Μια στιγμή πρόβαλε το φεγγάρι
μέσα απ’ τα σύννεφα που σαλαγούσαν τον άνεμο
κι έφεξε η γύμνια σου τρέμουλο
στο χείλος του κρατήρα της υπέρβασης
μέσα απ’ τα σύννεφα που σαλαγούσαν τον άνεμο
κι έφεξε η γύμνια σου τρέμουλο
στο χείλος του κρατήρα της υπέρβασης
Τρόμαξες να κοιτάξεις το είδωλο
της ξέσκεπης κραυγής στη διάθλαση
της άρμης χλωρής στο διάφανο
των λιμνασμένων παρορμήσεων
κι έλυσες τα σανδάλια του πανικού
αποποιούμενη τον ίμερο του καλπασμού
των κυμάτων καταφεύγοντας σε απαστράπτοντα
τεχνηέντως φώτα αποξηραμένων εντοιχίσεων
της ξέσκεπης κραυγής στη διάθλαση
της άρμης χλωρής στο διάφανο
των λιμνασμένων παρορμήσεων
κι έλυσες τα σανδάλια του πανικού
αποποιούμενη τον ίμερο του καλπασμού
των κυμάτων καταφεύγοντας σε απαστράπτοντα
τεχνηέντως φώτα αποξηραμένων εντοιχίσεων
Τώρα τα σπαρτά των ερήμων της στέπας μου
θερίζουν τα ουρλιαχτά των αιμάτων των λύκων τους
αλωνάρηδες οίστροι λιχνίζουν το μάλαμα
της συγκομιδής αγκιστρωμένοι σε σκήτες μετέωρες
θερίζουν τα ουρλιαχτά των αιμάτων των λύκων τους
αλωνάρηδες οίστροι λιχνίζουν το μάλαμα
της συγκομιδής αγκιστρωμένοι σε σκήτες μετέωρες
α. ζ. 25.10.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου