Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (26 Μαΐου 1924 – 19 Μαΐου 2008)



Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και τα χρόνια του εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Από τη Ρουμανία πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας δημοσιεύοντας κείμενα στα ελληνικά και τα ρώσικα, μπήκε στον κύκλο των ελλήνων λογοτεχνών που ζούσαν στην ίδια χώρα (Τάκης Αδάμος, Κώστας Μπέσης, Έλλη Αλεξίου, Απόστολος Σπήλιος κ.α.) και έγινε γνωστός και στον ελλαδικό χώρο. Το 1959 η Έλλη Αλεξίου συμπεριέλαβε το διήγημα του Αλεξανδρόπουλου "Η νύχτα των Θεοφανίων" στην ανθολογία πεζογραφίας της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης, που επιμελήθηκε με ανάθεση της Ακαδημίας του Βερολίνου. Στη Σοβιετική Ένωση ο Αλεξανδρόπουλος σπούδασε στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μόσχας και στράφηκε με ενδιαφέρον στη συντήρηση αγιογραφιών και στη μελέτη της ρωσικής λογοτεχνίας και λαϊκής παράδοσης. Εκεί παντρεύτηκε τη μελετήτρια της ελληνικής λογοτεχνίας Σόνια Ιλίνσκαγια. Μαζί της γύρισε στην Ελλάδα το 1975 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αντιστασιακού διηγήματος της "Επιθεώρησης Τέχνης" (1963 για τους "Κορυσχάδες"), με τα διεθνή λογοτεχνικά βραβεία Τολστόι (1978) και Γκόρκι (1979), για τις μελέτες και μεταφράσεις του από τη ρωσική λογοτεχνία, με το πρώτο βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας (1981, για "Το ψωμί και το βιβλίο: ο Γκόρκι"), το βραβείο Τουμανιάν (1985 για το "Οι Αρμένηδες: ταξίδι στη χώρα τους και την ιστορία τους"), το μετάλλιο Πούσκιν (2007) και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του (2001). Πέθανε στην Αθήνα τη Δευτέρα 19 Μαΐου 2008, μετά από μάχη με τον καρκίνο. 
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος τοποθετείται στους έλληνες συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου. Η γραφή του κινείται στα πλαίσια του ποιητικού ρεαλισμού με στοιχεία πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού και επιρροές από τη ρωσική λογοτεχνία του δεύτερου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα και από ευρωπαίους συγγραφείς του μεσοπολέμου όπως ο Φραντς Κάφκα και ο Τζέημς Τζόυς. Σημαντικό μέρος του έργου του αποτελούν επίσης οι λογοτεχνικές μεταφράσεις και οι βιογραφίες του για ρώσους συγγραφείς όπως οι Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Άντον Τσέχωφ, Μαξίμ Γκόρκι, Νικολάι Γκόγκολ, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, Όσιπ Μάντελσταμ, κ.ά. Με αφορμή τον θάνατό του, η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία αναφέρεται στον "ακαταπόνητο άνθρωπο των γραμμάτων, που εισέφερε σημαντικά σε όλα τα επιμέρους είδη της πεζογραφίας με διηγήματα, μυθιστορήματα, βιογραφίες, και για μισό περίπου αιώνα αποτέλεσε έναν μοναδικό κόμβο μεταξύ της σύγχρονης ελληνικής και της ρωσικής λογοτεχνίας...".
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
 
(2019) Νύχτες και αυγές, Εκδόσεις Γκοβόστη
(2011) Ο Μαγιακόφσκι, Εκδόσεις Γκοβόστη
(2008) Όσιπ Μαντελστάμ, Ελληνικά Γράμματα
(2008) Σκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού, Alter - Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2007) Ο Τολστόι, Ελληνικά Γράμματα
(2006) Πέντε Ρώσοι κλασικοί, Ελληνικά Γράμματα
(2004) Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι, Ελληνικά Γράμματα
(2003) Στο όριο, Ελληνικά Γράμματα
(2002) Σκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού, Ελληνικά Γράμματα
(2000) Η γραμμή της ζωής, Ελληνικά Γράμματα
(2000) Η πολιτεία, Ελληνικά Γράμματα
(2000) Ο Μαγιακόφσκι, Ελληνικά Γράμματα
(2000) Τα βουνά, Ελληνικά Γράμματα
(2000) Το κόκκινο σπίτι, Ελληνικά Γράμματα
(1999) Επιστροφές, Ελληνικά Γράμματα
(1988) Τα θαύματα έρχονται στην ώρα τους, Σύγχρονη Εποχή
(1986) Η ένατη πληγή, Κέδρος
(1984) Ο μεγάλος αμαρτωλός, Κέδρος
(1982) Σκηνές από το βίο του Μάξιμου του Γραικού, Σύγχρονη Εποχή
(1981) Περισσότερη ελευθερία, Σύγχρονη Εποχή
(1980) Μικρό όργανο για τον επαναπατρισμό, Κέδρος
(1978) Η ρωσική λογοτεχνία, Κέδρος
(1978) Η ρωσική λογοτεχνία, Κέδρος
(1977) Η ρωσική λογοτεχνία, Κέδρος
(1975) Αντίσταση - δημοκρατία, Κέδρος

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
 
(2009) Ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα, Εκδόσεις Καστανιώτη

Μεταφράσεις
 
(2012) Kazakevitš, Emmanuil, 1913-1962, Το γαλάζιο τετράδιο. Εχθροί, Σύγχρονη Εποχή
(2009) Chekhov, Anton Pavlovich, 1860-1904, Πόσο αργεί να ξημερώσει..., Ελληνικά Γράμματα
(2005) Chekhov, Anton Pavlovich, 1860-1904, Ανιαρή ιστορία, Ελληνικά Γράμματα
(2004) Puskin, Aleksandr Sergeevic, 1799-1837, Άλλη, καλύτερη, ζητώ ελευθερία..., Ποταμός
(1999) Ισκεντέρης, Νέστορας, Η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453, Κέδρος
(1996) Άγνωστος, Αφήγηση της εκστρατείας του Ίγκορ, Κέδρος
(1996) Αββακούμ, Μοναχός Αγιορείτης, Ο βίος του Πρωτόπαπα Αββακούμ, Κέδρος
(1995) Dostojevskij, Fedor Michajlovic, 1821-1881, Μπομπόκ, Κέδρος
(1994) Chekhov, Anton Pavlovich, 1860-1904, Εχθροί, Κέδρος
(1994) Gogol, Nikolaj Vasilievic, 1809-1852, Η μύτη, Κέδρος
(1991) Puskin, Aleksandr Sergeevic, 1799-1837, Η Ντάμα Πίκα, Σύγχρονη Εποχή
(1991) Puskin, Aleksandr Sergeevic, 1799-1837, Μικρές τραγωδίες, Σύγχρονη Εποχή
(1990) Ilinskaya, Sonia, 1938-, Η μοίρα μιας γενιάς, Κέδρος
(1990) Griboedov, Aleksandr Sergeevich, Συμφορά από το πολύ μυαλό, Δωδώνη

 
 
Διήγημα - Το σύννεφο
 

Οπως ήταν καθισμένος πίσω του, έβλεπε ότι αυτός φορούσε καλή ρεπούμπλικα κι οι πλάτες του ήταν γερές, καλοταϊσμένες. Μα και το κουστούμι καινούργιο φαινόταν.Ευκατάστατος άνθρωπος, σκέφτηκε.
Ως τα τότε δεν τον είχε προσέξει. Τον πήρε ξαφνικά το βλέμμα του σα να φύτρωσε εκείνη τη στιγμή στο μπροστινό κάθισμα. Κάτι περίεργα αισθήματα του έφερνε η γερή κοψιά αυτού του ανθρώπου - κακά αισθήματα και απορούσε κι ο ίδιος. Του έφταιξε αυτός σε τίποτα; Σε τίποτα δεν του είχε φταίξει, ούτε τον γνώριζε, ούτε τον είδε άλλη φορά. Εστεκαν εδώ και λίγα λεπτά στο πεζοδρόμιο και περίμεναν το τραμ. Αλλά ούτε είχε προσέξει ότι στέκει κι αυτός και περιμένει. Κατόπι ανέβηκαν στο τραμ. Ούτε τότε σημείωσε την παρουσία του.
Οταν έφτασε το τραμ πέρασε από πάνω και το σύννεφο κι άρχισε η βροχή. Χοντρές - χοντρές σταλαματιές, ένα κορόμηλο η κάθε μια. Πέφτουν κάτω στην άσφαλτο κι από την άσφαλτο ανεβαίνει η σκόνη κι η μυρουδιά της. Μια στυφή, ζεστούτσικη μυρουδιά μέσα από τις χοντρές σταγόνες - έτσι μυρίζει εδώ στην πόλη το φθινόπωρο. Ο δρόμος σκοτείνιασε αμέσως. Από τη μεριά της πλατείας κατέβηκε ένας αέρας, η βροχή δυνάμωσε.
Εφτασε ευτυχώς το τραμ.
Κάτι σταγόνες τον είχαν πάρει, μούσκεψαν αμέσως το καψοπουκάμισο και τώρα κατέβαιναν κρύες στη ραχοκοκαλιά. Αυτό το σύννεφο, ο δρόμος που σκοτείνιασε, ο ξαφνικός αέρας, το ψυχρό νερό που μούσκευε ως κάτω την πλάτη - όλα του προμηνούσαν αυτά που προμηνάν στους φτωχούς τα πρωτοβρόχια. Δεν τον πρόσεξε λοιπόν, γιατί σκεφτόταν αυτά τα πράγματα.
Πρέπει δίχως άλλο να φροντίσει να βρει ένα καλύτερο μέρος, τέτοιος καλός τεχνίτης που είναι κι αυτός, ν' αυξηθεί λίγο ο μισθός. Αλλιώτικα, πώς να βγει πέρα! Αν μείνει εκεί όπου είναι, ελπίδα δεν υπάρχει για μια καλυτέρεψη - αυτό είναι τελειωμένο ζήτημα. Τα έχουν πει με το αφεντικό αρκετές φορές, εκείνος βάζει κάτω τα χαρτιά κι αρχίζει - μπορεί ο άνθρωπος να 'χει και δίκιο. Τόση η αξία των εργαλείων, τόσα τα υπόλοιπα έξοδα: σαπούνια, πλυσίματα, ο φωτισμός, το νοίκι, κολόνιες... Επειτα, τόσα παίρνεις εσύ, να τι μένουν και σε μένα. Αυτός του λέει ότι δε βγαίνει όμως πέρα με ό,τι του δίνει, πρέπει να σκεφτούν και τα παιδιά του.
«Εμ και τα δικά μου», λέει ο άλλος, «να μην τα σκεφτώ κι εγώ; Πώς το θέλεις;».
Οταν φτάνουν σ' αυτά δε λένε πια τίποτ' άλλο.
Μπα, πρέπει να κοιτάξει να οικονομηθεί αλλιώς, να βρει κάνα μαγαζάκι, γιατί είναι πολύ άσχημα έτσι... Σκέφτεται τη μεγάλη κόρη που δεν έχει τώρα παπουτσάκια, τη γυναίκα με το μωρό που έχει ανάγκη από καλή τροφή, από ζεστά ρουχαλάκια. Αυτό χρειάζεται και χυμούς φρούτων, του λένε, να μην πάθει ραχίτιδα. Σκέφτεται και τη δική του κατάσταση, ότι δεν έχει κι αυτός παλτό - όλ' αυτά σκέφτεται κι εκεί απάνω κάνει μια έτσι και τόνε πρόσεξε.
Ο σβέρκος του ήταν που έκανε και τον πρόσεξε. Οι άνθρωποι του σιναφιού έχουν ιδιαίτερα πάρε δώσε με το μέρος αυτό. Ο σβέρκος είναι γι' αυτούς ό,τι περίπου το πρόσωπο. Οταν μιλάν με τον πελάτη, τις περισσότερες φορές κοιτάν εκεί. Μια ματιά άμα ρίξουν, ξέρουν κατόπιν τι είναι περίπου ο πελάτης που κάθισε στο κάθισμα.
... Αυτός που κάθεται τώρα στο μπροστινό κάθισμα είναι, λοιπόν, χορτάτος άνθρωπος. Ευκατάστατος, που φορά και καλό κουστούμι και θα 'χει και παλτό στο σπίτι. Σιγουρεμένος νοικοκύρης. Πάει τώρα στο σπίτι και θα κρατάει κανένα πλεμάτι φουσκωτό. Με κρέας μέσα, πατάτες, το ρυζάκι, τα φρούτα, τα καινούργια παπούτσια για τη μεγάλη κόρη, τους χυμούς για το άλλο... «Και πώς τα κρατάει όλα;» θα πεις. Τα κρατάει, πού έχει το θηρίο ανάγκη!
Οι ξένες πλάτες χοροπηδάν. Εκεί πάνω τον έχουν πάρει μερικές σταγόνες, αλλά το γερό ύφασμα ούτε υποψιάζεται τίποτα. Στέκουν οι σταγόνες εκεί ολοστρόγγυλες σα να πάγωσαν, δεν μπορούν να περάσουν κάτω. Κοιτάζει και τη ρεπούμπλικα, που την πήρε κι αυτή λίγο η βροχή, το καινούργιο κουστούμι αυτού του ευτυχισμένου ανθρώπου, που δε σκέφτεται το χειμώνα που έρχεται, τα κοιτάζει αυτά και καταλαβαίνει ότι σιγά - σιγά κάτι κινιέται μέσα του και γίνεται ο νους του σκοτεινός, όπως ο δρόμος κάτω από το σύννεφο.
Τότε γύρισε ο άνθρωπος και τον ρώτησε ευγενικότατα:
«Είναι, κύριε, μακριά η οδός Ολυμπίων από τη στάση;».
Του απάντησε θυμωμένος όπως ήταν:
«Δεν την ξέρω!» και κοίταξε αλλού.
Ενώ την ξέρει βέβαια. Εκεί ζει κι αυτός, στην οδό Ολυμπίων.
Η γυναίκα που καθόταν δίπλα γύρισε αμέσως και τον πληροφόρησε πού πέφτει η οδός Ολυμπίων. Θα πάτε εκεί, εξηγούσε, θα κάνετε έτσι, θα κάνετε αλλιώς - όλες τις λεπτομέρειες.
«Ορίστε τώρα κι αυτή!» μια αντιπάθεια αισθάνθηκε και για την καλή γυναίκα.
Εφτασε το τραμ στη στάση, κατέβηκαν. Εβρεχε ακόμη, δεν είχε περάσει το σύννεφο. Ετρεξαν να τρυπώσουν στο καφενείο. Μπροστά πάει πάλι αυτός. Τακ - τουκ! τα στέρεα τακούνια στην άσφαλτο. Κοίταξε να δει: είχε πλεμάτι; Δεν είχε.
Στην είσοδο του καφενείου ήταν κι άλλοι. Στριμώχτηκαν γερά.
... Στέκουν και περιμένουν πότε θα περάσει η βροχή. Επιμένει όμως να βρέχει, το ρίχνει με το κανάτι, όπως γίνεται συχνά εδώ κάτω με τα πρωτοβρόχια.
Κάποιον έχουν στριμώξει οι άλλοι στον τοίχο και πάει ο άνθρωπος να σκάσει. Είναι ένας με κόκκινη φαλάκρα και στριφογυρίζει να λασκάρει. Πλάι σε κείνον έχει σταθεί κι ο άλλος από το τραμ. Κι αυτόν, καθώς γύρισε να λευτερωθεί, τον πάτησε φαίνεται ο φαλακρός και τώρα του ζητάει συγνώμη.
«Τι;» είπε αυτός.
«Το πόδι σας!».
«Α!... Τίποτα, τίποτα... Δεν το νιώθω!».
«Πώς;».
«Δεν το νιώθω!» του λέει πάλι.
«Ω... Συγνώμη!...».
Ο φαλακρός παραμέρισε. Παραμέρισαν και οι άλλοι. Μερικοί για να μην τον στενοχωρούν. Μερικοί από περιέργεια.
«Μα καθόλου;» ρώτησε δειλά κάποιος.
«Να!».
Εσκυψε λίγο και χτύπησε με το δάχτυλο κάτω από το γόνατο. «Ντουκ! Ντουκ!».
«Δε διακρίνεται όμως διόλου!» είπε μια γυναίκα.
Αυτό του έκανε κάποια ευχαρίστηση:
«Είκοσι χρόνια το κουβαλάω», είπε. «Οσο να 'ναι συνηθίζεις».
«Στον πόλεμο;» ρώτησε κάποιος.
«Το χίλια εννιακόσια σαράντα τρία!» του απάντησε.
«Στ' ανταρτικά της Ρούμελης!».
Οσοι ήταν κοντά στην πόρτα άρχισαν να βγαίνουν.
«Σταμάτησε;» ρωτούσαν από το βάθος.
«Μάλλον».
«Ε, τι θα 'κανε; Σύννεφο ήταν και πέρασε...».
Αυτός φρόντισε και βγήκαν μαζί.
«Από 'δω», του είπε, «θα πάτε για την οδό Ολυμπίων».
«Σας ευχαριστώ!».
«Μαζί θα πάμε».
Και πήγαιναν πλάι - πλάι. Τώρα το άκουγε καλά που χτύπαγε τη φρεσκοπλυμένη άσφαλτο: «γκουπ - γκουπ!».
«Εφτασε το φθινόπωρο!» είπε ο κουρέας.
«Ο καιρός του είναι».
«Καθόλου δε μ' αρέσουν οι βροχές».
«Εσείς εδώ κάτω δεν υποφέρετε και τόσο από δαύτες. Οσο και να βρέξει, το μετανογάει. Εμάς να ρωτάτε τι τραβάμε, οι ορεινοί».
«Α, καταλαβαίνω. Εκεί θα 'χετε βροχές...».
«Πολλές βροχές».
Οταν γίνεται η κουβέντα δεν ακούγεται και πολύ αυτό το χτύπημα.
«Και τώρα με τίποτα δουλειές θα 'χετε έρθει εσείς στην Αθήνα».
«Μπα τι δουλειές; Στους γιατρούς τρέχω».
«Με το τραύμα τίποτα;».
«Μ' αυτό».
«Και τι παρουσιάζει τώρα το τραύμα;».
«Εχει συρίγγιο».
«Α...».
«Και τρέχω στους γιατρούς. Μου έχουν τώρα συστήσει έναν εδώ στην Αθήνα κι αυτός μένει στην οδό αυτή. Λένε ότι είναι καλός γιατρός. Ευθυμίου τόνε λένε».
«Τον έχω ακουστά».
«Είναι καλός γιατρός;».
«Ετσι λένε».
Προσπέρασαν το δικό του σπίτι αλλά δεν τον αποχαιρέτησε.
Τον πήγε ως του γιατρού.
«Αυτό είναι!».
«Ευχαριστώ».
Ετρεξε στην πόρτα και διάβασε την πινακίδα του γιατρού. Χτύπησε και το κουδούνι.
«Εδώ, εδώ είναι».
«Σας ευχαριστώ πολύ!».
Του έδωσε το χέρι.
«Σας εύχομαι περαστικά... Είναι καλός γιατρός αυτός».
«Ετσι μου είπαν».
«Ναι! Ναι!»
Και δεν έφυγε. Περίμενε όσο να του ανοίξουν.
Τότε αποχαιρετίστηκαν άλλη μια φορά:
«Αντίο, αγαπητέ μου!».
«Περαστικά...».

 
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος με την Σόνια Ιλίνσκαγια και Έλλη Αλεξίου στη Νέα Μάκρη το 1981 Πηγή φωτογραφίας εδώ 

Διήγημα - ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

Νύχτα των Θεοφανείων. Οι δρόμοι είχαν ερημώσει από νωρίς. Όλη τη μέρα ψιλόβρεχε και η ατμόσφαιρα ήταν φορτωμένη υγρασία.

Ήταν και σκοτάδι. Στο καφενείο του Γιώργη έσβησε το τελευταίο φως. Βγήκαν δύο, στάθηκαν λιγάκι στο πεζοδρόμιο, ύστερα πέρασαν την Ακαδημίας και ανηφόρισαν σε κάποια πάροδο. Στο βάθος του δρόμου ακούστηκε ένα ακορντεόν. Μέσα στη σιωπή ο γνώριμος σκοπός δεν κρατούσε τίποτα από τις παλιές ρομαντικές συγκινήσεις. Ήρθε βαρύς, σαν υπόκρουση σε κάποια καταθλιπτική ιστορία. Το όργανο κράτησε κάμποσο τα ακομπανιαμέντα και ύστερα άρχισε η τετραφωνία. Τράβηξε πρώτος την κορώνα του ο τενόρος:

― Κελαϊδήστε!

Ακολούθησαν κι οι άλλοι:

― Ωραία μου, πουλάκια, κελαϊδήστε…

Όλα ήταν στη θέση τους: οι τενόροι, τα σεκόντα, τα βαρύτονα και οι μπασαδούρες. Δεν έλειπαν και οι γυναικείες φωνές.

― Αυτοί είναι! Είπε ο ένας από τους δύο. Και πού το διαλέξαν οι διαβόλοι το τραγούδι; Πόσοι να ’ναι;

― Ολόκληρη ορχήστρα πνευστών και εγχόρδων.

― Σε μια ώρα υπολογίζω να τελειώνουμε!...

― Ο δρόμος είναι μικρός. Από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλο συνεργείο.

― Από ποιους;

― Δεν ξέρω. Ο Τηλέμαχος είπε πως από την εκκλησία και κάτω θα είναι άλλοι…

Από την αρχή του δρόμου ως την εκκλησία ήταν δύο τετράγωνα. Μέσα σε μία ώρα σ’ όλα εκείνα τα σπίτια έπρεπε να γραφτούν κάμποσα συνθήματα που τα είχε αφήσει στο καφενείο το πρωί ο Τηλέμαχος, και ο Κοσμάς με το μάστρο-Γιάννη τα είχαν μάθει απόξω. Οι δύο εκείνοι είχαν αναλάβει να τα γράψουν. Κάτω από τα παλτά τους τυλιγμένα με κάτι εφημερίδες κρατούσαν τα πινέλα. Οι μπογιές είχαν προπορευτεί. Δύο επονίτες είχαν από την ημέρα κάνει την αναγνώριση. Μόλις νύχτωσε κουβάλησαν και τις μπογιές σε κάτι τενεκεδένια κουτιά και βόλεψαν εκεί κοντά σε μέρη που είχαν επισημάνει από τη μέρα.

Ο μάστρο-Γιάννης κι ο Κοσμάς μόνο που δεν έτρεχαν. Ο Κοσμάς ήταν ακόμα πρωτάρης, αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε να γράψει συνθήματα.

― Προ παντός να μην τρέμει το χέρι! Τον συμβούλεψε ο μάστρο-Γιώργης. Τα γράμματα πρέπει να βγαίνουν κούκλες. Όμορφα μα και παλικαρίσια. Και να μην έχουν και λάθη, γιατί θα μας λεν και αγράμματους. Και το κυριότερο, Κοσμά, να μη φαίνεται τσαπατσουλιά και βιασύνη. Βούτα το πινέλο στη μπογιά, ύστερα τράβα το απότομα και στριφογύρνα για να μη στάξουν οι μπογιές απάνω σου. Και κόλα το κατευθείαν στο ντουβάρι. Τα χέρια να πηγαίνουν αστραπή.

Στο μεταξύ το τραγούδι ακουγόταν πιο κοντά. Είχαν τελειώσει το «κελαϊδήστε», το ακορντεόν τράβηξε κάμποσα ακομπανιαμέντα κι ύστερα «μπήκε» ο βαρύτονος:

Πάμε φίλοι εις τον Βάκχον.

Όλοι μας σαν παλικάρια…

― Τον ακούς; Είπε ο μάστρο-Γιώργης. Είναι ο Φώτης ο κουρέας. Τραγουδάει λες και κάνει μιζαμπλί ο μασκαράς.

Ο Κοσμάς γέλασε. Ο Φώτης ήταν ο υπεύθυνος μιας τριάδας και τα πάρε-δώσε μαζί του τα κρατούσε ο Κοσμάς. Τελευταία ο Φώτης τον είχε φάει πως ήταν κάποιο σοβαρό ζήτημα, που ήθελε να «βάλει» στην οργάνωση. Μα όλο και τ’ ανάβαλλε. Τέλος μια μέρα που τον βρήκε μοναχό στο κουρείο ανοίχτηκε: ήθελε να έχει τη γνώμη της οργάνωσης προκειμένου να παντρευτεί. Η δυσκολία ήταν ότι είχε αρραβωνιαστεί πριν μπει στην οργάνωση. Τώρα όμως εκείνος μπήκε στην οργάνωση, ενώ η αρραβωνιαστικιά του δεν ήταν οργανωμένη. Ο Κοσμάς το βρήκε κι αυτός το ζήτημα σοβαρό και συμβουλεύτηκε τον Τηλέμαχο. Και κει το πήραν στο ψιλό.

―Καλύτερα να έλειπε αυτή η χορωδία και η φασαρία της, είπε ο Κοσμάς. Κακό κάνει παρά καλό. Με τη φασαρία της, είναι σα να τους λέει εδώ είμαστε!

― Δεν έχεις δίκιο! Είπε ο Γιώργης. Εκεί στην άκρη του δρόμου κάθεται μια επονίτισσα. Οι νεολαίοι τώρα είναι μαζεμένοι στην αυλή της και από κει ελέγχουν όλο το δρόμο. Εσύ έχε το νου σου: άμα τραγουδούν καντάδες θα πει πώς είναι ήσυχα. Άμα συμβεί τίποτα, θα αρχίσουν τα «Κύματα του Δουνάβεως», οπότε πρέπει να του δίνεις. Παράτα πινέλα και μπογιές και γίνου Λούης… Αλλά τέτοια νύχτα κανείς δεν πρέπει να ξεμυτίσει…

― …Τώρα που έχει πολύ σκοτάδι, συνέχιζε ο Γιώργης, εσύ μην αρχίσεις να γράφεις αμέσως. Άφησε πρώτα να συνηθίσει το μάτι σου απάνω στο ντουβάρι, μέτρησε την απόσταση κι ανάλογα με το σύνθημα που έχεις κανόνισε και τα γράμματα, έτσι που να είναι όλα ένα μπόι. Και μην τ’ αφήνεις έτσι ξερά. Κόλα τους κι από μια ουρίτσα να γίνονται της καλλιγραφίας.

Μιλούσε για τα συνθήματα κι έλεγες πως στεκόταν πίσω από τον καράπαπα και φανέρωνε τους θεριακλήδες τα μυστικά της τέχνης του.

― Και προσοχή, Κοσμά, στα θαυμαστικά. Όταν τελειώνεις το σύνθημα τράβα κι από ένα θαυμαστικό. Τα σύνθημα χωρίς θαυμαστικό είναι λες και του λείπει το καύκαλο. Το θαυμαστικό κάνε το μεγάλο, να φωνάζει μοναχό του και να τον σταματάει τον άλλο από μακριά…

― … Κι άμα που λες τελειώνει το κάθε σύνθημα, γράφε και ένα ΕΑΜ, τα γράμματα να είναι σε απόσταση το ένα από το άλλο, μα με τελείες να μη τα χωρίζεις.

― Να πετάξω και κανένα σφυροδρέπανο από κάτω; τον πείραξε ο Κοσμάς.

― Μην το λες αστεία και την έπαθα ένα βράδυ, είπε ο μάστρο-Γιώργης. Είχα γράψει ένα σύνθημα κούκλα: «Πατριώτη, όποιος κι αν είσαι, οργανώσου στο ΕΑΜ» κι από κάτω αφαιρέθηκα και πετάω ένα σφυροδρέπανο δύο μπόγια. Και το πλήρωσα ―τη μάνα του― με βαριά μομφή και προειδοποίηση διαγραφής.

Στο μεταξύ είχαν φτάσει. Από τη χορωδία έκοψαν δύο και πλησίασαν. Ήταν δύο κορίτσια. Τη μία ο Κοσμάς την ήξερε. Ήταν εργάτρια σε μία φάμπρικα κοντά στη πλατεία Αττικής. Πριν ένα μήνα οι γερμανοί τής είχαν σκοτώσει τον αδελφό.

Μαζί με τα κορίτσια ήρθε και ο ακορντεονίστας. Αυτός ανάγγειλε μία μικρή μεταβολή στο πρόγραμμα. Αν έρχονταν τίποτα γερμανοί ή της Ασφάλειας δεν θα έπαιζε, είπε, τα «Κύματα του Δουνάβεως», παρά λόγω της ημέρας θα το γύριζε στο «Σήμερα βαφτίζεται ο Χριστός».

― Σύμφωνοι, είπε ο μάστρο-Γιώργης. Αινείτε, τον Κύριο. Αινείτε αυτόν εν χορδαίς και οργάνοις…

Η εργάτρια πήγε με το μάστρο-Γιώργη. Η άλλη ήταν ένα βαρελάκι τόσο δα. Την έβλεπε ο Κοσμάς και θυμόταν το γέρο Κατσωτάκη: «ένας βόμπιρας σας λέγω!...».

― Έλα συναγωνιστή! είπε του Κοσμά και πήρε την άλλη μεριά του δρόμου.

Σταμάτησε μπροστά σε μια πέτρινη μάντρα. Το ντουβάρι ήταν κιόλας ασπρισμένο.

― Εγώ το άσπρισα, είπε το κορίτσι. Όσο να έλθετε έφερα ασβέστη και το άσπρισα. Είναι ακόμα φρέσκο. Μα δεν πειράζει. Αν δεν πιάσει καμιά βροχή θα στεγνώσει γρήγορα. Τι θα γράψουμε;

Ο Κοσμάς μέτρησε το ασπρισμένο ντουβάρι με το μάτι και διάλεξε το σύνθημα. Βούτηξε το πινέλο στον κουβά που κρατούσε το κορίτσι, το στριφογύρισε στα σβέλτα για να μην σουρώσουν οι μπογιές και τράβηξε την πρώτη πινελιά. Μα στο ντουβάρι φάνηκε μονάχα μια μουτζούρα.

― Μη βιάζεσαι τόσο! είπε το κορίτσι. Πρώτη φορά γράφεις;

― Πρώτη.

― Μη βιάζεσαι. Να τραβάς το πινέλο μαλακότερα.

Δοκίμασε και πιο αργά. Καθώς είχε σηκώσει το χέρι ψηλά, οι μπογιές έπεσαν απάνω του. Με πολλά βάσανα έγραψε την πρώτη λέξη: ΚΑΤΩ… Από την άλλη μεριά ο μάστρο-Γιώργης είχε κάνει φτερά. Όσο να γράψει την πρώτη λέξη ο Κοσμάς, αυτός είχε τελειώσει με τα δύο πρώτα συνθήματα. Πήγαινε τρέχοντας.

― Έτσι θα μας πιάσει το πρωί, συναγωνιστή, είπε η μικρή. Κράτα δω!

Του έδωσε τον κουβά και πήρε το πινέλο.

― Τι να γράψω τώρα;

Ο Κοσμάς της είπε το σύνθημα: Κάτω η πολιτική επιστράτευση.

― Τι επιστράτευση πάλι είναι αυτή;

― Οι γερμανοί θέλουν να μας επιστρατεύσουν, της είπε. Να μας πάρουν εργάτες στα οχυρωματικά έργα.

― Από δω θα πάρουν! ― κι άρχισε να γράφει. Λέγε μου τώρα τις λέξεις μία-μία.

― Πολιτική, είπε ο Κοσμάς.

Εκείνη έγραψε γρήγορα το Π.

― Το άλλο πως γράφεται; Σκέψου καλά γιατί πρέπει να είναι και με ορθογραφία.

― Όμικρον! Είπε ο Κοσμάς.

Δε φάνηκε να την φώτισε.

― Δηλαδή κουλούρα ή από το άλλο;

― Κουλούρα.

― Έτσι πες.

Μιλούσε κι έγραφε. Τα χέρια της πήγαιναν γρήγορα.

― Που δουλεύεις; Τη ρώτησε ο Κοσμάς.

― Μαζί με τη Γεωργία, στη φάμπρικα.

― Και πως σε λένε;

― Παναγιώτα. Εσύ δε με ξέρεις, όμως εγώ σε ξέρω.

― Με ξέρεις; Από πού;

― Σε ξέρω!

Το μάστρο-Γιώργη τον πήγαιναν τώρα από κοντά. Και το ακορντεόν έπαιζε συνέχεια καντάδες. Στο τελευταίο σύνθημα τα δύο συνεργεία βρέθηκαν αντίκρυ. Έγραφε τη στιγμή εκείνη ο Κοσμάς, που δούλευε τώρα λιγάκι με άνεση. Τα γράμματα έβγαιναν όπως τα ήθελε ο μάστρο-Γιώργης: παλικαρίσια και όμορφα. Όπου το σήκωνε η περίσταση τραβούσε ο Κοσμάς καμιά ουρά ακολουθώντας τη συνταγή του μάστορα. Η Παναγιώτα ήταν ενθουσιασμένη.

― Μπράβο! Του έλεγε. Αυτό το ’γραψες καλά.

― Από πού με ξέρεις όμως δε μου είπες.

― Στη διαδήλωση σε είδα!

― Πότε;

― Στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, δε θυμάσαι; Ήμουνα με τη Γιάννα.

― Ξέρεις τη Γιάννα;

Η Παναγιώτα δεν πρόλαβε να απαντήσει. Η χορωδία το γύρισε ξαφνικά στα κάλαντα. Ο Κοσμάς σταμάτησε κι αφουγκράστηκε.

― Πάμε! Φώναξε η Παναγιώτα.

― Μια στιγμή και τελειώνω, είπε ο Κοσμάς κι άρχισε να τραβά βιαστικά πινελιές.

Το σύνθημα όμως έμεινε μισοτελειωμένο. Από ψηλά κάποιος έφτασε τρέχοντας. Ο Κοσμάς άκουσε λαχανητά και γυναικεία φωνή.

― Έρχονται!

Η Παναγιώτα το έβαλε στα σβέλτα στα πόδια. Από αντίκρυ είχε γίνει άφαντος κι ο μάστρο-Γιώργης. Το κορίτσι που είχε έρθει πέρασε τρέχοντας στο πλάι του και ο Κοσμάς την ακολούθησε. Πέρα ακούστηκαν φωνές και ποδοβολητά. Ο δρόμος φωτιζόταν κιόλας από τους φανούς των αυτοκινήτων.

Ο Κοσμάς έφτασε πλάι στο κορίτσι που έτρεχε.

― Πρέπει να στρίψουμε, είπε, θα μας δουν.

Εκείνη, που φαίνεται τον γνώρισε αμέσως, δε μίλησε. Έτρεξε λιγάκι, ύστερα στάθηκε, έστριψε και σκαρφάλωσε σε μια σιδερένια πόρτα και πήδησε. Τη στιγμή που πηδούσε κι ο Κοσμάς, τα φανάρια του αυτοκινήτου φώτιζαν πέρα το δρόμο. Το φως έπεφτε απάνω στην Παναγιώτα που έτρεχε. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Από τις καρότσες πήδησαν και φώτιζαν με τους φακούς τους τους τοίχους. Κάποιος σκόνταψε στον τενεκέ με τις μπογιές κι άρχισε τις βλαστημιές. Φάνηκε κι ένας άλλος που είχε αρπάξει τον κουβά και τον άδειαζε πάνω στο ντουβάρι που είχε ασπρίσει η Παναγιώτα.

Ο Κοσμάς πήδησε. Είχε πέσει μέσα σ’ έναν κήπο. Το κορίτσι είχε σταθεί πλάι του ακουμπώντας στον τοίχο.

― Πρέπει να φεύγουμε! Είπε ο Κοσμάς.

Εκείνη πάλι δεν του απάντησε και τότε ο Κοσμάς γύρισε και την είδε.

Η Γιάννα δεν το άφησε να μιλήσει.

― Μη μιλάς, του είπε ψιθυριστά. Έλα κοντά μου!

Πήραν κολλητά τον τοίχο. Στο δρόμο ακούγονταν που έτρεχαν. Στο σπίτι που ήταν η χορωδία έπεσαν πυροβολισμοί. Τότε μέσα στον κήπο γαύγισαν τα σκυλιά κι εκεί στο πλάι ξύπνησαν κάτι κότες. Είχαν βρεθεί σ’ ένα σανιδένιο κοτέτσι σκεπασμένο με λαμαρίνα. Πέρασαν και κρύφτηκαν πίσω.

Κάπου μία ώρα έμειναν μέσα στον έρημο κήπο. Απόξω στο δρόμο δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Ήταν γερμανοί και χωροφύλακες. Έτρεχαν απάνω-κάτω, και τ’ αυτοκίνητα πότε πήγαιναν μπροστά, πότε γύριζαν πίσω. Δυο-τρεις σκαρφαλώσαν και στη μάντρα και ψάχναν με τους φακούς τον κήπο. Έψαξαν παντού, δεν είδαν τίποτα και κατόπιν έριξαν το φως απάνω στο σκύλο που είχε στριμωχτεί στη γωνία και κλαούριζε από τη λαχτάρα του.

― Τον βάνουμε, ρε, στο σημάδι; είπε κάποιος.

Ο άλλος βρέθηκε πιο λογικός:

― Μα με τους σκύλους θα τα βάλουμε τώρα; Να στριμώχναμε κανένα κουκουέ…

Ύστερα ο δρόμος πήρε σιγά-σιγά να ησυχάζει. Ακούστηκαν και τ’ αυτοκίνητα που έφευγαν και κατόπιν έγινε ησυχία, μια ησυχία δίχως τέλος.

Η Γιάννα σηκώθηκε κι αφουγκράστηκε κατά τη μεριά του δρόμου. Σηκώθηκε κι ο Κοσμάς.

― Θα βγούμε από την άλλη μεριά! είπε η Γιάννα.

Έφτασε στο ντουβάρι κι αρπάχτηκε από τα κάγκελα. Μα ο Κοσμάς ανέβηκε πρώτος. Όπως έκανε ν’ ανεβεί, η Γιάννα τον σταμάτησε.

― Τι είναι αυτό; Του είπε.

Στο χέρι του ο Κοσμάς κρατούσε ακόμη το πινέλο. Ανέβηκε στα κάγκελα, κοίταξε πέρα τον έρημο δρόμο κι έδωκε χέρι στη Γιάννα.

Πήγαν κάμποσο μαζί. Στον πρώτο δρόμο που συνάντησαν, η Γιάννα στάθηκε.

― Εδώ θα χωρίσουμε, του είπε. Δώσε και το πινέλο, γιατί εγώ θα πάω εδώ κοντά. Εσύ μένεις μακριά;

― Είναι κάμποσο.

― Η ώρα πλησιάζει, πρέπει να βιαστείς. Καληνύχτα.

Τι του ήρθε; Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τη χάσει έτσι, όπως τότε. Αυτούς τους δύσκολους μήνες την είχε αναζητήσει πολύ κι έπρεπε να της το πει― να της το πει απόψε κιόλας πόσο του έλειψε. Τη φώναξε:

― Γιάννα!

Στάθηκε.

Μα παλιά και νέα χτυποκάρδια σηκωθήκαν σε μια στιγμή και του χάλασαν τη σειρά. Τι να της ειπεί;

Κι άξαφνα, από πού του κατέβηκε τη στιγμή εκείνη η αμαρτωλή σκέψη; Υποψίες που είχαν γεννηθεί, ποιος ξέρει πότε― υποψίες που δεν τις είχε αντικρίσει φανερά, παρά έβοσκαν κρυμμένες, σηκώθηκαν όλες μαζί.

― Θα σε ρωτήσω κάτι, Γιάννα, μα να μου πεις την αλήθεια.

Στεκόταν αντίκρυ του σιωπηλή και σκοτεινή σαν το αίνιγμα.

― Πες μου, της είπε, τον αγαπάς τον Τένη;

Την άκουσε που στέναξε. Τι να ήταν όμως ο στεναγμός εκείνος; Να ήταν η σιωπηλή ομολογία;

― Τον αγαπάς; Ξαναρώτησε. Πες μου την αλήθεια, πες μου… γιατί δε μιλάς, Γιάννα;

Ζήλευε εκείνη τη στιγμή, ζήλευε δυνατά και ήταν κακός.

― Να σου πω εγώ, της είπε, να σου πω εγώ. Τον αγαπάς!

Της το σφύριξε μέσα από τα δόντια, πεισματικά, σα να πετούσε φαρμάκι, σα να της έλεγε την πιο βαριά κατηγορία.

Δεν του απάντησε και τότε. Μα σήκωσε ξαφνικά το χέρι της και του το κατέβασε δυνατά στο πρόσωπο.

Ύστερα έφυγε τρέχοντας.

Περασμένες δώδεκα έφτασε ο Κοσμάς στο υπόγειο του Αντρίκου. Ο γέρος κοιμόταν. Στο ντιβάνι καθόταν και κάτι διάβαζε ο Τηλέμαχος.

― Εν τάξει; Ρώτησε.

Ο Κοσμάς δεν του απάντησε. Έκατσε και κείνος στο ντιβάνι και ήθελε να βρει πως θα ’κανε την αρχή. Στο δρόμο που ερχόταν είχε πάρει την απόφαση να τα πει στον Τηλέμαχο όλα. Εκείνος τον πρόλαβε:

― Το ’μαθες λοιπόν κι εσύ; Τον ρώτησε.

― Τι να μάθω;

― Για τον Τένη.

― Τι;

― Σήμερα το πρωί τον ντουφέκισαν στο Θυσιαστήριο.

Το δωμάτιο έφερε γύρους.

― …Τον ντουφέκισαν με άλλους εξήντα. Από το αυτοκίνητο που τους πηγαίναν στην Καισαριανή πέταξε το μαντήλι του με αυτό εδώ το σημείωμα.

Στο σημείωμα ο Κοσμάς διάβασε:

«Φίλοι μου, πάω για εκτέλεση. Ο θάνατός μου ας σας δώσει καινούργια δύναμη να συνεχίσετε τον αγώνα. Πεθαίνουμε για τη λευτεριά. Από τον αγώνα αυτόν ο λαός μας πρέπει να βγει νικητής. Έτσι δε θα πάει και το δικό μας αίμα χαμένο. Γιάννα, αγαπημένη μου. Η τελευταία σκέψη μου είναι μαζί σου. Ήθελα να σε κάνω ευτυχισμένη, δεν μπόρεσα. Τώρα που φεύγω σου εύχομαι να βρεις σύντροφο της ζωής σου άξιό μου και άξιό σου. Έχετε όλοι σας γεια. Τένης».

http://www.sarantakos.com/
 
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
 
i.Όσιπ Μαντελστάμ - Ακόμα δεν απέθανα…
 
Ακόμα δεν απέθανα, μόνος ακόμα δεν έχω μείνει
όσο με τη ζητιάνα φίλη μου μπορώ
καταχνιές, πείνα, χιονοθύελλες κι αυτό τον κάμπο τον θαυμαστό
να βλέπω, να τα χαιρόμαστε κι εγώ κι εκείνη.

Σε τούτ’ την ωραία μου φτώχεια, σε τούτ’ την πλούσια ζητιανιά
μόνος είμαι, ήρεμος, παρηγορημένος
στις μέρες μου, στις νύχτες μου ευλογημένος
κι ο άσπιλος ο μόχθος μου ηχεί κι αυτός γλυκά.

Αλί σ’ εκείνον που ολόιδιος η σκιά του
φοβάται τ’ αλυχτήματα και ο αέρας τον λυγίζει,
φτωχός εκείνος που έπαψε να ελπίζει
μονάχος με τον εαυτό του και με τη ζητιανιά του.
Γενάρης 1937.

Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος

ii. Όσιπ Μαντελστάμ - [Όχι, δεν είν’ ερείπια…]

Όχι, δεν είν’ ερείπια· δάσους κορμοί πανίσχυρου κι αλφαδιασμένου,
κούτσουρα γι’ άγκυρες απ’ τις κομμένες βελανιδιές του χριστιανισμού,
αγριεμένου μες στα παραμύθια του,
ρολά από πέτρινη τσόχα στα κιονόκρανα, πραμάτειες ληστεμένες από
τα εμπορικά της ειδωλολατρείας,
σταφυλόρωγες σαν τ’ αυγά του πιτσουνιού, σκαλίδια στριφογυριστά
σαν το κέρατο του αρνιού,
κι αϊτοί κορδωμένοι που ακόμα δεν τους ποδοπάτησε το Βυζάντιο.
1930

Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος 
 
  iii. Αλέξανδρος Πούσκιν —Η διαθήκη του ποιητή Κιούχελμπέχερ

Φίλοι, σχωράτε με! Σ’ εσάς όλα τ’ αφήνω
όσα έχω και δεν έχω· σας παραδίνω
τις πίκρες, τα τραγούδια μου, τιμές και κλέη
— κι εσείς μου σβήνετε τα χρέη.

Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου