Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ "Ο θάνατος του ποιητή "

Franz von Stuck- Το φιλί της Σφίγγας
 
 Καθώς,ήμουν έτοιμος ποίημα να γράψω,μέσα από τον λαβύρινθο του νου, (άλλα λέει η ψυχή, άλλα λέει ο νους),ξεπρόβαλε μια ιστορία και…. μια που μιλάει για την μοίρα ενός ποιητή, σκέφτηκα να την μοιραστώ μαζί σας, σε παιχνίδι του μυαλού να σας καλέσω, μ΄ έναν μύθο να σας φιλέψω να περάσετε καλά, να με διαβάσετε ξανά. Ο ποιητής , ζούσε μια συνηθισμένη ζωή και έγραφε ποιήματα και μικρές ιστορίες με πικρό τέλος, ώσπου… μια μέρα, έμαθε πως πέθαιναν οι τρεις πιο αγαπημένες γυναίκες της ζωής του.
Σαν ρώτησε , με έκπληξη, με αγωνία «μα ποιες είναι; μήπως είναι συγγενείς; μήπως φίλες που σε κάποιο τροχαίο όλες μαζί τραγικά χαθήκαν;» , του είπαν, πως τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει, μόνο πως ψυχορραγούσαν και μήνυμα του στέλναν ,να προλάβει να τις δει δίχως χρονοτριβή, πριν αιώνια κοιμηθούνε, πως κάτι θέλαν να του πούνε.
Τρέξε λοιπόν ποιητή να τις προλάβεις ,τούτο μοναχά του είπαν.
Ο ποιητής δεν πήγε αμέσως, πρώτα έκανε επείγουσες δουλειές, που αναβολή δεν χωρούσαν και αμέσως μετά ,ταραγμένος, με αγωνία, πήγε στο σπίτι που του 'χαν πει να τις αποχαιρετίσει , να μάθει ποιες είναι οι τρεις ,καθώς του είπαν,αγαπημένες του γυναίκες, που πέθαιναν, όλες την ίδια μέρα, έτσι ξαφνικά. Με ένα φόβο στην καρδιά ,για το ποιες θα δει, μπήκε σε δωμάτιο μισοφωτισμένο, που μοναχά η λάμψη τριών κεριών που τρεμόσβηναν πένθιμα το φώτιζε. Τα έχασε, σαν είδε, να κείτονται στη σειρά,τρεις γυναίκες, νεκροστολισμένες.
Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο του, σαν αναγνώρισε την πρώτη, μόλις είχε ξεψυχήσει. Η Ελπίδα , είπε ο ποιητής, «θεέ μου γιατί αυτήν, την πήρες μακριά μου;»
Το βλέμμα της ήταν άδειο ,χωρίς ζωή, άψυχη μορφή , η αγαπημένη του Ελπίδα. Πόσες νύχτες είχε περάσει μαζί της; πόσες φορές τις νύχτες της μοναξιάς του ,την είχε στολίσει με φορέματα,με πολύτιμα πετράδια, που σαν δάκρυα χαράς ,την έκαναν να λάμπει; πόσες φορές δεν ήπιαν γλυκόπιοτο μεθυστικό κρασί και…. ζαλισμένος από τις υποσχέσεις της ,ότι, η άλλη μέρα θα ήταν πιο καλή, η ευτυχία πια φανερή, σαν έκανε έρωτα μαζί της; πόσες φορές δεν γελάσανε, για αυτό που υποσχότανε πως θα ρθει. και να …τώρα νεκροστολισμένη, σε άλλον κόσμο πια…χαμένη. Δίπλα της ψυχορραγούσε ,με μάτια όλο πόνο τον κοιτούσε ,σαν άφηνε την τελευταία της πνοή, η Προσμονή. Έκπληκτος την κοιτούσε ο ποιητής. Τα χέρια του έτρεμαν, ένας λυγμός έσβησε στην ψυχή του. Μα γιατί και αυτή; είπε στον εαυτόν του και θυμήθηκε, πόσες νύχτες είχαν περάσει μαζί , συζητώντας; πόσες φορές η Προσμονή είχε προσεκτικά μαζέψει μικρά κομμάτια της ψυχής του και του μίλαγε ώρες ατελείωτες για τον εαυτόν του, για τα θέλω του, για τις αξιώσεις του και πως έπρεπε να περιμένει, υπομονή να δείχνει; σχέδια πώς να πετύχει, ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο του και έσταξε πάνω στην προσμονή, σαν να την κερνούσε για τελευταία φορά κάτι από την ψυχή του. Μα… δίπλα, να …η Συγχώρεση ήδη νεκρή να κοιτάει πέρα μακριά το πουθενά και ξέσπασε σε αναφιλητά, ο ποιητής. Πόσες φορές τον είχε κάνει να σταθεί ψηλά σαν έπεφτε χαμηλά; πόσες φορές τους αγαπημένους του ανθρώπους , είχε ανυψώσει ξανά στο βάθρο της καρδιάς του, σαν του φανέρωναν τα αιώνια τα πάθη, τα ανθρώπινα τα λάθη, της ψυχής τους τις αδυναμίες, όλες αυτές τις νύχτες που κοιμόταν μαζί της, που σφιχτά σμίγαν τα κορμιά τους, της συγχώρεσης την παρηγοριά αποζητούσε και να τώρα… νεκρή, χωρίς ψυχή, να την βλέπει ,και μάταια να την αποζητά.
Έπιασε το χέρι καθεμιάς, για τελευταία φορά, για να τις αποχαιρετήσει, να τις νεκροφιλήσει.
Συγχυσμένος, τρομαγμένος, με ένα αβάσταχτο πόνο να διαπερνά την καρδιά, παραπατώντας, βγήκε έξω από το δωμάτιο, σαν χαμένος περπατούσε, ρωτούσε και ξαναρωτούσε, «γιατί;».
Τότε είδε μια γυναίκα να τον περιμένει, με παγωμένη ομορφιά, χλωμή με χαμόγελο θριαμβευτικό ίσως ανατριχιαστικό, με βλέμμα ψυχρό, να του απλώνει το χέρι για να της το φιλήσει και να του λέει, εγώ είμαι από εδώ και πέρα η βασίλισσα της καρδιά σου ,η γυναίκα σου η παντοτινή, η κατά δική σου, αυτή που σε έχει κατακτήσει ,το όνομα μου «Απελπισία», τούτο μοναχά θα σου πω.
Ο ποιητής τρόμαξε σαν την γνώρισε και της είπε «φύγε, όχι πότε μου δεν σε ερωτεύτηκα, ποτέ δεν σε ήθελα δική μου, φύγε μακριά μου, δεν σε αποζήτησα, ποιήματα για σένα ποτέ δεν έγραψα, φύγε σου λέω μακριά μου».
Μα η απελπισία τότε του είπε. «Ψέματα γιατί λες; γιατί κοροϊδεύεις τον εαυτό σου; θυμήσου τα ποιήματα που έγραφες, τις μικρές ιστορίες με κακό τέλος, που σαν μικρός θεός, τους ήρωες σου ,έκανες να δυστυχούν, αφού πρώτα τους έδειχνες πως είναι η ευτυχία, θυμήσου για πόσους ανεκπλήρωτους απελπισμένους έρωτες έγραψες, πόσους εραστές χώρισες, πόσους ανθρώπους έκανες να βρουν την δυστυχία στο χαμό κάποιου δικού τους, λίγο πριν αγγίξουν την ευτυχία; σε πόσους γκρέμισες τα όνειρα αφού πρώτα τους τα ζωγράφισες με λέξεις προσεκτικά διαλεγμένες, με προτάσεις όμορφα καμωμένες, ζηλευτές; και ..ήσουν περήφανος γι΄ αυτό, θυμάσαι;. Πότε λοιπόν αγάπησες την ελπίδα; όταν την γκρέμιζες; πότε αγάπησες την προσμονή; όταν την έβγαζες μάταιη; πότε αγάπησες την συγχώρεση, όταν τιμωρούσες τους ήρωες σου για κάθε λάθος, για κάθε αδυναμία τους σκληρά; Πότε; σε ρωτάω. Ποιαν αγάπησες λοιπόν; Θες να σου πω; καμιά. Εμένα εκθείαζες, με εμένα ήσουν ερωτευμένος, κάθε ποίημα σου ήταν και μια μαχαιριά στην ψυχή τους, ένας θρίαμβος δικός μου, ερωτόλογα που ηχούσαν γλυκά στα αυτιά μου . Να .. δες τες ,τώρα νεκρές από το μεθυστικό ποτό των ποιημάτων σου ,που γλυκόπιοτα ναι μεν ,αλλά γεμάτα δηλητήριο δε. Ναι τις ζωγράφιζες θαυμαστά, αλλά μετά τις σκότωνες. Ναι, σου κρατούσαν συντροφιά, σου κρατούσαν το χέρι τρυφερά, απολάμβανες τον έρωτα τους ,μα.. για μένα έγραφες, εμένα δοξολογούσες ,εγώ πάντα νικούσα, εμένα ζωγράφιζες με την πένα σου.
Ο ποιητής με δάκρυα στα μάτια, άρχισε να λέει πως ,δεν είναι δυνατόν, τις αγαπούσε, ποτέ δεν θα τολμούσε να τους κάνει κακό, δεν μπορεί να το έκανε αυτός αυτό, κάποιο κακό όνειρο θα βλέπει, δεν μπορεί να τις σκότωσε με τα ποιήματα του, με τις μικρές ιστορίες που χε γράψει.
Του άπλωσε το παγωμένο χέρι της λέγοντας του «από δω και πέρα μαζί θα συνεχίσουμε τον δρόμο της ζωής. Τι νόμιζες; τις σκέψεις σου ,κάποια στιγμή θα συναντούσες, αποδέξου το λοιπόν και στάσου σαν άνδρας στο ύψος των ποιημάτων σου, που καμάρωνες τόσο, στάσου στο ύψος του εαυτού σου.
Εγώ θα είμαι η γυναίκα της ζωής σου και… καμιά φορά θα σου φέρνω για συντροφιά την θλίψη και την μοναξιά.
Χωρίς να το έχει πιστέψει, χωρίς να ξέρει το γιατί, έπιασε το χέρι της ,έστησε περήφανα το σώμα του, ύψωσε το πρόσωπο του, έκανε πέτρινο το βλέμμα του και από τότε συνέχισε τη ζωή μαζί της.
Μόνο που κάποιες φορές ,κοιτώντας τον ορίζοντα ,μελαγχολούσε και μονολογούσε «δεν μπορεί, ένα κακό όνειρο θα ναι… θα περάσει…θα ξυπνήσω.. δεν μπορεί ,κάποιος κακός άνεμος πήρε την Ελπίδα, την Προσμονή και την Συγχώρεση, μακριά μου…όχι δεν έχουν πεθάνει, όχι δεν το έκανα εγώ αυτό με τα ποιήματά μου. Κάποιο πέλαγος τις πήρε και τις πήγε σε κάποιο μακρινό νησί…μα εγώ θα τις ξαναβρώ, θα δεις…την παρέα τους θα ξαναζήσω….όχι ένα κακόγουστο αστείο είναι αυτό.
Και… από τότε ,συνέχισε την ζωή του έχοντας ,για μόνη συντροφιά, την Απελπισία, μάλιστα ορκίστηκε να μην ξαναγράψει ποιήματα ποτέ πια και κράτησε τον όρκο του. Μια μέρα μέσα στον πανικό του πέταξε όλα τα στυλό και τα μολύβια που είχε στο σπίτι, μην και τυχόν σε κάποια στιγμή αδυναμίας ξαναέγραφε κάποιο ποίημα.
Η Απελπισία από τότε ήταν πάντα δίπλα του, κρατώντας του το χέρι και κάπου -κάπου του έδινε ένα αχνό φιλί για να κάνει πιο αισθητή την παρουσία της.
Μερικές φορές που καθόταν στο τραπέζι μαζί με την Απελπισία ,την Θλίψη και την Μοναξιά, γύρω από αναμμένο κερί σε δωμάτιο μισοφωτισμένο, σκιές γεμάτο σκεπασμένο, αναρωτιόταν μονότονα κάθε φορά, τι να ήθελαν να του πουν, λίγο πριν ξεψυχήσουν, η Ελπίδα, η Προσμονή και η Συγχώρεση και τότε του απαντούσε η Απελπισία «ήθελαν να σου ζητήσουν ποίημα να γράψεις, χαρούμενο, μ΄ένα όμορφο τέλος, που να έφερνε το χαμόγελο στα χείλη, τότε θα υπήρχε….αν το έκανες ….ελπίδα να σωθούνε, μα εσύ άργησες….σίγουρα θα το θυμάσαι αυτό».
Τότε δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του Ποιητή και σαν έσταζαν στο τραπέζι ,μεταμορφω-νόντουσαν σε ποιήματα. Στα δικά του ποιήματα. Τότε ο ποιητής ασυναίσθητα προσπαθούσε, μάταια να τα σβήσει με το χέρι του, μα κάποια δύναμη ανώτερη από αυτόν τον έκανε να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει ,τα ποιήματα που έγραφε τόσα χρόνια τώρα. Καλογραμμένα, κακογραμμένα τι σημασία είχε; εκείνες τις στιγμές, περγαμηνές φιλολογικές δεν έστεκε να προσμένει.
Μοναχά συναισθήματα απλωμένα ,από την ψυχή ξεχειλισμένα, σαν το νερό που προσπαθεί, απεγνωσμένα να ξεπροβάλει από την γη σαν τη σκεπάζει η βροχή ….σαν μια μικρή , ξεχασμένη , θλιμμένη, πηγή. .που έχει αποκάμει στο σκοτάδι.
Αυτό κρατούσε μέχρι που έσβηνε το κερί μοναχό του, ώσπου κάποια νύχτα χαθήκαν όλοι παντοτινά.
Σε αυτό το δωμάτιο μετέπειτα, όσοι έτυχε να ζήσουν, έλεγαν παράξενες ιστορίες, πως τάχατες….έβλεπαν κάπου – κάπου ένα κερί αναμμένο στο τραπέζι, τρεις γυναίκες και έναν άνδρα με δακρυσμένα μάτια, ένα γυναικείο μουρμουρητό να σιγοψιθυρίζει «αν είχες έρθει πιο νωρίς…ίσως …», μια ανδρική σκιά με την ενοχή αγκαλιά ,να λέει και να κλαίει «Μα τις αγαπούσα…δεν μπορεί…θα το ξέρουν..», ποιήματα να ζωγραφίζονται με τρόπο μαγικό πάνω στο τραπέζι και να χάνονται, αλλά μην τα πιστεύεται, ανοησίες ανθρώπων είναι αυτά…φαντασία μοναχά…τίποτα άλλο. Καλή σας νύχτα.
ΤΕΛΟΣ
Μιχάλης Γεωργούλης.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου