Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

" Τα λόγια ήσαν της θάλασσας ..." - Φωτογραφικό άλμπουμ της Μίνας Τσιλιβίγκου

Θάλασσα πού μας προεξόφλησες,
οι φόβοι σου έκρυβαν
κοράλλια, ακρογιαλιές και δενδρώνες.
Ξεγυμνωμένοι από τη νύχτα
και την ομίχλη
από θύελλες περασμένες και το μυστήριο
τα πλοία των μυημένων
είδαν τα μάκρη νʼ ανοίγουν τα πέταλα
και τον Νότο τον αστρόφωτο
να μαρμαρυγεί.
Λιτή γραμμή της μακρινής ακτής –
Όταν το πλοίο πλησιάζει
μια πλαγιά ξεπροβάλλει
με δέντρα πού μακράν
ήταν αόρατα˙
Από κοντά ανοίγεται η στεριά
σε ήχους και χρώματα:
Και με το ξέμπαρκο
είναι λουλούδια και πουλιά
εκεί πού απόμακρα
ήταν μόνο γραμμή αφηρημένη.
Το όνειρο είναι
να βλέπεις φόρμες ανείδωτες
ακαθόριστης απόστασης
και με τη διαίσθηση
πού κινούν ελπίδα και θέληση
να ψάχνεις στην ψυχρή γραμμή
του ορίζοντα
το δέντρο, την ακρογιαλιά,
το λουλούδι, το πουλί, την πηγή –
Τα φιλιά πού αξίζουν της αλήθειας.

Fernando Pessoa ( Θαλασσινή Ωδή, απόσπασμα)

Υπάρχει πάντοτε ένα πλοίο 
στο βάθος των συλλογισμών μας. 
Ένα που θα μας έπαιρνε μακριά 
ένα που θα έφερνε γαλήνη. 
Η εικόνα του ολόκληρη λείπει.
 Η πορεία του άγνωστη.
Μέχρι να το διακρίνουμε όλο και απομακρύνονται τα καράβια των θρύλων: 
Η Αργώ, η Μέδουσα η Νίνια, η Πίντα, η Σάντα Μαρία η Πάραλος, ο Ιπτάμενος Ολλανδός 
το Καράβι του Δάσους η σχεδία του Ροβινσώνα, ο Ναυτίλος, η Συρακουσία, 
ο Τιτανικός του Κουστό η Καλυψώ και η Κιβωτός, αργή και αγέρωχη, σε πέρας φέρνοντας ξανά τον διπλό προορισμό της. Να μην πνιγεί. Να πηγαίνει.
Λ. Καλλέργη



Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός
Γιῶργος Σαραντάρης


Έχω κάτι να πω στη θάλασσα.
Πάρτε με κοντά της το πρωί πούναι μονάχη.
Κώστας Μόντης

Σήμερα πάλι λιόχαρος εἶναι ὁ γιαλὸς κι ὁ δρόμος
ὁ ἐρημικός, ποὺ σέρνεται κοντὰ στ᾿ ἀκροθαλάσσι
τὸ καλοκαίρι τὄδιωξαν τὰ πρωτοβρόχια, κι ὅμως
τὸ σκοτεινὸ φθινόπωρο δὲν ἔχει ἀκόμα φτάσει.
Εἶναι μιὰ τόση ἀπανεμιὰ καὶ μιὰ γαλήνη τόση,
ποὺ τὰ καράβια ἀπόμακρα μὲ τὰ πανιὰ ἀνοιγμένα
σταμάτησαν, μὰ κοίταξε, σὰ νἄχουν μετανιώσει,
πὼς τέτοιο φῶς ἀφήσανε καὶ πᾶν στὰ μαῦρα ξένα.
Τώρα ὡς κι οἱ πένθιμοι καπνοὶ τῶν βαποριῶν ἀράζουν
ἀσάλευτοι σὰ σύννεφα κι αὐτοὶ μὲς στὸν ἀγέρα.
Ὅλα ἀπ᾿ τὸν κόπο τῆς ζωῆς τριγύρω μου ἡσυχάζουν
ὅλα, καὶ μόνο στοῦ γιαλοῦ τὴν ἀμμουδιὰ ἐκεῖ πέρα,
μονάχα ἐκεῖ, Γαλήνη μου, σαλεύοντας τὸ κῦμα
ζητάει κάποιο τραγούδι του νὰ πεῖ μὲς τὴ γιορτή σου,
μὰ δὲν ξεσπάει νὰ σοῦ τὸ πεῖ, λὲς καὶ πὼς τὄχει κρῖμα
νὰ σοῦ ταράξει τὴ χαρὰ ποὺ βρῆκες στὴ σιωπή σου.
Λ. Πορφύρας

Στην προκυμαία το βράδυ να στέκεσαι
Να κουβεντιάζεις μ’ ένα θαλασσινό όνειρο
Όταν αδειάζουν τα καφενεία κι οι δρόμοι
Όταν αδειάζουν τα καράβια και τα χέρια
Στην προκυμαία το βράδυ να στέκεσαι
Με το φώσφορο των ψαριών στα μάτια σου
Κανείς δεν υπάρχει να σε δει
Στην άκρη της γέφυρας.
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου


Αγαπώ τη θάλασσα «…για την αδιάκοπη κίνηση
της…την αιώνια φρεσκάδα της, την παρθενικότητα της…και το θηλυκό στοιχείο
που υπάρχει μέσα στην ουσία της…»
Σ. Μυριβήλης

«…δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας Κύριε…»
Γ. Σεφέρης

Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας
Με όραση καινούρια προχωρούμε
Η μέρα έχει μαιάνδρους*
Όπως η θάλασσα κύματα
Στην καρδιά μας αδειάσαμε (προσωρινά)
Την πόλη
Εμείναμε με την εικόνα τ' ουρανού
O ήλιος εμέτρησε τη γη μας
Η μέρα τούτη όπου ξυπνήσαμε
Με θάλασσα και κύματα
Με όραση και μνήμη καθαρή
Τόσο μεγάλωσε
Που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη μετρήσει
Που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη χωρέσει
Γ. Σαραντάρης

Για μερικούς η θάλασσα δεν είναι παρά ένας αντίπαλος, ένας τόπος ή ακόμη κι ο εχθρός
τους. Όμως, ο γέρος πάντα θηλυκιά τη φανταζόταν, σαν κάτι που σου έκανε ή αρνιόταν να
σου κάνει μεγάλες χάρες, κι αν κάποτε είχε αγριάδες ή την έπιανε το κακό της, ήταν γιατί
δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το φεγγάρι την επηρέαζε όπως και τη γυναίκα, σκέφτηκε.
Ernest Hemingway

Δίχως πανί, δίχως κουπί, αν μας σέρνει
ο γιαλός μας,
δίχως άστρο αν μας θέλει η νύχτα,
δίχως ήλιο αν μας καλεί η ημέρα,
πού είναι ο κόσμος;
Νικ. Βρεττάκος


«…σκίρτησε…ησύχασε…σαν περιβόλι ευωδίασε…»
Δ. Σολωμός


Η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει στην ακρογιαλιά.
Ποιός μαντεύει τη θάλασσα , απ' όπου βγαίνει η καρδιά μας; 
Αλλά είναι η καρδιά μας ένα κύμα μυστικό χωρίς αφρό.
Βουβά πιάνει μια στεριά. Και αθόρυβα σκαλίζει το ανάγλυφο ενός πόθου, 
που δεν ξέρει απογοήτευση και αγνοεί την ησυχία.
Γ. Σαραντάρης

«…πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει, όταν αχεί…»
Ν. Καββαδίας

Μια νοσταλγία για κάτι αόριστο,
Μια αναστάτωση συναισθημάτων για κάποια ακαθόριστη άραγε πατρίδα;
Ποια ακτή; Ποιο πλοίο; Ποια αποβάθρα;
Πού μέσα μας η σκέψη αρρωσταίνει,
Και μένει μόνο στην ψυχή μας ένα μεγάλο κενό,
Μια κενή πλησμονή θαλασσινών στιγμών,
Και μια ακαθόριστη ανησυχία σαν πόνος ή πλήξη
Αν ήξερε πώς να γίνει…
Το καλοκαιρινό πρωινό είναι, ωστόσο, ακόμη δροσερό.
Μια ελαφριά νυχτερινή νάρκη πλανάται ακόμη στην ταραγμένη ατμόσφαιρα,
Το τιμόνι μέσα μου επιταχύνει ελαφρώς.
Και το υπερωκεάνειο ολοένα και πλησιάζει, γιατί ασφαλώς πλησιάζει,
Κι όχι πώς εγώ το βλέπω να κινείται τόσο μακριά που βρίσκεται.
Στη φαντασία μου, είναι κιόλας κοντινό και ορατό
Απ’ άκρη σ’ άκρη βλέπω τη γραμμή των φινιστρινιών του,
Και μέσα μου τρέμουν όλα, η σάρκα μου και το πετσί μου,
Εξαιτίας αυτού του ανθρώπου που δεν φτάνει ποτέ με κανένα πλοίο
Κι ήρθα και σήμερα να τον περιμένω στην αποβάθρα, ύστερα από ένα πλάγιο
μήνυμα.
Τα πλοία που μπαίνουν,
Τα πλοία που βγαίνουν απ΄ τα λιμάνια,
Τα πλοία που περνούν μακριά…
Fernando Pessoa ( Θαλασσινή Ωδή, απόσπασμα)



Δε χρωστάω πουθενά
Μονάχα στη θάλασσα
Την τέφρα μου.
Αντώνης Μπουντούρης


…και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτω μου χρόνω κοντά στ’ ακρογιάλι,
στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστένασμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
 Κ. Παλαμάς


Στερνὸ ταξίδι
Σκεβρὸ καράβι, πῶς στριγγὰ τριζοβολοῦν οἱ ἁρμοί σου,
ὥρα τὴν ὥραν οἱ γοφοὶ θὰ ξεκλειδώσουν λές,
μὰ σὺ ταξίδια μελετᾷς στοὺς δρόμους τῆς ἀβύσσου,
ἐνῷ οἱ παλιὲς τὸ σῶμα σου καταδρομοῦν πληγές.
Στηλὰ τὰ μάτια στ᾿ ἄνοιγμα τοῦ λιμανιοῦ ἡ γοργόνα
κρατᾷ, ψυχὴ ἀκατάλυτη μὲς στὸ φθαρτὸ κορμί,
στὰ πελαγοδρομίσματα καὶ στὸν αἰώνιο ἀγῶνα
τὴ μαθημένη νιώθοντας νὰ τὴ φτερώνει ὁρμή.
Ὤ! Ἀλήθεια! ἀντὶ ἀναγέλασμα τῆς ἄστεργής σου μοίρας
νὰ ρεύεις, σκέλεθρο ἀχαμνό, στὴν ἄκρια ἑνὸς γιαλοῦ,
κι ἂν τοῦ πέλαου νὰ σὲ πιεῖ γραφτὸ ὁ καταποτήρας,
πᾶρε ἕν ἐπίδρομο στερνὸ γιὰ κάπου πάντ᾿ ἀλλοῦ.
Γρυπάρης Ιωάννης

Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της Πούλιας
και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα
και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι.
Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό,
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Νίκος Γκάτσος

Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν' απλόνεται από τ' ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή ακίνητη, σιωπηλή κ' επάσχιζα να μάθω το μυστικό της. 
Την έβλεπα ωργισμένη άλλοτε, τρελή να δέρνη με αφρούς τ' ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στων βράχων τις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη ανήσυχη, λέγεις κ' εζητούσε να φθάση στα έγκατα της γης να σβύση τις φωτιές της.
 Θ' έτρεχα μεθυσμένος να παίζω μαζί της, να την θυμώσω εναντίον μου, να την αναγκάσω να ριχθή κατόπιν, να με κυνηγήση, να αισθανθώ τον αφρό ράπισμα επάνω μου όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ' αγρίμια. 
Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από τον λιμένα και ν' αρμενίζη στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις παρακινητικές φωνές των ναυτών που εγύριζαν τον αργάτη και τα κατευοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου επέτα μελαγχολικό πουλάκι απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· σχοινιά τα κοντυλογραμμένα στον ορίζοντα· τα πόμολα που άφιναν νομίζεις φωτεινή γραμμή στον αιθέρα μ'έκραζαν να πάω μαζί τους, μου υπόσχονταν άλλους τόπους, ανθρώπους, πλούτη, χαρές, φιλιά σε μένα άγνωστα στην καρδιά μου όμως αποθηκευμένα, του γονιού μου βέβαια μακρινή απόλαυσις.
Και νυχτόημερα η ψυχή μου εκατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το ταξείδι. Ταξείδι στη γαλήνη, ταξείδι και στην τρικυμία.
Α. Καρκαβίτσας, Λόγια Της Πλώρης



Δε υπάρχει πια πριν.
Δεν υπάρχει πια όμως.
Δεν υπάρχει πια πότε.
Υπάρχει μόνο εσύ.
Εσύ, αυτή που έπρεπε να φτάσει.
Αυτή που με περίμενε ενώ την έψαχνα.
Αυτή που περίμενα ενώ με έψαχνες.
Δεν υπάρχει πια τίποτα.
Δεν υπάρχει πια ποτέ.
Δεν υπάρχει πια όχι.
Τώρα όλα είναι ένα ναι.
Ο έρωτας είναι η θάλασσα.
Μας λικνίζει στην καρδιά του.
Μας πηγαίνει ποιος ξέρει πού
στο καράβι που είμαστε εμείς οι ίδιοι.
Και το εμείς δεν φοβάται τους φόβους μας.
 Juan Vicente Piqueras

Ξυπνάει παντού η ζωή της θάλασσας,
Υψώνονται πανιά, ρυμουλκά προχωρούν,
Μικρά πλεούμενα προβάλλουν πίσω απ’ τα πλοία που σταθμεύουν στο λιμάνι.
Φυσάει μια ακαθόριστη αύρα.
Fernando Pessoa ( Θαλασσινή Ωδή, απόσπασμα)



«…η θάλασσα δίνει, δεν παίρνει…»
 Η. Βενέζης

«…μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και
λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια…»
«Η θάλασσα φλύαρος καθώς η γυνή, είναι όσον αυτή εχέμυθος, και ποτέ δεν διηγείται το
μυστικόν της. Όσον είναι δυνατόν να εύρη τις τα ίχνη των αλλότριων φιλημάτων επί των
χειλέων της γυναικός, άλλο τόσον είναι δυνατόν να εύρη επί της αχανούς κυανής εκτάσεως
τα ίχνη της βαρκούλας»
Α. Παπαδιαμάντης ( Όνειρο στο κύμα, Η νοσταλγός, αποσπάσματα )







« καΐκια και καραβοκύρηδες (έμορφα
σκαριά κι αρματωσιές που άλλοτε στολίζανε τη θάλασσα), …την
αρμυρή τη μάνα μας…»
Φ. Κόντογλου


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ: ΜΙΝΑ ΤΣΙΛΙΒΙΓΚΟΥ









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου