Ανάστατη κι απρόβλεπτη η σκέψη,
στ’ αδέσποτου του νου το μονοπάτι.
Βαθύς και ο χτύπος της καρδιάς,
η θλίψη βάσανο κι η αγωνία αμανάτι.
Βραδυπορούσα η νύχτα και σιγή,
των αστεριών το ξενύχτι, μάτι,
φυλάκισμα στενόχωρο η βραδιά
και η απόδραση πείσμα και γινάτι.
Φεγγαρόφωτο έξω το πλατύ στρατί,
στη σέλα τ’ αλόγου τα όνειρα δεμάτι
και ο καβαλάρης απορεί και θλίβεται ,
βήμα δεν πάει μπροστά το άτι.
Βιτσίζει μια, βιτσίζει δυο και τρεις,
λυσσομανά και με θυμό το δέρνει.
Ριζωμένα στυλώματα τα πόδια του,
από βιτσιές κι από φωνές δεν παίρνει.
Πεζός το χαλινό τεντώνει και τραβά
κι εκείνο ορθώνει πόδια κι αφηνιάζει.
Βλέπει να στέκει σκίασμα μπροστά,
χλιμιντρίζει και πίσω αλαφιάζει.
Και είναι ο δρόμος μακρύς και πέρα
και είναι άργητα και δέσμευση ο χρόνος.
Πώς να τραβήξει πάλι τούτο το στρατί,
πώς να το πάρει αργά και μόνος;
Σφυρίζει μια ,σφυρίζει δυο και τρεις
μ’ απαντοχή κρυφή και φανερό το άχτι.
Προδίδεται σε φύλαγμα η θέση του,
φτάνει και πιάνει ο φρουρός τον κράχτη.
-Γιατί φωνάζεις, βρίζεις και σφυράς
νυχτιάτικα και σε κλεισμένη ζώνη;
Τρομάζεις αηδονόλαλα και κούκους,
φοβίζεις και το ορφανό τριζόνι.
Πάρε τη στράτα απέναντι για φευγιό,
βιαστικά και ήσυχα για το καλό σου.
Με λόγιασμα σοφού, σπουδή και γνώση
σιγούρεψε πεζός τον πηγαιμό σου.
-Το άλογό μου φωνάζω για να φανεί.
Στο χάραμα, μ’ αφέντεμα και καλπασμό,
τον ήλιο να προλάβω ανατολής στεφάνι
και καβαλάρης να δω της ζωής το λιακωτό.
Γιώργος Αλεξανδρής
H φωτογραφία δημιουργήθηκε με AI
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου