Είναι μια μοίρα που δεν στέκει στα καλά της.
Είναι μια λύρα που ξεκούρδιστη γλεντά.
Είναι μια θλίψη που φοράει τα γιορτινά της.
Είν’ ένα γέλιο που καημούς παρακεντά.
Αν την αγγίξεις την μικρή , την Κρινολένια μου,
θα φοβηθεί, θα κρεμαστεί από τα γένια μου.
Με το διάφανό της τ’ άσπρο το υφαντό
που τόση αγάπη δεν τη νταγιαντώ.
Παίρνει τη φλόγα και τη στήνει στη ματιά της.
Παίρνει τ΄αγέρι και το δένει στο λαιμό.
Παίρνει το σύγνεφο, το πλέκει στα μαλλιά της.
Παίρνει κι εμένα στου κορμιού της το γκρεμό.
Αν την κοιτάξεις τη μικρή , την Κυκλαμένια μου
θ’ αγκαλιαστεί με το φιλί και με την έννοια μου.
Με τ’ αραχνένιο νυχτικό της το ριχτό,
αχ, τόση αγάπη πως την καταχτώ!
Σβήνει η νύχτα τα φωτάκια τ’ ουρανού της.
Σβήνει κι εκείνη τον καημό τον ψεσινό.
Σβήνει τη λύπη η χαρά τ’ αυριανού της.
Σβήνει το εσπέρι και ζητά τ’ αυγερινό.
Αν την ξυπνήσεις την μικρή, την Αστραπούλα μου
θε να κρυφτεί μες στην ψυχή και στην καρδούλα μου.
Με τη δαντέλα στο κορμί της σβουριχτή
στ’ όνειρο ας ήταν να μου τυλιχτεί.
γ.π.κ-δρ.
Από τη Συλλογή ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου