Το χωριό του ανεβασμένο σε χίλια μέτρα ύψος, κάπου στις ορεινές κορφές των Αγράφων, ήταν σα να κυβερνούσε από κει ψηλά όλη τη Θεσσαλική πεδιάδα που ξαπλώνονταν πέρα ως πέρα πότε με τα καταπράσινα στάρια, πότε με τα χρυσαφένια στάχια ενώ ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού έκαιγε τους θεριστάδες και κοκκίνιζε τα πρόσωπά τους λες και είχαν φωτιές από μέσα.
Και από τα ψηλώματα αυτά και ο ίδιος πέρναγε τον εαυτό του για σπουδαίο και αυτούς που ζούσαν κάτω στον κάμπο δεν τους λογάριαζε και πολύ, γιατί τους έτρωγε το λιοπύρι το καλοκαίρι και η ελονοσία, που είχε από κάποιον ακούσει ότι ήταν μια κακιά αρρώστια, που τους έλιωνε και γιατριά δεν μπορούσαν εύκολα να βρούνε.
Ως τότε που έφυγε ο Νικολής δεν είχε ματαδεί άλλο μέρος εκτός από το δικό του χωριό που ήταν ανεβασμένο σαν αετοφωλιά σε κείνες τις ψηλές κορφές!
Σ’ αυτό είχε ζήσει, σ’ αυτό είχε χαρεί τις δικές του ομορφιές , εκεί στα ψηλώματα έπαιξε τη φλογέρα του και αντιλάλησε ο τόπος, εκεί άκουσε τα τριζόνια και το βουητό των μελισσών, εκεί γεύτηκε όλη τη γλύκα του δροσάτου αέρα το καλοκαιριού, κάτω από τον παχύ ίσκιο του έλατου και της καστανιάς, και το τσουχτερό κρύο το χειμώνα και κει χόρτασε τη φωτιά με τα μεγάλα κούτσουρα από οξιά και μυγδαλιά, που τριζοβόλαγαν και έφταναν τις φλόγες τους ως τα πάνω.
Εκεί έζησε τα πάντα ο Νικολής και εκεί ήταν τα πάντα για το Νικολή
Να! Γιατί έκλαιγε και πόναγε!
Και σαν έφτασε η μέρα για να φύγει τον πήγε η μάνα του στο ξέφωτο στο βουνό. Ανέβηκε εκείνος σε ένα μουλάρι, που τον περίμενε, και σε λίγο χάθηκε από τα μάτια της μάνας του και μαζί χάθηκε και το χαμόγελο από τα χείλη του και τη θέση του την πήρε η μελαγχολία και η αγωνία, για το πού πάει;
Και κει στο ξέφωτο η μάνα κόλλησε το πρόσωπό της στη γη και έκλαψε τόσο πολύ που σχημάτισαν τα δάκρυά της μια λακουβίτσα και εκεί άφησε και την καρδιά της και γύρισε με το κεφάλι σκυφτό στο σπίτι της. Στράγγισε καλά τα δάκρυά της, τα σκούπισε με το κεφαλομάντηλό της, για να μην τη δουν τα άλλα παιδιά κλαμένη, και κυρίως η Λενίτσα της και πονέσει και κείνη, και έμεινε σαν καρφωμένη στη γης μ’ έναν πόνο να της σκίζει τα σωθικά και να θέλει να φωνάξει πολύ, μα να μην μπορεί, μην τυχόν και την ακούσει η Λενιώ και τα άλλα της παιδιά.
Όχι! Κανένα από τα παιδιά της δεν έπρεπε να καταλάβει τον πόνο της. Αυτή και μόνο έπρεπε να τον ξέρει και κανείς άλλος.
Όμως, όταν έλειπαν τα παιδιά, εκείνη άφηνε την καρδιά της ελεύθερη και δεν έκλαιγε απλά, αλλά θρηνούσε.
«Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει, είναι βαρύς ο χωρισμός, είναι βαρύ το χώμα μα η κακούργα ξενιτιά βαρύτερη ακόμα» τραγούδαγε και ξανατραγούδαγε η μάνα και η φωνή της ήταν σα μοιρολόι.
Ο καιρός περνούσε μα το φαρμάκι στο στόμα της μάνας κολλημένο δεν έλεγε να φύγει. Πήγε και στον παπά και του είπε τον πόνο της και έκλαψε πολύ, μα και κείνος τίποτε δε μπόρεσε να της κάνει παρά τις προσπάθειες του.
«Κάνε κουράγιο και θα ξαναρθεί ο Νικολής. Για το καλό του πάει και για το καλό σας».
Τα άκουγε η μάνα και έφευγε με την καρδιά πιότερο ποτισμένη στον πόνο..Στο δρόμο μίλαε μοναχή της και όλο σκούπιζε τα μάτια της.
«Αμ! Είναι ο παπάς μάνα; Μπορεί τάχα να νιώσει τον πόνο τον τραχύ της μάνας;» έλεγε και όλο έλεγε το ίδιο πράμα και απάλυνση στον πόνο της δεν μπόραε να εύρει..
Το ταξίδι του Νικολή.
Και σαν κατέβηκε από το μπλάρ (μουλάρι) ο Νικολής έκλαψε για λίγο στην αγκαλιά του αγωγιάτη και ύστερα ανέβηκε σε ένα μικρό, σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο για να φτάσει στην πρώτη πόλη, μετά το χωριό του, και να πάρει το τρένο, το μουτζούρη που το έλεγαν, για να πάει στην Αθήνα και από κει στον Πειραιά.
Σαράβαλο το αυτοκίνητο, χαλασμένος, γεμάτος λάκκους ο δρόμος και κούνα, κούνα το αυτοκίνητο και άμαθος ο Νικολής απ’ αυτά έβγαλε από μέσα του ό,τι είχε φάει στο σπίτι του. Οι πρώτες βρισιές ακούστηκαν. Ο Νικολής έχοντάς τα χαμένα, έσκυψε το κεφάλι του και δεν έβγαλε άχνα. Σκούπισε τα δάκρυά του με μια πετσέτα που του είχε δώσει η μάνα του και έμεινε ακίνητος ώσπου έφτασε στην Αθήνα.
Σαν ένα μέρος που θα τον κατάπινε είδε τον Πειραιά
Δεν ήξερε τίποτε, δεν γνώριζε κανέναν. Τα πολλά και μεγάλα καράβια που έβλεπε φάνταζαν στα μάτια του σαν θηρία, έτοιμα να τον καταπιούν. Τα ψηλά τα κτίρια τον ζούρλαναν. Ένας θείος του θα τον περίμενε, αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά. Άρχισε να φοβάται. Τα γόνατά του έτρεμαν. Η καρδιά του πως θα του φύγει νόμιζε. Kοίταξε δεξιά και αριστερά, κοίταξε προς το βάθος του μεγάλου δρόμου, μα τίποτε δεν είδε. Άφαντος ο θείος του. Μια απέραντη μελαγχολία τον έκανε να μην νιώθει καλά. Κρατήθηκε στα κάγκελα ενός σπιτιού για να μην πέσει κάτω.
«Τι κάνω τώρα μόνος και έρημος εδώ; Προς τα πού να πάω; άρχισε να αναρωτιέται. Τίποτε δεν ξέρω, κανέναν δεν γνωρίζω, προς τα πού να στραφώ;» Ο φόβος τον κύκλωσε, κυρίαρχο στοιχείο ης ζωής του έγινε.
« Μανούλα μου!!!» φώναξε και η φωνή του ακούστηκε στους γύρω του. Άρχισαν να γελούν και να τον περιπαίζουν. Έκανε δυο μεγάλες δρασκελιές και ξεμάκρυνε απ’ αυτούς. Η αγωνία όμως που τον έδερνε γινόταν αντιληπτή από τους μάγκες του λιμανιού και η κοροϊδία πήγαινε γόνα. Παιχνίδι τον βρήκαν και διασκέδαζαν.
Κάποτε επιτέλους φάνηκε στη στροφή του δρόμου ο μπάρμπας του ο Κώστας.
Ο Νικολής τρελάθηκε από τη χαρά του. Το πρόσωπό του έλαμψε. Η ψυχή του πετάρισε. Έτρεξε και αγκάλιασε το μπάρμπα του..
«Νικολή μου, καλώς ήρθες παιδάκι μου. Άργησα λίγο, γιατί μια δουλειά έπρεπε τώρα να γίνει. Φοβήθηκες, έτσι δεν είναι; Άντε τώρα να μπαίνεις μέσα. Ράγισε η καρδιά του. Πόσο θα ήθελα να μπορούσε να μην φύγει! Μπροστά του η μάνα του και το Λενιώ του.
Δεν θέλησε να πει τίποτα. Άντρας ήταν. Έπρεπε να κρατά τον εγωισμό του.
Μπήκε στο καράβι και ήταν μέσα 20 ή και πιότερες μέρες. Πολύ δύσκολα περνούσαν. Ατελείωτες οι ώρες και οι νύχτες ατράνταχτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου