Η φωτογραφία είναι από https://www.maxmag.gr/
Ο Αλέξανδρος Γκιάλας (Ελάτα Χίου, 1915 – Αθήνα, 5 Μαΐου 1948) ήταν Έλληνας ποιητής, γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο «Γ. Βερίτης».
Ο Αλέξανδρος Γκιάλας ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά του Ιωάννη Γκιάλα, ιερέα και δασκάλου στο χωριό Ελάτα της Χίου, και της Αμαλίας Γκιάλα, το γένος Μπιλίρη. Από το γυμνάσιο άρχισε να εκδηλώνεται η κλίση του Γ. Βερίτη για τα γράμματα, με τη σύνθεση ποιημάτων, διηγημάτων και άρθρων, που τα δημοσίευσε σε μαθητικά περιοδικά και τοπικές εφημερίδες της Χίου. Ποιήματά του την περίοδο εκείνη δημοσιεύθηκαν και στο λογοτεχνικό περιοδικό της Αθήνας Νέα Εστία με το ψευδώνυμο Αλέκος Πέτασος. Πριν τελειώσει το Γυμνάσιο, κατά τη συμμετοχή του σε γυμναστικές επιδείξεις, ασθένησε από οξείς ρευματισμούς, οι οποίοι προσέβαλαν την καρδιά του, πάθηση που τελικά οδήγησε στον πρόωρο θάνατό του. Η πρώιμη διανοητική του ανάπτυξη τον έφερε φοιτητή σε ηλικία 16 ετών στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην Αθήνα συνδέθηκε με την Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή». Από το 1937, όταν εκδόθηκε το περιοδικό Ακτίνες ως όργανο της «Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων», ο Γ. Βερίτης υπήρξε από τους πρώτους και βασικούς συνεργάτες του. Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε ιδίως στον χώρο της νεολαίας και στον φοιτητικό χώρο καταπολεμώντας τις υλιστικές θεωρίες, ακόμα και κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Τον Σεπτέμβριο 1944 έπεσε πολεμώντας στη Μάχη του Ρίμινι (Ιταλία) ο αδελφός του Γιώργος, στον οποίο αφιέρωσε ένα από τα λυρικότερα ποιήματά του. Ο Βερίτης απεβίωσε στις 5 Μαΐου 1948, μόλις μετά το Πάσχα, ενώ από τον Φεβρουάριο 1946 ήταν παράλυτος από τη δεξιά πλευρά του σώματός του. Η σορός του αναπαύεται στην «κατακόμβη» του κτήματος της «Ζωής» στην Αγία Παρασκευή (τον γνωστό δήμο του Λεκανοπεδίου Αττικής).
Ο Αλέξανδρος Γκιάλας ήταν αδελφός του χειρουργού και υποστρατήγου Υγειονομικού Μιχαήλ Γκιάλα.
Ο Αλέξανδρος Γκιάλας ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά του Ιωάννη Γκιάλα, ιερέα και δασκάλου στο χωριό Ελάτα της Χίου, και της Αμαλίας Γκιάλα, το γένος Μπιλίρη. Από το γυμνάσιο άρχισε να εκδηλώνεται η κλίση του Γ. Βερίτη για τα γράμματα, με τη σύνθεση ποιημάτων, διηγημάτων και άρθρων, που τα δημοσίευσε σε μαθητικά περιοδικά και τοπικές εφημερίδες της Χίου. Ποιήματά του την περίοδο εκείνη δημοσιεύθηκαν και στο λογοτεχνικό περιοδικό της Αθήνας Νέα Εστία με το ψευδώνυμο Αλέκος Πέτασος. Πριν τελειώσει το Γυμνάσιο, κατά τη συμμετοχή του σε γυμναστικές επιδείξεις, ασθένησε από οξείς ρευματισμούς, οι οποίοι προσέβαλαν την καρδιά του, πάθηση που τελικά οδήγησε στον πρόωρο θάνατό του. Η πρώιμη διανοητική του ανάπτυξη τον έφερε φοιτητή σε ηλικία 16 ετών στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην Αθήνα συνδέθηκε με την Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή». Από το 1937, όταν εκδόθηκε το περιοδικό Ακτίνες ως όργανο της «Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων», ο Γ. Βερίτης υπήρξε από τους πρώτους και βασικούς συνεργάτες του. Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε ιδίως στον χώρο της νεολαίας και στον φοιτητικό χώρο καταπολεμώντας τις υλιστικές θεωρίες, ακόμα και κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Τον Σεπτέμβριο 1944 έπεσε πολεμώντας στη Μάχη του Ρίμινι (Ιταλία) ο αδελφός του Γιώργος, στον οποίο αφιέρωσε ένα από τα λυρικότερα ποιήματά του. Ο Βερίτης απεβίωσε στις 5 Μαΐου 1948, μόλις μετά το Πάσχα, ενώ από τον Φεβρουάριο 1946 ήταν παράλυτος από τη δεξιά πλευρά του σώματός του. Η σορός του αναπαύεται στην «κατακόμβη» του κτήματος της «Ζωής» στην Αγία Παρασκευή (τον γνωστό δήμο του Λεκανοπεδίου Αττικής).
Ο Αλέξανδρος Γκιάλας ήταν αδελφός του χειρουργού και υποστρατήγου Υγειονομικού Μιχαήλ Γκιάλα.
Το έργο του
Ως προς το έργο του, ο Βερίτης δεν υπήρξε αποκλειστικά ποιητής, αλλά και μελετητής στην επιστήμη του, τη Θεολογία, μεταφραστής, διηγηματογράφος και λογοτεχνικός κριτικός. Προεχόντως, υπήρξε ένας Χριστιανός αγωνιστής και πνευματικός άνθρωπος. Μόλις μία ποιητική συλλογή (Η Ωδή του Αγαπητού, 1947) εκδόθηκε όσο ζούσε, ενώ άλλες τρεις (Στις πηγές των υδάτων, `Οταν ανθίζουν τα κρίνα, Με την αυγή) εκδόθηκαν με υλικό που συγκεντρώθηκε από τα χειρόγραφά του μετά τον θάνατό του. Το σύνολο των ποιημάτων του εκδόθηκε και σε 1 τόμο από τις εκδόσεις «Δαμασκός» (1958), ενώ σε άλλους 2 τόμους το πεζό του έργο («`Αρθρα και Μελέται» και «Φιλολογικά θέματα, Διηγήματα, Μορφαί»). Ο Βερίτης μετέφρασε ακόμη «Το ταξίδι του Εκατόνταρχου» του Ερνέστου Ψυχάρη από τη γαλλική (έκδοση «Δαμασκού» 1949). Τίτλοι αντιπροσωπευτικών του ποιημάτων: «Ζητώντας το Φως», «Αλήθειες», Ο `Υμνος των φοιτητών», «Ο Αναστάσιμος», «Τρεις φωνές», «Ποιος άλλος;». Τίτλοι διηγημάτων: «Ο Γησίλας», «Κάθε Πάσχα», «Ο φαροφύλακας».
Η θεματολογία του έργου του, ιδίως του ποιητικού, είναι σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτική. Τα ποιήματα είναι έντονα λυρικά, με αυστηρά παραδοσιακή τεχνοτροπία (έμμετροι, ομοιοκατάληκτοι στίχοι) αλλά σε λαϊκή, ζωντανή δημοτική γλώσσα. Μέσα στον συναισθηματικό λυρισμό ωστόσο κατορθώνει και ενσωματώνει την πίστη και την ιδεολογία του, καθώς ο ίδιος είχε διακηρύξει ότι ήταν εναντίον του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη».
Αρκετά ποιήματά του μελοποιήθηκαν σε τραγούδια από τον μουσικοσυνθέτη Απόστολο Βαλληνδρά, ενώ το ποίημά του «Ο Κοινωνικός» από τη συλλογή Η Ωδή του Αγαπητού απετέλεσε το λιμπρέτο για μία σύνθεση κλασικής μορφής μουσικής: το ομώνυμο ορατόριο της συνθέτιδας Ελένης Οικονομοπούλου.
Ως προς το έργο του, ο Βερίτης δεν υπήρξε αποκλειστικά ποιητής, αλλά και μελετητής στην επιστήμη του, τη Θεολογία, μεταφραστής, διηγηματογράφος και λογοτεχνικός κριτικός. Προεχόντως, υπήρξε ένας Χριστιανός αγωνιστής και πνευματικός άνθρωπος. Μόλις μία ποιητική συλλογή (Η Ωδή του Αγαπητού, 1947) εκδόθηκε όσο ζούσε, ενώ άλλες τρεις (Στις πηγές των υδάτων, `Οταν ανθίζουν τα κρίνα, Με την αυγή) εκδόθηκαν με υλικό που συγκεντρώθηκε από τα χειρόγραφά του μετά τον θάνατό του. Το σύνολο των ποιημάτων του εκδόθηκε και σε 1 τόμο από τις εκδόσεις «Δαμασκός» (1958), ενώ σε άλλους 2 τόμους το πεζό του έργο («`Αρθρα και Μελέται» και «Φιλολογικά θέματα, Διηγήματα, Μορφαί»). Ο Βερίτης μετέφρασε ακόμη «Το ταξίδι του Εκατόνταρχου» του Ερνέστου Ψυχάρη από τη γαλλική (έκδοση «Δαμασκού» 1949). Τίτλοι αντιπροσωπευτικών του ποιημάτων: «Ζητώντας το Φως», «Αλήθειες», Ο `Υμνος των φοιτητών», «Ο Αναστάσιμος», «Τρεις φωνές», «Ποιος άλλος;». Τίτλοι διηγημάτων: «Ο Γησίλας», «Κάθε Πάσχα», «Ο φαροφύλακας».
Η θεματολογία του έργου του, ιδίως του ποιητικού, είναι σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτική. Τα ποιήματα είναι έντονα λυρικά, με αυστηρά παραδοσιακή τεχνοτροπία (έμμετροι, ομοιοκατάληκτοι στίχοι) αλλά σε λαϊκή, ζωντανή δημοτική γλώσσα. Μέσα στον συναισθηματικό λυρισμό ωστόσο κατορθώνει και ενσωματώνει την πίστη και την ιδεολογία του, καθώς ο ίδιος είχε διακηρύξει ότι ήταν εναντίον του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη».
Αρκετά ποιήματά του μελοποιήθηκαν σε τραγούδια από τον μουσικοσυνθέτη Απόστολο Βαλληνδρά, ενώ το ποίημά του «Ο Κοινωνικός» από τη συλλογή Η Ωδή του Αγαπητού απετέλεσε το λιμπρέτο για μία σύνθεση κλασικής μορφής μουσικής: το ομώνυμο ορατόριο της συνθέτιδας Ελένης Οικονομοπούλου.
Αναγνώριση
Στο νησί του, τη Χίο, ο Γ. Βερίτης τιμάται με δύο προτομές. Η πρώτη, μαρμάρινη, βρίσκεται στον Δημοτικό Κήπο (το «Βουνάκι») της πρωτεύουσας του νησιού (Χίος ή «Χώρα»), ενώ η δεύτερη, μεταλλική και πιο πρόσφατη, στο χωριό καταγωγής του πατέρα του, τα Μεστά, τοποθετημένη, αρκετά ταιριαστά, έξω από την είσοδο του «Ταξιάρχη Μεστών», της μεγαλύτερης εκκλησίας του νησιού. «Γ. Βερίτη» ονομάζεται η βασική εσωτερική οδός που συνδέει τη Χώρα με τον Κάμπο της Χίου, ενώ στο Λεκανοπέδιο Αττικής δύο μικροί δρόμοι φέρουν το όνομα του ποιητή.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ὁ Κοινωνικός
Πάσχα θὰ κάμω πάλι σήμερα,
γιατὶ θὰ κοινωνήσω πάλι!
Πάσχα θὰ κάμω πάλι σήμερα,
κι εἶν᾿ ἡ λαχτάρα μου μεγάλη!
Ὁ λειτουργός προβαίνει ἐπίσημα
τ᾿ Ἅγια κρατώντας ὑψωμένα,
μὰ Ἐσὺ μᾶς κράζεις μὲ τὰ χείλη του·
πιστοί μου ἐλᾶτε πρὸς ἐμένα.
Σεμνὰ κι ἀθόρυβα προσέρχονται·
θερμὸς στὰ μάτια ὁ πόθος λάμπει·
κι ἀνοίγουν οἱ καρδιές ἐφτάδιπλες,
ὁ Βασιληᾶς τῶν ὅλων νἄμπη.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἰδού βαδίζω... . Γήινο τίποτα
δὲν ἔχει τώρα ὁ λογισμός μου,
γιατὶ μὲ κάλεσε συντράπεζο
ὁ Βασιληᾶς ὅλου τοῦ κόσμου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἰδού Στὸ βῆμα τῶν πατέρων μου
ρυθμίζω τὸ δικό μου βῆμα,
κι Ἐσύ μὲ δέχεσαι ὡς τοὺς δέχτηκες,
θύτης Ἐσὺ μαζί καὶ θῦμα!
Στὴν ὀμορφιά μας τὴν πρωτόπλαστη
μᾶς ξαναφέρν᾿ ἡ δύναμή σου.
Στὴν ὀμορφιά μας τὴν πρωτόπλαστη
καὶ στὶς χαρές τοῦ παραδείσου.
Ἀγγέλων λύρες ἁρμονίζονται
καὶ χαρουβείμ δοξολογοῦνε,
κι ἀρχάγγελοι ἔσκυψαν, θαυμάζοντας,
τὴ μυστικὴ ἕνωση νὰ δοῦνε...
Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ καταδέχτηκες
στὴ φάτνη τούτη νὰ ξανάρθης.
Ὦ, μεῖνε χρόνια, χρόνια ἀτέλειωτα
μέσα μου, ἀφέντης καὶ μονάρχης.
http://users.uoa.gr/
Δεν θα βαδίσω σε κήπους ανθόσπαρτους.
Δεν θα βαδίσω σε κήπους ανθόσπαρτους τώρα μαζί σου,
δε θα λουστείς στα νερά τα κρυστάλλινα του Παραδείσου..
Δύσκολο βρίσκεις και μέγα τ΄αγώνισμα, σκληρό τον νόμο,
κι΄ειναι βαρύς ο σταυρός που σου φόρτωσα πάνω στον ώμο!
Σφίξε αδερφέ τον σταυρό που σου χάρισα μέσα στα χέρια,
πρίν απο σένα τρυπήθηκα εγώ στην καρδιά με μαχαίρια!
Τούτο το αγώνισμα φίλε που σου δωκα μην τ΄αποστέρξεις,
Πρώτος ανέβηκα εγω τον ανήφορο αυτόν που θα τρέξεις..
Ηταν βαρύς ο σταυρός μου και ασήκωτος σαν απο πέτρα!
Πίστεψε δεν μου τον είχανε κόψει σ΄ανθρώπινα μέτρα..
Κι όμως σαν άνθρωπος όμοιος κι εγω τον κρατούσα..
κι έρημος, άφιλος, μες σε λυκόσκυλα μόνος τραβούσα..
Κοίτα στου δύσκολου δρόμου σου εδώ του σκληρού τα λιθάρια,
κοίτα και θα ΄βρεις ακόμα παντού τα ματόγραφτ΄ αχνάρια..
Κι όπου κοιτάξεις στις πέτρες εδώ τις μικρές, τις μεγάλες..
Θα ΄βρεις ακόμα να αχνίζουν ζεστές τις αιμάτινες στάλες..
Βλέπω τα χέρια σου απόκαμαν κι έμειναν σαν μαραμένα!
Ω και να δείς τα καρφιά που μου σκάψαν τα χέρια μου εμένα!
Σύγκορμος τρέμεις! τα πόδια παράλυσαν, θόλωσε ο νούς σου..
Μαύρισ ΄η μέρα σου αντάριασμα πλάκωσε τους ουρανούς σου!
Όλα τ΄αστέρια βασίλεψαν κι έσβησαν στα βλέφαρα σου..
κι ουτε μια λάμψη φωτίζει παρήγορη τη συμφορά σου!
Θάρρος παιδί μου, περπάτα και κράτα με, αντάμα θα πάμε
άγνωστη να ΄ναι και ξένη στα χείλη σου η λέξη "φοβάμαι"..
Δώσ΄ μου το χέρι σου κι άφοβα ακούμπησε πάνω σε μένα
Διώξε τα μαύρα πουλιά που κρατάς μεσ΄την σκέψη κρυμμένα!
http://www.sostis.gr/
Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ
Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.
Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εκεί ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.
Τώρα, απ’ την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στη σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματοβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.
Στην εκκλησιά τη θολωτή
που στ’ όνειρό της ζει και αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.
Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο και ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.
Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτές,
̶ έπηξε η φλόγα στο καντήλι!
Μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.
Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους, μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κοιτάς
κάθετο μπρός το δρόμο.
Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
̶ χειμώνας, και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
και ξαναζούν στη σιγαλιά
ιδέες και πράγματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.
Τα καντηλάκια στο Ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
σταθήκαν στους αγίους μπροστά
̶ κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.
Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθεί,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνει!
Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης τη βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.
Μέσα μου κάτι ξαναζεί
που μεγαλώσαμε μαζί
και το ‘χα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.
Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θα ‘μαστε, Χριστέ μας!
Όρθρος δε χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει˙ μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.
Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήσει,
ξυπόλητη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύσει.
Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ώ, τι χαρά σου να θωρείς
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!
Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθρίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και Φως του κόσμου.
Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πώς ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!
Στης εκκλησιάς τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαφροπετά
Και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.
Κάποι’ αφροκαμώματα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραμύθια του Ιερού
και στις δυό κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.
Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ώς ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφού των πόθου.
Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως και οι μορφές οι ασκητικές
που δε γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!
Στην αγία Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα του κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.
Ω Νικητή των νικητών
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ΄ρθείς να κατοικήσεις;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσεις;
«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι είν’ η καρδιά μου νηστική
για φως, χαρά κι αλήθεια.
εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.
«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.
Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοι μου πόθοι.
Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος και αδερφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!
Ποιος θα μπορούσε να το πει
πώς τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικούς σου πόνους.
Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.
Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθείτε.
κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια κι ο λόγος του πιστός
κι εσείς θ’ αναστηθείτε.
Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.
Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πού ‘ρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάσει.
Τουτ’ η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπει
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίσει όλη τη γη,
θα σείσει τα επουράνια.
Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά τη Δύση;
Ποιος θα βρεθεί να τους το πει
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιος θα τις γυρίσει;
Ανάσταση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλαίνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.
Το βάρος έχει μοιραστεί,
και τον ξεκάμαν το ληστή
που σπερνέ ολούθε τρόμο.
Κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.
Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμοί συ, στείρε.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσ’ η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.
Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!
http://www.sostis.gr/
ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ
-Νυχτωμένοι στρατοκόποι,
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
σάν τί νά ‘ναι πού ζητᾶτε;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μές στό σκοτεινό στρατί
τ’ ἀνηφορικό, γιατί,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
Νά! Σέ λίγο ἀρχίζει ἡ μπόρα:
Σύγνεφα, βροντή, καπνός·
καί τό λιγοστό ἀστροφῶς,
πού σᾶς σιγοφέγγει τώρα,
ὅπου νά ‘ν’ κι αὐτό θά σβήσει.
Καί σεῖς τρέχετε, γυρνᾶτε,
λές καί βιάζεστε νά πᾶτε
σέ νυχτερινό μεθύσι.
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι!
Σάν τί νά ‘ναι πού ζητᾶτε
στά σκοτάδια πού γυρνᾶτε,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
– Τί ζητᾶμε; Φῶς, διαβάτη:
Εἶν’ ὁ πόθος ὁ βαθύς
κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς.
Σάν ποιό νά ‘ν’ τό μονοπάτι
πού στό φῶς θέ νά μᾶς φέρει;
Ἄχ! κανείς μας δέν τό ξέρει.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Πήραμ’ ἕνα γιδοστράτι
καί χυθήκαμε στά σκότη
ἀπ’ τήν πρώτη μας τή νιότη.
Καί ζητᾶμε κι ὅλο πᾶμε
κι ὅσο πᾶμε καί ζητᾶμε.
Πόσα χρόνια πᾶνε τώρα;
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεῖς;
Μέτρησέ μας τα ἄν μπορεῖς.
Μέ τήν ἴδια πάντα φόρα,
στό σκοτάδι, στ’ ἀστροφῶς,
τριγυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
καί γυρεύουμε τό Φῶς.
Πήγαμε στή Βαβυλώνα,
στό Θιβέτ, στήν Καρχηδόνα,
στῆς Αἰγύπτου τίς ἐρμιές.
Μᾶς ἐμάθαν ὅλ’ οἱ δρόμοι
κι ὅλες οἱ νεροσυρμές
ὥς τήν Κίνα κι ὥς τή Ρώμη.
Τϊποτα! Νεκρές ἐλπίδες!
Δέν ἐβρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές ἀχτίδες.
Φῶς ζητᾶμε, Φῶς, διαβάτη.
Ξαναπαίρνουμε φτερά
καί πετᾶμε νύχτα-μέρα
ἀπ’ τό Νεῖλο στόν Εὐφράτη
κι ὥς τίς θάλασσες κι ὥς πέρα.
Τρέξαμε στό Καπιτώλιο
καί στό βράχο τόν αἰώνιο
κι ἀνεβήκαμε κι αὐτές
τοῦ Ὀλύμπου τίς κορφές.
Μά κι ἐδῶ ἡ χαρά σάν πρῶτα
σβήστηκε σάν λευκαφρός:
Ἦταν φῶτα, χίλια φῶτα,
μά δέν ἤτανε τό Φῶς…
Καί κινήσαμε καί πάλι
καί ριχτήκαμε ξανά
στά λαγκάδια, στά βουνά,
στά σκοτάδια καί στήν πάλη.
Καί γυρνᾶμε σάν ἀλῆτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
στό σκοτάδι στ’ ἀστροφῶς.
Ἄχ! πονόψυχε διαβάτη,
πές ἐσύ, ποιό μονοπάτι
θά μᾶς φέρει πρός τό Φῶς;
– Κουρασμένοι στρατοκόποι,
πού σᾶς εἶδαν τόσοι τόποι,
πού σᾶς θόλωσαν τό μάτι
καταιγίδα, ἀνεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα,
πάρτε καί τό μονοπάτι
τό φτωχό, πού θά σᾶς βγάλει
πρός τῆς Βηθλεέμ τή χώρα.
Εἶν’ τό ἴδιο τό στρατί
τό ματόβρεχτο πού φθάνει
στό μαρτυρικό στεφάνι
κι ὥς τό Γολγοθᾶ κρατεῖ.
Ἀκλουθᾶτε το, ἀκλουθᾶτε:
Ἀπ’ τή φάτνη ὥς τό Σταυρό
μπόρεσα κι ἐγώ νά βρῶ
τ’ ἄυλο Φῶς π’ ἀναζητᾶτε.
https://antexoume.wordpress.com/
Καινούργιος χρόνος
Καινούριος χρόνος πάλι ξημερώνει
και σβήνεται και χάνεται ο παλιός
μαζί του να σβηστούνε όλοι οι πόνοι
το δάκρυ μας, η λύπη, ο στεναγμός.
Καινούργιος χρόνος πάλι ξημερώνει
και λάμπει ο σκοτισμένος ουρανός
μ’ ελπίδες ο Θεός να τον χρυσώνει
και να ‘ν ευτυχισμένος και καλός.
Ελάτε να γυρίσουμε και πάλι
στην πίστη του Χριστού σαν αδελφοί
και ο χρόνος ο καινούργιος θα μας βγάλει
στης δόξας την ολόφωτη κορυφή.
Χριστέ μεγαλοδύναμε Θεέ μας
Χριστέ γεμάτε αγάπη και στοργή
χαρούμενο το χρόνο χάρισέ μας
και δώσε την ειρήνη σου στη γη.
https://odysseiatv.blogspot.com/
Μάνα
Μάνα γλυκύτατη, μάνα ουρανόσταλτη
ατίμητη μάνα
δεν σε θαμπώνουν απάτες εσένα
κι ονείρατα πλάνα
Μάνα η στοργή σου, μεγάλη κι απέραντη
όσο και η πλάση
ποιός θα μπορέσει ως βαθιά την καρδιά σου ποτέ να διαβάσει;
Πως; με βελούδινα δάχτυλα, αγγίζεις τους πόνους μας
και τους γλυκαίνεις
Μάνα γλυκύτατη, όλα τα βάσανα
εσύ τ απαλαίνεις
Ω! το γλυκό, τρυφερό σου μανούλα
κι ολόθερμο φίλημα
στου βρεφικού μας ονείρου τ αθώο
κι απλό παραμίλημα
Όλα μας τάμαθες, μάνα ατίμητη μάνα
Ένα κομμάτι χρυσάφι μας έκρυψες
μέσα βαθιά μας
να μπουμπουκιάσουν ανθοί λαχταράς
του καλού στην καρδιά μας
Μέσα στην αγκάλη σου, ω! θαύμα
κρατάς το θεό μας, Μητέρα
κι είσαι απ τη γη κι απ τους κόσμους των άστρων
Εσύ πλατυτέρα
https://www.rodiaki.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου