Μια νύχτα που έβρεχε και η φύση τρανταζόταν από αστραπές, η Σοφία θα έπαιρνε όρκο πως τον είδε ολόγυμνο να ξεπετιέται μέσα από τον καθρέφτη, όμοιος με μυθικό ήρωα, έτοιμος να εξαπολύσει βέλη που σκότωναν μονάχα την καρδιά, την δική της καρδιά. Ένας αναστεναγμός βγήκε από το στήθος της κι ένα δάσος μπράτσα θαρρείς την έσφιξαν δυνατά.
"Αν και το σκοτάδι σβήνει τα μάτια μου μπορώ και πάλι να σε κοιτάζω. Θα μπορούσα να αισθανθώ την παρουσία σου ακόμη κι αν κάποιος μου έκοβε ένα ένα όλα τα μέλη του σώματός μου αφήνοντάς με συντρίμμια. Θα φύτρωνε η καρδιά μου χέρια για να σε αγκαλιάσει, στόμα για να σε φιλήσει και αυτιά για να ακούσει τα «σ’αγαπώ» σου".
«Σε θέλω» ακούστηκε σα ψίθυρος που μοιαζε να θέλει να μοιραστεί το μυστικό του. Μήπως δεν άκουσα καλά; Ο ψίθυρος συνεχιζόταν, κόλλαγε στους τοίχους του δωματίου της σαν ταπετσαρία και δονούσε όλο το σπίτι.
Φοβάμαι μήπως χάνω τα λογικά μου, μήπως βλέπω και ακούω πράγματα που δεν υπάρχουν;
Η Σοφία άρχισε να ψάχνει με μανία το τελευταίο συρτάρι, εκεί πού φύλαγε ό,τι είχε αφήσει εκείνος πίσω του πριν την παρατήσει για μια άλλη. Η μπλούζα που φορούσε όταν μαστόρευε το αυτοκίνητό του, πασαλειμένη με λάδια, ιδρώτα και βρόμα. Δεν την είχε πλύνει ποτέ ούτε την είχε αντικαταστήσει με κάποια καθαρότερη. Δεν μπορούσε να φανταστεί ένα άλλο μπλουζάκι να παίρνει τη θέση του στο συρτάρι και στην καρδιά της. Το αγαπούσε αυτό το γλιτσιασμένο ύφασμα που κάποτε χάιδευε το σώμα του, κι ας γνώριζε πως δεν το άξιζε.
Η κόρη της την κατηγορεί πως γέμισε πικρία τώρα στην 6η δεκαετία της ζωής της, επειδή δεν περιμένει τίποτα πια από κανέναν κι έμαθε να συμβιβάζεται με σκέτα ψίχουλα. Κι όμως, πόσο λάθος έκανε! Επειδή ακριβώς δεν περίμενε τίποτα, ήταν πιο αισιόδοξη από τους περισσότερους γύρω της και ήταν ελεύθερη να ονειρεύεται, να πιστεύει, να αγαπά…
Δεν ήταν μια γκρεμοτσακισμένη γυναίκα που έσκυβε με δυσκολία να κόψει ένα λουλούδι. Ήταν η ίδια το λουλούδι και δεν έβλεπε παρά μόνο ΑΓΑΠΗ!
Ιφιγένεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου