Ο Σαράντος Παυλέας γεννήθηκε στην Πλάτσα της μεσσηνιακής Μάνης τον Απρίλιο του 1917. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής φιλόλογος. Έκανε σπουδές Φιλολογίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1945 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εργάστηκε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης στο Αμύνταιο, στη Θεσσαλονίκη και στην Ξάνθη κι έγινε γυμνασιάρχης. Είχε παντρευτεί την καθηγήτρια μαθηματικών στη Μέση Εκπαίδευση Ευαγγελία Τρυψιάνη. Κόρη τους ήταν η ποιήτρια Ρωξάνη Παυλέα (1951-1990).
Το 1939 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Αποδημίες». Του έχουν απονεμηθεί το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησηςτο 1979, το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1983 και το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη το 1991 (για τις ποιητικές συλλογές «Φορητός Καθρέπτης» και «Ελεγεία για της Ρωξάνης Παυλέα την τολμηρή της αναχώρηση»). Ήταν μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών. Επίσης, μέλος της κριτικής επιτροπής των βραβείων του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, πολωνικά.
Η θρησκευτική αφετηρία είναι εμφανής στο έργο του που έχει ουμανιστικό χαρακτήρα. Θεωρείται ιδιαίτερη περίπτωση μεταξύ των ποιητών της γενιάς του, στέκεται στη φωτεινή πλευρά της ζωής, την ομορφιά της φύσης, τη χαρά, την ελπίδα.
Είναι ποιητής εγκεφαλικός όσο και συναισθηματικός. Αν και δίνει μια ενορατική εικόνα, η ποίησή του είναι γειωμένη και ανθρωποκεντρική και το αισθητικό της κάλλος απορρέει κυρίως από το ηθικό της βάρος. Οι μορφές αντλούν το σχήμα τους κατευθείαν από τα ψυχικά και πνευματικά βιώματα του ποιητή.
Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.
Πέθανε το 2005 στη Θεσσαλονίκη.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
• Αποδημίες. 1939.
• Το τραγούδι των ωκεανών. Θεσσαλονίκη, 1948.
• Ωδή στο Αιγαίο. Πειραιάς, έκδοση του περ. Πειραϊκά Χρονικά, 1949.
• Η συμφωνία της χαράς. Θεσσαλονίκη, 1950.
• Γυμνή γη. Θεσσαλονίκη, 1951.
• Ζωντανή χλόη. Θεσσαλονίκη, 1952.
• Χαμένη άνοιξη. 1954.
• Αισιοδοξία και υπερηφάνεια. Θεσσαλονίκη, 1955.
• Ζεστή Ομιλία. Θεσσαλονίκη, 1956.
• Ισχυρή ζωή. Θεσσαλονίκη, 1957.
• Θαλασσινή φήμη. 1958.
• Καθαρός καρπός. Θεσσαλονίκη, 1959.
• Λόγος ελεύθερος ή Ρήγας Φεραίος. Αθήνα, ανάτυπο από την Ηπειρωτική Εστία, 1959.
• Θέληση και σκιά. 1960.
• Γαλανή γέφυρα. Θεσσαλονίκη, 1961.
• Γραμμή της ημέρας· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, 1962.
• Έλξη και δίχτυ. 1963.
• Μεσοδιάστημα. 1964.
• Αναγωγή στη μονάδα. 1965.
• Άνθη στοχασμού. 1965.
• Αμαρτία και Προσευχή. Θεσσαλονίκη, 1968.
• Τότε και τώρα. 1971.
• Το κήτος. Θεσσαλονίκη, έκδοση του περ.Νέα Πορεία, 1973.
• Λαβυρίνθιοι. Θεσσαλονίκη, 1974.
• Ποιητικά θεωρήματα. 1975.
• Κατοικημένα όστρακα. Θεσσαλονίκη, 1976.
• Σεισάχθεια (Α.Β.Γ.). Θεσσαλονίκη, 1977.
• Αύριο θα χρειαστεί να φορούμε φτερά. 1978.
• Ύμνος στον ήρωα Κωνσταντίνο Δαβάκη και άλλα ανέκδοτα ποιήματα (1956-1979). Αθήνα, Τομές, 1979.
• Ηλεκτροφωνία και Αρχαϊκό μειδίαμα (Συνομιλία με τον Άγιο Θεοφόρο Ιγνάτιο κάποτε κάτοικο της Αντιόχειας).Θεσσαλονίκη, 1980.
• Ποιητικός συνειδησιακός διάλογος· Μέρος πρώτο. Θεσσαλονίκη, 1981.
• Ποιητικός συνειδησιακός διάλογος· Μέρος δεύτερο· (1955-1980) ·Ανέκδοτα κείμενα. Θεσσαλονίκη, 1981.
• Μνήμη των διακοσίων δικαίων των σκοτωμένων στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής (και άλλα ανέκδοτα κείμενα 1950-1981). Θεσσαλονίκη, 1982.
• Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή (εννέα αγορεύσεις στην επίγεια αποικία της ποινής). Θεσσαλονίκη, Ραγιάς, 1983.
• Ενδοδυναμική (σύστημα φρυκτωριών) · Ποιήματα Α’ τόμος. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1984.
• Ενδοδυναμική (σύστημα σηκών) · Ποιήματα Β’ τόμος. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1984.
• Συνειδησιακό υπόγειο· Ποίηση γραμμένη σε θήκες ιατρικών γαντιών. Θεσσαλονίκη, 1985.
• Αναφορά στον Ηρακλή για τον καθαρμό της Οικουμένης, τ.Β’. Θεσσαλονίκη, 1986.
• Οι μέτοχοι. Θεσσαλονίκη, 1987.
• Εισαγωγή στα μέγιστα και ελάχιστα σύμπαντα. Θεσσαλονίκη, 1988.
• Κάποτε σ’ όλο το σώμα είχαμε μάτια και φτερά και σήμερα δεν είχαμε. Θεσσαλονίκη, 1990.
• Ο φορητός καθρέφτης. Θεσσαλονίκη, 1990.
• Ελεγεία για της Ρωξάννης Παυλέα την τολμηρή της αναχώρηση. Θεσσαλονίκη, 1990.
• Η τραγική ηρωίδα ποιήτρια Ρωξάννη Παυλέα και το έργο της.
• Λυρικές αναβάσεις στη μνήμη της Ρωξάννης.
• Οι ελεγείες της Ρωξάννης. Θεσσαλονίκη, 1991.
• Συμπαθητικός ύμνος στη διαλεκτική ευσέβεια· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, 1994.
• Ηρωική συμφωνία στη μνήμη της Ρωξάννης· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, 1994.
• Συμπαντική διδακτική· Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, 1995.
• Συμπαντική νοημοσύνη· Ποίηση. Θεσσαλονίκη, 1996.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Δίχτυ (απόσπασμα)
...
Οι θλίψεις σκλήρυναν πια την καρδιά μου,
χιλιοπατημένος είναι η καρδιά μου δρόμος,
όπου πέρασαν πάνω του όλοι οι οδοστρωτήρες,
όλα τα οχήματα τα μικρά και τα μεγάλα.
Τώρα πια είμαι άφοβος.
Την καρδιά μου την πέρασαν όλα τα τρακτέρ
και είναι σκληρή σαν πεζοδρόμιο.
Μπορείτε να βαδείστε πάνω της.
Είναι μια βέβαιη λεωφόρος χαράς.
Είναι μια έξοδος προς το θάρρος και
Μια διδασκαλία θέλησης.
Εμπρός, προχωρείστε πάνω της όλοι αγκαλιασμένοι
χαμογελώντας προς το μέλλον σας.
Δεν υπάρχει άλλη ασφαλέστερη οδός προς το μεγάλο Αύριο
από την καρδιά μου.
Θα παραδεχτώ εκείνη την πολιτεία
ευτυχισμένη
όπου όλοι οι πολίτες έγραψαν
σ᾽ένα όστρακο
τη λέξη “φόβος” και τον εξόρισαν
από τους νόμους της
και από τις καρδιές τους,
όπου δεν υπάρχουν αφέντες και δούλοι
και η φανταστική ελευθερία
ανταμώνεται η δικαιοσύνη.
Ναι, τότε θα ονομάσω την πολιτεία ευτυχισμένη
σαν οι πολίτες της δουλεύουν αδερφωμένοι.
(Λέγω πολιτεία του Θεού εκείνη όπου ο κάθε εργαζόμενος
είναι του κόπου του κύριος)
Σας παραδίδω την καρδιά μου,
Όλες οι ελπίδες
της γέλασαν, όλων των ενθουσιασμών οι σημαίες,
αφού της κρυφόγνεψε η κάθε αλήθεια,
αυτή την πικραμένη πέτρα, πατριώτες μου.
Πάνω της πέρασαν όλες οι χαιρετιστήριες φωνές
των βαποριών και των τρένων,
την τρικύμισαν και την εγκατέλειψαν,
την κράτησαν όλες οι απελπισίες,
την γέμισαν όλες οι επιθυμίες και την φλόγισαν όλες οι
χαρές,
της ανέμισαν όλα τ᾽όνειρα.
Αυτή την καρδιά που γέμισε
πατρίδα και ανθρωπότητα
σας την προσφέρω δώρο
να την κάμετε πλατύ δρόμο δικαιοσύνης
κι αλήθειας φως, παντού φως, γιατί τόσο ο τόπος
μας το εστερήθη.
http://annagelopoulou.blogspot.gr/ΠΑΤΡΙΔΑ
«…Το κάθε βότσαλο, λείο ή τραχύ, το λέω πατρίδα,
τα φύκια αυτά τα ονομάζω πατρίδα
ζεστή και φωτεινή και μες τη συννεφιά της
το κύμα, που σ’ όλες τις πόρτες του βράχου μουγκράει,
τον καρπό το μελίγευστο – πατρίδα
της πικροδάφνης το μίλημα, σα γέλιο παιδιού ή ερύθημα κόρης,
τα σπίτια με τα βασιλικά και τα ηλιοτρόπια – πατρίδα
κι ο ιδρώτας είναι πέτρα πολύτιμη στων χωρικών μας τα μέτωπα!…
τα φύκια αυτά τα ονομάζω πατρίδα
ζεστή και φωτεινή και μες τη συννεφιά της
το κύμα, που σ’ όλες τις πόρτες του βράχου μουγκράει,
τον καρπό το μελίγευστο – πατρίδα
της πικροδάφνης το μίλημα, σα γέλιο παιδιού ή ερύθημα κόρης,
τα σπίτια με τα βασιλικά και τα ηλιοτρόπια – πατρίδα
κι ο ιδρώτας είναι πέτρα πολύτιμη στων χωρικών μας τα μέτωπα!…
Αν κάθε θάλασσα πατρίδα ονομαστεί, σαν τη θάλασσα
της πατρίδας καμιά!
Κι αν ένας ήλιος φέγγει, σαν τον ήλιο της πατρίδας κανένας!
Αν όλη η ανθρωπότητα πατρίδα μια γενεί,
σαν τη γη των πατέρων μας καμιά!
Κι αν όλα κάτω από τη σελήνη εξισωθούν με καπνού ύψος,
ξεχωριστός ο καπνός της καθεμιάς πατρίδας στον κοινό ουρανό
θα σμίξει…»
της πατρίδας καμιά!
Κι αν ένας ήλιος φέγγει, σαν τον ήλιο της πατρίδας κανένας!
Αν όλη η ανθρωπότητα πατρίδα μια γενεί,
σαν τη γη των πατέρων μας καμιά!
Κι αν όλα κάτω από τη σελήνη εξισωθούν με καπνού ύψος,
ξεχωριστός ο καπνός της καθεμιάς πατρίδας στον κοινό ουρανό
θα σμίξει…»
Παρηγοριά
Έχω ακόμα το παράπονο του πεύκου με τα χοντρά κλωνάρια,
το αλύχτημα της αλεπούς στο σκοτεινό το δάσος
που λες μοιάζει φώκιας φωνή σ' ακρωτήρι αφροπεριχυμένο,
έχω τ' αλλάγματα του ποταμιού απ' την πηγή ως την εκβολή του,
τις πρασινοσπηλιές με τις νεροκοπέλες να υφαίνουν εκεί το εξαίσιο τους στημόνι,
και στου χειμάρρου το γκρέμισμα να λούζονται, τη νύχτα να χορεύουν,
έχω της ελπίδας το φως και του χελιδονιού το μουσικό πριόνι του αιθέρα,
το μικρό έχω που παίζει στα τζάμια μου εφέτος πρωτοβρόχι
κλαίγοντας σε φυλλοσυρμή ή σε φωλιά κενήν αφημένη.
Έχω για να σώζομαι τα παιδικά σας μάτια.
Από τη συλλογή Θαλασσινή φήμη (1958)
Το τραγούδι της νύχτας (Ι)
[Από την ενότητα Το τραγούδι της νύχτας]
Ι
Περπατούμε κάτου από τις πυκνές οροφές των καπνών
ο ήλιος είναι ντυμένος στάχτες, σάρκες κι ερείπια,
και τ' άλογα χλιμιντρίζουν στους κάμπους!...
Ποιος θα πάρη στα χέρια του τ' αλέτρια για να σπείρουμε τα χωράφια;
Ποιος θα χαλάση την δυναστεία του χαλκού;
Ο θρήνος των ανθρώπων λογχίζει τον ήλιο,
Κύριε σώστε τον πλανήτη μας!
Πήραμε τα μονοπάτια της αλεπούς,
κοιμηθήκαμε μαζί με τ' αγρίμια στις οπές της γης!
Είμαστε άνθρωποι, Κύριε, άνθρωποι, άνθρωποι,
δεν είμαστε η λάσπη των δρόμων σου
για να μας πατάς με τις μπότες της κραταιότητάς Σου!
Φυτέψαμε τ' αμπέλια μας και δεν τα τρυγήσαμε,
τα μεγάλα μας παιδιά πήγανε στον πόλεμο
και μείνανε μια φούχτα άσπρα κόκκαλα,
οι γέροι μας καθίσανε στα χειμωνιάτικα πάρκα
μ' ένα κόκκινο γαρύφαλλο στην καρδιά!
Κάνε μας ν' αναστηθούμε μ' ένα σώμα καινούργιο,
με νέα μόρια στο μυαλό, στην καρδιά και στα νεύρα
Χτύπησε τις σάλπιγγες της αγάπης...
γιατί οι νύχτες περπατούνε με χάλκινες ενδυμασίες.
Φτάνουν πια οι βροντές των καταποντισμών σου!
Αδέρφια χτυπήστε τις σάλπιγγες της χαράς!
Από τη συλλογή Η συμφωνία της χαράς (1950)
Ακινησία
Σήμερα η θάλασσα είναι ήσυχη σα να 'ναι ζωγραφισμένη,
ατάραγη σαν ένα κομμάτι μάρμαρο, γαλάζια μακριά απλωμένη
κι είναι τα πλοία ακίνητα στο φως παραδομένα
μόλις να μισοφαίνονται σαν ονείρατα στο βάθος,
είναι οι θαλασσαετοί στεκάμενοι στους αχνούς βράχους
όπου το κύμα αφρομαρμάριζε, ροχθούσε∙
περπατάει τα πετράδια του το κύμα το μικρό
στην επιφάνειά του απάνω,
το χταπόδι βγαίνει από τη θαλάμη του και τη λεία του ερευνάει,
μένει ο ψαράς ακούνητος στο δίχτυ του σκυμμένος
και καρτεράει στα ρηχά ο κέφαλος να περάσει.
Κι είναι στα παράθυρα του γιαλού ανοιχτά μάτια
να προσμένουν τους ξενιτεμένους.
Από τη συλλογή Θαλασσινή φήμη (1958)
Σ' αγαπούσα
Τ' άστρα λάμπανε και τα φύλλα σφύριζαν σαν κοτσύφια
δεμένα με τα κλαδιά τους και τη ρίζα τους και σ' αγαπούσα.
Το κοίλο κύμα στην αμμουδιά του στόλιζε μ' άσπρα,
πυκνά θροΐζοντα άνθη και σ' αγαπούσα.
Απέραντες ακρογιαλιές έπαιρναν το φεγγάρι το γεμάτο
και το 'καναν άσπρα κομματάκια φρέσκο ψωμί
και το μοίραζαν ευλογημένον αντίδωρο της θείας Ακολουθίας και σ' αγαπούσα.
Από τη συλλογή Τ' όνομά μας ήταν ενοχή (1983)
Ο χρόνος
Άνθιζεν όλος ο πυρακτωμένος ήλιος, άνθιζε, όταν σ' έβλεπα
τους χτύπους τους μουσικούς η καρδιά μου άνθιζε
κι εγώ ξεχνούσα πολεμιστές που έμεναν ακίνητοι στα μονοπάτια
με τα ρούχα τ' άδεια ντυμένοι να τους τρώει ο χρόνος
και μια σαρκοβόρα βροχή.
Άνθιζεν η καρδιά όταν σ' έβλεπα, άνθιζα ολόκληρος κι εγώ.
Πάνε πια χρόνια και χρόνια που έχασα εκείνο τον καιρό.
Μα σ' έχω γράψει πάνω στης καρδιάς μου το ρυθμό
και δε σε λησμονώ σαν το ελάφι που δεν ξεχνάει
την ταχύτητά μου τη γοργή.
Από τη συλλογή Τ' όνομά μας ήταν ενοχή (1983)
Τ' όνομά μας ήταν ενοχή
Συγχώρησέ με, Θεέ μου, που δεν κατόρθωσα
να δω τον κόσμο αυτό τον επίγειο σαν ένα πανηγύρι
και να τον διασκεδάσω σαν ένας πανηγυριώτης.
Πώς θα γινόμουν, Θεέ μου, ένας πανηγυριώτης, αφού γιορτάζαμε
το έτος του παιδιού κι ύστερα πηγαίναμε και βάζαμε το μεσονύχτι
δυναμίτιδα στις κατοικίες των προσφύγων και τους ξεθεμελιώναμε
μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά του;
Πώς να καυχόμουν, Θεέ μου, πως όλος ο κόσμος ήταν ένα πανηγύρι,
αφού πορευόμασταν στα βαρβαρικά μας μεσονύχτια και σκοτώναμε
πάνω στον ύπνο τους, γέροντες, γυναίκες και παιδιά μικρά, αγόρια και κορίτσια
και ύστερα για να εξαφανίζουμε από ενδεχόμενους υποκριτικούς παρατηρητές
το σκοτωμένο ψυχομέτρι περνούσαμε πάνω τους
με τις ματωμένες εκείνες μπουλντόζες μας και μεταμορφώναμε
το έγκλημά μας σ' ένα κόκκινο πολτό, σ' ένα πολτό
τ' αθώα παιδιά και τα κορίτσια μας σ' ένα κόκκινο πολτό;
Από τη συλλογή Τ' όνομά μας ήταν ενοχή (1983)
Τα σπίτια του Νότου
Ο θάνατος θυμάμαι, εκεί στα σπίτια του Νότου ήταν ένα σκοτεινό γεγονός,
ίσως γιατί υπήρχε πολύς ήλιος παντού, γυμνός, άφθονος.
Κλείνονταν τα παράθυρα όταν του νεκρού περνούσε η ακολουθία
κάτω από τα σπίτια τα παλιά και οι ένοικοι την πομπή
πίσω από τις κατεβασμένες κουρτίνες κρυφά παρακολουθούσαν.
Κάποια μεσημέρια ασάλευτα, φωνές από μοιρολογίστρες
τη χλιαρή τους έκοβαν άνεση σα μαχαίρια ακονισμένα.
Στα σπίτια εκείνα του Νότου ο νεκρός ήταν μέσα στο σκοτάδι του αιώνια βυθισμένος,
στους μικρούς του ληστές, τα σκουλήκια του αφιερωμένος,
μακριά από το αστραφτερό φως, που ντύσιμο δε δεχότανε κανένα.
Εκεί, στα σπίτια του Νότου, οι νεκροί ερχόνταν πάλι
και ζητούσανε τα κρεβάτια τους με το στεναγμό του ανέμου,
μ' άδεια μάτια, ενώ τα ποντίκια ροκάνιζαν
μέσα στα μεσάνυχτα τα πατώματα τα φαγωμένα από το σαράκι,
τις κατάκλειστες ντουλάπες του ταξιδεμένου, εκεί στο Νότο όπου οι μυγδαλιές
πολύ γρήγορα ανθούσανε τ' άνθια τους
σαν κύματα σ' ακρογιάλι αφρισμένα.
Από τη συλλογή Ύμνος στον ήρωα Κωνσταντίνο Δαβάκη
http://www.translatum.gr/
Και... αν θυμάμαι καλά... διετέλεσε διευθυντής του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης... (Π.Σ.Π.Θ.)
ΑπάντησηΔιαγραφή