Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ " Ο ΚΑΠΡΟΣ " Διήγημα



Κάθε σπίτι είχε και το γουρούνι του εκείνα τα χρόνια. Δεν χρειάζονταν τότε ανακύκλωση και σκουπιδιάρα στο χωριό μας. Όλα τα αποφάγια πήγαιναν στο χοίρο. Με ερχομό των Χριστουγέννων έσφαζαν το ζώο και το κρέας κάλυπτε όλη τη χειμερινή περίοδο. Δεν χρειάζονταν εισαγωγές κρέατος, όπως σήμερα. Οι «τσιγαρίδες» αποθηκευμένες στο λίπος του γουρουνιού, κράταγαν μέχρι το φύτεμα του καπνού και δεν έλειπε ο μεζές από τα σπίτια μας, παρότι δεν είχαμε ψυγεία και τις ανέσεις που προσφέρει η ηλεκτρική ενέργεια σήμερα. Το κρέας του χοίρου, ταϊσμένο με βελανίδι της περιοχής, ήταν νοστιμότατο και δεν είχε καμία σχέση, με το σημερινό.
Ο μπάρμπα-Λάκιας όμως δεν έσφαξε το «καπρί» εκείνη τη χρονιά. Αυτό αγρίεψε, όπως αγριεύει κάθε χοίρος, που ξεπερνάει τα δύο έτη. Πηγαίνοντας η Γεωργία, με τη συννυφάδα της, να ταΐσει τις κότες, ο χοίρος τους επιτέθηκε και τις κυνήγησε. Ο Βαγγέλης τις αποπήρε: -Δεν ντρέπεστε να σας κυνηγάει το γουρούνι, είπε; Και τότε το «καπρί» παρατάει τις γυναίκες και κυνηγάει το Βαγγέλη. Πήδαγε το ένα παλούκι μετά το άλλο κι ο κάπρος τον ακολουθούσε. Έφτασε στην πλατεία του χωριού κι ο κάπρος του χωριού κυνηγούσε τον Βαγγέλη – αστείο θέαμα -μα τραγικό για κείνους που βίωναν τα συμβάντα.
Στην πλατεία του χωριού, ο Λάμπρος ο Καραγιάννης του φωνάζει γελώντας περιπαικτικά: -Να μπει ο διάολος μέσα σου, που φοβάσαι το «καπρί». Τότε το καπρί παρατάει τον Βαγγέλη και κυνηγάει τον Λάμπρο. Ανεβαίνει γρήγορα πάνω στο καμπαναριό, για να γλυτώσει κι ο κάπρος από πίσω τον ακολουθεί. Όταν ο χοίρος διαπίστωσε πως δεν μπορούσε ν΄ ανέβει στις σκάλες, του στήνει πολιορκία κάτω απ’ το καμπαναριό και δεν τον αφήνει να κουνηθεί ρούπι.
Ο ιδιοκτήτης όμως έμαθε τα καθέκαστα, πήρε ένα όπλο κι ο «κάπρος της περιοχής» τέλειωσε άδοξα τη σταδιοδρομία του.

Διήγημα (Από τη συλλογή "τα λουλούδια της γης μου") Το πανηγύρι, η μουσική, το καφενείο, το παλιό μας σχολείο, οι συμμαθητές, μπορεί κάποια φορά κάτι να μας θυμίσουν, παλιές θύμησες και να ξυπνήσουν τη φωνή της γης μας, που ακαλλιέργητη τώρα πια, και πνιγμένη απ’ το αγριόχορτο και το μαράζι αργοπεθαίνει, μες τη σιωπή, πνιγμένη στα ζιζάνια και την ανομβρία…»







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου