυτό
ξεθωριασμένο.
Τι άνοιξη κι αυτή!
Ουρανοί συννεφιασμένοι και
θάλασσες κόκκινες
οι παιδικές φωνές στο σφαγείο
του χρόνου
τα φιλιά σου άτονα και
παραπληγικά.
Τι άνοιξη κι αυτή!
Αλκοολικά χαμόγελα και μάτια υγρά
οι φωτογράφοι αποθανατίζουν
την ερημιά
η αγκαλιά σου ένα ψεύτικο
ομοίωμα.
Τι άνοιξη κι αυτή!
****
AΝΑΖΗΤΗΣΗ
Έψαξα την ψυχή μου
μέσα στους δισταγμούς και τις
παλινωδίες
στη βοή του πλήθους και την
ερημία της μουσικής
στους ακροτελεύτιους έρωτες
στα μάτια των περαστικών που
αναζητούν το φως τους
στις βρόμικες σημαίες στα
μπαλκόνια των κτιρίων
στη μεθεόρτια μελαγχολία μετά
την κραιπάλη
στα συνθήματα στους τοίχους
στο παγωμένο χαμόγελο αρχές
της άνοιξης
στην απεραντοσύνη μιας
τελειωμένης μέρας
στις τρύπιες πολυθρόνες των
νεοκλασικών σπιτιών
σ’ ερημικές παραλίες και σε
ανέραστες γιορτές
στις αποτυχημένες εξεγέρσεις
κατά της μοναξιάς.
Έψαξα την ψυχή μου
στα σκονισμένα κιονόκρανα των
ναών
στην ξαφνική άφιξη του
καλοκαιριού
στα τροχιοδεικτικά βλήματα
στα φοβερά σημεία των καιρών
στα εκμαγεία των μουσείων
στα χαρακώματα της νύχτας και
στην αποπλάνηση του μυαλού
στα υπεραστικά δρομολόγια
επαρχιακών πόλεων
στους φωτεινούς σηματοδότες
κάτω απ’ το ράπισμα της βροχής
στα ασύστολα ψεύδη που λέγονται
στις προεκλογικές συγκεντρώσεις
στο εναρκτήριο λάκτισμα μιας
ακόμη κοροϊδίας.
Έψαξα την ψυχή μου και δεν τη
βρήκα
παρά μόνο στη μοναξιά…
ΑΠΑΙΤΗΣΗ
Απαίτησα απ’ τη ζωή μου μια
προκυμαία ήσυχη
με δεμένες βάρκες στην
προβλήτα
γαλήνια νερά, καθαρή θάλασσα
κι ένα φεγγάρι αφόρητα
αληθινό.
Βρήκα πολύβουα λιμάνια
με αφίξεις επιβατικών πλοίων
τα χαράματα
βρόμικα νερά με πετρέλαιο και
αίμα
καθώς η βροχή χτύπαγε
ανελέητα τις λαμαρίνες.
Απαίτησα απ’ τη ζωή μου λίγη
ομορφιά
δυο πεταλούδες να ερωτεύονται
στη λίμνη
μια κατάλευκη άνοιξη να
καταπίνει το σκοτάδι
κι η αυλή με λουλούδια και
πουλιά.
Συνάντησα την κακοτεχνία των
πόλεων
βιαστικούς έρωτες με
ημερομηνία λήξης
χειμώνες να λαξεύουν τον ήλιο
κήπους δίπλα σε υπονόμους.
Απαίτησα την καθαρότητα του
αισθήματος
ήρθα αντιμέτωπος με την
ψυχρότητα της Λογικής.
****
ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
Έντρομοι κοιτάζουμε τον αιώνα
με
γάζες κι επιδέσμους
να
μεταφέρεται στο ασθενοφόρο
απ’
το πεδίο των μαχών.
Αεροπλάνα
πετάνε ψηλά
ριπές
πολυβόλων ακούγονται
καπνοί
και κρότοι.
Έντρομοι
κοιτάζουμε τον αιώνα
ν’
ακροβατεί σε σκοινί ισορροπίας
στρατιώτες
ν’ ανεμίζουν τα σπαθιά τους
σκισμένες
σημαίες στα μπαλκόνια
γερόντισσες
στην πλατεία του χωριού
φορώντας
φίμωτρα.
Κι
εσύ, ουδέτερος παρατηρητής
να
δικάζεις τους υπαίτιους
αθωώνοντας τον εαυτό σου.
ΠΑΡΑΤΑΣΗ
Άνοιξη με σιωπητήρια και
φωτιές
το Πάσχα κρύφτηκε
πίσω απ’ τις θημωνιές του
δρόμου
παιδάκια με πρόωρη λογική
χωρίς συναίσθημα
ο φόβος σε κάθε γωνιά.
Η αμαρτία μια αναδυόμενη
πόρνη στην Αιόλου
χτύπησε το κεφάλι της στη
βιτρίνα
μετά μπήκε στο μετρό κι
εξαφανίστηκε.
Δεν σε ξέρω πια
ατύπως γνωριζόμαστε
μια περαστική σκιά απ’ τη ζωή
μου
σαν θώπευμα σκληρό.
Η μέρα γέμισε διλήμματα
η νύχτα αντικατοπτρισμούς.
Τα καλοκαίρια μας μια
απαγορευμένη ανάμνηση
που τη σκυλεύσαν οι καιροί.
Με βαλίτσες αποχαιρετισμού
οδεύουμε στο λιμάνι
να μπούμε σε πλοία παλιά με
βαριά ονόματα.
Κι εσύ χωρίς προϊστορία
αγναντεύεις το μέλλον που
πήρε παράταση
πετώντας τα μάτια σου στον
γκρεμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου