Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Γράφει η Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη «Μνήμες που συγκινούν» - Κριτική στο βιβλίο της Λίας Σιώμου «Της ζωής και της αγάπης», Ποίηση 1995-2011, εκδ. Ελευθερουδάκης

 



«Μνήμες που συγκινούν»

Γράφει η Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη //

Λία Σιώμου, «Της ζωής και της αγάπης», Ποίηση 1995-2011, εκδ. Ελευθερουδάκης


Η Λία Σιώμου συγκέντρωσε σε έναν πολυσέλιδο τόμο τα ποιήματά της που έγραψε ανάμεσα στα 1995-2011. Έχει δημοσιεύσει επτά ποιητικές συλλογές, οι οποίες εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Δωδώνη και Γαβριηλίδης και τις ενσωματώνει στην παρούσα έκδοση υπό τον γενικό τίτλο Της ζωής και της αγάπης. Η ποιήτρια, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα τα μεταπολεμικά χρόνια, με σπουδές στη Χημεία θα μεταβεί στις Η.Π.Α., όπου θα πραγματοποιήσει τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Mishigan State University και θα εργαστεί πάνω στην επιστήμη της σε διάφορα σημαντικά ερευνητικά κέντρα της νέας της πατρίδας. Σ’ αυτή τη νέα της πατρίδα, όπως η ίδια σημειώνει στον πρόλογό της... δεν μπορούσε ποτέ να εκφρασθεί όπως θα ήθελε… αυτή είναι η σοβαρότερη πληγή του απόδημου και η μοίρα του ξενιτεμένου. Η καταφυγή της στον ποιητικό λόγο, συνεπώς, είναι ένας τρόπος να εξωτερικεύσει όσα δονούν την ψυχή της ανοίγοντας συγχρόνως έναν δρόμο επικοινωνίας με τον συνάνθρωπο.

Χωρίς αμφιβολία, αυτή η γραφή που έρχεται από τόσο μακριά εμποτισμένη με εικόνες της Ελλάδας, με μια λεπταίσθητη νοσταλγία επιτυγχάνοντας με τη λυρική πνοή της ώστε- όπως σημειώνει ο Θανάσης Νιάρχος- τα ανείπωτα τρυφερά, τα μακρινά λησμονημένα, τα παντοτινά θλιβερά, να τα μεταβάλλει σε έναν λυτρωτικό αναστεναγμό, όπως μόνον η ποίηση σε βοηθάει να τον εκβάλεις. Στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνονται οι συλλογές Σπονδή ονείρου (Γαβριηλίδης 2006), Εν γη ερήμω (Γαβριηλίδης 2007), Μαγιοστέφανο (Γαβριηλίδης 2003), Attica, (Γαβριηλίδης 2014), Ερωδιού η κατοικία, (Δωδώνη 2000), Αλκυονίδες (Δωδώνη 2000). Με ελάχιστες εξαιρέσεις σκέψεων διατυπωμένων σε πεζό λόγο, τα ποιήματα είναι γραμμένα με μέτρο και ομοιοκαταληξία παραπέμποντας τον αναγνώστη στις μνήμες παλαιότερων αναγνώσεών του, τότε που αυτό το είδος ποιητικής γραφής ήταν κυρίαρχο και δοξάστηκε από τους μεγάλους ποιητές μας αλλά και από τους μινόρες που μας κληροδότησαν πολλές φορές ποιήματα, αληθινά κοσμήματα λόγου και ευαισθησίας.

Πολλά από τα ποιήματα της Λίας Σιώμου ανακινούν μνήμες που συγκινούν και αντιμάχεται με τη γραφή της έναν ψεύτικο κόσμο καταδυόμενη στα μύχια της ψυχής της. Η μνήμη ενεργοποιεί εικόνες και αισθήσεις με αφετηρία τη φύση, τους μύθους, τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, όλα όσα αποκόμισε η ποιήτρια από τον γενέθλιο τόπο και με κάθε ευκαιρία χαρτογραφούνται στον ποιητικό της λόγο. Το όνειρο πάντα παρόν, σπονδή σε όλα όσα φέρει δένοντάς τα με τους κραδασμούς της ψυχής. Τ’ αστέρια και οι ήλιοι, της σελήνης τ’ ασήμι, το φως και οι σκιές, η πραγματικότητα και η ουτοπία, το κύμα και το κοχύλι, το άρωμα της μυρσίνης, το χάδι του αέρα, το τραγούδι των σειρήνων, το θρόισμα των φύλλων μιας λεύκας αποφορτίζουν την ψυχή από όποιο βάρος φέρει και την οδηγούν να αντλήσει τη χαρά

στο απλό τριφύλλι και σε πελάγου πνοή.

Με αγέρι νοτιά σμίγει τη θλίψη της. Ο άνεμος, τα νησιά με τη θύελλα, τα κοχύλια και οι αστερίες άλλοτε στεγάζουν την ανάσα μιας μικρής ευτυχίας. Ο προσωπικός πόνος εκφράζεται σαν ένα παράπονο …και στο άκληρο διάβα/ μιαν αγάπη δε βρήκα μα γρήγορα έρχεται η επίκληση της ελπίδας και του ανέλπιδου ονείρου, όσο κι αν συχνά ακυρώνεται σαν …χέρσα ουτοπία η αναμέτρηση με την πεζή πραγματικότητα.

Και μέσα σε ένα ονειρικό πλαίσιο τίθενται επίσης υπαρξιακά ζητήματα καθώς το ποιητικό υποκείμενο αυτοκαλείται να προδιαγράψει τον προορισμό του και ένα πιθανό πέρας του βίου:

  Με κοχύλια συνάμα/ σε μιαν έρημη ακτή/ κάπως έτσι με άμμο/
θαλάσσης να σμίξω./Και μ’ αγέρι αντάμα/ η στερνή μου πνοή/ στων αιώνων το διάβα/

μια μνήμη ας μείνω. Η θέαση του επέκεινα άλλοτε έρχεται ως φιλοσοφικός στοχασμός, απόλογος του αναπότρεπτου τέλους της ανθρώπινης ζωής, όταν ο ανηφορικός και πολυκύμαντος δρόμος της διακόπτεται από την έλευση του θανάτου,

όταν όνειρα και τραγούδια και νιάτα και ομορφιά σβήνουν. Πάντα μια πίκρα συνοδεύει το βίωμα αυτό της απώλειας: …Ζωές που δεν στερήθηκαν μη κλάμα μη και γέλιο,/αγάπησαν, τραγούδησαν μια μάταιη ωδή,/ έσμιξαν μ’ ακατάληπτη, χρυσή τροχιά αστέρων/ εχάθηκαν στο Requiem, στης ζήσης την πομπή.

Η μνήμη της πατρίδας διαρκώς παρούσα. Η ανάκληση εικόνων της φύσης πλαισιώνει τις σκέψεις και την έκφραση των συναισθημάτων. Η θάλασσα, η ανάσα του κύματος, η αίσθηση της αλμύρας …η μνήμη του πελάγου στα όνειρά της, …η προσμονή γι’ απόμακρο και στεριανό ακρωτήρι κι άλλοτε κύμα και όνειρο συμφύρονται στην επίκληση: Φέρε μου κύμα τ’ όνειρο/πάνω σε νερανθό/να το θωρώ να χαίρομαι/όσα στη γη αγαπώ. Η αίσθηση της μοναξιάς, η συνάντηση με τον αγαπημένο που ματαιώθηκε, η νοσταλγία μιας εξιδανικευμένης αγάπης που χάθηκε στην τύρβη των καιρών και έρχεται ως θύμηση – …άυλη πάχνη σύρθηκε /στης λίμνης τον καθρέφτη/τ’ αστέρια έκρυψε ο ουρανός/ στην άχνη του νερού/ η αγαπημένη σου μορφή/ τυλίχτηκε σε νέφη/ σ’ απατηλό ταξίδεμα/ στο φέγγος τ’ ουρανού- όλα αυτά διαχέουν μια γλυκιά θλίψη. Η αποτύπωση σκηνών από μνήμες της παιδικής ηλικίας, εικόνες του αττικού τοπίου, στιγμές αμεριμνησίας και χαράς από τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων, παιχνίδια στις γειτονιές τα καλοκαιρινά βράδια, αλλά και πρώιμες απώλειες, τα πρόσωπα της οικογένειας που χαμένα πια ανασύρονται φέρνοντας μαζί όλα τα δώρα που είναι δεμένα με την ύπαρξή τους, …κόσμος σιγής… κόσμος παλιών ονείρων,… ίσκιοι περαστικοί και γενικότερα όλα όσα συσσωρεύονται και συνθέτουν το εσωτερικό “τοπίο” από όπου εκπορεύονται.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία της φύσης που φέρουν οι στίχοι της Σιώμου είτε πρόκειται για μεγάλα πλάνα είτε για μεμονωμένα και ταπεινά κομμάτια του φυσικού βασιλείου δημιουργούν στον αναγνώστη ευφορία ψυχής, τη γαλήνη και την εσωτερική πληρότητα που προσφέρει αφειδώλευτα η επαφή με τη φύση, πολύ περισσότερο σε μια εποχή που η έλλειψη αυτής της επαφής και η απειλή της απώλειας καθίσταται οδυνηρή. Έτσι, οι κάμποι με τις παπαρούνες, τα ανθάκια της αμυγδαλιάς και της πασχαλιάς το άρωμα, ο μικρός σαλίγκαρος και η σιγανή βροχή, η πεταλούδα και τα αγριόχορτα, οι ελιές κι οι πικροδάφνες, τ’ αγιόκλημα και οι πευκοβελόνες η απεραντοσύνη της θάλασσας αφυπνίζουν ακόμη και την οσφρητική μνήμη και ζωντανεύουν τη βιωμένη ανάμνηση της ομορφιάς που σαγηνεύει. Οι εικόνες της φύσης δεμένες αρμονικά με σκέψεις και συναισθήματα στην ποίησή της απαλύνουν ακόμη και τον πόνο του τραύματος, όταν αναφέρονται σε θλιβερά γεγονότα ή εναρμονίζονται εύστοχα με το περιεχόμενο. Μια άλλη διάσταση της ποιητικής της εμπλουτίζεται από την παρουσία ενός πλατωνικού έρωτα, στην ουσία μιας ουτοπίας που ακολουθεί την πορεία της ζωής της. Πολλά από τα ποιήματά της, ποιήματα αγάπης, αποτυπώνουν την απόφασή της να θυσιάσει ένα όνειρο ζωής για να το κρατήσει ακέραιο στη σφαίρα του απραγματοποίητου, διατηρώντας την ομορφιά και την αλήθεια του συναισθήματος. Ακόμα κι όταν έχουν όλα χαθεί, η αγάπη τρεμοπαίζει σαν τον ίσκιο από το πέταγμα της πεταλούδας.

Σε ένα τέτοιο κλίμα κινείται η ποιητική γραφή της αφήνοντας στην κοιτίδα του χρόνου τα ίχνη των βημάτων της, την πορεία της εσωτερικής της περιπλάνησης, μια κατάθεση ψυχής άλλοτε δοσμένη με τον ήχο της σιωπής και άλλοτε στο ρυθμό της ροής του νερού στο ρυάκι. Ήχοι που φθάνουν, θαρρείς, από έναν σχεδόν λησμονημένο κόσμο, κόσμο που ωστόσο εξακολουθεί να συγκινεί με την αλήθεια και την τρυφερότητα που αποπνέει.


Αναδημοσίευση από https://www.fractalart.gr/





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου